Ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας, ο Gottfried Böhm, ο πρώτος τιμημένος με το βραβείο Pritzker (1986), έφυγε πριν από λίγες ημέρες από τη ζωή σε ηλικία 101 ετών στο σπίτι του στην Κολωνία.
Τα πιο χαρακτηριστικά έργα του μοιάζουν με ακανόνιστα γλυπτά από σκυρόδεμα, με πιο χαρακτηριστικό το δημαρχείο στο Μπένσμπεργκ στη δυτική Γερμανία, που διαμορφώθηκε ως ένα μεγάλο φρούριο και στέμμα της πόλης. Το ίδιο και η εκκλησία Mary Queen of Peace, ο πιο μεγάλος σύγχρονος καθεδρικός ναός της Ευρώπης, στο Neviges, κοντά στο Ντίσελντορφ, φαίνεται να έχει κοπεί από τον βράχο και να χτίστηκε σαν προέκτασή του. Ο Böhm είναι αυτός που με τα έργα του ενίσχυσε την ιδέα της γλυπτικής αρχιτεκτονικής.
Ο Böhm γεννήθηκε το 1920 στην πόλη Όφενμπαχ, κοντά στη Φρανκφούρτη. Ο πατέρας του ήταν διάσημος οικοδόμος εκκλησιών και ο Gottfried ακολούθησε γρήγορα τα βήματά του. Σχεδιάζοντας κυρίως εκκλησίες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, σχεδίασε το παρεκκλήσι Marian, γνωστό και ως «η Παναγία στα ερείπια», στην εκκλησία St. Kolumba που βομβαρδίστηκε στην Κολωνία το 1947.
Θεωρείται ότι ήταν ένας εξπρεσιονιστής και μετα-Bauhaus αρχιτέκτονας, αλλά προτίμησε να ορίσει τον εαυτό του ως αρχιτέκτονα που δημιούργησε «συνδέσεις» μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος, μεταξύ του κόσμου των ιδεών και του φυσικού κόσμου, μεταξύ ενός κτιρίου και του αστικού του περιβάλλοντος.
Χαρακτηριστικό των πρώτων έργων του Böhm είναι ένα συγκεκριμένο στιβαρό στιλ και ξεχωριστή γλυπτική ποιότητα. Αυτό σχετίζεται με την ταυτόχρονη αγάπη του για τις καλές τέχνες και εξηγεί γιατί σπούδασε γλυπτική και αρχιτεκτονική.
Επηρεασμένος από τους μεγάλους δασκάλους του Bauhaus, Walter Gropius και Mies van der Rohe, ανέλαβε το γραφείο του πατέρα του το 1955. Η οικογένεια ήταν μια αληθινή δυναστεία αρχιτεκτόνων και ο Böhm διακρίθηκε κυρίως για μεγαλεπίβολα έργα στα οποία επιχείρησε να συμφιλιώσει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό. Από το σκυρόδεμα και την επιρροή του μπρουταλισμού στράφηκε στον χάλυβα και το γυαλί, που ως οικοδομικά υλικά θα διευκόλυναν τις ελαφρύτερες, πιο παιγνιώδεις φόρμες, όπως το Θέατρο Hans Otto ή «Potsdam Oyster», του οποίου η τριπλή οροφή μοιάζει με την Όπερα του Σίδνεϊ.
Αιχμηρά και ποιητικά τα έργα του Gottfried Böhm, στιβαρά εξωτερικά, διατηρούν μια ανάλαφρη φόρμα εσωτερικά δημιουργώντας ένα ιδιοσυγκρασιακό συνδυασμό.
Ο Böhm είχε επιλέξει έναν απλό τρόπο εργασίας και δεν φιλοδοξούσε ποτέ να γίνει σταρ της αρχιτεκτονικής με γραφεία σε όλο τον κόσμο. Μακριά από τις δημόσιες σχέσεις, ηττήθηκε αληθινά όταν τα σχέδιά του για τον γυάλινο θόλο στο Reichstag του Βερολίνου δεν έγιναν δεκτά – επιλέχθηκε μια πολύ παρόμοια παραλλαγή του Norman Foster.
Ο ίδιος, μέχρι το τέλος, κρατούσε το γραφείο του σε ένα απλό κτίριο, που ο πατέρας του είχε φτιάξει κάποτε ως σπίτι και όπου μπορούσε κανείς να εντοπίσει ίχνη του μακρού παρελθόντος της οικογένειας. Τα σχέδιά του δεν βασίστηκαν σε τολμηρή αρχιτεκτονική θεωρία, αλλά στην απλή αρχή και το όραμα ότι τα κτίρια πρέπει να σχεδιάζονται όσο το δυνατόν καλύτερα και να είναι όμορφα.
Θεωρείται ότι ήταν ένας εξπρεσιονιστής και μετα-Bauhaus αρχιτέκτονας, αλλά προτίμησε να ορίσει τον εαυτό του ως αρχιτέκτονα που δημιούργησε «συνδέσεις» μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος, μεταξύ του κόσμου των ιδεών και του φυσικού κόσμου, μεταξύ ενός κτιρίου και του αστικού του περιβάλλοντος. Σε αυτό το πνεύμα, ο Böhm οραματιζόταν πάντα το χρώμα, τη μορφή και τα υλικά ενός κτιρίου σε σχέση με το σκηνικό που το περιέβαλλε, την άρρηκτη σχέση με έναν μελετημένο πολεοδομικό σχεδιασμό.