Όταν ο Τέρενς Κόνραν πέθανε, τον Σεπτέμβριο του 2020, ο πρώην υπάλληλος και φίλος του, Στίβεν Μπέιλι, έγραψε μια τρυφερή και αστεία νεκρολογία στον «Guardian», αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του παλιού αφεντικού του έναν επαναστάτη στο γούστο και το σχέδιο.
Είναι αλήθεια ότι ο Κόνραν μεταμόρφωσε χρωματικά μια ολόκληρη χώρα, που από τις λυπημένες πενήντα αποχρώσεις του καφέ άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά για τα χρώματα στο σπίτι και τα αντικείμενα –ένα ποτήρι κρασιού, έναν καναπέ, ένα χαλί, μια σαλατιέρα–, βλέποντας το καθένα από αυτά σαν κάτι όμορφο και χρήσιμο.
Ο Μπέιλι αποφάσισε να γράψει μαζί με τον Ρότζερ Μάβιτι ένα βιβλίο με τίτλο «Terence: The Man Who Invented Design», ως φόρο τιμής στον άνθρωπο που έκανε τη Βρετανία ωραιότερο μέρος και άλλαξε το τοπίο της εστίασης στο Λονδίνο με τα εστιατόριά του στη δεκαετία του 1990, που έγιναν σχεδόν εμβληματικά της ευημερίας του fin-de-siècle.
Ο Μπέιλι, τον οποίο είχε απολύσει ο Κόνραν, περιγράφει το πρώην αφεντικό του ως εγωιστικό κάθαρμα, αλλά και ως έναν άνθρωπο που μεταμόρφωσε τη βρετανική υλική ζωή τα τελευταία 60 χρόνια. Ο Mπέιλι επισημαίνει με το γνωστό βρετανικό χιούμορ ότι ο Κόνραν μπορούσε να δει μόνο με το ένα μάτι, μετά από ένα ατύχημα σε εργαστήριο, προσθέτοντας ότι «αυτό το ένα μάτι ήταν πολύ, πολύ καλό».
Η επανάσταση που έκανε ο Τέρενς Κόνραν είναι όντως μια γιορτή στην καθημερινότητα πολλών ανθρώπων μέσα ακόμα και από το πιο απλό, όμορφο αντικείμενο που αγόραζαν από το Habitat, ένα έπιπλο, ακόμα και κάτι πολύ μικρό που το είχαν δίπλα τους, στον χώρο τους, το έβλεπαν ή το χρησιμοποιούσαν ξανά και ξανά.
Όταν πέθανε ο Τέρενς Κόνραν, που πίστευε ότι «ο καλός σχεδιασμός βελτιώνει την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων», το Μουσείο Design έγραψε ότι ο Σερ Τέρενς Κόνραν με τις παράλληλες σταδιοδρομίες του είχε μεγαλύτερη επίδραση από οποιονδήποτε άλλο σχεδιαστή της γενιάς του, φέρνοντας επανάσταση στην καθημερινή ζωή της σύγχρονης Βρετανίας. Είναι αλήθεια ότι ο Κόνραν προώθησε τα καλύτερα αντικείμενα του βρετανικού design σε όλο τον κόσμο με τον πιο οραματικό και επαναστατικό τρόπο.
Το βιβλίο αναφέρεται στα πρώτα του χρόνια και περιγράφει με ποιον τρόπο το αγόρι από τα προάστια έφτασε στο Λονδίνο ως επιπλοποιός και δημιούργησε ένα οικονομικό εστιατόριο κοντά στο Charing Cross που το ονόμασε The Soup Kitchen.
Ο Τέρενς Κόνραν γεννήθηκε στο Kingston upon Thames, στις 4 Οκτωβρίου 1931. Ο πατέρας του ήταν εισαγωγέας ρουμπινιών από τη Νότια Αφρική και ο ίδιος σε ηλικία 17 ετών γράφτηκε στη σχολή που σήμερα ονομάζεται Central Saint Martins για να μελετήσει τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Πολύ σύντομα δημιούργησε με τον δάσκαλό του Eduardo Paolozzi ένα εργαστήριο επίπλων, κεραμικών και υφασμάτων.
Έχοντας κάνει μια περιοδεία στη Γαλλία και έχοντας παντρευτεί για τρίτη φορά σε ηλικία 32 ετών, άρχισε να πουλά τα δικά του έπιπλα το 1952, προτού ιδρύσει το δικό του στούντιο design, το Conran Design Group, το 1956. Την ίδια χρονιά κατασκευάζει τα έπιπλα στο κατάστημα της Mary Quant και γίνεται μέρος του νέου, τολμηρού αέρα που έπνεε και της καινοτομίας που επικρατούσε τη δεκαετία του ’60 στη Μεγάλη Βρετανία.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1964, άνοιξε το πρώτο κατάστημα Habitat στη Fulham Road στο Chelsea του Λονδίνου. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια είχε αποκτήσει υποκαταστήματα στις μεγάλες πόλεις της Μ. Βρετανίας και η αλυσίδα επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο.
Η επανάσταση που έκανε ο Τέρενς Κόνραν είναι όντως μια γιορτή στην καθημερινότητα πολλών ανθρώπων μέσα ακόμα και από το πιο απλό, όμορφο αντικείμενο που αγόραζαν από το Habitat, ένα έπιπλο, ακόμα και κάτι πολύ μικρό που το είχαν δίπλα τους, στον χώρο τους, το έβλεπαν ή το χρησιμοποιούσαν ξανά και ξανά.
Το 1973 ίδρυσε το πρώτο The Conran Shop στην τοποθεσία του αρχικού καταστήματος Habitat στη Fulham Road. Ακολούθησαν σύντομα τα καταστήματα The Conran Shop στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και σε ολόκληρη την Ιαπωνία.
Το 1989, ο Κόνραν ίδρυσε το Μουσείο Design του Λονδίνου σε μια πρώην αποθήκη εμπορίου μπανάνας στο Butler’s Wharf. Είχε κάνει την επανάστασή του.
«Πέρασε ολόκληρη την καριέρα του αναζητώντας τρόπους για να κάνει τη ζωή καλύτερη για όλους», είπε ο πρώην διευθυντής του Μουσείου Design, Deyan Sudjic. Και ο τωρινός διευθυντής του μουσείου λέει περίπου αυτό που του αναγνωρίζουν όλοι: «Άλλαξε τον τρόπο που ζούσαμε, ψωνίζαμε και τρώγαμε».
Η μεγαλύτερη όμως συμβολή του είναι ο τρόπος με τον οποίο επηρέασε γενιές και γενιές σχεδιαστών με ιδέες και καινοτόμα σχέδια. Είναι χωρίς αμφιβολία μία από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της μεταπολεμικής Βρετανίας και άφησε πίσω του έναν θησαυρό οικιακού και βιομηχανισμού σχεδιασμού που θα μείνει μαζί μας για πάντα.
Εκτός από παθιασμένος σχεδιαστής, ο Κόνραν υπήρξε και παθιασμένος ιδιοκτήτης εστιατορίω. Άνοιξε τα πρώτα του εστιατόρια, Soup Kitchen and Orrery, στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1950, πριν ανοίξει το εστιατόριο Neal Street το 1970. Το 1991 ίδρυσε το Conran Restaurants Group, το οποίο λειτουργούσε εστιατόρια, ξενοδοχεία και μπαρ στο Λονδίνο, το Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και την Ιαπωνία, συμπεριλαμβανομένων των Quaglino’s, Bluebird, Mezzo, Guastavino’s και Le Pont de la Tour.
Όταν πέθανε, ο αρχιτέκτονας και φίλος του Νόρμαν Φόστερ τον αποχαιρέτησε γράφοντας ότι ο Τέρενς ήταν ένας ακούραστος υποστηρικτής των πλεονεκτημάτων του καλού σχεδιασμού, μιας προσέγγισης που αγκάλιασε τους πολλούς διαφορετικούς κόσμους που άγγιξε στη διάρκεια της ζωής του ως εστιάτορας, έμπορος λιανικής, σχεδιαστής, προγραμματιστής, κατασκευαστής, εκπαιδευτικός, συγγραφέας και εκδότης.
«Πολλά από αυτά που θεωρούμε δεδομένα σήμερα στον βρετανικό τρόπο ζωής μπορούν να αναχθούν στην επιρροή του αγαπημένου μου φίλου. Ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ως 22χρονος γκουρμέ επιχειρηματίας, έφερε μια ευρωπαϊκή συνείδηση στις ακτές μας, ξεκινώντας με γαλλικό ψωμί και κρεμμυδόσουπα, στο εστιατόριό του, το Soup Kitchen, ακριβώς έξω από το Strand. Θα μπορούσε να ήταν ο σεφ σε ένα από τα εστιατόριά του, λαμπερός με λευκή ποδιά – φιλόξενος και γενναιόδωρος. Η εκτίμησή του για το καλό φαγητό, το κρασί, τα έπιπλα, τα αντικείμενα και τα κτίρια διαπότισε εξίσου τα σπίτια, τους χώρους εργασίας, τα καταστήματα και τα εστιατόριά του» έγραψε ο Φόστερ.
Όσοι γνώρισαν τη Βρετανία του 1950 μπορούν να αντιληφθούν το βάθος της επιρροής ενός ανθρώπου, γνήσιου Βρετανού, που λάτρευε το μαύρο Citroën Traction Avant για τον σχεδιασμό του, και πίστευε ότι αξίζει σε κάθε άνθρωπο να έχει ένα design αντικείμενο ή έπιπλο, που θα έχει αγοράσει σε προσιτή τιμή και θα τον κάνει κάθε μέρα χαρούμενο, αλλά, κυρίως, θα ήταν μια άσκηση και μια συνήθεια στο καλό γούστο.
Sir Terence Conran_Design Museum