— Λένε πως κάθε έργο εποχής είναι ένα σχόλιο για το σήμερα ή, τουλάχιστον, γυρίζεται κάτω από το πρίσμα της σύγχρονης εποχής. Τι είχατε στο μυαλό σας όταν επιχειρήσατε να επιστρέψετε στο καλοκαίρι του ’85;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα τι να περιμένω όταν ξεκίνησα, με την πανδημία και τα πρωτόκολλα ασφαλείας. Ωστόσο, όταν τελικά βγήκε το φιλμ στις αίθουσες νομίζω πως έγινε επιτυχία γιατί το κοινό ένιωσε ανακούφιση με ένα ταξίδι πίσω στα '80s. Πίστεψε πως όλα ήταν ελεύθερα τότε. Δεν ήταν, αλλά το να βλέπει τους πρωταγωνιστές να φιλιούνται και να χορεύουν στα κλαμπ έμοιαζε με αύρα ανεμελιάς που είχαμε ξεχάσει.
Κι ενώ όλα αυτά ήταν ευχάριστα, η δεκαετία του '80, με το AIDS, τον ριγκανισμό και τα οικονομικά προβλήματα, έκρυβε μια σκληρή πραγματικότητα, πολύ διαφορετική από τον ρομαντισμό της νοσταλγίας.
— Πρωτοσυναντηθήκαμε στις συνεντεύξεις που δώσατε για το Sitcom, μια πολύ ενδιαφέρουσα σατιρική ηθογραφία, αν μπορώ να δώσω ορισμό σε μια τόσο αταξινόμητη δημιουργία…
Πάει πολύς καιρός από τότε.
Μου αρέσει να έχω μια διάδραση με τον θεατή, να τον βάζω να δημιουργεί τη δική του ταινία και να θέτει τις δικές του προσδοκίες. Γνωρίζω πως σε πολλούς θεατές δεν αρέσει αυτό, δεν τους αρέσει να συμμετέχουν ενεργά και να παίζουν.
— Δεκαετίες. Έκτοτε, σκηνοθετήσατε ποικίλα είδη ταινιών και δεν σταματήσατε ποτέ να εκπλήσσετε το κοινό με τις επιλογές σας. Αισθάνεστε πως εκπληρώσατε κάποιους από τους στόχους που είχατε θέσει;
Ξέρετε, δεν έχω κανένα πλάνο. Δεν έχω ιδέα ποιο θα είναι το επόμενο πρότζεκτ μου, απλά ακολουθώ τα ένστικτά μου. Όταν στα 17 μου χρόνια πρωτοδιάβασα το βιβλίο του Έινταν Τσέιμπερς, Dance on my Grave, πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία Καλοκαίρι του ’85, ευχόμουν αυτό να είναι το ντεμπούτο μου ως σκηνοθέτη, κάτι που δεν έγινε, αφού η πρώτη μου ταινία ήταν το Sitcom που μόλις αναφέρατε.
Χρειάστηκα 30 χρόνια για να το γυρίσω και συνειδητοποίησα πως είχα ανάγκη την απόσταση, να ξεφύγω από τη συναισθηματική μου εμπλοκή με τους χαρακτήρες και να το δω με τρυφερότητα. Θα είχα κάνει μια εντελώς άλλη ταινία τότε, αν την επιχειρούσα.
— Έχετε άλλα «απωθημένα», βιβλία που θα θέλατε να είχατε διασκευάσει, για παράδειγμα, και που για κάποιον λόγο δεν ήταν δυνατόν να μεταφέρετε στην οθόνη;
Βέβαια, πολλά. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η πηγή έμπνευσης, άλλωστε υπάρχουν τόσες πολλές, αλλά η επιθυμία μου τη δεδομένη στιγμή. Τι ακριβώς θα αποσπάσει την προσοχή μου για δυο χρόνια προετοιμασίας, γυρίσματος και μοντάζ. Από ιστορίες είναι γεμάτη η λογοτεχνία και ο κόσμος ολόκληρος.
— Μιλώντας μαζί σας, είναι αδύνατον να μην αναφερθούμε στο συχνά αναπάντεχο, στυλιζαρισμένο μείγμα ειδών που εφαρμόζετε από τη μια ταινία σας στην επόμενη, και συχνά μέσα στο ίδιο το φιλμ. Ο Γούντι Άλεν είχε πει πως, μετά τη διαδικασία της συγγραφής κάθε σεναρίου του, δεν είναι ποτέ σίγουρος αν έχει στο μυαλό του να το γυρίσει ως κωμωδία ή ως δράμα.
Κι εγώ επίσης! Μα, συμβαίνει και στην πραγματικότητα: συναντάς κάποιον και τη μια στιγμή νομίζεις πως βρίσκεσαι σε ένα βαρύ μπεργκμανικό περιβάλλον, μετά από λίγα λεπτά προσγειώνεσαι σε αλμοδοβαρικό σουρεαλισμό! Αλλάζει ο τόνος, και στο Καλοκαίρι του '85 η πρόκληση για μένα ήταν να περάσω από το καθαρό θρίλερ στο σαρδόνιο χιούμορ. Ανέκαθεν με ενδιέφερε η έκπληξη ως θεμελιώδες στοιχείο των ταινιών μου.
— Αν μπορώ να διακρίνω ένα νήμα στη φιλμογραφία σας, είναι το θρίλερ και πιο συγκεκριμένα το σασπένς, έστω και σε μικρές δόσεις.
Όχι ακριβώς το σασπένς, αλλά ένα παιχνίδι με το κοινό. Μου αρέσει να έχω μια διάδραση με τον θεατή, να τον βάζω να δημιουργεί τη δική του ταινία και να θέτει τις δικές του προσδοκίες. Γνωρίζω πως σε πολλούς θεατές δεν αρέσει αυτό, δεν τους αρέσει να συμμετέχουν ενεργά και να παίζουν. Αλλά για μένα είναι μια αόρατη συμμαχία με το κοινό της σκοτεινής αίθουσας, σαν τότε που ήμασταν παιδιά και συμφωνούσαμε να είσαι εσύ ο γιατρός κι εγώ, δεν ξέρω, ο ασθενής ας πούμε. Και στο φινάλε συναντιόμαστε ή αποκλίνουμε, ανάλογα με την προοπτική στην πλοκή που έχει αναπτύξει ο καθένας από εμάς.
Το «Καλοκαίρι του ’85» προβάλλεται από τις 5 Αυγούστου στους κινηματογράφους.