Ο Χάρης Ρηγάλος είναι η περίπτωση που αν έχεις κάνεις σπουδές στην εσωτερική διακόσμηση, σκίζεις το πτυχίο σου και το πετάς κατευθείαν στα σκουπίδια. Ο ίδιος είναι εντελώς αυτοδίδακτος, η ζωντανή απόδειξη ότι το ταλέντο και η αισθητική είναι τελικά ποιότητες που έχεις μέσα σου, ανεξαρτήτως περιβάλλοντος, σπουδών και των όποιων καταβολών.
Τις καρέκλες που φτιάχνει τις βρίσκει συνήθως παρατημένες ή σε παλιατζίδικα, σε κακή κατάσταση, και σιγά σιγά, με τη λογική του recycling, τους δίνει την ταυτότητα που εκείνος θέλει. Σχεδιάζει, κατασκευάζει μόνος του και ασχολείται και με το interior, δημιουργώντας ένα αυτόνομο, δικό του, ντιζαϊνάτο σύμπαν.
Τον γνώρισα στο εστιατόριο «Τέρας» που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια με μια παρέα φίλων του στον Νέο Κόσμο. Το μαγαζί είναι ξεκάθαρα ποτισμένο με την αισθητική του και λειτουργεί απ’ το πρωί και ως εκθεσιακός χώρος αλλά και ως πωλητήριο. «Βλέπεις καρέκλα, σου αρέσει, την αγοράζεις», αυτή ήταν, τουλάχιστον αρχικά, η λογική.
Δεν μπορώ εύκολα να περιγράψω το στυλ του Χάρη. Μοιάζει σαν «χιπστερική αποδόμηση». Σαν να χτυπάς με ένα σφυρί το εξωτερικό περίβλημα της χίπστερ αισθητικής και στο βάθος να βρίσκεις μια απλότητα συγκινητική και καθόλου επιτηδευμένη.
Δεν σχεδίαζα επαγγελματικά, δεν ήξερα να δουλέψω μακέτα, έκανα ό,τι έκανα αυτοσχεδιαστικά. Έπρεπε όλο αυτό να το κάνω σοβαρά. Έτσι, μπήκα στο εργαστήριο και είπα να ασχοληθώ με το έπιπλο. Γιατί ήταν κάτι απτό που θα μου επέτρεπε να δείξω ξεκάθαρα την αισθητική μου.
Τον επισκέπτομαι στο σπίτι του στο Παγκράτι – το εργαστήριό του είναι στον κάτω όροφο. Μου λέει ότι το κτίριο το έχουν επιμεληθεί ο Μουζάκης και ο Πανουργιάς, δυο παλιοί γλύπτες που ζούσαν εκεί. Το σπίτι του μάλιστα ήταν το παλιό εργαστήρι του Πανουργιά και το βρήκε έτσι, με το μπετόν στο ταβάνι. Ήταν ένας άδειος, ενιαίος χώρος και αποφάσισε να τον μετατρέψει σε σπίτι. Είναι εντυπωσιακό γιατί μοιάζει με λιλιπούτειο λοφτ, και απ’ τα τζάμια με το θολό γυαλί μπαίνει ένα γλυκό φως. «Είναι υπέροχο να ξυπνάς εδώ κάθε πρωί, γιατί είναι σαν να σε προστατεύει το φως. Ξυπνάς στοργικά», μου λέει.
Λιτές γραμμές, ένας μπουφές και μια βιβλιοθήκη από ένα εργοστάσιο που έκλεισε – τον ρωτάς «τι είναι τώρα αυτό;» και σου απαντά ότι είναι ένα ταμπλό με πολλές πρίζες που βρήκε σε μια οικοδομή. Ένα έντονο κίτρινο σκρίνιο. Όλα φαινομενικά αταίριαστα που με έναν παράξενο, δικό του τρόπο ισορροπούν. «Ήθελα μια ζωντανή ησυχία», μου λέει.
Το σπίτι και το εργαστήριο ακριβώς από κάτω λειτουργούν όμορφα. Το εργαστήρι είναι σαν το living room του σπιτιού. «Έρχονται φίλοι, παίζουμε μουσικές, εγώ δημιουργώ. Οπότε, με κάποιον τρόπο και τα δύο είναι χώροι δημιουργίας. Στο σπίτι σχεδιάζω τις δουλειές που κάνω με τα αρχιτεκτονικά γραφεία, τους πελάτες μου, και στο εργαστήριο, κάτω, γίνεται το πιο χειρωνακτικό κομμάτι με τα έπιπλα», λέει.
Η ζωή του είναι σαν ταινία που θα μπορούσε να είχε σκηνοθετήσει ο Γκάι Ρίτσι. Ο Χάρης δεν έχει κλείσει ακόμα τα σαράντα, αλλά διαπιστώνω ότι είναι σαν να ’χει ζήσει τρεις ζωές.
Το πρώτο σπίτι του ήταν στα Κάτω Πατήσια, όμως η μητέρα τους βρήκε μια μικρή μονοκατοικία στο Ζεφύρι κι έφυγαν με την ελπίδα ότι η περιοχή μετά το μετρό θα αναβαθμιζόταν. Έτσι βρέθηκαν οικογενειακός στο «εξωτικό Ζεφύρι», όπου έμελλε να ζήσουν πολύ δυνατές περιπέτειες. Ο ίδιος περιγράφει την εφηβεία του ως «άγρια».
«Το σχολείο ήταν ακριβώς όπως φαντάζεσαι ένα σχολείο στο Ζεφύρι την εποχή του Τριανταφυλλόπουλου, που η περιοχή ήταν γκέτο. Θυμάμαι συχνά να πέφτουν πυροβολισμοί και να κρυβόμαστε κάτω απ’ τα τραπέζια», λέει.
Ο ίδιος δούλευε από δεκατεσσάρων χρονών σε οικοδομή. Εκεί ήρθε σε επαφή με πολλά υλικά που τον γοήτευαν και τα κατέγραφε, χωρίς να γνωρίζει τι θα μπορούσε να τα κάνει. Ωστόσο τα κρατούσε μέσα του.
Κοιτώντας πλέον από απόσταση τα χρόνια αυτά, τα χρόνια αυτά είχαν μια σκληρότητα. «Χάνεις κάτι απ’ την αρχική ανεμελιά όταν εργάζεσαι απ’ τις έξι το πρωί, μετά πας απογευματινό σχολείο και το βράδυ θες να ’σαι έξω και να περνάς καλά με τους φίλους σου. Κατάφερα να τα κάνω όλα. Άλλα αυτό είχε και ένα τίμημα, από νωρίς». Του θυμίζω τι έχει πει η Μαργκερίτ Ντιράς: «Από πολύ νωρίς στη ζωή μου ήταν πολύ αργά».
Τον ρωτάω ανυπόμονα πώς ήρθε σε επαφή με το interior. Επειδή δεν ήταν μεγάλο το πατρικό τους σπίτι και ήθελε αυτονομία, στα είκοσί του έχτισε μόνος του ένα στούντιο στην ταράτσα κι αυτό ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι το «έχει» με τα χέρια του. Ήταν μεγάλη ικανοποίηση το ότι έφτιαξε κάτι όπως το σκέφτηκε και το ήθελε, εντελώς μόνος του – και το ’φτιαξε και ωραίο. Όμως εκείνα τα χρόνια το interior δεν περνούσε απ’ το μυαλό ούτε για πλάκα.
Οι σπουδές του ήταν στη Μουσική Τεχνολογία, γιατί ήδη από τα δεκαεφτά είχε ξεκινήσει η ενασχόληση με την ηλεκτρονική μουσική, με μεγάλα πάρτι και διοργανώσεις που έκανε με την ομάδα του «beyond imagination». «Υπήρχε ένα είδος πίστης και αθωότητας σε όλους εμάς που αγαπούσαμε την ηλεκτρονική μουσική εκείνα τα πρώτα χρόνια», μου λέει.
Το πρώτο σπίτι που πιάνει μόνος του είναι στο Γκάζι. Για να πληρώνει τη σχολή πιάνει και μια δουλειά σε μια εταιρεία κούριερ, πήγε καλά, κατέληξε να γίνει συνεταίρος. Όμως κάτι μέσα του, όπως και με τη μουσική και τη διοργάνωση πάρτι, του έλεγε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε πραγματικά να κάνει. Έτσι άφησε και την εταιρεία. Αυτή ήταν η κομβική στιγμή που επέτρεψε στον εαυτό να αφουγκραστεί τι πραγματικά ήθελε να κάνει. Έπιασε δουλειά σε μπαρ, κι αυτό του φάνηκε κολέγιο, σαν μια δεύτερη εφηβεία, σαφώς πιο ανέμελη απ’ την πρώτη. «Είχα μάθει να ξυπνάω νωρίς για τις οικοδομές, να γράφω 250 χιλιόμετρα τη μέρα πάνω σε ένα μηχανάκι και ξαφνικά με πλήρωναν για να πίνω ποτά – διακοπές. Από αυτήν τη δουλειά κέρδισα χρόνο, που αποδείχτηκε σπουδαίο δώρο. Είναι η εποχή που άρχισα να κάνω κολάζ και να γράφω τις σκέψεις μου και κάποια ποιήματα που μου βγήκαν αυθόρμητα.
«Η κοπέλα μου τότε έφερε στο σπίτι κάτι μεγάλες φωτογραφίες μίνιμαλ κτιρίων που βρήκε στα σκουπίδια και λέω “α, ωραία, εδώ να κολλήσουμε πράγματα”, και κάπως έτσι ξεκίνησε η σύνθεση. Ξεκίνησα να της φτιάχνω το πρώτο κολάζ για να της το κάνω δώρο. Νομίζω ότι τόσο η μουσική όσο και τα κολάζ αποκάλυψαν τη συνθετική μου ικανότητα. Άρχισα να νιώθω ωραία με αυτό, άρεσε και στους άλλους. Παράλληλα, συνέχιζα και το γράψιμο. Σε κάποιο συρτάρι υπάρχει μια σειρά διηγημάτων, αλλά δεν ξέρω αν θα τη βγάλω. Πάντως, τα γραπτά είναι η ψυχοθεραπεία μου».
Όσον αφορά τη μουσική, ήταν πάντα αυστηρός με τον εαυτό του. Με τις λέξεις και τα κολάζ βρήκε μια ελευθερία, η σχέση του έγινε πιο βιωματική με αυτά. Όμως δεν είχε σκεφτεί ποτέ με όρους δημιουργίας, πάντα σκεφτόταν με όρους επιβίωσης.
Η έννοια του καλλιτέχνη τού είναι αφηρημένη, δεν τη χρησιμοποιεί. Όταν τον ρωτάνε τι κάνει λέει ότι ψάχνει τον πιο διασκεδαστικό τρόπο για να επιβιώσει.
«Επειδή έχω μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που δεν μιλούσαμε, η ποίηση και τα γραπτά με βοήθησαν να βάλω τη σκέψη μου σε χαρτί κι αυτό με έκανε να καταλάβω ποιος είμαι. Μεγάλωσα με “δρομίσιους”, όχι με καλλιτέχνες, όποτε μέσα μας υπάρχει και κάτι άγνωστης προέλευσης που μας οδηγεί».
Τον ρωτάω πώς γίνεται, ενώ δεν έχει τέτοιες εικόνες, δεν έχει μελετήσει ή δει άλλα σπίτια, να συνθέτει και να φτιάχνει καλόγουστα σπίτια και αντικείμενα.
Σηκώνει τους ώμους ψηλά, ειλικρινά δεν ξέρει να μου πει, μόνο ότι αποτύπωνε από μικρός τα υλικά κι αυτά του δημιουργούσαν ένα συναίσθημα Πάνω σε αυτό το συναίσθημα πατάει και όταν κάνει interior.
«Κοιτώντας πίσω, θα έλεγα πως αυτό που ήξερα τελικά να κάνω, χωρίς να το έχω διδαχθεί, ήταν να δημιουργώ ατμόσφαιρα. Αυτό μάλλον ήταν και το χαρακτηριστικό κάποιων Airbnb που έφτιαξα στην αρχή και όλοι μου έλεγαν πόσο τους άρεσαν. Εκεί κατάλαβα πως κάτι γίνεται. Στάθηκα, νομίζω, τυχερός. Κανείς δεν μου έδειξε τον τρόπο, κανείς δεν μου είπε πώς να το κάνω. Πρώτα με τα κολάζ, μετά με την ποίηση, λειτουργούσα ενστικτωδώς. Το ίδιο και στο interior. Δημιούργησα χωρίς φίλτρο και τελικά, μέσα απ’ την ελευθερία, έβγαλα κάτι.
Όταν έβλεπα το αποτέλεσμα, σκεφτόμουν ότι μου άρεσε η διαδικασία, μου άρεσε έτσι όπως συγκεντρωνόμουν, μου άρεσε στην τελική να βλέπω στον χώρο δέκα πράγματα που είχαν φτιαχτεί από τα χέρια μου».
Φτιάχνει έτσι ένα-δυο σπίτια φίλων και πελατών που τους άρεσαν – τότε είπε «εδώ είμαστε». Κάνει και μια πρώτη ατομική έκθεση στο Barrett με τα κολάζ, οπότε άρχισε να βρίσκει τον δρόμο του. Σιγά σιγά και στόμα με στόμα τον καλούσαν να φτιάχνει σπίτια.
«Δεν σχεδίαζα επαγγελματικά, δεν ήξερα να δουλέψω μακέτα, έκανα ό,τι έκανα αυτοσχεδιαστικά. Έπρεπε όλο αυτό να το κάνω σοβαρά. Έτσι, μπήκα στο εργαστήριο και είπα να ασχοληθώ με το έπιπλο. Γιατί ήταν κάτι απτό που θα μου επέτρεπε να δείξω ξεκάθαρα την αισθητική μου. Τότε ξεκίνησα και μια σειρά με τις πρώτες ντιζάιν καρέκλες. Άρεσαν, συνέχισα και με φωτιστικά, αλλά σκεφτόμουν παράλληλα ποιος θα αγοράσει μια καρέκλα για τριακόσια ευρώ. Ευτυχώς, μια φίλη, πάνω στους δεκάδες προβληματισμούς, ήρθε και έδωσε την απάντηση: “ανήκεις στο collective design”. Το έψαξα, o όρος υπήρχε, και απελευθερώθηκα. Ακούγεται ίσως τρελό, αλλά μια λέξη μπορεί να τα αλλάξει όλα. Έτσι άρχισα να αφοσιώνομαι σε αυτό. Έμαθα μόνος μου ένα πρόγραμμα σχεδιαστικό, καθόμουν στο pc με τις ώρες. Πέρασα ένα διάστημα κλεισμένος σπίτι, να μελετάω, να κάνω διαλογισμό και μετά να γράφω ή να σχεδιάζω, κι εκεί ήταν που μου ήρθε, ας πούμε, η επιφοίτηση και λειτούργησε όλο αυτό σωστά. Πλέον ήξερα ότι το είχα βρει. Όλη μου τη ζωή πάντα κάτι μου έλεγε “δεν είναι αυτό”, και όταν ήρθε ήξερα ότι ήταν ακριβώς αυτό! Είχα βρει τον τρόπο, είχα βρει τις ιδέες και πια ήξερα και πώς να τις δείχνω. Είχα αφήσει το τυχαίο, το “μου βγήκε ωραία μια καρέκλα”. Ο σχεδιασμός με βοήθησε, άρχισα έπειτα να το γνωστοποιώ και κάπως έτσι ήρθαν και οι συνεργασίες με αρχιτεκτονικά γραφεία. Άλλος ήθελε φωτιστικά, άλλος μια συλλογή με μάρμαρα. Αγαπώ πάντα και το interior και επιλεκτικά το κάνω. Έχω δουλέψει πολλά υλικά και αντικείμενα, αλλά τελικά μου αρέσει το έπιπλο γιατί μου δίνει κάτι πιο ολοκληρωμένο».
Το όνειρο του είναι να αποκτήσει ένα ωραίο τροχόσπιτο και να κάνει τα road trip του που τόσο αγαπά.
Ωραίος, παιδιά, ο Χάρης! Φεύγοντας, μου αφήνει την αίσθηση ότι το χάπι εντ συμβαίνει τελικά και στη ζωή.