Ο «νονός της κινηματογραφικής avant-garde» γεννήθηκε στο Σεμιενισκιάι της Λιθουανίας το 1922, ένα χωριό που σήμερα αριθμεί τρεις κατοίκους. Η περιπέτεια της ζωής του θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για μια συναρπαστική χολιγουντιανή περιπέτεια «βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία», όμως ο ίδιος, αν και αφοσιώθηκε στο σινεμά, δεν έγινε σκηνοθέτης ταινιών δράσης, αλλά «ανθρωπολόγος της παραμικρής στιγμής που έχει νόημα».
Στις 26 Απριλίου του 2017 συνάντησα τον Τζόνας Μέκας στην Αθήνα, στα πλαίσια της Documenta, για μια συνέντευξη που δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά. Με αφορμή τον θάνατο του, έκατσα να την απομαγνητοφωνήσω και θυμήθηκα όλη την κουβέντα μας, και πάνω απ’ όλα, το καθαρό του βλέμμα, ίδιο πίσω από την κάμερα όσο και μπροστά απ’ αυτήν.
— «Θα συναντήσεις έναν θρύλο σήμερα» μου έλεγαν όλοι οι κινηματογραφόφιλοι γνωστοί μου. Νιώθετε άβολα με αυτή τη μυθική διάσταση που σας αποδίδουν;
Πολύ, πάρα πολύ. Ένας υπηρέτης είμαι.
— Ένας υπηρέτης του ανεξάρτητου σινεμά;
Αυτό, όπως το είπατε, ένας υπηρέτης του ανεξάρτητου σινεμά. Με αυτόν τον ορισμό δεν έχω κανένα πρόβλημα.
Τα μόνα έργα τέχνης που επιβιώνουν είναι αυτά που θέλουμε να βλέπουμε ξανά και ξανά. Αυτά που προσδιορίζουν αυτό που είσαι, αυτό που θες να μεταδώσεις. Αυτά θέλουμε να διαφυλάξουμε. Και, γι' αυτό, θα ζουν για πάντα.
— Κάποτε είχατε πει πως όταν ο Θεός δημιούργησε την κάμερα, ο Διάβολος τοποθέτησε μπροστά της έναν σάκο με χρήματα.
Μα πως γίνεται να υπηρετείς τη δημιουργία και ταυτόχρονα να βγάζεις χρήματα απ’ αυτήν; Δε μπορεί, αυτή πρέπει να ήταν η προτροπή του Διαβόλου! Ή θα υπηρετείς την δημιουργία ή το χρήμα. Εγώ επέλεξα το πρώτο.
— Και τι σημαίνει να είναι κανείς σήμερα “avant-garde”;
Ό,τι σήμαινε πάντα. Ό,τι σήμαινε εν καιρώ πολέμου: Αυτός που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός. Θέλετε στη ζωγραφική, θέλετε στο σινεμά, θέλετε στις τέχνες, θέλετε στη ζωή, πάντα κάποιος έπρεπε να σταθεί στη πρώτη γραμμή για να μπορέσει να προχωρήσει η ανθρωπότητα. Εδώ και εκατομμύρια χρόνια δηλαδή…
— Διαβάζω στην αυτοβιογραφία σας πως ζήσατε για χρόνια στο Μάινς της Γερμανίας. Πρέπει να ήταν δύσκολο, έχοντας ζήσει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου.
Έφυγα από τη Λιθουανία το 1944, με την επέλαση του Κόκκινου Στρατού, αλλά οι Γερμανοί σταμάτησαν το τρένο στο οποίο επέβαινα, και κατέληξα σε ένα στρατόπεδο στο Αμβούργο, απ’ όπου και απέδρασα μετά από κάποιους μήνες. Παρέμεινα κρυμμένος μέχρι το τέλος του πολέμου και μετά, σπούδασα φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μάινς, ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανα πριν μεταναστεύσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν όντως παράξενο για μένα, αλλά από την άλλη, το Μάινς ήταν μια όμορφη πόλη και έκανα πολλά στη Γερμανία που έδωσαν στη ζωή μου ένα ιδιαίτερο νόημα. Υπήρχε, για παράδειγμα, μεγάλο κύκλωμα underground εκδόσεων, εκεί έγραψα και εξέδωσα τα πρώτα μου ποιήματα.
— Είναι η ποίηση ένας καλός τρόπος για να διαχειριστείς την πραγματικότητα;
Τα πάντα είναι ένας καλός τρόπος για να διαχειριστείς την πραγματικότητα. Και ένας μηχανικός αυτοκινήτων μπορεί να το καταφέρει μέσα από τη δουλειά του. Στο τέλος όμως νομίζω πως όλοι καταφεύγουμε στην ποίηση, έτσι δεν είναι; Μια ποίηση που την εντοπίζει κανείς στα πάντα – και συνήθως ποτέ από επιλογή. Απλά αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Δεν πρέπει να είναι επιλογή. Όταν κάποιος απλά «επιλέγει» την ποίηση, τότε αυτό γίνεται η δουλειά του. Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει την κλίση του μέσα από τη λογική, απλά ξυπνάς μια μέρα και την ανακαλύπτεις μέσα σου. Άνθρωποι είμαστε. Δηλαδή έχουμε πάθη, εμμονές… Νομίζουμε πως έχουμε τη δυνατότητα της επιλογής. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουμε επιλογή. Εγώ ποτέ στη ζωή μου δε θυμάμαι να λέω «θέλω να γίνω κινηματογραφιστής». Αλλά μια μέρα ανακάλυψα πως αυτό έκανα, κινηματογραφούσα διαρκώς! Και ήταν μια υπέροχη στιγμή.
— Αν πάντως είσαι κινηματογραφόφιλος, το ζήτημα της επιλογής σου περιορίζεται όλο και περισσότερο, μέρα με τη μέρα.
Αν μιλάτε για την επικράτηση του Χολιγουντιανού σινεμά, δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Και στη δεκαετία του ’60 το Χόλιγουντ μεσουρανούσε. Επίσης το Χόλιγουντ δεν είναι αμερικάνικη υπόθεση, υπήρχαν «Χόλιγουντ» σε κάθε χώρα σχεδόν. Η Ιταλία, για παράδειγμα, είχε την Τσινετσιτά, η Σοβιετική Ένωση είχε την Μόσφιλμ. Και το ανεξάρτητο σινεμά πάντα προσπαθούσε να ελιχθεί μέσα από αυτό το σύστημα. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, μόνο που σήμερα τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Η τεχνολογική πρόοδος έχει απελευθερώσει την δημιουργικότητα μας. Αυτά τα νέα εργαλεία, που ήρθαν να αλλάξουν αυτά που γνωρίζαμε τη δεκαετία του 60 μας έχουν προσφέρει μια νέα, ευρύτερη γκάμα επιλογών. Ευτυχώς, το φιλμ δεν έχει πεθάνει ακόμα, είναι διαθέσιμο, μπορούμε να γυρίσουμε σε φιλμ. Αλλά υπάρχουν τόσες άλλες εναλλακτικές! Με το ψηφιακό, γυρίζεις κάτι τώρα, και σε πέντε λεπτά μπορείς να το δείξεις στους φίλους σου! Και οι φίλοι σου μπορεί να είναι στο Τόκιο… στο Μπουένος Άιρες… Ε πιο εύκολα είναι τώρα!
— Και δεν υπάρχει κάποια παγίδα σε αυτό; Δε μπορεί να μην υπάρχει!
Η παγίδα είναι το παρελθόν μας. Η παγίδα είναι πως, σε κάθε τέχνη, πρέπει να αποδράσουμε από αυτά που έκαναν οι άλλοι πριν από εμάς. Θέλω να πω, οκ, έχουμε στα χέρια μας τώρα μια νέα τεχνολογία. Πρέπει να περάσει τουλάχιστον μια γενιά καλλιτεχνών μέχρι να αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε τις πραγματικές της δυνατότητες. Μέχρι τότε απλά θα επαναλαμβάνουμε ό,τι έκαναν οι προηγούμενοι από εμάς, απλά με νέα μέσα. Ως τη στιγμή που εμφανίζεται κάποιος και κάνει ένα μεγάλο άλμα. Όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη το 1949 διαπίστωσα πως βρισκόμουν χρονικά σε ένα σημείο όπου όλες οι τέχνες άλλαζαν, μεταμορφωνόντουσαν σε κάτι άλλο. Στον κινηματογράφο είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του το cinema-verite, ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού είχε βαρεθεί τις συμβατικές αφηγήσεις και τις επινοημένες ιστορίες. Έτσι οι κάμερες άρχισαν να γίνονται πιο μικρές, είχαμε τον σύγχρονο ήχο… Και χρόνια αργότερα φτάσαμε στο ψηφιακό βίντεο, γιατί υπάρχουν άλλες ανάγκες. Είμαστε πιο κοντά στην «κάμερα-στυλό» σήμερα από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Κοιτάξτε με: Έχω ένα μολύβι στη μια τσέπη, και μια μικρή κάμερα στην άλλη…
— Από την άλλη η ευκολία του ψηφιακού έχει συντελέσει σε έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο κυκλοφορίας: Ο καθένας μπορεί να γυρίσει μια ταινία, να ηχογραφήσει έναν δίσκο, να γράψει ένα βιβλίο…
Ναι, ισχύει αυτό. Ειδικά με τη λογοτεχνία, νομίζω. Από τη μια, έχει ενδιαφέρον αυτό. Μπαίνεις σε ένα βιβλιοπωλείο και οι τίτλοι είναι, στ’ αλήθεια, χιλιάδες. Και προφανώς, δεν είναι όλα συγκρίσιμα της Οδύσσειας! Από σένα εξαρτάται. Πρέπει να ξέρεις ποιον συγγραφέα ζητάς, να γνωρίζεις τι πρόκειται να αγοράσεις. Κι αν όχι, παίρνεις ένα ρίσκο! Βλέπεις έναν τίτλο που σου αρέσει, ανοίγεις το βιβλίο, διαβάζεις μια σελίδα, και λες «χμμμ, ας το δοκιμάσω αυτό». Σκεφτείτε τώρα πόσες χιλιάδες βιβλίων έχουν καταλήξει στα σκουπίδια, βιβλία που κάποιος διάβασε και δεν μπορούσε πραγματικά να τα προτείνει ούτε σε φίλο, ούτε σε εχθρό, βιβλία που εξαφανίζονται, που κανείς δε θυμάται πια. Το ίδιο και στο σινεμά, στο youtube… Τα μόνα έργα τέχνης που επιβιώνουν είναι αυτά που θέλουμε να βλέπουμε ξανά και ξανά. Αυτά που προσδιορίζουν αυτό που είσαι, αυτό που θες να μεταδώσεις. Αυτά θέλουμε να διαφυλάξουμε. Και, γι αυτό, θα ζουν για πάντα.
— Γι' αυτό προσπαθείτε να φτιάξετε μια δική σας Ταινιοθήκη;
Φυσικά. Όταν έχεις μια σχέση αγάπης με κάτι, θέλεις να το προστατέψεις με κάποιον τρόπο. Και θέλεις να το μοιραστείς και με άλλους. Φαντάζομαι το ίδιο ισχύει και μ’ εσάς, όταν γράφετε ένα κείμενο για μια ταινία που αγαπάτε πολύ, έτσι δεν είναι;
— Νομίζω πως μια καλή κριτική για μια παλιά ταινία έχει λιγότερη βαρύτητα από την διοργάνωση μιας προβολής της για το κοινό.
Υπέροχο, συμφωνούμε απολύτως.
— Ποιες παθογένειες συναντάτε στον κριτικό λόγο σήμερα;
Όλο αυτό το ζήτημα για το αν μια ταινία είναι «καλή» ή «κακή» προσωπικά δε με ενδιαφέρει καθόλου.
— Σας ενδιαφέρει περισσότερο η ειλικρίνεια της;
Χμμμ δε ξέρω αν λέμε το ίδιο ακριβώς. Με ενδιαφέρει να έχει αποτυπώσει μέσα της ένα κομμάτι αλήθειας για τον κόσμο που ζούμε. Κάτι στο οποίο θα μπορούσε να επιστρέψει κανείς πενήντα ή εκατό χρόνια μετά και να βρει μέσα του μια αληθινή, γνήσια μαρτυρία της ζωής μας τότε. Αν έχουν αποτυπωθεί πραγματικά τα συναισθήματα και οι σκέψεις της γενιάς του δημιουργού της. Κάτι που έχει πραγματική αξία γι' αυτούς που το βλέπουν, και που φυσικά κινείται πέρα από τις τρέχουσες ανθρωπιστικές μόδες, που κι αυτές έρχονται και παρέρχονται χωρίς να επιφέρουν καμία αλλαγή στην τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα. Βλέπετε, όταν ο διάβολος έβαλε τον σάκο με τα λεφτά μπροστά από την κάμερα, δεν είπε στον άνθρωπο πίσω απ’ αυτήν τι να γυρίσει κιόλας.
— Και κυρίως, πώς να το μοντάρει!
Φυσικά! Το μοντάζ μπορεί να διαστρεβλώσει την αλήθεια. Κάθε εργαλείο βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό και για κακό. Με ένα μαχαίρι κόβεις το ψωμί, με ένα μαχαίρι σκοτώνεις έναν άνθρωπο, με ένα μαχαίρι κάνεις ένα cut στο φιλμ που ενδυναμώνει ένα ψέμα. Εδώ είναι μια παγίδα, απ’ αυτές που λέγατε πριν, αλλά αυτή αφορά τους νέους κινηματογραφιστές.
— Έχετε καμία συμβουλή γι αυτούς;
Εκτός από το να αγοράσουν μια κάμερα και να αρχίσουν να γυρίζουν ταινίες, όχι, καμία.
— Στα πρώτα του χρόνια το σινεμά βρισκόταν σε μεγάλη ανυποληψία σε σχέση με τις άλλες τέχνες. Βρήκε, νομίζετε σήμερα, τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της τέχνης;
Κατ’ αρχάς, αν δε σας πειράζει, θα ήθελα να αλλάξουμε το «ιστορία της τέχνης» σε «ιστορία της ανθρωπότητας», ο άλλος ορισμός, για μένα προσωπικά, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Τώρα, για να σας απαντήσω, κοιτάξτε, κάποτε υπήρχαν παντού μεγάλες βιβλιοθήκες, τώρα υπάρχουν παντού ταινιοθήκες. Δεν αναφέρομαι φυσικά μονάχα σε ταινίες μυθοπλασίας αλλά σε αρχεία κινούμενων εικόνων, σε καταγραφές δηλαδή της ανθρώπινης σκέψης πενήντα χρόνια πριν. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς σήμερα να αντλήσει περισσότερα, σε συναισθηματικό και νοητικό επίπεδο, από μια ταινία σε σχέση με ένα βιβλίο. Σίγουρα όμως έχουν και τα δυο την ίδια σημασία, την ίδια αξία. Αν και, για να πούμε την αλήθεια, ο κινηματογράφος έχει ένα πλεονέκτημα.
— Ποιο είναι αυτό;
Δώσε σε ένα παιδί μια κάμερα. Αυτό που θα φιλμογραφήσει δεν είναι ένα ψέμα. Είναι κάτι που υπάρχει στ’ αλήθεια…
σχόλια