Ενώ τα καλλιστεία, εκτός από τα ελληνικά, δεν ανακηρύσσουν Μις Υφήλιος κοπέλα που να μην έχει χρυσό μετάλλιο σε δύο ολυμπιακά αθλήματα και τουλάχιστον Νόμπελ αστροφυσικής, αντιδρώντας στα φεμινιστικά πυρά που δέχονται επί δεκαετίες, το περιοδικό «People» επιμένει να στεφανώνει ετησίως, γιατί έτσι θέλει και χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, έναν άνδρα από τον ευρύτερο χώρο του θεάματος (ο Τζον Κένεντι ο νεότερος ήταν και celebrity) ως τον πιο σέξι του κόσμου, κρατώντας ανέπαφη μια παράδοση από τα παλιά χρόνια της πολιτικής ουδετερότητας απέναντι στα φύλα και την αντικειμενικοποίησή τους.
Πέρσι διάλεξαν τον Πολ Ραντ, έναν γλυκό τύπο που δεν γερνά ποτέ και δεν απειλεί κανέναν ‒ τον μυρμηγκάνθρωπο υποδύεται, και για τη δύναμη της ψυχής μιλά ουσιαστικά, κόντρα στο φυσικό μέγεθος. Φέτος, όμως, επανήλθαν στο κλασικό πρότυπο του υπεργραμμωμένου ήρωα με τις σμιλεμένες γωνίες και τα διαπεραστικά μπλε μάτια, δηλαδή τον Κρις Έβανς. «Δεν είναι αυτός ο σταρ, αλλά ο Κάπτεν Αμέρικα», απεφάνθη ο Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος σπάνια μιλά για τα politics, αλλά με την προσωπική του ματιά και τον απολαυστικό, σκόρπιο βερμπαλισμό του αναλύει την κινηματογραφική πραγματικότητα με τις διαχρονικές ποπ αναφορές του και την ευρυμάθειά του σε οτιδήποτε αφορά την ιστορία του σινεμά. Πολύ σωστά λέει λοιπόν πως απότοκη της μαρβελοποίησης της βιομηχανίας είναι πλέον η εκτόξευση των ηθοποιών που υποδύονται τους κεντρικούς χαρακτήρες στη σφαίρα της διασημότητας. Εννοεί πως οι φαν ανά τον κόσμο λατρεύουν και ποστάρουν ‒αντί να κρεμάνε πόστερ στους τοίχους‒ τον Θορ και τον Αμέρικα, ανεξάρτητα από το ποιος ακριβώς τους ενσαρκώνει ‒ διόλου τυχαία, ο Κρις Χέμσγουορθ ήταν προκάτοχος του τίτλου του «Sexiest Man Alive».
Μόνο μανδύες, σφυριά, κεραυνοί και ατσάλινες οπλές αντέχουν σε μια παρακινδυνευμένη αντιπαράθεση με τα πρόσφατα άλμπουμ του Ντρέικ και της Τέιλορ Σουίφτ ή την περιοδεία του Χάρι Στάιλς.
Όλοι οι σταρ διαχρονικά είναι αναλώσιμοι γιατί η μπογιά τους κρατά ανάλογα με τα γούστα του κοινού και φυσικά με τις επιλογές του υλικού από μεριάς τους. Η διαφορά με τους καινούργιους είναι πως, εκτός από πρόσκαιροι, είναι και ανταλλάξιμοι. Σωστό: εκτός από τον Ρόμπερτ Ντάουνι, που συνιστά ακριβώς sexy material και ο οποίος, σύμφωνα με την παραδοχή του στούντιο, ήταν οργανικά και δημιουργικά άρρηκτα δεμένος με τον Iron Man, οι υπόλοιποι φυτρώνουν σαν κεφάλια μιας λερναίας Ύδρας που κουβαλά το μυαλό που τους συντηρεί και αποφασίζει πώς και πότε θα εμφανιστούν, αν θα συνεχίσουν ή θα εκτοπιστούν σε μακρινό γαλαξία και τελικά πόσο ικανοί είναι να ορίσουν την τύχη τους μακριά από το κόμικ σύστημα.
Το «People», ένα ιδιόμορφο βαρόμετρο του αμερικανικού γούστου σχετικά με το τι εστί ελκυστικός άνδρας, την τελευταία δεκαετία συνήθως διαλέγει, με μερικές εξαιρέσεις, ηθοποιούς όπως οι τραγουδιστές Μπλέικ Σέλτον, Τζον Λέτζεντ και Άνταμ Λεβίν. Αναρωτιέται κανείς ωστόσο αν θα ευνοούσε τον Τζόνι Ντεπ ή τον Χιου Τζάκμαν αν δεν είχαν μεταμορφωθεί σε Τζακ Σπάροου και Γούλβεριν αντίστοιχα. Οι εστεμμένοι το ρίχνουν στην πλάκα όταν ρωτιούνται σχετικά στα talk shows. Ο Κλούνι πειράζει τον Πιτ, ο Ντεπ έχει σκοτούρες και δεν ασχολείται, ο The Rock ευχαριστεί το κοινό και δράττεται της ευκαιρίας να διαφημίσει κάτι, οτιδήποτε, και η ομάδα των Εκδικητών απλώς περιμένει την επετηρίδα για να γιορτάσει τον επόμενο, όταν έρθει η σειρά του. (Η DC έχει αδικηθεί, απουσιάζει ο Χένρι Κάβιλ, αλλά τώρα που ο Σούπερμαν επιστρέφει δυναμικά, δεν είναι απίθανο να τον δούμε στο εξώφυλλο).
Το χιούμορ δεν αναιρεί την αρρενωπότητα μόνο στην περίπτωση του Ράιαν Ρέινολντς. Πήρε τον τίτλο του το 2010, φαντάζομαι με τη δύναμη της εμπορικής επιτυχίας του «The Proposal». Ωστόσο, την ίδια χρονιά λάνσαρε και τον Deadpool στο «X-Men» εκείνης της περιόδου, εφαρμόζοντας την κωμική περσόνα του καλοφτιαγμένου γκαφατζή που δέρνει μπαμπαλίζοντας και το αντίστροφο, σε έναν υπερήρωα ακατάλληλο, αλλά συμπαθέστατο δι’ ανηλίκους.
Μαζί με τον Τιμοτέ Σαλαμέ είναι οι βέροι πρωταγωνιστές του εικοστού πρώτου αιώνα στο σινεμά. Διασχίζουν τα κινηματογραφικά μεγέθη, υπογράφουν με διαφορετικές εταιρείες παραγωγής γιατί έχουν δύναμη, διαθέτουν όνομα ικανό να τραβήξει το κοινό και τα φλας προς το μέρος τους και δεν ταυτίζονται οριστικά με τους χαρακτήρες που υποδύονται. Ο Σαλαμέ θα ντουμπλάρει ρόλο για πρώτη φορά στο Dune, που αποτελεί άλλου τύπου θηρίο, δεν έχει υποκύψει σε κόμικ σειρήνες, αλλά, από την άλλη, δεν είναι ακόμη ο σέξι άνδρας όπως τον φαντάζεται το «People». Επειδή μοιάζει με έφηβο; Ή ο Πολ Ατρείδης παραείναι σοφιστικέ για να συναγωνιστεί τις σημαίες του πολυσύμπαντος;
Ανάμεσα στους κατασκευασμένους σταρ του στούντιο συστήματος της χρυσής περιόδου του Χόλιγουντ και στους αυτοδημιούργητους ήρωες δράσης, όπως ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ και ο Κλιντ Ίστγουντ πριν από αυτόν, υπήρξε ένα ευλογημένο κενό εξουσίας, όπου άνθησαν οι αντιήρωες. Σε πείσμα της κλασικής αντίληψης για το ποιος κυριαρχεί, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Αλ Πατσίνο, ο Τζακ Νίκολσον και ο Έντι Μέρφι έγιναν οι ωραίοι του σινεμά, ελεύθεροι να ρισκάρουν και να δοκιμαστούν πέρα από τις συνταγές που είχαν καταρρεύσει, με τρομερή ανταπόκριση. Ο Μάρλον Μπράντο και ο Πολ Νιούμαν κατάλαβαν νωρίς πως το παλιό είχε τελειώσει και προσαρμόστηκαν ανακουφισμένοι, θριαμβευτικά.
Ακόμη και ο αυταπόδεικτα όμορφος Ρόμπερτ Ρέντφορντ χρησιμοποίησε την εξωτερική του τελειότητα για να σπείρει τις θέσεις του σε διαφορετικές ταινίες και να χτίσει το Sundance, την επιτομή της στήριξης σε ένα σύστημα αντίθετο στη λογική των studio. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα συμπεριφέρονταν ή αν θα είχαν χρόνο να αντιδράσουν όλοι αυτοί στην παρούσα κατάσταση της κοινωνικής δικτύωσης. Μάλλον θα είχαν απορροφηθεί σε τηλεοπτικές πλατφόρμες, γιατί το παρόν σινεμά αναδεικνύει σποραδικά και μόνο το υπερμέγεθες ταλέντο. Οι βασιλιάδες της τηλεόρασης στέκουν πιο γυμνοί χωρίς τους δράκους και τον Ράιαν Μέρφι τους, ανέστιοι έξω από το concept (θυμάστε τα ονόματα των πρωταγωνιστών/θυμάτων στο «Squid Game»;).
Η Τζένιφερ Λόρενς αντιστάθηκε στις πλατφόρμες, αλλά παρ’ ολίγον να υποκύψει στα τραύματα της υπερέκθεσης. «Είχα καταντήσει commodity, ένα εμπορικό προϊόν», δήλωσε πρόσφατα. Το αντιλήφθηκε σχετικά αργά, αλλά όχι στο τελευταίο στάδιο, μαζεύτηκε, σταμάτησε να παρίσταται σε κάθε εκδήλωση και συνέντευξη που της ζητούσαν, αραίωσε τις δουλειές, είπε πολλά όχι, άλλαξε ατζέντη, έκανε οικογένεια και επανήλθε, λέγοντας πως όφειλε να θυμηθεί από πού ξεκίνησε, τι την ενδιέφερε εξαρχής, να μηδενίσει για να περισώσει την ακεραιότητά της και να μπορέσει να ξαναδεί καθαρά αυτά που την ενδιαφέρουν.
Η Κάτνις σχεδόν την έκαψε, και η αλήθεια είναι πως έπεσαν ταυτόχρονα οι «Αγώνες Πείνας», το Όσκαρ για τον «Οδηγό Αισιοδοξίας», ο απαιτητικός Ντέιβιντ Ο’Ράσελ και τα συμβόλαια με τους οίκους ομορφιάς ‒ τα μεγάλα φώτα της πρωτεύουσας στα ενθουσιώδη μάτια ενός 25χρονου αυθόρμητου κοριτσιού. Έχει τα χρήματα να αποσυρθεί τελείως, αντί να παραπονιέται, θα πείτε. Δεν λέει όμως αυτό και δεν γκρινιάζει ακριβώς. Εννοεί πως η εικόνα κάθε επιτυχημένου ψυχαγωγού πλέον ξεγλιστρά εύκολα από τον έλεγχό του και πολλαπλασιάζεται ερήμην του, σαν viral video που ακόμη κι αν προσπαθήσεις πολύ σκληρά, ξοδέψεις περιουσίες, αμολήσεις ντετέκτιβ και προσλάβεις τους καλύτερους διαχειριστές κρίσης δεν γίνεται να μαζέψεις. Και δεν είναι μόνο ο λόξιγκας στην καριέρα της, όπως αποκαλεί το ατυχές «Passengers» του Μόρτεν Τίλντουμ, που η Αντέλ την είχε προτρέψει να μη γυρίσει επειδή τα δράματα του Διαστήματος είναι μοδάτο σύμπτωμα, όπως κάποτε οι βαμπιρικές ρομαντσάδες, αλλά η συνειδητοποίηση πως το να αρέσεις και να ικανοποιείς με τη συχνή παρουσία σου οδηγεί μαθηματικά σε κορεσμό. Το παραδέχεται ένα γνήσιο τέκνο της Gen Z, μια δραστήρια και διακεκριμένη zoomer γεννημένη στο ψηφιακό σύμπαν και ενστικτωδώς ενήμερη για τη θέση του εαυτού της στις διαρκείς μετατοπίσεις γύρω της.
Πενήντα χρόνια πριν ίσως περίμενε να της πουν τι δρόμο πρέπει να τραβήξει. Ακόμη και οι 50άρες πλέον δρουν ακαριαία: η Τζένιφερ Λόπεζ δεν δίστασε να μαυρίσει το προφίλ της στο Ιnsta και να σβήσει εντελώς όλες τις αναρτήσεις της εκεί, αυξάνοντας παλμούς στους 200 και πλέον εκατομμύρια ακολούθους της. Βγάζει δίσκο; Μπορεί. Τίποτε όμως δεν λειτούργησε υπέρ της πρόσφατης ταινίας της, όσες συνεντεύξεις και να έδωσε. Είναι στο τσακ να περάσει στη ζώνη του ζωντανού μύθου. Σαν τη Μαντόνα, αλλά πιο προσεκτική. Συμπέρασμα; Μόνο η Τζέιν Φόντα επιβίωσε μεγαλειωδώς από φαράγγια ήττας και ωκεανούς δόξας. Κατανόησε πως η φήμη μοιάζει με την αεροβική, θέλει διατάσεις και πειθαρχία για να μη μαγκώσεις στη νοσταλγία της «προϊούσας» νεότητας.
Για να ανακτήσεις τις δυνάμεις που κάποτε είχες στη μεγάλη γειτονιά του Χόλιγουντ, ξανασχεδιάζεις τις συνθήκες. Αλλιώς περιμένεις την επόμενη κίνηση του Κέβιν Φάιγκ. Διότι η Marvel παραμένει το sexiest brand alive και ο πραγματικός σταρ του τρέχοντος σινεμά. Μόνο μανδύες, σφυριά, κεραυνοί και ατσάλινες οπλές αντέχουν σε μια παρακινδυνευμένη αντιπαράθεση με τα πρόσφατα άλμπουμ του Ντρέικ και της Τέιλορ Σουίφτ ή την περιοδεία του Χάρι Στάιλς.