Η Μαρία Ξανθάκου είναι η συνιδιοκτήτρια της Artworx gallery στην Κηφισιά. Μια όμορφη, ψηλόλιγνη γυναίκα, με πολύ ωραίο γούστο και στυλ. Βρέθηκα σε ένα απ’ τα «πολύχρωμα» καλέσματα της, μ’ εκείνη να είναι υποδειγματική οικοδέσποινα που καταφέρνει να συνδυάζει με επιτυχία ετερόκλητους ανθρώπους και διαφορετικές γεύσεις, και να μας μαζεύει γύρω από ένα τραπέζι με τον δικό της, ανεπιτήδευτο τρόπο.
Και ενώ όλα κρύβουν ένα ζύγισμα και προετοιμασία, τα κάνει να μοιάζουν απλά. Η επιφάνεια μοιάζει ατάραχη, σαν να φυσά ένα απαλό αεράκι ελευθερίας, όμως τα πάντα είναι ενορχηστρωμένα υπογείως. Μια ζωή χωρίς αυστηρούς κανόνες αλλά με φαντασία και έκπληξη.
Το σπίτι βρίσκεται σε έναν ήσυχο δρόμο στην Κηφισιά και είναι γεμάτο τέχνη, αφού εδώ έζησε πολλά χρόνια με τον σύζυγό της, τον ζωγράφο Παύλο Σάμιο. Έχει έντονη την allure του σπουδαίου ζωγράφου, αφού οι τοίχοι έχουν έργα του. Μου δείχνει την αγαπημένη του πολυθρόνα, εκεί που του άρεσε να κάθεται – συχνά έβαζε το καβαλέτο μπροστά του και ζωγράφιζε.
Η Μαρία μπερδεύει αριστοτεχνικά ελληνικά παλιά έπιπλα με κινέζικα. «Το mix ‘n’ match μού αρέσει και στο ντύσιμο. Να σπας του κανόνες. Αυτό θέλει αυτοπεποίθηση. Αν έχεις εσύ αυτοπεποίθηση, θα έχει και το σπίτι σου. Δεν αφήνεις να δημιουργούνται αμφιβολίες».
«Όταν φεύγουν οι άνθρωποι, δεν μένει πάντα κάτι στον χώρο;» τη ρωτάω.
«Δεν μου αρέσει να το σκέφτομαι έτσι. Είναι μεγάλη παγίδα η προσκόλληση στο χθες. Από το να αισθάνομαι τον Παύλο παντού στον χώρο προτιμώ να κάνω μια ωραία έκθεση με έργα του προτού αυτά πάνε στα μουσεία στα οποία τα έχει δωρίσει. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να θυμάσαι κάποιον, υπάρχει αυτός της προσκόλλησης, υπάρχει όμως κι αυτός της απελευθέρωσης. Επιλέγω τον δεύτερο».
Το σπίτι της είναι γεμάτο με «πολλά» αντικείμενα, όμως, χωρίς να ξέρω πώς, δεν το βαραίνουν, αντίθετα δημιουργούν την αίσθηση του οικείου. Σαν πίσω από κάθε αντικείμενο να υπάρχει και μια ιστορία που θες να ακούσεις.
Η Μαρία είναι πολύ καλή στο να φτιάχνει τα σπίτια. Ξεφυλλίζω ένα παλιότερο περιοδικό διακόσμησης και βλέπω φωτογραφίες από το προηγούμενο σπίτι της. Ένα επίσης υπέροχο σπίτι, όμως αρκετά διαφορετικό από το τωρινό. «Όπως αλλάζουμε εμείς, έτσι αλλάζουν και τα σπίτια», μου λέει. Στον χώρο της εισβάλλουν δυο φιλικά Βearded Collie σκυλιά και της κάνουν αγάπες.
«Πάντα είχα ζώα. Τις δεκαετίες τις μετράω με ζώα και αυτοκίνητα. Τότε που είχα αυτόν τον σκύλο και οδηγούσα αυτό το αυτοκίνητο π.χ. Είναι σημείο αναφοράς μου στον χρόνο. Όλο λέω ότι δεν θα πάρω άλλο ζώο γιατί είναι δέσμευση, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ένα σπίτι χωρίς ζώα».
Τη ρωτάω αν έχει κάποιο αγαπημένο design έπιπλο που ξεχωρίζει. Δεν την ενδιαφέρουν, λέει, καθόλου τα design έπιπλα αλλά αυτά που έχουν να σου πουν κάτι. Μου δείχνει τις καρέκλες της τραπεζαρίας, που είναι design. «Αυτές εδώ είναι αγορασμένες πριν από τριάντα χρόνια, από τον Δελούδη. Δεν θυμάμαι ποιου σχεδιαστή είναι. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι ότι είναι διαχρονικές. Είναι στοίχημα για μένα τι θα αντέξει στον χρόνο και τι θα παλιώσει».
Η Μαρία μπερδεύει αριστοτεχνικά ελληνικά παλιά έπιπλα με κινέζικα. «Το mix ‘n’ match μού αρέσει και στο ντύσιμο. Να σπας του κανόνες. Αυτό θέλει αυτοπεποίθηση. Αν έχεις εσύ αυτοπεποίθηση, θα έχει και το σπίτι σου. Δεν αφήνεις να δημιουργούνται αμφιβολίες. Δεν ρωτάς αν αρέσει αυτό το μαξιλάρι πάνω σε αυτόν τον καναπέ. Το “γούστο μου καπέλο μου” είναι μια φράση απελευθερωτική. Oι κανόνες και το γούστο είναι έμφυτα σε κάθε άνθρωπο. Το σπίτι έχει πολλά στοιχεία και από τα ταξίδια μου. Έτσι, φέρει διαφορετικούς κόσμους και εποχές».
Η Μαρία τοποθετεί κρύα βερίκοκα και κεράσια πάνω σε λευκή βάση και, όπως το κάνει, απ’ το τίποτα φτιάχνει κάτι. Νομίζω αυτό συνοψίζει τον κόσμο της, αυτή την ικανότητα να αλλάζει με απλότητα τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα.
«Ποτέ δεν ακούω το “έτσι πρέπει να γίνει”. Τι πάει να πει “έτσι πρέπει να γίνει”, ποιος το είπε αρχικά; Και γιατί να τον ακούσουμε αυτόν που μας το λέει; Αν νομίζεις ότι δεν πάει το ριγέ με το εμπριμέ, κοίτα το ξανά, γιατί μπορεί, έτσι όπως το έφτιαξα, τελικά να σου αρέσει».
Τη ρωτάω για την εντυπωσιακή σιδερένια κουπαστή της σκάλας της. Είναι του εικαστικού Παναγιώτη Κόρακα που δουλεύει και σχεδιάζει εξαιρετικά με το σίδερο. «Δεν ήθελα να ’ναι μια συνηθισμένη σκάλα που κατεβαίνει σε ένα υπόγειο. Ήθελα να δημιουργεί μυστήριο, να σε προκαλεί να κατέβεις». Είναι πανέμορφη γιατί είναι απλή, της λέω. «Στο απλό βρίσκεται η μαγεία, το ξέρουμε αυτό. Αλλά, άντε να το πετύχεις! Θέλει σκληρή δουλειά και αφαίρεση η απλότητα», μου άπαντα σαν να πρόκειται και για προσωπικό της στοίχημα.
Η Μαρία γεννήθηκε στην Κηφισιά και από μικρή κατάλαβε ότι είχε μια χίπικη καρδιά. Σημείο αναφοράς ήταν πάντα ο Βάρσος στην Κηφισιά, απ’ όπου αγόραζαν σαντιγί, αλλά και οι κινηματογράφοι Χλόη και Μπομπονιέρα. Ξέρει την περιοχή σαν την παλάμη του χεριού της, αφού έχει βολτάρει σε αυτήν αναρίθμητες φορές. Από παιδί αγαπούσε τη μουσική και τη ζωγραφική, αλλά προερχόταν από μια πιο συντηρητική οικογένεια, έτσι ακολούθησε κλασικές σπουδές. Αργότερα, όμως, ασχολήθηκε με πάθος με τη ζωγραφική, με δάσκαλο τον εξαιρετικό Δανιήλ Γουναρίδη.
Πάντα τη γοήτευαν οι καλλιτέχνες με λοξή ματιά στα πράγματα και αυτή την ευαισθησία που σου δημιουργεί συγκίνηση: «Μόνο δίπλα σε καλλιτέχνες νιώθω πραγματικά ασφαλής, σαν να μου δημιουργούν μια ασπίδα προστατευτική. Το “φυσικό” το ζούμε όλοι μας, οι καλλιτέχνες λειτουργούν και βλέπουν με έναν τρόπο “μεταφυσικό” και αυτό είναι το κέρδος αν ζεις κοντά τους τη ζωή σου μεταφυσικά. Ο Παύλος ήταν ένας άνθρωπος στιβαρός, σου ενέπνεε ασφάλεια ασυζητητί, ήταν πολύ καλός στην τεχνική, δούλευε όμως πολύ και μεταφυσικά – και η ζωή έχει πάντα κάτι το σουρεάλ και το απροσδόκητο. Αυτό ψάχνω πάντα, αυτόν τον άλλο τρόπο να βλέπω τα πράγματα».
Info: Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο εγκαινιάζει την έκθεση «Donum Amicorum» με έργα από δωρεές του Παύλου Σάμιου. Θα διαρκέσει από τις 19/6 έως τις 15/9.