Στις 7:45 που χτύπησε το ξυπνητήρι μου, άνοιξα τα μάτια μου και μπήκα στο Instagram, φοβερά ανθυγιεινή συνήθεια, ξέρω. Πρώτο story μια τσάντα που μοιάζει με παγάκι, δεύτερο στόρι πάλι η ίδια τσάντα. Παρατηρώ ότι δεν είναι παγάκι, αλλά μοιάζει με νεφέλωμα. Αυτή η μίνιμαλ τσάντα έχει ή δεν έχει κάτι μέσα;
Μπαίνω στο reel της «Vogue France» και διαβάζω πως η τσάντα του οίκου Coperni, που δημιουργήθηκε με τη βοήθεια του Έλληνα καλλιτέχνη Ιωάννη Μιχαλούδη, έχει γράψει ιστορία στον χώρο του design. Πρόκειται για ένα πολύ ξεχωριστό τσαντάκι, το οποίο είναι φτιαγμένο από 1% πυρίτιo, δηλαδή γυαλί, το υπόλοιπο 99% είναι σκέτος αέρας, ζυγίζει 33 γραμμάρια και μπορεί να σηκώσει 4.000 φορές το βάρος του.
Είναι μια τσάντα φτιαγμένη από το πιο ελαφρύ στερεό. Διαβάζω τα σχόλια των χρηστών κάτω από το βίντεο: άλλοι λένε πως θέλουν να το αγγίξουν και άλλοι να το γλείψουν.
Εγώ πάντως θέλω να μιλήσω με τον άνθρωπο που υπάρχει μεταξύ του κόσμου των εικαστικών και των εφαρμοσμένων τεχνών και του κόσμου των μαθηματικών και της μηχανικής. Θέλω να πάρω την ιστορία από την αρχή και να φτάσουμε να δούμε πώς αυτό το αξεσουάρ με έκανε σήμερα το πρωί να σκέφτομαι με τόση αισιοδοξία και δύναμη. Ήρθα λοιπόν σε επικοινωνία με τον Ιωάννη Μιχαλούδη, δώσαμε το διαδικτυακό μας ραντεβού, άνοιξα το λάπτοπ και του ζήτησα να πάρουμε την ιστορία του από την αρχή.
«Υπάρχουν ενδιάμεσες διαστάσεις οι οποίες είναι μη μετρήσιμες (ακόμα), υπάρχουν, αλλά δεν μπορούμε να τις μετρήσουμε. Μια τέτοια κατάσταση είναι ο ύπνος, η πίστη κ.ά. Και η τέχνη και το πνευματικό είναι στα "ενδιάμεσα"».
«Γεννήθηκα στην Ανάβρα Καρδίτσας, η μάνα μου με γέννησε μέσα στο λεωφορείο καθώς πήγαινε από το χωριό στο νοσοκομείο. Μείναμε στο χωριό έναν χρόνο και μετά πήγαμε στην Αθήνα, έζησα στα Πατήσια, στους Άγ. Ανάργυρους και στις Αχαρνές, όπου διατηρώ και το εργαστήριό μου. Το design και η μόδα δεν ήρθαν τυχαία στη ζωή μου, η πρώτη μου επαφή με τα ρούχα, τα χρώματα και τα υφάσματα προέρχεται από την οικογένειά μου. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα, από τις μοδίστρες που κάνουν sur mesure, που ράβουν πάνω σου δηλαδή το ρούχο. Από τα μικράτα μου έβλεπα κυρίες να έρχονται στο σπίτι και εκείνη να τους παίρνει τα μέτρα και να ράβει ρούχα πάνω τους.
Ο πατέρας δούλευε ως φινιστηριοβαφέας, δηλαδή έφτιαχνε τα χρώματα για τα υφάσματα, ήξερε από χρώματα. Έχω στη μνήμη μου μυρωδιά ατμισμένου βαμβακερού υφάσματος που βουτάει στο χρώμα. Είχα και μια κακή εμπειρία, εμείς μέναμε δίπλα στον Κηφισό, στους Αγ. Αναργύρους, έβλεπα λοιπόν χρωματισμένο το ποτάμι. Δεν ήξερα ακόμα τι ήταν αυτό το χρωματισμένο νερό. Εμείς παίζαμε στο ποτάμι, αλλά κάθε μέρα το ποτάμι είχε άλλο χρώμα από τα υπολείμματα των βαφείων που κατέβαιναν από τα φινιστηριοβαφεία.
Στην επαφή μου με τις υφές σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα καλοκαίρια στην Ανάβρα, εκεί όπου η γιαγιά μου ασχολούνταν με τη σηροτροφία, την εκτροφή μεταξοσκωλήκων. Είχε μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μεταξοσκώληκες και μουρόφυλλα και φτιάχνανε μετάξι. Οπότε έχω εικόνες από παιδί με τη γιαγιά μου να κάνει μετάξι, αργαλειό, τον μπαμπά να φτιάχνει χρώματα και τη μαμά μου να φτιάχνει ρούχα. Αν είμαι επιστήμονας ή καλλιτέχνης; Η αλήθεια είναι πώς μέσα από όλη αυτή τη μελέτη έχω εκπαιδευτεί σκληρά και στη νανοτεχνολογια. Δεν μπορώ τις ταμπέλες, δεν μπορώ να με κατατάξω κάπου συγκεκριμένα, ξέρω ότι βρίσκομαι πάντα στο ενδιάμεσο.
Για να στο εξηγήσω αλλιώς, υπάρχει ένας μαθηματικός, ο Poincare, που έλεγε ότι υπάρχουν διαστάσεις μεταξύ των διαστάσεων που γνωρίζουμε. Δηλαδή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης και της τρίτης, υπάρχουν ενδιάμεσες διαστάσεις οι οποίες είναι μη μετρήσιμες (ακόμα), που υπάρχουν εκεί αλλά δεν μπορούμε να τις μετρήσουμε. Μια τέτοια κατάσταση είναι ο ύπνος, η πίστη κ.ά. Και η τέχνη και το πνευματικό είναι στα "ενδιάμεσα".
Τώρα που σου μιλάω βρίσκομαι στην Κύπρο όπου ειμαι κοσμήτορας στο American University of Cyprus, στη Σχολή Τεχνών και Ανθρωπιστικών Σπουδών. Οι σπουδές μου ξεκινάνε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, όπου έκανα διακόσμηση με ειδίκευση στο ύφασμα και μετά έφυγα για μεταπτυχιακό στο Παρίσι στο σχέδιο μόδας στο Ecole Normale Superieure des Arts Décoratifs. Έμεινα στο Παρίσι με υποτροφία του ΕΟΜΜΕΧ, του ΙKY, και έκανα μάστερ στις σχέσεις των εφαρμοσμένων τεχνών με τις πλαστικές τέχνες. Τελειώνω μετά από επτά χρόνια από τη Σορβόννη και επιστρέφω για να κάνω τη στρατιωτική μου θητεία στην αεροπορία, έχω ήδη την πρώτη μου κόρη και είμαι έτοιμος πια, θέλω να ταξιδέψω στον κόσμο και να δω την Αμερική.
Όμως εκείνη την περίοδο συμβαίνουν δύο τραγικά γεγονότα, το ένα είναι το διαζύγιό μου και το άλλο ο θάνατος του μικρού μου αδελφού. Όταν κάπως μπαίνει η κατάσταση σε μια σειρά κάνω αίτηση για Fulbright βραβείο Ελλήνων Καλλιτεχνών για τη μεταδιδακτορική μου έρευνα».
Όπως μου εξηγεί, προέρχεται από μια ταπεινή οικογένεια, μόνος του στήριξε τις σπουδές του και ό,τι έχει κάνει το έχει καταφέρει μέσω των υποτροφιών. Για να τον δεχθούν στην Αμερική με υποτροφία έπρεπε να δηλώσει ποιοι είναι οι μέντορές του, και εκείνος δήλωσε τον καλλιτεχνη Κρίστο και τη Ζαν-Κλοντ, τους οποίους γνώρισε όταν έκαναν στο Βερολίνο το Reichstag και έγιναν φίλοι.
«Οι δυο τους μου διόρθωσαν το διδακτορικό, είχαν δει τη δουλειά μου και πίστεψαν πολύ στο όραμά μου. Στην Αμερική την πρώτη αίτηση που έκανα δεν τη δέχτηκαν γιατί θεώρησαν ότι δεν είμαι επιστήμονας αλλά καλλιτέχνης. Τη δεύτερη φορά έκανα αίτηση για να πραγματοποιήσω την έρευνά μου στο MIT. Τους είπα λοιπόν ότι θέλω να υλοποιήσω το project μου "Νεφέλη στον κύβο" και μου απάντησαν "αφού θες να κάνεις ένα τετράγωνο σύννεφο, welcome!".
Φεύγω λοιπόν για Αμερική γιατί ήθελα να ξεκουραστώ. Πού να ήξερα τι με περίμενε. Έναν μήνα αφότου έχω φτάσει στο πανεπιστήμιο, έρχεται ένας επιστήμονας, ο Adam Whiton, με τον οποίο είμαστε από τότε φίλοι και μου λέει: "Είσαι ο Έλληνας που θέλει να κάνει το τετράγωνο σύννεφο; Έχω ένα υλικό στο γραφείο μου που μοιάζει με σύννεφο". Μου δείχνει το aerogel και παθαίνω, το πιάνω και σκέφτομαι ότι είναι αυτός είναι ο ουρανός. Όπως μου εξηγεί, η σκέψη πίσω από το υλικό αυτό ξεκίνησε σαν στοίχημα ανάμεσα σε δύο χημικούς μηχανικούς, όταν ο ένας ρώτησε τον άλλον αν μπορεί να φτιάξει μαρμελάδα και να της αφαιρέσει τα υγρά χωρίς να τη συρρικνώσει. Το κατάφεραν εφευρίσκοντας μια διαδικασία με την οποία μπορείς να στεγνώσεις ένα τζελ και να του αφαιρέσεις τα υγρά χωρίς να το συρρικνώσεις». Αν το σκεφτεί κανείς, είναι κάτι σαν μια επιτυχημένη μέθοδο αντιγήρανσης, κατά την οποία το δέρμα ενώ χάνει τα υγρά του δεν «σταφιδιάζει».
«Με το που το βλέπω, σκέφτομαι σχεδόν αντανακλαστικά ότι με αυτό το υλικό μπορείς να φτιάξεις αγάλματα που να αιωρούνται σε μαγνητικά πεδία. Δεν ήξερα όμως ότι είναι πανάκριβο, ότι έχει δύσκολη τεχνολογία. Έπρεπε να ταξιδέψω στην Καλιφόρνια για να δω πώς το δουλεύουν. Καταλαβαίνω εκεί ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο, μόνο η NASA έχει την τεχνογνωσία και αυτό γιατί ήθελε να κάνει το Stardust Project, που στόχος του ήταν η συλλογή αστρόσκονης. Το μόνο υλικό που αντέχει σε αυτές τις πιέσεις και τις θερμοκρασίες είναι το aerogel. Όλο αυτό μου φάνηκε πανέμορφο και άρχισα να το ψάχνω πιο πολύ. Κανένας καλλιτέχνης δεν το είχε αγγίξει.
Μπροστά μου είχα κάτι άυλο που μπορούσα να το κάνω ύλη. Ήθελα να κάνω κάτι σαν φάντασμα, σαν κάτι που υπάρχει και δεν υπάρχει. Η μαγεία αυτού του υλικού είναι ότι, όταν το βλέπεις, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι στερεό, νομίζεις ότι είναι καπνός και πας να περάσεις το δάχτυλό σου από μέσα, προσπαθείς να προεκτείνεις τα μάτια σου στα χέρια του και να το πιάσεις. Είναι νανοπορώδες και μοιάζει με τον ουρανό, μάλιστα σε μαύρο φόντο όπως γίνεται γαλάζιο, ενώ σε φωτεινό φόντο φαίνεται πορτοκαλί, όπως ακριβώς και ο ουρανός μας».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ιωάννης Μιχαλούδης ασχολείται με τη μόδα. Έχει δημιουργήσει για λογαριασμό του οίκου Boucheron μαζί με το ΕΚΕΦΕ το κόσμημα «Goutte de Ciel», που θα πει «Σταγόνα Ουρανού». Πρόκειται για μπουκαλάκια στα οποία έχουν εγκλωβίσει ένα κομμάτι του ουρανού, χάρη στο aerogel. Οι άνθρωποι του οίκου Coperni είδαν τα «μπουκαλάκια ουρανού» που κατασκευάζει και ενδιαφέρθηκαν να συνεργαστούν μαζί του.
«Έλαβα ένα μήνυμα στο οποίο μου εξηγούσαν πως ο δημιουργικός διευθυντής του οίκου, ο Sebastian Meyer, είναι μεγάλος φαν της aerogel τεχνολογίας και ότι θα ήθέλαν να συνεργαστούμε ώστε να κάνω την Air Swipe Bag. Δηλαδή την iconic Swipe Bag με aerogel. Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι εκεί έχουν όραμα και πωρώθηκα. Βέβαια το deadline ήταν μικρό. Σκέφτηκα ότι είναι νέα παιδιά και φοβερή ομάδα, αποφάσισα να πάρω το ρίσκο, και τους είπα "πάμε να το κάνουμε". Αφού λύσαμε τα διαδικαστικά, προχωρήσαμε στα πρακτικά. Αυτό που ζήτησα από εκείνους ήταν μια τσάντα για να πάρω τις διαστάσεις, για να ξεκινήσουμε να δημιουργούμε τα αρχεία για τα καλούπια.
Στο πρότζεκτ που δουλέψαμε με τον οίκο η μεγαλύτερη δυσκολία, πέραν του χρόνου –είχαμε μόνο 95 μέρες–, ήταν ότι τα υλικά που χρειάζονται για να γίνει το aerogel δεν μπαίνουν σε αεροπλάνο γιατί δεν ξέρει κανείς πώς θα αντιδράσουν. Εγώ είχα στο εργαστήριο, ωστόσο χρειάστηκα μεγαλύτερη ποσότητα. Μετά από εννιά δοκιμές, δημιουργήσαμε το τσαντάκι. Είναι 1% γυαλί και το υπόλοιπο είναι αέρας. Ζυγίζει 33 γραμμάρια. Από τη στιγμή όμως που θα δουλευτεί είναι απόλυτα ασφαλές. Και να τριφτεί θα γίνει απλή σκόνη, πυρίτιο.
Οι άνθρωποι της Coperni έχουν στα χέρια τους δύο τσάντες. Αυτή που παρουσιάστηκε και μία ακόμα, λίγο πιο αδιαφανή. Είναι ένα ονειρεμένο πρότζεκτ που μπήκε μια για πάντα στην ιστορία του design. Πρόκειται για μια μεγάλη πρόκληση, μιας και είναι το μεγαλύτερο αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από αυτό το nanomaterial. Για μένα συγκρίνεται με λίγα πράγματα, ο αντίκτυπος είναι μεγάλος και συνεχίζεται. Δεν μπορώ λοιπόν να πω τι έχω αποκομίσει, γιατί είναι ακόμα τόσο ζωντανό αυτό που συμβαίνει. Τα σχέδιά μου από εδώ και πέρα είναι πολλά, ετοιμάζω εκθέσεις, ερευνητικά πρότζεκτ, βιβλίο κ.ά.».