Εκρήξεις χρωμάτων. Φλεγόμενες πινελιές. Ιλιγγιώδεις προοπτικές. Πίνακες που δονούνται μεταξύ της ανελέητης παραμόρφωσης και της εγκάρδιας ευαισθησίας. Το Louisiana Museum of Modern Art στη Δανία παρουσίασε φέτος την πρώτη στη βόρεια Ευρώπη έκθεση του Χαΐμ Σουτίν (Chaïm Soutine, 1893-1943), ενός από τους κορυφαίους και πιο ξεχωριστούς εξπρεσιονιστές της σχολής του Παρισιού.
Η καριέρα του Χαΐμ Σουτίν είναι μια από τις πιο θλιβερές στην ιστορία της σύγχρονης ζωγραφικής στην Ευρώπη. Η μελαγχολική βιογραφία του −η απελπισμένη φτώχεια της πρώιμης ζωής του στο Παρίσι και οι εξίσου απελπισμένες μέρες της μετέπειτα φήμης και επιτυχίας του− έχει μια αίσθηση βαθιάς οδύνης και απόγνωσης.
Ο Σουτίν είναι μια αντιφατική φιγούρα στη σύγχρονη τέχνη: τα θερμά, παράξενα πορτρέτα του, τα πρόσωπα χωρίς κόκκαλα, τα θολά τοπία και οι σπλαχνικές νεκρές φύσεις τον έκαναν έναν από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.
Δεν εφηύρε μια νέα γλώσσα, όπως έκαναν ο Πικάσο, ο Ματίς και ο Μοντριάν, αλλά ανανέωσε τα παραδοσιακά είδη μέσα από την απελπιστικά αισθησιακή, επείγουσα καταβύθισή του στη διαδικασία της ζωγραφικής. Όπως ο Βαν Γκογκ, υπηρετεί τη λαϊκή φαντασία ως το αρχέτυπο του καλλιτέχνη, ένα πλάσμα του οποίου η απαιτητική ιδιοφυΐα οδήγησε σε έναν πρόωρο, δυστυχισμένο θάνατο. Η ζωή του, σκληρή και μίζερη, είχε μερικές λαμπρές περιόδους απόλυτης αφοσίωσης στη δουλειά του, με την ενθάρρυνση λίγων φίλων.
Ως ζωγράφος, ακολούθησε τον δικό του δρόμο, και ενώ πολλοί από τους σύγχρονούς του ήταν απασχολημένοι με τον πρωτοποριακό κυβισμό, τον ντανταϊσμό και τον φωβισμό, εκείνος παρέμεινε αμετακίνητος από αυτές τις προεκτάσεις του μοντερνισμού, καλλιεργώντας τη δική του, ξεχωριστή, πολύ έντονη και μοναδική ζωγραφική έκφραση.
Γεννήθηκε το 1894, το δέκατο από τα έντεκα παιδιά ενός πάμπτωχου Εβραίου ράφτη, σε ένα χωριό της Λευκορωσίας. Το φαγητό στο τραπέζι τους σπάνια ήταν αρκετό. Ο Σουτίν ζωγράφιζε από μικρός. Κάποτε ζωγράφισε έναν άντρα της περιοχής και δέχτηκε επίθεση για το σχέδιο −επειδή δεν ακολουθούσε τον κανόνα− από έναν φανατικό ορθόδοξο Εβραίο που ο πατέρας του ήταν ραβίνος. Ο άντρας τον χτύπησε τόσο πολύ που τον έστειλε στο νοσοκομείο. Με την αποζημίωση που πήρε η οικογένειά του, κατάφερε και πήγε σε σχολή τέχνης στη Βίλνα. Τρία χρόνια αργότερα, η οικογένεια κατάφερε να μαζέψει χρήματα για να τον στείλουν από εκεί στο Παρίσι.
Ο Σουτίν ήταν μόλις 20 ετών όταν, το 1913, έφτασε στη μεγάλη πόλη των τεχνών. Ζούσε σε ακραία φτώχεια, σε εξαθλίωση, αλλά μπόρεσε να ζωγραφίσει, να επισκεφτεί το Λούβρο και να γνωρίσει άλλους καλλιτέχνες: τον Σαγκάλ, τον Λιπσίτζ, τον Μοντιλιάνι. Σπούδασε στην École des Beaux-Arts με τον Φερνάν Κορμόν και σύντομα ανέπτυξε εξαιρετικά προσωπικό όραμα και τεχνική ζωγραφικής.
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο δεν υπηρέτησε λόγω κακής υγείας, ζωγράφιζε, αλλά κατέστρεψε πολλούς από τους καμβάδες του ως μη ικανοποιητικούς. Έφυγε με τον έμπορο τέχνης Λέοπολντ Ζμπορόφσκι στη Νίκαια για να ξεφύγει από μια πιθανή γερμανική εισβολή στο Παρίσι.
Για μεγάλο μέρος του Μεσοπολέμου έζησε έξω από το Παρίσι, στο Ceret και στο Cagnes, κυρίως, όπου ζωγράφισε δεκάδες έντονα παραμορφωμένα, σχεδόν υστερικά συναισθηματικά τοπία. Τότε, για μια στιγμή, φάνηκε ότι η τύχη του είχε αλλάξει. Ο Άλμπερτ Μπαρνς, ένας Αμερικανός συλλέκτης, ενθουσιάστηκε τόσο με τη δουλειά του που αγόρασε επί τόπου μεγάλο αριθμό έργων του. Αλλά ο Σουτίν ήταν ήδη άρρωστος, καταβεβλημένος από τους πόνους και τις αιμορραγίες. Για ένα διάστημα, έχοντας κάποια χρήματα, επέστρεψε στο Παρίσι. Τότε ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Η σύντροφός του απελάθηκε, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει από το Παρίσι και να κρυφτεί για να μην τον συλλάβουν και τον στείλουν σε στρατόπεδο εξόντωσης. Το 1943 πέθανε από αιμορραγικό έλκος στομάχου. Το ταξίδι μέσα από τα χωράφια προς το νοσοκομείο τού κόστισε πολύτιμες ώρες και όταν έφτασε ήταν αργά.
Ένας μυστηριώδης χαρακτήρας, ένας σκοτεινός ζωγράφος
Κεντρικό πρόσωπο του κλασικού μοντερνισμού, που αποτυπώνει με μαεστρία την εποχή του, με έντονα ανησυχητικές εικόνες, ο Σουτίν θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εξπρεσιονιστές της λεγόμενης σχολής του Παρισιού. Το Παρίσι, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν η πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας και σημείο συνάντησης πολλών εκούσια και ακούσια εξόριστων καλλιτεχνών –ειδικά από την ανατολική Ευρώπη− διαμόρφωσε την ανήσυχη φύση του. Όλοι τον θεωρούσαν περίεργο.
Γενικά δεν ξέρουμε πολλά για τον καλλιτέχνη ως άτομο. Άφησε πίσω του αρκετά σχέδια και σκίτσα και καθόλου σημειώσεις, δεν κρατούσε ημερολόγιο και έγραψε μόνο μερικές ατομικές κάρτες και γράμματα. Ως ζωγράφος, ακολούθησε τον δικό του δρόμο, και ενώ πολλοί από τους σύγχρονούς του ήταν απασχολημένοι με τον πρωτοποριακό κυβισμό, τον ντανταϊσμό και τον φωβισμό, εκείνος παρέμεινε αμετακίνητος από αυτές τις προεκτάσεις του μοντερνισμού, καλλιεργώντας τη δική του, ξεχωριστή, πολύ έντονη και μοναδική ζωγραφική έκφραση.
Η καλλιτεχνική καινοτομία του έργου του Σουτίν άσκησε επιρροή στον 20ό αιώνα και αποτέλεσε αποφασιστική πηγή έμπνευσης για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και τους ζωγράφους της σχολής του Λονδίνου. Αυτό ισχύει για ονόματα όπως ο Φράνσις Μπέικον, ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ και μετέπειτα καλλιτέχνες όπως ο Γκέοργκ Μπάζελιτς, η Άλις Νίιλ και η Μαρλίν Δουμάς. Σύγχρονοι καλλιτέχνες όπως η Ντέινα Σουτς, η Νικόλ Άιζενμαν και η Σέσιλι Μπράουν αντλούν επίσης ξεκάθαρα από την κληρονομιά του.
Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν ένας από τους λίγους που πήγαν στην κηδεία του Σουτίν το 1943 στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Το Παρίσι βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή. Το περίφημο Μονπαρνάς με την καλλιτεχνική ζωή του είχε σβήσει.
Ένας άλλος σπουδαίος του 20ού αιώνα, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, στο νεκροκρέβατό του ψιθύρισε στον Λέοπολντ Ζμπορόφσκι: «Σας αφήνω μια ιδιοφυΐα. Σας αφήνω τον Χαΐμ Σουτίν».
Ο Σουτίν ήταν ο καλύτερος φίλος του Μοντιλιάνι. Κάποιοι έβρισκαν αυτήν τη φιλία πολύ ιδιαίτερη, καθώς οι δυο καλλιτέχνες είχαν εντελώς διαφορετική καταγωγή και πολύ διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Σουτίν είχε το βλέμμα και τον τρόπο ενός αιώνια ξένου, με κακή μόρφωση, μιλούσε κακά γαλλικά, ήταν άπλυτος, φοβισμένος και θυμώδης. Ήταν δύσκολο να τον φανταστεί κάποιος ως φίλο του αστού, μορφωμένου, επιδεικτικού Μοντιλιάνι, που περιφερόταν τα βράδια στο Μονπαρνάς για να σχεδιάσει πορτρέτα με αντάλλαγμα μερικά ποτά. Όταν πέθανε ο Μοντιλιάνι το 1920, σε ηλικία 35 ετών, ο Σουτίν βρισκόταν στην Κυανή Ακτή. Η απώλεια του φίλου του τον σόκαρε, σχεδόν τον κατέστρεψε.
Και οι δυο για ένα διάστημα έζησαν στη La Ruche, μια κατοικία για τους αγωνιζόμενους καλλιτέχνες στο Μονπαρνάς. Από το 1900, η συνοικία Μονπαρνάς, που έγινε δημοφιλής από τον Απολινέρ, είχε αντικαταστήσει τη Μονμάρτρη ως το επίκεντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στο Παρίσι. Ήταν τόπος συνάντησης για συγγραφείς, ζωγράφους, γλύπτες και ηθοποιούς, που συχνά δυσκολεύονταν οικονομικά και νοίκιαζαν μικρά στούντιο με χαμηλό κόστος. Εκεί γνωρίστηκαν οι δυο καλλιτέχνες και έγιναν φίλοι. Ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε το πορτρέτο του Σουτίν πολλές φορές, με πιο διάσημο το έργο του 1917, σε μια πόρτα ενός διαμερίσματος που ανήκε στον Ζμπορόφσκι. Μέχρι να αποκτήσει εκεί δικό του στούντιο, ο Σουτίν εργαζόταν σε διάφορα μέρη, κοιμόταν ακόμη και σε σκάλες και σε παγκάκια.
Η κοινότητα των Εβραίων ζωγράφων στο Παρίσι, στην οποία εντάχθηκε το 1913, του είχε μεγάλη εκτίμηση. Θαύμαζαν τη μονομανία του, την απόλυτη προσήλωση στην τέχνη του. «Ο Σουτίν δεν είχε βιογραφία έξω από την τέχνη του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η τέχνη του ήταν υποκατάστατο μιας βιογραφίας», έγραψε ένας κριτικός τέχνης. Στη ζωή του γραπώθηκε από την παράδοση μεγάλων καλλιτεχνών, στην παρέα των οποίων τοποθετήθηκε με σεβασμό. Βυθίστηκε στην εξερεύνηση της γαλλικής πρωτεύουσας. «Σε μια βρόμικη τρύπα όπως το Σμιλόβιτσι (το μέρος που γεννήθηκε), όπου αγνοούν την ύπαρξη του πιάνου, δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ότι υπάρχουν πόλεις όπως το Παρίσι, ή μουσική σαν αυτή του Μπαχ», έλεγε.
Τα ελάχιστα χρήματα που είχε τα ξόδευε σε συναυλίες και για να δει τα έργα των αγαπημένων του ζωγράφων στο Λούβρο. Στα έργα του Ραφαέλ, του Σαρντέν, του Ενγκρ και ειδικά του Γκόγια, του Κουρμπέ και του Ρέμπραντ αναγνώριζε τον εαυτό του, ενώ όντας ήδη μανιώδης αναγνώστης ρωσικών μυθιστορημάτων, βυθίστηκε στη γαλλική λογοτεχνία διαβάζοντας Μπαλζάκ, Μποντλέρ και Ρεμπό.
Για τον τρόπο που ζωγράφιζε όταν ζούσε στον Νότο, γράφει ο Λέοπολντ Ζμπορόφσκι: «Σηκώνεται στις τρεις το πρωί, περπατά είκοσι χιλιόμετρα φορτωμένος με καμβάδες και χρώματα για να βρει μια τοποθεσία που του αρέσει και επιστρέφει ξεχνώντας να φάει. Βγάζει από τη θήκη τον καμβά του και αποκοιμιέται δίπλα του». Οι ντόπιοι κατά καιρούς λυπόντουσαν και συμπονούσαν τον ζωγράφο. Ο Σουτίν ζωγράφισε πορτρέτα τους, διάσημες σειρές, όπως αυτές των ανδρών τους οποίους παρίστανε στραμμένους προς τα εμπρός, με τα εργατικά χέρια τους συχνά να απεικονίζονται δυσανάλογα. Μεταξύ 1920 και 1922, ζωγράφισε εκεί περίπου 200 καμβάδες.
Η ψυχική δίνη μέσα στα έργα του
Ο Σουτίν δεν μπορούσε να ζωγραφίσει κατόπιν παραγγελίας. Δεν μπορούσε παρά να υπακούσει σε μια εσωτερική ανάγκη. Για να ξεκινήσει ένα έργο έπρεπε να αισθάνεται σαν δαιμονισμένος, να τον πλημμυρίζει η ομορφιά ενός θέματος και με έναν παράξενο καταναγκασμό μετέδιδε αυτή την ομορφιά στο χρώμα. Σαν προφήτης που περιμένει θεϊκούς ψιθύρους, περίμενε αυτό που αποκαλούσε «το θαύμα» για να ξεκινήσει. Οι πίνακές του μοιάζουν να βρίσκονται στη δίνη που ζούσε και ο ίδιος, σε κάτι υψηλότερο από τα ανθρώπινα. Ο Ελί Φορ, ο μεγαλύτερος κριτικός τέχνης των δεκαετιών του 1920 και του 1930, έγραψε ότι «ήταν ο πιο πνευματικός ζωγράφος εν ζωή, επειδή ήταν ο πιο σαρκικός».
Παράλληλα με τους υπέροχους πίνακες που άφησε, τρέχει η ιστορία ενός ανθρώπου που υπέφερε βαθιά, που μόνο σπάνια έβρισκε τη δύναμη να κάνει σπουδαία τέχνη. Οι πιο σπουδαίοι πίνακές του δημιουργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1920, όπως οι τρεις εκδοχές του «The Beef», που ζωγραφίστηκαν το 1925. Πλημμυρισμένο με κόκκινα και χρυσά χρώματα σε βαθύ μπλε φόντο, το σφάγιο εκφράζει το πεινασμένο πάθος του για ζωή και την εμμονή του με τον θάνατο. Είναι μια έκφανση της μανίας του να ασχολείται με νεκρές φύσεις ζώων και ψαριών, για τα οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες, ένιωθε έλξη και αηδία. Ωστόσο, σε μια έκρηξη δομικού και χρωματικού πλούτου, αντιπροσωπεύουν, σε ένα απλό, σχεδόν αναπαραστατικό επίπεδο, όσα χρειαζόταν για να τον φέρουν πιο κοντά στη ζωή (ας μην ξεχνάμε ότι η έλλειψη κατάλληλης τροφής συνέβαλε στο θανατηφόρο έλκος του). Αλλά είναι επίσης, όπως εκείνος, θύματα, σύμβολα της φυσικής σκληρότητας του κόσμου, όπου η επιθυμία για ζωή συνδυάζεται με τη φρικτή γοητεία του θανάτου.
Υπάρχει ένας μύθος γύρω από αυτό το έργο, το «Carcass of Beef»: ο Σουτίν, ενθουσιασμένος από το «Σφαγμένο Βόδι» του Ρέμπραντ, ήθελε να αποδώσει τους λαχταριστούς ιστούς και το κόκκινο αίμα του κρέατος. Το αγόρασε από τον χασάπη, αλλά όταν αυτό άρχισε να αποσυντίθεται και να χάνει το χρώμα του, αγόρασε κουβάδες αίμα και το περιέλουσε. Οι γείτονες είδαν ξαφνικά το κολλώδες υγρό να τρέχει μέσα από τις σανίδες του πατώματος και άρχισαν να ουρλιάζουν, πεπεισμένοι ότι κάποιος είχε σκοτώσει τον κύριο Σουτίν πάνω από τα κεφάλια τους. Όταν έσπασαν την πόρτα του, τον βρήκαν να ζωγραφίζει ξέφρενα, βυθισμένος στο έργο του. Δεν υπήρχε απόσταση μεταξύ του εαυτού του και της τέχνης του. Η τέχνη ήταν η χώρα του. Η τέχνη ήταν η καρδιά και το μυαλό του.
Μια αποκαλυπτική έκθεση στη Δανία
Το μεγαλείο του έργου του ήταν το κύριο θέμα της έκθεσης «Chaim Soutine: Against the Current», στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Λουιζιάνα στην Κοπεγχάγη. Ήταν η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη εδώ και πάνω από μια δεκαετία οπουδήποτε στον κόσμο. Η έκθεση παρουσίασε τον συντριπτικό πλούτο των έργων μιας ιδιοφυΐας, το άθροισμα της δουλειάς πέντε δεκαετιών.
Σε αντίθεση με τον ζωγράφο Όσκαρ Κοκόσκα, ο Σουτίν δεν έκανε έργα για διασημότητες. Τα περισσότερα από τα μοντέλα του ήταν ταπεινοί άνθρωποι από κοινωνικά κατώτερες τάξεις, σερβιτόροι, υπηρέτριες και αγρότες. Έδειχνε να ταυτίζεται μαζί τους, βλεποντάς τους σαν μοναχικές και βασανισμένες υπάρξεις, προσπαθώντας ίσως να αντικατοπτρίσει σε αυτούς τα βάσανα που είχε υποστεί.
Ο Μοντιλιάνι θεωρούσε τον Σουτίν ιδιοφυΐα, αλλά λίγοι ασπάζονταν την άποψή του. Ήταν σε μεγάλο βαθμό παραγνωρισμένος και έμεινε απούλητος για πολλά χρόνια. Οι φωτογραφίες τον δείχνουν συνήθως με φθαρμένα σακάκια και πουλόβερ. Αλλά ο τρόπος που ζωγράφιζε ήταν μοναδικός. Πάντα με ένα είδος φρενίτιδας, απλώνοντας τα έντονα χρώματά του, χωρίς να σταματάει για να σκεφτεί. «Ο Σουτίν ζωγράφιζε γρήγορα», έλεγε η φίλη του, γλύπτρια Τσάνα Ορλόφ. «Καλλιεργούσε την ιδέα του για αρκετούς μήνες και μετά, όταν ήταν έτοιμος, άρχιζε τον πίνακα με μανία. Δούλευε με πάθος, με πυρετό, σε έκσταση, μερικές φορές με τη μουσική κάποιας φούγκας του Μπαχ που έπαιζε σε φωνογράφο. Μόλις τελείωνε ο πίνακας, έπεφτε σε κατάθλιψη και εξαφανιζόταν».
Ο Σουτίν ζωγράφισε τον εαυτό του και το έργο αυτό φανερώνει τη σκοτεινή του διάθεση. Η αυτοπροσωπογραφία αυτή βρίσκεται στο Musée d'Art Moderne de la Ville de Paris. Λίγοι ζωγράφοι έχουν κοιτάξει ποτέ τον εαυτό τους με τόση σκληρότητα. Δεν ήταν όμορφος άντρας, αλλά δεν είχε τίποτα από την καθαρή ασχήμια που καταγράφεται σε αυτόν τον πίνακα. Η αυτοπροσωπογραφία φέρει τον τίτλο «Grotesque». Ο Σουτίν ζωγράφισε μια παραμελημένη φιγούρα με βαθιά, αγωνιώδη μάτια, ένα περίεργα στριμμένο αυτί, έναν παραμορφωμένο ώμο, ένα μπράτσο που μοιάζει με πιθήκου. Ένας κριτικός περιέγραψε αυτή την αυτοπροσωπογραφία ως «ανελέητο, αδίστακτο έργο, γεμάτο περιφρόνηση για τον εαυτό του».
Τα έργα του ξεχειλίζουν από ορμή, πάθος, κίνηση και ρυθμό και ο θεατής δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει έναν σπουδαίο ζωγράφο του 20ού αιώνα. Το αίσθημα που προκαλεί ίσως συνοψίζεται σε μία και μόνη φράση του: «Η έκφραση είναι στην αφή».