Αν χρειάζεστε (άλλον) έναν λόγο για να νιώθετε περήφανοι ως Έλληνες –ειδικά ως clubbers– ας βάλουμε στην εξίσωση το γεγονός ότι ο άνθρωπος που αναπροσάρμοσε τη χαμογελαστή φατσούλα, το smiley face, κάνοντάς τη τελικά το απόλυτο σύμβολο της rave και acid house κουλτούρας και μουσικής, είναι ο ελληνικής καταγωγής designer George Georgiou!
Ο Γιώργος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νότιο Λονδίνο από Ελληνοκύπριους γονείς που μετανάστευσαν εκεί τη δεκαετία του 1950. Αγαπούσε τη μουσική από παιδί κι ενώ μεγάλωνε σε ένα σπίτι όπου μεσουρανούσε το ελληνικό τραγούδι, εκείνος ενδιαφερόταν για την ποπ, τη ροκ και λάτρευε τη μαύρη μουσική. Αργότερα, όλη αυτή η αγάπη για τους ήχους «έφτασε στα όρια της εμμονής», όπως λέει ο ίδιος. «Όσο πιο εναλλακτική και underground ήταν, τόσο το καλύτερο». Είχε κλίση στις τέχνες και στη ζωγραφική, έτσι σπούδασε σε σχολή Καλών Τεχνών και πήρε πτυχίο στο 3D και στο interior design.
Καθώς ξεκινούσε την καριέρα του στον χώρο, το μάτι του και ιδιαίτερα το αυτί του πάντα αναζητούσε το επόμενο νεανικό κίνημα. «Σε κάποια φάση, ένας φίλος μου από τις μέρες του κολεγίου, ο Oliver Peyton, ανέλαβε το υπόγειο του YMCA στο κεντρικό Λονδίνο και ξεκίνησε τα RAW. Την ημέρα ήταν ένα μεγάλο γυμναστήριο, τα βράδια του Σαββάτου το άδειαζαν και το διακοσμούσαν από το πάτωμα μέχρι την οροφή με 500 τ.μ. πανό από καμβά και μια τεράστια ζωγραφισμένη πίστα χορού.
Το αρχικό σχέδιο του smiley face δεν ανήκει στον Γεωργίου. Έκανε την εμφάνισή του στα ‘50s, όμως εκείνος, σε μια φαινομενικά τυχαία στιγμή έμπνευσης, το έκανε το πρόσωπο που θα χαρακτήριζε για πάντα μια σκηνή, μια θρυλική εποχή, μια ολόκληρη γενιά και κουλτούρα.
Δεν υπήρχε φοβερός φωτισμός, μηχανές καπνού, λέιζερ, μόνο ένα δυνατό ηχοσύστημα. Ήταν κυριολεκτικά μια υπόγεια αποθήκη – και ήταν παράνομη. Το 1985 προσφέρθηκα να σχεδιάσω όλα τα πανό, τα έργα τέχνης και όλα τα flyers με τη βοήθεια του φίλου μου, Toni Papa (άλλος Ελληνοκύπριος designer!). Αυτή ήταν η πρώιμη είσοδός μου στην underground clubbing σκηνή του Λονδίνου.
Έτσι γνωρίστηκα με τον DJ Nicky Holloway, ο οποίος διοργάνωνε τα Special Branch πάρτι. Έκανα λογότυπα, flyers, πανό και τα dancefloors σε όλα τα πάρτι του. Ζωγράφισα μέχρι και τα record boxes του! Ο Nicky ήταν ένας από τους “διάσημους τέσσερις” DJs που πήγαν μαζί στην Ίμπιζα το ’87 και επέστρεψαν εμπνευσμένοι από την clubbing σκηνή των Βαλεαρίδων, στήνοντας τις δικές τους βραδιές. Ο Paul Oakenfold έκανε το Spectrum, ο Danny Rampling ξεκίνησε το Shoom και ο Nicky ανέλαβε το θέατρο Astoria, το οποίο φιλοξενούσε 2.000 άτομα, και ξεκίνησε μία από τις μεγαλύτερες clubbing βραδιές της εποχής.
Η μουσική ήταν πάντα underground και alternative: η πιο πρόσφατη hip-hop, rare groove, ηλεκτρονική, house μουσική από το Σικάγο και techno από το Ντιτρόιτ, ήχοι που δεν ακούγονταν στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση. Τότε συνειδητοποίησα ότι είχαμε εμπλακεί σε κάτι διαφορετικό, κάτι μεγάλο. Να έχουμε στο μυαλό μας πως το clubbing, όπως έγινε γνωστό αργότερα, ήταν κάτι που κάναμε όλη την εβδομάδα. Ήταν (σχεδόν) τρόπος ζωής και πολύ λίγοι άνθρωποι τότε γνώριζαν τη σκηνή του clubbing ή του warehouse – αν ήξερες, ήξερες! Αυτό ήταν και το νόημα των flyers – ενημέρωνες τους σωστούς ανθρώπους πού θα γινόταν το επόμενο πάρτι.
Ήξερα τον Danny Rampling μέσω του Nicky Holloway. Μου τηλεφώνησε μια μέρα και με ρώτησε αν μπορούσε να έρθει να με δει για να σχεδιάσω ένα flyer για το επόμενο πάρτι του. Ήταν κάπου τον Δεκέμβριο του ’87, όταν εκείνος και η τότε σύζυγός του ήρθαν στο στούντιο όπου δούλευα. Ήξεραν ότι συνεργαζόμουν κυρίως με τον Nicky και ζήτησαν κάτι διαφορετικό. Μου είπαν ότι το κλαμπ ονομαζόταν “Shoom” και μου έδωσαν το κείμενο, συμπεριλαμβανομένου του DJ line-up. Ρώτησα, όπως έκανα πάντα για κάθε νέο flyer, αν υπήρχε κάποια εικόνα ή ιδέα που ήθελαν να ενσωματωθεί. Θυμάμαι ξεκάθαρα τον Danny να λέει “ένα χαμογελαστό πρόσωπο, βάλε ένα χαμογελαστό πρόσωπο κάπου”. Πραγματικά μισούσα αυτή την εικόνα, δεν ήμουν σίγουρος πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει.
Εκείνη την εποχή όλα γίνονταν στο χέρι, δεν είχα ιδέα από υπολογιστές, αλλά γνώριζα και με ενδιέφεραν τα κινούμενα γραφικά, τα είχα δει σε ποπ βίντεο και στην τηλεόραση. Όταν ξεκίνησα να το δουλεύω, έβαλα όλο το κείμενο σε Letraset. Στη συνέχεια βρήκα μια γραμματοσειρά, την οποία έκοψα από ένα βιβλίο, για να σχηματίσω το λογότυπο “Shoom Club!”. Ήθελα να μοιάζει με γκράφιτι. Ξαφνικά, μου ήρθε έμπνευση: να σχεδιάσω τα smileys όχι ως μια ενιαία, επίπεδη εικόνα, αλλά ως μια σειρά από τρισδιάστατα smileys που πέφτουν στα περιθώρια, δεξιά και αριστερά. Ήταν τόσο προφανές! Και, φυσικά, έμοιαζε και με μια σειρά από χάπια. Ο Danny το λάτρεψε, έτσι σχεδίασα, επίσης, μια σειρά από τεράστια πανό με smileys σε καμβά, που τα κρέμασαν στον χώρο».
Φυσικά, το αρχικό σχέδιο του smiley face δεν ανήκει στον Γεωργίου. Έκανε την εμφάνισή του στα ’50s, όμως εκείνος, σε μια φαινομενικά τυχαία στιγμή έμπνευσης, το μετέτρεψε στο πρόσωπο που θα χαρακτήριζε για πάντα μια σκηνή, μια θρυλική εποχή, μια ολόκληρη γενιά και κουλτούρα. «Μέσα σε λίγες μέρες φάνηκε ότι το smiley ξαναγεννήθηκε – άρχισε να εμφανίζεται παντού», θυμάται ο ίδιος.
«Αν και όσοι ακολουθούσαν τη σκηνή του clubbing ήταν ακόμα μειοψηφία (ήταν άγνωστο στο ευρύ κοινό), κάθε εβδομάδα γίνονταν όλο και περισσότερα πάρτι, που βελτιώνονταν συνεχώς. Είτε ήταν το Shoom το Σάββατο, το Spectrum τη Δευτέρα, το High on Hope την Πέμπτη ή το Love την Παρασκευή, υπήρχαν πολλές υπέροχες βραδιές. Το acid house έσκασε το 1988. Το έχω περιγράψει στο παρελθόν ως μια εποχή που όλα τα αστέρια ευθυγραμμίστηκαν, όλα εξελίσσονταν φυσικά, η μουσική, οι άνθρωποι, τα κλαμπ απογειώθηκαν – υπήρχε η αίσθηση ότι κάτι μεγάλο συνέβαινε. Όλο αυτό τροφοδοτήθηκε από το ecstasy.
Έπαιξε μεγάλο ρόλο, αν και ήξερα πολλά άτομα που τα τραβούσαν η καθαρή ενέργεια και η φήμη. Βρεθήκαμε με ανθρώπους που είχαν κάθε είδους υπόβαθρο, με τους οποίους μοιραζόμασταν την ίδια κοσμοθεωρία, χορέψαμε όλοι μαζί και απολαύσαμε ένα αίσθημα ελευθερίας, δημιουργώντας τη δική μας ψυχαγωγία μακριά από την “κανονικότητα”, ό,τι συνέβαινε στο πολιτιστικό ρεύμα και στην κοινωνία, γενικότερα. Κι αυτό δεν συνέβαινε μόνο στο Λονδίνο, υπήρχε και το Hacienda στο Μάντσεστερ.
Το 1989 έγινε η έκρηξη, αυτό που ζούσαμε δημιούργησε τη σκηνή του rave. Τα πάρτι έγιναν μεγαλύτερα και πιο δουλεμένα. Προχωρώντας σε όλο και μεγαλύτερους χώρους, πιο σύγχρονος φωτισμός, λέιζερ, μηχανές καπνού, προβολές και τεράστια ηχοσυστήματα προστέθηκαν στην εμπειρία. Δεν ήταν ακριβώς νόμιμα και διαφημίζονταν ως “μόνο με πρόσκληση” – ήταν warehouse πάρτι γεμάτα στεροειδή.
Η πρώτη μου εμπειρία ήταν το “Energy”, τον Μάιο του ’89. Ήταν ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο μεγάλο rave. Έγινε σε ένα κινηματογραφικό στούντιο στο Δυτικό Λονδίνο, κρατήθηκε πολύ μυστικό μέχρι την τελευταία στιγμή και ο μόνος τρόπος για να μπεις ήταν με πρόσκληση, η οποία συνοδευόταν από κάρτα μέλους. Κάπως έτσι ξεγέλασαν τον νόμο: αν ήταν ένα ιδιωτικό πάρτι, η αστυνομία δεν θα μπορούσε να το σταματήσει πολύ εύκολα.
Έπαθα σοκ, δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Υπήρχαν τρεις τεράστιες αίθουσες, μια τεράστια εξέδρα με τη μορφή ναού στη μέση του κεντρικού χώρου. Στους τοίχους είχαν κρεμάσει ζωγραφισμένα σκηνικά. Ήταν μια συναρπαστική εμπειρία για όλες τις αισθήσεις. Απίστευτο ηχοσύστημα, φωτισμοί, προβολές, strobo, καπνός, λέιζερ, οι DJs σε μια πλατφόρμα ύψους 10 μέτρων – τελείωσε το πρωί της επόμενης μέρας.
Οι διοργανωτές επεκτάθηκαν και άρχισαν να στήνουν ηχοσυστήματα σε ανοιχτά χωράφια και αγροτικές εκτάσεις. Ουρές αυτοκινήτων σχηματίζονταν σε τοποθεσίες που κρατούνταν μυστικές για να μείνει μακριά η αστυνομία. Πλέον είχε γίνει mainstream, όλοι έψαχναν το επόμενο rave. Τα media τα είχαν ήδη δαιμονοποιήσει με ιστορίες για την “τρελαμένη από τα ναρκωτικά νεολαία”, κι έτσι όλα απέκτησαν διαφορετική ατμόσφαιρα.
Οποιοδήποτε πολιτιστικό κίνημα ή εκδήλωση που πηγαίνει κόντρα στο κατεστημένο δημιουργεί παράνοια στο ευρύ κοινό, συνήθως μέσω των ΜΜΕ. Από εκείνους που έχουν την εξουσία εκλαμβάνεται ως κάτι που πρέπει να ελεγχθεί, να ρυθμιστεί και να “εξυγιανθεί”. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δεν επιτρέπεται να σκέφτεται και να ενεργεί ελεύθερα, ανεξάρτητα. Η συγκέντρωση και κυρίως ο χορός (!), ίσως ακόμη και η συζήτηση για το πώς “πρέπει” να είναι τα πράγματα αποτελεί προφανώς κίνδυνο για αυτούς που έχουν την πραγματική εξουσία, εκείνους που καθορίζουν πώς “πρέπει να είναι”. Άρα δεν είχαμε καμία τύχη.
Η τότε κυβέρνηση γινόταν υποχθονίως όλο και πιο αυταρχική. Ήταν αποφασισμένη να βρει τρόπο να εξαλειφθούν τα πάντα, από την κουλτούρα των οπαδών του ποδοσφαίρου μέχρι τα δωρεάν πάρτι –οτιδήποτε ήταν αντίθετο με τον “κανόνα”–, κάτι που έκανε πράξη με το νομοσχέδιο για το Ποινικό Δίκαιο του 1994.
Εκείνη την εποχή αναρωτιόμασταν αν αυτό που συνέβαινε θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο με το punk, το τελευταίο μεγάλο κίνημα που συντάραξε τη βρετανική κουλτούρα. Η απάντηση είναι “ναι”. Είχε αντίκτυπο σε όλους τους δημιουργικούς τομείς, σχεδόν σε όλες τις πτυχές του design, της μόδας, των γραφικών, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας. Όσο για τη μουσική… ήταν σίγουρα ένα ορόσημο. Ήταν τόσο μεγάλο όσο το punk και εξαπέλυσε το τέρας που σήμερα ονομάζουμε “ηλεκτρονική/χορευτική μουσική”. Η έλευση της κουλτούρας των κλαμπ/rave σίγουρα επηρέασε όσα έκαναν οι άνθρωποι όταν κοινωνικοποιούνταν και τα διεγερτικά που έπαιρναν για να περνάνε καλά».
Ο George Georgiou ξεκίνησε να τοποθετεί μια σειρά από κίτρινες πλακέτες σε τοποθεσίες παλιών rave χώρων του Λονδίνου, σε μια προσπάθεια να αποτίσει φόρο τιμής στην ιστορία και τους ανθρώπους του κινήματος. Με αφορμή το λανσάρισμα της ψηφιακής γκαλερί του, που προβάλλει τα κλασικά του flyers από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, αποκαλύφθηκε ότι οι κίτρινες πλακέτες ήταν μέρος μιας προσωρινής εγκατάστασης σε τοποθεσίες που πλέον έχουν κλείσει, όπως τα Sin, Shoom και Velvet Underground. Το κοινό μπορεί να επισκεφθεί αυτούς τους φυσικούς χώρους χρησιμοποιώντας τον διαδραστικό χάρτη στον ιστότοπο της γκαλερί του.
«Τα παιδιά της W Communications, με τα οποία συνεργάστηκα για την ανάπτυξη της ιστοσελίδας μου, έριξαν την ιδέα για την εικονική γκαλερί. Με την ιδέα της αναμνηστικής πλακέτας φλέρταρα για καιρό. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω που να τιμά τα πάρτι ή τους χώρους που σχετίζονται με την acid house/rave κουλτούρα και εποχή. Τα παιδιά στην W σκέφτηκαν τις κίτρινες πινακίδες (οι οποίες αρχικά θα είχαν το smiley face) για να κάνουν τη σύνδεση με την επέτειο των 30 χρόνων από το άθλιο νομοσχέδιο για το Ποινικό Δίκαιο.
Το προφανές ήταν να προσθέσω έναν QR κωδικό στον ιστότοπό μου κι έναν χάρτη που υποδεικνύει όλες τις τοποθεσίες – υπόψη ότι αυτοί είναι οι χώροι με τους οποίους συνδέθηκα εγώ. Υπάρχουν δεκάδες άλλα κλαμπ και rave τοποθεσίες εκείνης της εποχής. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την acid house/rave περίοδο. Έχω μεγάλο ενθουσιασμό όταν συναντώ νέους ανθρώπους που ενδιαφέρονται πραγματικά να μάθουν περισσότερα για εκείνη την εποχή. Μου αρέσει να συζητάω μαζί τους γι’ αυτά που πετύχαμε και ελπίζω να εμπνέω μια άλλη γενιά να κάνει κάτι καινούργιο.
Η δουλειά μου έχει παρουσιαστεί σε πολλά βιβλία και εκθέσεις για το θέμα. Πραγματικά δεν το πιστεύω όταν τη βλέπω να δημοσιεύεται δίπλα στη δουλειά όλων των μεγάλων designers που παρακολουθώ και θαυμάζω εδώ και χρόνια. Είμαι περήφανος που μου αναγνωρίζουν ότι συνέβαλα στο acid house/rave κίνημα, ένα τόσο σημαντικό πολιτιστικό γεγονός. Συνειδητοποίησα, τελικά, πόσο σημαντική ήταν εκείνη η στιγμή έμπνευσης, η στιγμή που μου χάρισε μια μικρή θέση στην ιστορία του πολιτισμού και του graphic design. Τελικά, είμαι πολύ χαρούμενος που δεν εμπόδισα τον Danny Rampling να χρησιμοποιήσει ένα “χαμογελαστό πρόσωπο” σε εκείνο το flyer του ’87!»
Ευχαριστούμε τον George Georgiou για την ευγενική παραχώρηση του αρχείου του. Περισσότερες πληροφορίες για το πρότζεκτ, εκείνον και τη δουλειά του εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.