Την τελευταία φορά που μίλησα με τον The Krank, ζούσε και δημιουργούσε στο Βερολίνο. Έζησε οκτώ χρόνια εκεί και είχε ενεργή καλλιτεχνική παρουσία στη γερμανική πρωτεύουσα και στην Ευρώπη γενικότερα με συμμετοχές σε εκθέσεις και εγκαταστάσεις σε αρκετές χώρες.
Παράλληλα διοργάνωσε τρία μεγάλα καλλιτεχνικά events στην Αθήνα, δύο από τα οποία έτυχε να γίνουν την περίοδο της καραντίνας και δεν πήραν τη δημοσιότητα που άξιζαν. Πρόσφατα ο The Krank επέστρεψε στην Αθήνα και πλέον ζει εδώ. «Η Αθήνα είναι μια νέα πρόκληση», λέει, «το πόσο θα μείνω παραμένει άγνωστο».
Η αφορμή για να συναντηθούμε είναι η συμμετοχή του σε ένα νέο πρότζεκτ σύγχρονης τέχνης, την Μπιενάλε των Παξών, η οποία γίνεται για δεύτερη φορά φέτος σε όλο το νησί και θα διαρκέσει όλo το καλοκαίρι, από τον Ιούνιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Η συμμετοχή του The Krank είναι ένα έργο μεγάλων διαστάσεων, ένα αποτύπωμα ποδιού που απλώνεται σε 1.000 τετραγωνικά μέτρα στο νότιο μέρος του νησιού, για το οποίο δούλευε αρκετό καιρό – και μόλις ολοκληρώθηκε.
Χρησιμοποίησα το έδαφος των Παξών για να μιλήσω για ένα παγκόσμιο ζήτημα. Ήθελα να υπογραμμίσω την επιτακτική ανάγκη για ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, στην κοινωνική ευημερία και στη διατήρηση του περιβάλλοντος.
— Πριν μου πεις για το έργο της μπιενάλε, πες μου τι έκανες από τη στιγμή που εγκαταστάθηκες στην Αθήνα.
Ξεκίνησα ενεργά τις συνδημιουργίες. Επιμελήθηκα δύο μεγάλης κλίμακας ομαδικές εκθέσεις με τίτλο «Αδράνεια Ι & ΙΙ» με 25 και 24 καλλιτέχνες αντίστοιχα. Μαζί μου στο εγχείρημα ήταν οι Okupa Athens, που φιλοξένησαν και υποστήριξαν την πρώτη έκθεση στο 2.000 τ.μ. κτίριό τους, και το Art Hub Athens όπου συνδιοργανώσαμε τη δεύτερη υπό την αιγίδα και την οικονομική υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Επιμελήθηκα τη σκηνογραφία των παραστάσεων των Bad Poetry Social Club στο Τριανόν και στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού-Lunar Space, του ΠΙΕΒ και της Αλεξάνδρας Επίθετη στο «Ρομάντσο» και στο Μπάγκειον, την παράσταση «Ντόριαν Γκρέι» του Νικόλα Ανδρουλάκη στο θέατρο Πειραιώς 131 και το Piano Day Athens Festival στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού.
Παράλληλα, συμμετέχω ενεργά στο Amphicar Studio, έναν artist-run χώρο που ιδρύθηκε από την εικαστικό Μαριλία Κολυμπίρη, με τον οποίο στοχεύει να δημιουργήσει μια ανοιχτή σε συνεργασίες πλατφόρμα καλλιτεχνών ώστε να προσεγγίσει την εγχώρια σύγχρονη εικαστική σκηνή.
— Τι είναι η μπιενάλε στην οποία συμμετέχεις;
Ένα νέο πρότζεκτ σύγχρονης τέχνης που πραγματοποιείται σε ολόκληρο το νησί των Παξών για τρεις μήνες, από τον Ιούνιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Φέτος είναι η δεύτερη φορά που παρουσιάζεται και, πέρα από τη δική μου συμμετοχή, παίρνουν μέρος οι διεθνείς σύγχρονοι καλλιτέχνες Julia Krahn, Talmon Biran studio, Nuria Mora, Torsten Muhlbach, Thiago Mazza και Clemens Behr.
Όλοι μας κληθήκαμε να δημιουργήσουμε νέα έργα και παρεμβατικές εγκαταστάσεις στο φυσικό τοπίο που με βάση τη θεματική που μας δόθηκε έχουν σκοπό να ευαισθητοποιήσουν τους επισκέπτες σε σχέση με το περιβάλλον και την ιστορική κληρονομιά του νησιού.
— Τι είναι το έργο που έφτιαξες; Τι είχες στο μυαλό σου όταν το έφτιαχνες;
Το έργο μου για την μπιενάλε ονομάζεται «Footprint» και είναι μια land art εγκατάσταση 1.000 τετραγωνικών μέτρων στο νότιο μέρος του νησιού που αναφέρεται στο οικολογικό αποτύπωμα, σε έναν τρόπο μέτρησης των επιδράσεων που προκαλούν στη Γη οι ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η ιδέα ωρίμαζε στο μυαλό μου όσο έκανα έρευνα για το νησί, την ιστορία του και τη σημερινή του κατάσταση. Πέρασα μέρες άγρυπνος να σκέφτομαι και να επεξεργάζομαι τις πληροφορίες που μου έδωσαν από τη διοργάνωση, ενώ παράλληλα προσπαθούσα μέσα από φωτογραφικό υλικό να χαρτογραφήσω στο μυαλό μου ολόκληρο το νησί.
Η ιδέα ολοκληρώθηκε όταν βρήκα αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι γης και οραματίστηκα μια τεράστια ανθρώπινη πατημασιά να περνάει από εκεί. Χρησιμοποίησα το έδαφος των Παξών για να μιλήσω για ένα παγκόσμιο ζήτημα.
Ήθελα να υπογραμμίσω την επιτακτική ανάγκη για ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, στην κοινωνική ευημερία και στη διατήρηση του περιβάλλοντος, ακόμα περισσότερο τη συγκεκριμένη περίοδο που η πανδημία και τα διεθνή ενεργειακά ζητήματα που έχουν προκύψει από τον πόλεμο στην Ουκρανία επισκιάζουν τις παγκόσμιες συζητήσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη.
— Πόσο δύσκολο ήταν να το φτιάξεις;
Για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος χρειάστηκαν δεκαπέντε μέρες ακατάπαυστων εργασιών κάτω από δύσκολες και πρωτόγνωρες για μένα συνθήκες. Η διαδικασία της σχεδίασης και αποτύπωσης μιας γιγάντιας ρεαλιστικής ανθρώπινης πατημασιάς ήταν μια τεράστια πρόκληση που ένιωθα καθημερινά όταν έμπαινα στο μονοπάτι που με οδηγούσε στον απομακρυσμένο χώρο όπου δούλευα το έργο.
Θυμάμαι τα μεσημέρια να κάνω διάλειμμα και να πηγαίνω στον Γάιο για κρύο νερό, εξουθενωμένος και γεμάτος χώμα, ενώ ορισμένοι ντόπιοι που συναντούσα με ρωτούσαν για την πρόοδο του έργου και με ενθάρρυναν να συνεχίσω.
Για δεκαπέντε μέρες είχα απομονωθεί και εναρμονιστεί πλήρως με το περιβάλλον, τον δυνατό ήλιο, τα φίδια και το σκληρό χώμα που έσκαβα με φτυάρι για να δημιουργήσω τους τεράστιους βαθιούς λάκκους που θα άρθρωναν το μήνυμά μου.
— Δεν σε πειράζει που θα χαθεί μετά το τέλος της μπιενάλε; Δεν θα ήθελες το έργο σου να αντέχει στον χρόνο;
Εννοιολογικά το footprint πραγματεύεται την έννοια της απώλειας. Η φύση, τα οικοσυστήματα, η βιοποικιλότητα, βρίσκονται σε μια μεταβλητή κατάσταση με αρνητικό πρόσημο. Ο παραλληλισμός που προκύπτει μέσα από το εφήμερο του έργου μου και της παρουσίας μας ως είδους δεν θα μπορούσε να ενισχύσει περισσότερο το μήνυμα που ήθελα να μεταδώσω. Όλα είναι ρευστά και τίποτα δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται ως δεδομένο.
Παρότι η αναγνώριση της παροδικότητας σε ένα βαθύ επίπεδο σε απελευθερώνει από τη δυστυχία που έρχεται όταν προσπαθούμε με επιμονή να κρατήσουμε κάτι για πάντα, στη συγκεκριμένη περίπτωση μετουσιώνεται όταν αναφερόμαστε στο περιβάλλον που μας φιλοξενεί. Ο χώρος που επιλέχθηκε για το footprint, μετά την αποχώρησή μου και με την πάροδο του χρόνου, θα επανέλθει. Το έργο θα καταστραφεί και η φύση θα ανακτήσει το χαμένο έδαφος.
Σκοπός μου ήταν λοιπόν μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό πλαίσιο της παρουσίας μου να οπτικοποιήσω σθεναρά, μέσω της τέχνης, το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούμε. Δίχως να αφήσω πίσω μου απόβλητα, ολοκλήρωσα το έργο και επέστρεψα στην Αθήνα.
— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα; Υπάρχουν προοπτικές για κάποιον καλλιτέχνη;
Η Αθήνα, όπως και όλα πλέον, αλλάζουν. Οι δράσεις και οι επιλογές μας είναι αυτές που καθορίζουν σε έναν μεγάλο βαθμό το περιβάλλον και τις συνθήκες στις οποίες ζούμε. Καταλαβαίνω πλέον, μετά από ένα ταξίδι σχεδόν μίας δεκαετίας στο εξωτερικό, ότι η μοιρολατρία και ο φαταλισμός δεν ωφελούν σε τίποτα.
Αυτό που χρειάζεται είναι να κατανοήσουμε ο καθένας ατομικά τη δυναμική που φέρνει στο σύνολο και στην κοινωνία. Πλέον υπάρχουν υγιείς καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες στην πόλη, το μόνο που μένει είναι να τις ανακαλύψεις ή/και να τις δημιουργήσεις.