Πέθανε στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 101 ετών, η Φρανσουάζ Ζιλό, ζωγράφος και συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου «Η ζωή με τον Πικάσο», σύντροφος για μια δεκαετία του κορυφαίου καλλιτέχνη, μούσα και ερωμένη του. Υπήρξε η μόνη γυναίκα που τον εγκατέλειψε, η μόνη που αρνήθηκε να ζει στη σκιά του. Έγινε διάσημη για την προσωπική της ζωή και ήταν ολοκληρωτικά ξεχασμένη ως δημιουργός, με το έργο της να αποσιωπάται για πολλά χρόνια, θαμμένο κάτω από τη σκιά του Πικάσο.
Μέχρι το τέλος της ζωής της, ακόμα και σήμερα, μετά τον θάνατό της, κανένα δημοσίευμα γι' αυτήν δεν μπορεί να μην έχει το όνομα του Πικάσο στις γραμμές του. Όσο ήταν εν ζωή, δεν σταμάτησαν σε κάθε δημόσια εμφάνισή της οι ερωτήσεις για τη θυελλώδη σχέση της με τον μεγαλύτερο ζωγράφο του 20ού αιώνα, γεγονός με το οποίο φαίνεται να συμφιλιώθηκε και τελικά να χρησιμοποίησε προς όφελός της, όπως το μοιράστηκε και στο βιβλίο της.
Αυτοπροσωπογραφίες, πορτρέτα των παιδιών της, που επαινέθηκαν από ειδικούς στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και ελληνικοί μύθοι, αυτά ήταν τα θέματά της, ενώ μέσα από τα έργα της επανεξετάζει τον εαυτό της, εξού και η πολλαπλότητα των προσεγγίσεών της σε ένα θέμα ενίοτε ταυτόσημο, για να διερευνήσει την ουσία του, να εντοπίσει τι αντηχεί μέσα της.
Η Φρανσουάζ Ζιλό έγινε διάσημη για την ατάκα της: «Είμαι η μοναδική γυναίκα που σώθηκε από τον Πικάσο και δεν έχω μετανιώσει ούτε μια στιγμή γι' αυτό. Πώς; Παρατώντας τον». Τελικά, όπως απέδειξε η ιστορία, ήταν η μοναδική γυναίκα που έμεινε σώα και αβλαβής από την επίδρασή του. Από τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, η Μαρί Τερέζ κρεμάστηκε, η Ζακλίν Ροκ, η τελευταία του σύζυγος, αυτοκτόνησε με πιστόλι, ενώ η Όλγα Χοχλόβα, η πρώτη σύζυγός του, και η Ντόρα Μάαρ έχασαν τα λογικά τους.
Η Ζιλό καμάρωνε ότι κανένας, ούτε ο Πικάσο, δεν μπορούσε να της υποδείξει τι θα κάνει. Παραδεχόταν ότι από μικρή της άρεσε να σοκάρει τον κόσμο. Μοναχοπαίδι μιας εύπορης οικογένειας, η Ζιλό γεννήθηκε το 1921 στο Neuilly-Sur-Seine, μυήθηκε στην τέχνη από την κεραμίστρια και φιλότεχνη μητέρα της, δημιούργησε τα πρώτα της ζωγραφικά έργα στα 6 της χρόνια, σπούδασε Νομική στη Σορβόννη και το Κέιμπριτζ και τα εγκατέλειψε προς χάριν της τέχνης.
Ζούσε στο Παρίσι όταν γνωρίστηκαν με τον Πικάσο σε ένα καφέ το 1943. Όταν εκείνος έμαθε ότι ζωγραφίζει, της είπε: «Αυτό είναι το πιο αστείο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Τα κορίτσια με τη δική σου εμφάνιση δεν γίνονται ζωγράφοι». Όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν 21 ετών και ο Πικάσο 61, με μια χαώδη προσωπική ζωή, στην οποία υπήρχαν η Όλγα Χοχλόβα και η Ντόρα Μάαρ.
Αργότερα, στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «The Woman Who Says No, Francoise Gilot on Her Life With and Without Picasso» έγραψε: «Αν δεν υπήρχε ο πόλεμος σίγουρα θα σκεπτόμουν ότι δεν μπορώ να μπλέξω με έναν τόσο ηλικιωμένο. Αλλά, βλέπετε, οι άντρες της ηλικίας μου, που θα μπορούσαν τότε να με ελκύουν, ήταν στον πόλεμο, είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης».
Έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα που διήρκεσε από το 1943 έως το 1953, έκαναν δύο παιδιά, αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Ο Πικάσο ήταν σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους παντρεμένος με την Όλγα. Δεν της έδινε διαζύγιο γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποχωριστεί ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του.
Χρόνια αργότερα, μιλώντας γι' αυτή την περίοδο, η Ζιλό έλεγε: «Ο Πικάσο ήταν μια ηφαιστειακή δύναμη της φύσης, κι έτσι φέραμε στον κόσμο τα δυο παιδιά μας: την Παλόμα, που είναι φημισμένη σχεδιάστρια, και τον Κλοντ, που είναι φτυστός ο πατέρας του».
Η Ζιλό απαρνήθηκε τη ζωγραφική σχεδόν τα περισσότερα από τα χρόνια που ήταν μαζί του. Έπαιξε για χρόνια τον ρόλο του ατζέντη, του συνομιλητή και εξομολόγου του. Ωστόσο, την περίοδο που έζησαν μαζί δημιουργήθηκε μεταξύ τους ένας εικονογραφικός διάλογος. Στη ζωγραφική της μπαίνουν εξευγενισμένα αιχμηρά αντικείμενα που δείχνουν τον θυμό της. Η τροχιά της Φρανσουάζ Ζιλό στην τέχνη παρουσιάζεται ως μεταφορά για την τέχνη του εικοστού αιώνα. Ξεκίνησε στις απαρχές του στη γαλλική παράδοση και στη συνέχεια προχώρησε στην αμερικανική έρευνα γύρω από το χρώμα και την αφαίρεση. «Δεν ζωγραφίζω αυτό που κοιτάζω, αλλά αυτό που με κοιτάζει», έλεγε.
Αυτοπροσωπογραφίες, πορτρέτα των παιδιών της, που επαινέθηκαν από ειδικούς στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και ελληνικοί μύθοι, αυτά ήταν τα θέματά της, ενώ μέσα από τα έργα της επανεξετάζει τον εαυτό της, εξού και η πολλαπλότητα των προσεγγίσεών της σε ένα θέμα ενίοτε ταυτόσημο, για να διερευνήσει την ουσία του, να εντοπίσει τι αντηχεί μέσα της.
Τα πρώτα χρόνια με τον Πικάσο, στο Vallauris, η Ζιλό είχε λίγο χώρο να δουλέψει. Έτσι, σχεδιάζει με μια καθαρή, σταθερή και δυνατή γραμμή. Δεν ξέφυγε από την επιρροή του Πικάσο, αλλά αναζήτησε τον δρόμο της κοιτάζοντας και προς άλλη κατεύθυνση.
Σε αυτό το περιορισμένο σύμπαν, ζωγραφίζει τα παιδιά της, ιδιαίτερα τον Κλοντ. Λίγο πριν τον χωρισμό της, σκιαγραφεί μια ζηλευτή οικογενειακή σκηνή, αλλά η Φρανσουάζ ήδη ψάχνει αλλού, η μικρή Παλόμα έχει ανάψει ένα σπίρτο και ο μικρός Κλοντ γράφει τη λέξη «ελευθερία» στον πίνακα.
Στα πορτρέτα και στις αυτοπροσωπογραφίες, οι δύο καλλιτέχνες κοιτάζονται, απαντούν ο ένας στον άλλον, επιβεβαιώνονται. Η Ζιλό δεν θέλει να γίνει μούσα αλλά καλλιτέχνιδα. Ο Πικάσο είχε αναμφίβολα αντίκτυπο στη δουλειά της στα χρόνια που ήταν μαζί: για παράδειγμα, στην προθυμία της να παραμορφώσει την ανθρώπινη φιγούρα. Έτεινε να το κάνει με πιο λυρικό, λιγότερο βίαιο τρόπο από εκείνον.
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ο Πικάσο αλλά ο μακροχρόνιος φίλος του, Ανρί Ματίς, που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην τέχνη της Ζιλό, για παράδειγμα στη χρήση των χρωμάτων. Το 1946, ο Πικάσο πήγε μαζί με τη Ζιλό να επισκεφθούν τον σπουδαίο –αλλά όλο και πιο ανήμπορο– Γάλλο στο σπίτι του στη Βενς, στη νοτιοανατολική Γαλλία. Ο Ματίς της άρεσε αμέσως και σχολίασε πόσο πολύ αγαπούσε τα σχήματα στα έργα του. Μάλιστα, το 1990, η Ζιλό δημοσίευσε το «Matisse and Picasso: A Friendship in Art», μια αφήγηση της φιλίας και της αντιπαλότητας των δύο καλλιτεχνών με επίκεντρο τα χρόνια της γνωριμίας τους.
Αν και συνδέθηκε με δυο γίγαντες της τέχνης που την επηρέασαν, πάντα ακολουθούσε το δικό της καλλιτεχνικό μονοπάτι. Μετά τον πόλεμο, συνδέθηκε με καλλιτέχνες όπως η Σόνια Ντελονέ και ο Νικολά ντε Στάελ σε μια ομάδα γνωστή ως «Οι Νέοι Ρεαλιστές».
Όταν αποφάσισε να δώσει τέλος στη σχέση τους, ο Πικάσο τρελάθηκε. Αυτός και μόνο αυτός θα μπορούσε να το αποφασίσει και η Ζιλό τον πρόλαβε. Εκείνη τον αποκάλεσε δημοσίως σαδιστή και εκείνος έκανε τα πάντα για να την εξαφανίσει, την κυνήγησε όσο καμία άλλη, την πίεσε, της έκανε μποϊκοτάζ, τη διέσυρε κι έκανε τα πάντα προκειμένου να την καταστρέψει.
Τη χρονιά που εγκατέλειψε τον Πικάσο, εκείνος της αφιερώνει τον πίνακα με τίτλο «Προτομή Γυναίκας» τον οποίο μπορεί κανείς να δει στο μουσείο Μάρτιν Γκρόπιους Μπάου στο Βερολίνο. Ο χωρισμός τους σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας καλλιτεχνικής περιόδου και για τους δύο.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Η γυναίκα που είπε όχι», ο Μάλτε Χέρβιγκ αναφέρεται στη ζωή της γράφοντας: «Ο διασημότερος ζωγράφος όλων των εποχών ήταν αυτάρεσκος. Εκτός από τον εαυτό του και την τέχνη του, δεν υπήρχε πολύς χώρος στη ζωή του για άλλους ανθρώπους και πράγματα. Η τυραννία της ιδιοφυΐας αποδομούσε τα πάντα. Μόνο η Φρανσουάζ Ζιλό κατάφερε να ταρακουνήσει αυτό το κοσμοείδωλο».
Η Ζιλό είχε μια σύντομη σχέση με τον Έλληνα φιλόσοφο Κώστα Αξελό, αλλά παρέμεινε σε επαφή με τον Πικάσο, ενημερώνοντάς τον μάλιστα για την απόφασή της το 1955 να παντρευτεί έναν παιδικό της φίλο, τον Γάλλο καλλιτέχνη Λικ Σιμόν, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Αουρέλια. Πήρε διαζύγιο το 1962, έναν χρόνο αφότου ο Πικάσο παντρεύτηκε τη Ζακλίν Ροκ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η Ζιλό το έσκασε από τον Πικάσο και τη Γαλλία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να εκθέσει και να υπάρξει. «Δεν είμαι απλώς ένα πλάσμα, είμαι ζωγράφος. Δεν είμαι αντικείμενο ζωγραφικής, είμαι υποκείμενο, είμαι ζωγράφος», έλεγε. Εκεί, γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αμερικανό ιατρικό ερευνητή, γνωστό για την ανακάλυψη και την ανάπτυξη του πρώτου εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας, Τζόνας Σολκ.
«Δεν μετανιώνω για τίποτα» έλεγε. «Πιστεύω ότι πρέπει να τολμάει κανείς στη ζωή του, αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο να ζεις. Όταν ριψοκινδυνεύεις περνάς τρομερές στιγμές, αλλά μαθαίνεις, ζεις και αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα».
Η Annie Maïllis, η βιογράφος της στο ντοκιμαντέρ «La femme qui dit», αναλύει την αδικία της παραγνώρισής της ως το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για αυτό που τότε θεωρούνταν «έγκλημα», να αφήσει τον Πικάσο. «Είναι η μόνη σύντροφος του Πικάσο που τον άφησε, οι άλλες τρελάθηκαν ή αυτοκτόνησαν. Εκείνη έσωσε το τομάρι της και έφυγε».
Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου «Vivre avec Picasso» το 1965, όπου αφηγήθηκε την πολυτάραχη και θυελλώδη ζωή της με αυτόν που ονομαζόταν «ο Μινώταυρος», άρχισε να υπάρχει ενδιαφέρον και για το έργο της. «Γνώριζα ότι με τον χωρισμό θα ερχόταν και η καταστροφή, μια καταστροφή όμως που θα άξιζε κανείς να τη ζήσει», έγραφε. «Αξίζει πολύ περισσότερο να ζήσεις μια τραγική ζωή με έναν ξεχωριστό άνθρωπο, παρά μια υπέροχη ζωή με έναν μέτριο».
Δυναμική, πολυτάλαντη, κατάφερε να διακριθεί στην τέχνη της, ζωγραφίζοντας κάθε μέρα μέχρι το τέλος της ζωής της στο ατελιέ της στο Μανχάταν.
Τα έργα της από το 1974 έως το 1981, με τα ταξίδια της στη Βενετία, την Ινδία και τη Σενεγάλη, όταν ακολουθούσε τον διάσημο δεύτερο σύζυγό της, εκδόθηκαν σε τρία λευκώματα του οίκου Taschen και ξεχώρισαν για το στυλ και το ύφος τους.
Στη Βενετία η χρωματική της παλέτα επικεντρώνεται στις ποικίλες αποχρώσεις του υδάτινου μπλε. Με το τολμηρό της σχέδιο συλλαμβάνει και την πλούσια βλάστηση του τοπίου, ενώ υπογραμμίζει τη βαθιά και διαρκή της σύνδεση με την πόλη. Στην Ινδία τα σχέδια είναι ασπρόμαυρα και απεικονίζουν κυρίως όμορφες Ινδές που φορούν άψογα το σάρι τους «σαν κουκούλι», ενώ οι γυναίκες είναι το κεντρικό θέμα από την επίσκεψή της στη Σενεγάλη το 1981.
Το 2012, εκείνη και ο βιογράφος του Πικάσο, Τζον Ρίτσαρντσον, επιμελήθηκαν την έκθεση «Picasso and Françoise Gilot: Paris - Vallauris, 1943-1953», στην Gagosian Gallery στο Μανχάταν, παρουσιάζοντας έργα που δημιούργησαν εκείνη και ο Πικάσο κατά τη διάρκεια των ετών που ήταν μαζί.
Όταν τον Δεκέμβριο του 2021 το μικρό ιδιωτικό μουσείο Musée Εstrine στο Saint-Rémy-de-Provence γιόρτασε τα 100 της χρόνια, έγινε η πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση του έργου μιας δημιουργού ολοκληρωτικά ξεχασμένης στην Ευρώπη.
Η Φρανσουάζ Ζιλό έκανε τις επιλογές της, αναγνωρίστηκε και η δουλειά της βρίσκεται σήμερα σε περισσότερα από δώδεκα μουσεία, συμπεριλαμβανομένου του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης και του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη και του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι, ενώ οι πίνακές της έπιασαν όλο και υψηλότερες τιμές στα τελευταία της χρόνια.
Μόλις τον Ιούνιο του 2021, ο πίνακάς της «Paloma à la Guitare» (1965), ένα πορτρέτο της κόρης της σε μπλε τόνους, πουλήθηκε για 1,3 εκατομμύρια δολάρια σε διαδικτυακή δημοπρασία από τον Sotheby’s. Και τον Νοέμβριο του 2021, ο αφηρημένος καμβάς της «Living Forest» του 1977 πωλήθηκε για 1,3 εκατομμύρια δολάρια ως μέρος μιας αναδρομικής τής δουλειάς της στον οίκο Christie's στο Χονγκ Κονγκ.