Τη Μάριον τη γνώριζα μόνο μέσα τα γλυπτά και τα έργα της· όταν είδα το σπίτι της ενθουσιάστηκα με το καλό της γούστο. Το σπίτι αποπνέει μια αυτοπεποίθηση, σαν να άφησε τα αντικείμενα μόνα τους να βρουν την «πλοκή» που τους ταιριάζουν. Είναι ένα σπίτι διαδραστικό και ελεύθερο.
Από τον κήπο του σου δηλώνει ότι είναι «ανυπότακτο» και ότι το κατοικεί ένας άνθρωπος που δεν του αρέσει να πλήττει. Έχει μια γοητευτική αγριάδα, ανακατεμένα φυτά και πέργκολα σαν τους αγγλικούς κήπους – η φύση στα καλύτερά της. Περνάω στο εσωτερικό του σπιτιού και νιώθω σαν παιδάκι σε μαγαζί με σοκολάτες.
Το μάτι μου σκαλώνει σε ένα μεγαλοπρεπές κρεβάτι-αντίκα που ήρθε ως κειμήλιο από την Αμερική. «Τι κρεβατάρα είναι αυτή;» ρωτάω με εφηβικό αυθορμητισμό. Μου λέει ότι ήρθε πριν από λίγο καιρό και ακόμα το «αφουγκράζεται».
Το σπίτι είναι χάρμα οφθαλμών. Όπου πέφτει το μάτι ενθουσιάζεται, συνεχώς ρωτάω «τι είναι αυτό, πού το βρήκες, πού το αγόρασες;».
«Αν αποφασίσω ότι είναι μια χαρά, βολεύεται και η καρέκλα και κάθε άλλο αντικείμενο. Αν, πάλι, εγώ αμφιβάλλω για τη θέση και τη λειτουργικότητα των επίπλων, δεν κάθονται κι αυτά καλά», μου λέει και δίνει μια ενδιαφέρουσα ανιμιστική θεωρία για τη διάταξη και τη λειτουργικότητα των αντικειμένων.
Μαθαίνω ότι αυτή η κομψή μονοκατοικία είναι του 1937, πρόκειται για ένα οικογενειακό σπίτι που η Μάριον κατοίκησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το σπίτι είναι αναμφίβολα το καταφύγιο της. «Είναι το μέρος όπου φιλοξενώ τους φίλους μου και δίνω αγάπη. Σε αυτό το σπίτι έχουν γίνει μεγάλα πάρτι, μεγάλα γεύματα, ψήναμε και στον κήπο», λέει.
Ένα σπίτι γεμάτο ζωή και μνήμες. «Θυμάμαι ένα πάρτι που πήγε μέχρι το πρωί και μετά κοιμήθηκαν οι φίλοι μας αποκαμωμένοι από τον χορό στα παγκάκια και στο γρασίδι. Ο γλυκός κηπουρός που είχαμε τότε ήρθε και έκανε τη δουλειά του πολύ σιγά, μη μας ξυπνήσει».
Τη ρωτάω αν έχει αλλάξει το σπίτι μέσα στα χρόνια. «Το αλλάζουμε συχνά, έχει χρησιμοποιηθεί για γυρίσματα και διαφημίσεις. Έχω αλλάξει δωμάτια, έχω βγάλει και βάλει πίνακες, κατεβάζω και κάποια πράγματα στο υπόγειο, όπου είναι το ατελιέ. Αυτή η παλιά ντουλάπα είναι απ’ το σπίτι που είχαμε στην Ύδρα, τη χαίρομαι που την έχω εδώ. Είναι σαν να ανοίγει ζωντανός διάλογος με εκείνο το σπίτι».
Τη ρωτάω αν τη νοιάζουν τα design έπιπλα, γιατί δεν βλέπω κανένα στον χώρο. «Τα θεωρώ κάπως ψυχρά. Είχε έρθει μια πολυθρόνα Marcel Breuer και τη δώσαμε γιατί δεν ταίριαζε εδώ. Έμοιαζε παράταιρη». Της αρέσουν τα συναισθηματικά και τα λειτουργικά σπίτια. Μου δείχνει το τραπέζι της κουζίνας.
«Το τραπέζι αυτό το σχεδίασα εγώ», λέει. Είναι λιτό και λειτουργικό. «Το αγαπώ γιατί είναι ακριβώς όπως το θέλω». Της αρέσει να σχεδιάζει έπιπλα, παλιότερα είχε σχεδιάσει και ένα πολύ μεγάλο κρεβάτι με χιαστί βάση που θύμιζε βωμό, «αλλά ήταν τόσο μεγάλο και επιβλητικό, που τελικά το μετέτρεψα σε βιβλιοθήκη!».
Πόσες φορές έχει αλλάξει το σπίτι μορφή; «Τρεις, τέσσερις... σαράντα», έχει χάσει πια το μέτρημα γιατί το αλλάζει κάθε φορά που θέλει να κάνει μια μετατόπιση, ακόμα και εσωτερική. «Η ζωή αλλάζει συνέχεια, πώς γίνεται να μένει ίδιος ο χώρος μας; Κάποτε ήταν πιο θαρραλέο το σπίτι, τώρα σοβάρεψε, γιατί σοβάρεψα μάλλον κι εγώ», λέει προβληματισμένη. Ο καναπές ήταν μπλουτζίν, τώρα άλλαξε ύφασμα, είναι λευκός, πιο ουδέτερος, γιατί τώρα θέλει μια καθαρότητα και μια απλότητα.
«Αυτή η καρέκλα είναι επίσης από το σπίτι στην Ύδρα», εξηγεί και μου δείχνει μια μεγάλη κόκκινη πολυθρόνα με ζώα και φυτά. «Ίσως είναι λίγο μεγάλη για εδώ, όμως αφού την αγαπώ, είναι μια χαρά», λέει αποφασιστικά. «Αν αποφασίσω ότι είναι μια χαρά, βολεύεται και η καρέκλα και κάθε άλλο αντικείμενο. Αν, πάλι, εγώ αμφιβάλλω για τη θέση και τη λειτουργικότητα των επίπλων, δεν κάθονται κι αυτά καλά», μου λέει και δίνει μια ενδιαφέρουσα ανιμιστική θεωρία για τη διάταξη και τη λειτουργικότητα των αντικειμένων.
Στο σπίτι αυτό υπάρχει πολλή ιστορία, πολλοί πρόγονοι. Η μια γενιά πάνω στην άλλη σαν ρούχο φορεμένο το ένα πάνω στο άλλο. «Και δεν σε πνίγει αυτό;» «Καθόλου. Οι ρίζες είναι η γείωσή μας». Άλλωστε έχει κρατήσει μόνο αυτά που της ταιριάζουν και έχει προσθέσει και τα δικά της.
Τη ρωτάω αν το σπίτι μαρτυρά πράγματα για τον χαρακτήρα μας. «Ε, μα φυσικά, αν μελετήσεις καλά το σπίτι ενός ανθρώπου, σού δίνει ένα σωρό πληροφορίες, περισσότερες απ’ όσες λέει κάποιος για τον εαυτό του». Τη ρωτάω ποια σπίτια τής αρέσουν. «Μου αρέσουν τα αγγλικά σπίτια, το country style ανακατεμένο με αντίκες και καινούργια πράγματα, και πολλά βιβλία».
Τη ρωτάω αν της αρέσει να θυμίζουν σκηνικά τα σπίτια, εφόσον για χρόνια σχεδίαζε και η ίδια σκηνικά για το θέατρο και τη διαφήμιση. «Μου αρέσει η σύνθεση, αλλά, όχι, δεν μου αρέσουν τα σπίτια που φοβάσαι να τα τσαλακώσεις και να τα ζήσεις».
Στον τοίχο της έχουν κυρίαρχη θέση κάτι φωτογραφίες του Ουίλιαμ Κλάιν που τις της χάρισε ο ίδιος όταν επιμελήθηκε την έκθεσή του στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2007.
Εντυπωσιακός είναι και ο τοίχος με τον ρινόκερο που έχει δημιουργήσει η ίδια. «Με αυτόν τον το ρινόκερο έχω δεθεί, δεν μπορώ να τον πουλήσω», λέει. Είναι σαν το μεγάλο ζώο που την προστατεύει, σαν να τη συνδέει με την Αφρική όπου πέρασε κομμάτι της παιδικής της ηλικίας.
Κατεβαίνουμε στο ατελιέ της που είναι στο υπόγειο του σπιτιού και είναι γεμάτο τέχνη: με τις παλιότερες δουλειές της με τα γαϊδούρια και άλλα γλυπτά, με τα τελευταία, τα πιο ερωτικά της με ρευστή ταυτότητα φύλου, που θα ταξιδέψουν στη Γενεύη για να εκτεθούν εκεί τον Σεπτέμβριο. Μου δείχνει και τον φούρνο όπου ψήνει τα γλυπτά. Τελικά αυτό το σπίτι είναι τόσο ξεχωριστό γιατί είναι σαν χειροποίητο.
Της το λέω και μου απαντά ότι για εκείνη αυτό το σπίτι είναι η Ελλάδα. «Πότε δεν ρίζωσα πουθενά, από παιδί αλλάζαμε χώρες και ηπείρους. Έζησα την παιδική μου ηλικία στην Αφρική, στο Παρίσι, στην Αμερική, στον Λίβανο. Η μόνη σταθερά είναι αυτό το σπίτι. Δεν ξέρω πού θα είμαι αύριο, αλλά τώρα είμαι εδώ», λέει κι εγώ τις σιγοτραγουδώ το ρεφρέν των Ξύλινων Σπαθιών «κι εγώ είμαι ακόμα εδώ, κι αυτό το καλοκαίρι».
Γεια σου Μάριον, θα ξανάρθω για Bloody Mary και ιδέες για το σπίτι και τον κήπο και θα θυμάμαι να βάζω μαγιά στο νερό όταν ποτίζω τα λουλούδια, όπως με συμβούλεψες.