Όταν πρωτοαντίκρισα το σπίτι του Νίκου Σμυρλή, ένιωσα δέος και έκπληξη, δηλαδή ό,τι νιώθουμε κάθε φορά που αντικρίζουμε κάτι εντελώς ξεχωριστό. Δεύτερο όμοιο σπίτι δεν υπάρχει. Σαν να κατοικείς μέσα σε μια πολύπλοκη εξίσωση που η παρουσία σου δίνει τελικά τη λύση.
Το βρίσκω υπέροχα εκκεντρικό το να κατοικείς μέσα σε έναν ναό. Η εν λόγω κατοικία μοιάζει με ωδή στον μπρουταλισμό. Ένα παλίμψηστο με τις αρχιτεκτονικές εμμονές του Νίκου, που το σχεδίασε στην πρώτη του νιότη, όταν το ευφάνταστο μυαλό σχεδίαζε μια σχεδόν μυσταγωγική αρχιτεκτονική.
Το οικόπεδο υπήρχε από το ’89 και σκέφτηκε «γιατί να μη ζούμε στα μνημεία που μας αρέσουν, στους ναούς, στο ιδανικό ύψος και στις ιδανικές αναλογίες; Γιατί να ζούμε δηλαδή στα τρία μέτρα; Οπότε έκανα το κέφι μου». Με ξεναγεί και μου δείχνει τους χώρους, εξηγώντας μου τη σκέψη πίσω από καθετί.
«Δες τη χάραξη. Μερικές χαράξεις τις βρίσκεις σε ιερά ναών», λέει και μου δείχνει μια εξωτερική γωνία του σπιτιού.
Η εν λόγω κατοικία μοιάζει με ωδή στον μπρουταλισμό. Ένα παλίμψηστο με τις αρχιτεκτονικές εμμονές του Νίκου, που το σχεδίασε στην πρώτη του νιότη, όταν το ευφάνταστο μυαλό σχεδίαζε μια σχεδόν μυσταγωγική αρχιτεκτονική.
«Όταν ανέβεις στην Ακρόπολη, τη στιγμή που περνάς τα προπύλαια και βρίσκεσαι πάνω στον βράχο, στο σημείο α, αντικρίζεις κάθε αντικείμενο σε συγκεκριμένη γεωμετρική θέση. Δηλαδή ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, το άγαλμα της Αθηνάς, ακόμα και η κορυφή του Λυκαβηττού συνδυάζονται συγκροτώντας μια συνολική εικόνα. Η Ακρόπολη έχει κάποιες γωνίες από τις οποίες βλέπεις διαφορετικά καθετί. Υπάρχει μια συγκεκριμένη γεωμετρία, οπότε την ακολούθησα. Στο σπίτι υπάρχει το σημείο άλφα υπό το οποίο βλέπεις συνολικά ότι περιέχει».
«Οπότε μπέρδεψες την αρχαία Ελλάδα με τον μπρουταλισμό;» τον ρωτάω.
«Τότε για μένα αυτό ήταν. Αυτό το σπίτι έχει αναφορές σε σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Αναγέννηση μέχρι τη σύγχρονη εποχή».
Τα εντυπωσιακά μάρμαρα στο εσωτερικό, στους τοίχους και στα δάπεδα μου λέει ότι είναι συνδυασμός του βυζαντινού κόκκινου, πράσινου και άσπρου.
«Αυτό είναι σταυροδρόμι», μου λέει, «και έχει σχέση με τη ναοδομία. Όπως ο τρούλος, ο ουρανός, έτσι και εδώ έχουμε ξεχωριστά “κτίρια”. Να το κτίριο της βιβλιοθήκης» λέει και μου δείχνει την εντυπωσιακή βιβλιοθήκη του. «Γι’ αυτό είναι μαρμάρινα έξω και ξύλινα μέσα, για να νιώθεις ότι πράγματι μπαίνεις στο κτίριο της βιβλιοθήκης». Εμένα, πάλι, θα ήθελα να με ξεχάσουν για πάντα στη συγκεκριμένη βιβλιοθήκη.
Τον ρωτάω και για τον εντυπωσιακό ξενώνα. «Αυτός είναι ένας πρόστυλος ναός του οποίου οι κίονες έχουν διογκωθεί κι έχουν γίνει χώροι για να μπορείς να ζεις μέσα σε αυτούς. Αυτή η κάτοψη είναι ίδια με της Villa Rotonda του Palladio και αυτό είναι επηρεασμένο από τον Louis Kahn» – μου τα εξηγεί όλα με μια φυσικότητα σαν να τραβάει σε χαρτί μια ίσια γραμμή.
Μου δείχνει το κεντρικό «κτίριο» που λειτουργεί ως σύνδεσμος με τα υπόλοιπα. «Εδώ έξω που καθόμαστε είναι η πλατεία του σπιτιού. Το βρίσκω γοητευτικά σουρεαλιστικό ο κήπος να είναι πλατεία. Υπάρχει μια πολεοδομία συγκεκριμένη, μου εξηγεί, και είναι σαν να μην έχει φτιάξει μόνο ένα σπίτι αλλά κάτι ιδεατό.
«Και πώς είναι να το κατοικείς όλο αυτό;» τον ρωτάω. «Πολύ ευχάριστα» μου λέει, και έχει δίκιο. Ποιος δεν θέλει να ζει κάπου όπου δεν υπάρχουν ταβάνια;
Του πήρε μια πενταετία να το ολοκληρώσει γιατί ήταν νέος και δεν ήξερε πολλά πράγματα – τα ανακάλυψε, αποκτώντας εμπειρία, στην πορεία. «Αυτό το σπίτι είναι μελετημένο με ακρίβεια, ακόμα και το πώς θα κοπούν τα μάρμαρα ή τα καλούπια στο εμφανές μπετόν. Όλες οι χαράξεις και οι αναλογίες έγιναν βάσει της χρυσής τομής 1,618», εξηγεί.
Είναι ένα σπίτι που έγινε με τρομερή μαθηματική σκέψη. Τον ρωτάω αν το επέβλεπε εντατικά κατά την κατασκευή. «Μα φυσικά. Ήμουν και αρχιτέκτονας και εργολάβος, δεν υπήρχε άλλος να κάνει τη δουλειά». Είναι εντελώς «χειροποίητο», το έφτιαξε μόνος του.
«Γιατί το σπίτι έχει διαφορετικούς χώρους;»
«Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ήθελα να διαχωρίσω τους κοινοχρήστους χώρους από αυτούς όπου θα κοιμόμασταν, για να μην υπάρχει ενόχληση και θόρυβος. Ο ξενώνας είναι εντελώς ανεξάρτητος, μπορεί να ζεις εδώ και να μη συναντιέσαι με τους άλλους ενοίκους του σπιτιού.
Τον ρωτάω και για τον θηριώδους βλάστησης κήπο. Τον επιμελήθηκε και αυτόν ίδιος. «Ήθελα μόνο δέντρα και θάμνους που συναντάς στην Αττική. Χαρουπιές, ελιές, σχίνα, ακόμα και ευκάλυπτους που δεν είναι τοπικό φυτό αλλά είναι τόσο συνηθισμένο». Τον άφησε επίτηδες άγριο, δεν έχει λουλούδια.
«Δεν θέλω να ασχολούμαι με τον κήπο. Δεν πιστεύω στα λουλούδια, ότι πρέπει να βλέπω λουλούδια για να νιώθω χαρά. Μου αρέσει ανυπότακτη η φύση, η άγρια βλάστηση».
Τον ρωτάω αν επιμελήθηκε και τη διακόσμηση του σπιτιού.
Κάποια τραπέζια τα σχεδίασε ο ίδιος. Του αρέσει, όταν χρειάζεται, να σχεδιάζει και κάποια έπιπλα και, ναι, ήξερε ακριβώς τι ήθελε να βάλει σε κάθε χώρο. Κράτησε το σπίτι ήσυχο, με απλές γραμμές.
Το σπίτι έχει και πολλή τέχνη. Τον ρωτάω πόσο απαραίτητη είναι.
«Ένα έργο τέχνης το επιλέγεις γιατί σε συγκινεί, δεν σκέφτεσαι πού θα το βάλεις. Αργότερα, βέβαια, έχει σημασία το πώς θα το βάλεις ώστε να υπάρχει μια κίνηση.
Η τέχνη στους τοίχους μου αρέσει γιατί δίνει την αίσθηση του μουσείου. Τώρα, βέβαια, που μεγάλωσα, θέλω να απομακρυνθώ από τη μουσειακότητα και να κατοικώ πιο εφήμερους χώρους· δεν με ενδιαφέρει πλέον η τέχνη με την ίδια ένταση. Μπορώ να ζω και να μην υπάρχει γύρω μου τέχνη. Δεν τη θεωρώ πια απαραίτητη. Όμως τώρα θα ήθελα να ζω σε ένα πιο μικρό σπίτι, που να ’ναι πιο εύκολο, με λίγα απαραίτητα και σχεδόν αόρατο. Αυτό εδώ έχει πολλή κίνηση, περπάτημα. Θέλει συντήρηση και δουλειά. Άλλαξαν πλέον οι ανάγκες μου, τα παιδιά μεγάλωσαν, φεύγουν. Αυτό το σπίτι είναι ωραίο να έχει ζωή, κίνηση».
Τον ρωτάω αν δέχτηκε ποτέ αρνητική κριτική γι’ αυτό. «Ναι, φυσικά, σε κάποιους θύμισε άσυλο, την αμερικανική πρεσβεία, κάποιος είπε ότι είναι σαν να κάνεις μπάνιο στην πλατεία Συντάγματος, αλλά δεν με απασχολεί. Έμαθα από νωρίς να κάνω αυτό που ξέρω και αυτό που θέλω».
Ο Νίκος σχεδιάζει σπίτια και για άλλους. Τον ρωτάω αν και τα άλλα σπίτια έχουν το ίδιο στυλ. Μου απαντάει κατηγορηματικά «όχι». «Δεν έχω στυλ», λέει σχεδόν περήφανα. «Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Κάθε εποχή μου είναι διαφορετική, όπως αλλάζει το επίπεδο εξέλιξής μου, αλλάζω κι εγώ. Και είμαι πάντα ανοιχτός, θέλω να κάνω αυτό που θέλει ο άνθρωπος που θα το κατοικήσει. Αυτό που με απασχολεί όταν δω ένα οικόπεδο είναι αυτό που θα δημιουργήσω να φαίνεται σαν να ήταν πάντα εκεί, να συνομιλεί με όλα γύρω του. Οι αναλογίες, οι αποστάσεις, ο ήλιος, το φως, το τοπίο, αυτά με νοιάζουν».
Τον ρωτάω αν είναι κουραστικό να φτιάχνει σπίτια για άλλους, γιατί έχω ακούσει κατά καιρούς πολλούς αρχιτέκτονες να γκρινιάζουν ότι δεν αντέχουν να κάνουν και τον ψυχολόγο της οικογένειας.
«Μ’ αρέσει να φτιάχνω σπίτια. Εντάξει, για περίπου δύο χρόνια που κάνει να φτιαχτεί ένα σπίτι είσαι σαν μέλος της οικογένειας. Τους μαθαίνεις, σε μαθαίνουν. Τώρα είμαι έμπειρος στο να βρίσκω τον τρόπο να ικανοποιώ τα θέλω τους σε επίπεδο αρχιτεκτονικής. Αγαπώ τη διαδικασία και τη βρίσκω δημιουργική».
«Υπάρχει ταλέντο στην αρχιτεκτονική;» τον ρωτάω, γιατί ήταν για χρόνια καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πάτρας.
«Πάντα, από το πρώτο έτος, το πρώτο κιόλας μάθημα, καταλαβαίνεις ότι κάποιος είναι γεννημένος αρχιτέκτονας. Αλλά νομίζω και σε όλα τα άλλα επαγγέλματα ένα δέκα τοις εκατό είναι αυτό που θα προχωρήσει».
Το ταλέντο, τελικά, είναι σημαντικό; «Το ταλέντο σε βοηθά να καταλαβαίνεις αμέσως τι γίνεται, ενώ οι άλλοι, όσο κι αν πασχίζουν, δεν το καταλαβαίνουν. Σε αυτήν τη δουλειά πρέπει να έχεις την αίσθηση του χώρου, να κάνεις μια προβολή, να βλέπεις πώς θα είναι κάτι πριν ολοκληρωθεί. Έτσι λειτουργώ, βλέπω αμέσως το τελικό αποτέλεσμα».
Υπήρξαν κάποιοι καθηγητές που τον επηρέασαν; «Κάθε φοιτητής επηρεάζεται τρομερά από τους καθηγητές του, μπαίνει σε έναν νέο κόσμο. Μπορώ να πω ότι ήταν καθοριστικοί στη διαμόρφωσή μου ο Τάσης Παπαϊωάννου, ο Μπίρης και ο Δημήτρης Αντωνακάκης που έλεγε κάτι διαφορετικό, ήταν ένα βήμα μπροστά, δεν ανήκε στον ελληνικό μοντερνισμό. Αυτοί με έμαθαν αρχιτεκτονική. Υπήρχε μια ψυχαναγκαστική ελληνικότητα από τη δεκαετία του ’30 που δεν επέτρεπαν τις σύγχρονες τάσεις. Ακόμα ισχύει σε έναν βαθμό. Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου κάνουν σήμερα τα ίδια πράγματα που έκανα κι εγώ τότε».
Ο ίδιος συνέχισε τις σπουδές στο Παρίσι, εκεί διεύρυνε τους ορίζοντές του και εγκατέλειψε το μοντέρνο, την ελληνικότητα.
«Ναι, αλλά ο Κωνσταντινίδης είναι σπουδαίος», του λέω.
«Σαφώς και ήταν σπουδαίος ο Κωνσταντινίδης –η αρχιτεκτονική των Ξενία ήταν η χρυσή εποχή της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα–, όπως και ο Ζενέτος, αλλά να μη μείνουμε εκεί. Νομίζω πως ήταν πολιτικό το θέμα με την ελληνικότητα και τη δυσκολία να αγκαλιάσουμε το ξένο. Η Ζάχα Χαντίντ ήταν μη αποδεκτή, το ποπ, το μοντέρνο ήταν μη αποδεκτά, το μεταμοντέρνο επίσης, αν και όλα αυτά είναι πλέον μια παλιά ιστορία. Στο Παρίσι αντιλήφθηκα τι γίνεται. Αν είσαι νέος, πρέπει οπωσδήποτε να ταξιδέψεις για να ανοίξει το μυαλό σου».
Μιλώντας για το μυαλό, τον ρωτάω αν πιστεύει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει σύντομα το επάγγελμα του αρχιτέκτονα.
«Θα τα αντικαταστήσει όλα. Θα είμαστε κάτι γραφικές φιγούρες σαν σε ζωολογικό κήπο και η τεχνητή νοημοσύνη θα παρακολουθεί τις συμπεριφορές μας. Δεν θα παίρνουμε αποφάσεις. Όταν η τεχνητή νοημοσύνη απορροφήσει όλη τη γνώση και δεχτεί όλη την πληροφορία, θα προβλέπει ακόμα και το μέλλον μας», μου λέει με τόνο προφητικό.
Γιατί είναι όλα μια αλυσιδωτή πορεία-μονόδρομος, το ένα φέρνει το άλλο, και ο άνθρωπος ζει την ψευδαίσθηση της αυτόνομης ύπαρξης, παραφράζοντας το «σκέφτομαι άρα υπάρχω».