«Η δουλειά μου ήταν πάντα μια χρονομηχανή που κοιτάζει προς τα πίσω για δεκαετίες και αιώνες, για να καταλήξω σε κάποια κατανόηση του "τόπου" μου στη σύγχρονη εποχή», έχει πει η Κάρα Γουόκερ, μια καλλιτέχνιδα της οποίας το έργο εξερευνά την ταυτότητα, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα και τη βία.
Η διεισδυτική της ματιά ερευνά τη δυναμική της εξουσίας και την εκμετάλλευση στους τομείς της φυλής και της σεξουαλικότητας. Εκφράζεται με φαντασία και χιούμορ για να εξετάσει ανησυχητικές ιστορίες και κυρίαρχες αφηγήσεις αλλά και τη μνήμη του τραύματος, τους στόχους της τεχνολογίας και τις δυνατότητες μεταμόρφωσης των αρνητικών ενεργειών που μαστίζουν τη σύγχρονη κοινωνία.
Αυτήν τη φορά πειραματίζεται με ρομπότ για την έκθεσή της «Fortuna and the Immortality Garden (Machine)» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο. Στην έκθεση, τα αυτόματα δημιουργήματά της, παγιδευμένα σε έναν ατελείωτο κύκλο τελετουργίας και αγωνιώδους κίνησης, λειτουργούν ως αποθήκες της ανθρώπινης ψυχής. Οι οκτώ κούκλες-ρομπότ εκτελούν μια χορογραφία, με αισθητήρες κίνησης που ενεργοποιούνται από το κοινό σε ένα ενεργειακά φορτισμένο πεδίο μαύρου οψιανού από το όρος Konocti στην κομητεία Lake, προκαλώντας έκπληξη, θαυμασμό, προβληματισμό και ελπίδα, ενώ η Fortuna, ως προφήτισσα, απαντά σε κάθε επισκέπτη με μια χορογραφημένη χειρονομία. Ένα χαρτάκι που έχει τυπωμένο έναν «χρησμό» πέφτει από το στόμα της.
Η φυλή, το χρώμα του δέρματος, ο τρόμος των αδύναμων, η σεξουαλικότητα παίρνουν σάρκα και οστά στα έργα της, που σε κάνουν να σκεφτείς «κάτι γίνεται εδώ», καθώς αναγνωρίζεις τη δύναμη και την τόλμη να εκφράζεται τόσο ουσιαστικά και καίρια μέσα από ζαχαρένια γλυπτά και χάρτινα σχέδια, κάνοντας τις ζοφερές ιστορίες της εικαστική ποίηση.
Ενώ οι συνεργάτες της πειραματίζονταν με τη χρήση της τεχνολογίας, η Γουόκερ διαμόρφωσε το πρόσωπο και τα χέρια κάθε φιγούρας με πηλό, τα οποία στη συνέχεια σαρώθηκαν και εκτυπώθηκαν τρισδιάστατα. Σχεδίασε σιλουέτες σε χαρτόνι, οι οποίες μεταφέρθηκαν σε σκελετούς αλουμινίου, καλωδιωμένες για να έχουν κίνηση και καλυμμένες με εξαιρετικά προσαρμοσμένα ρούχα εποχής.
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι την άνοιξη του 2026 και είναι αποτέλεσμα μιας πρωτοποριακής συνεργασίας που συνδυάζει τέχνη και τεχνολογία. Η Κάρα Γουόκερ, προκειμένου να κάνει μια παραβολή για το τραύμα και τη θεραπεία στη ζωή των Μαύρων, για το τραύμα της εμπειρίας του Covid, όπου τόσες πολλές καθημερινές ζωές έχασαν το νόημά τους, έκανε τα τελευταία δυο χρόνια μια κατάδυση στην «κουνελότρυπα» της ρομποτικής σαν καλλιτέχνιδα στη Χώρα των Θαυμάτων.
Ντυμένη με ένα βικτοριανό φόρεμα, η κούκλα ρομπότ ύψους 2 μέτρων και οι υπόλοιποι χαρακτήρες κατασκευάστηκαν στο Brooklyn Navy Yard. Τα ρομπότ μοιάζουν να αναφέρονται στον εκτοπισμένο και αποστερημένο Μαύρο πληθυσμό της Αμερικής που η παρουσία του έγινε έντονα αισθητή στο σκληρά χτυπημένο κέντρο του Σαν Φρανσίσκο, ειδικά μετά τη σκιά που έχει ρίξει ο Covid. Η Γουόκερ εξέταζε όλο αυτό το διάστημα την έννοια του θανάτου μέσα από τη δυσανάλογη επίδραση της πανδημίας στις ζωές των Μαύρων και την απώλεια του πατέρα της, ο οποίος πέθανε τα Χριστούγεννα.
Οι κούκλες που κατασκεύασε είναι άμεσα αναγνωρίσιμες ως προϊόντα των χεριών και της φαντασίας της, θυμίζοντας τις χαρακτηριστικές της σιλουέτες σε χαρτί – μια τεχνική που έχει ρίζες στη βικτοριανή τέχνη και τις μαριονέτες σκιών. Η Γουόκερ εμπνεύστηκε από το δοκίμιο της Donna Haraway «A Cyborg Manifesto», το οποίο εξετάζει το υβρίδιο ανθρώπου και μηχανής ως μεταφορά για τις μη λευκές γυναίκες. Διάβασε το δοκίμιο της Jessica Riskin «Machines in the Garden», το οποίο φωτίζει τη δημοτικότητα των μηχανικών αυτομάτων στην Ευρώπη της Αναγέννησης στα κτήματα των ευγενών, που τα χρησιμοποιούσαν ως διασκέδαση, και σε ναούς για τις εκκλησιαστικές αναπαραστάσεις του θείου, και ξαναδιάβασε το μυθιστόρημα της Octavia E. Butler «Parable of the Sower» του 1993, που διαδραματίζεται σε ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον, το 2024.
Τέχνη «στρατευμένη» και ποιητική
Κανένας πλέον δεν περιμένει τίποτα λιγότερο από την Κάρα Γουόκερ, που φημίζεται για τις ακαταμάχητες και υποβλητικές εγκαταστάσεις της που σε στοιχειώνουν. Το 2014 σε ένα παλιό εργοστάσιο ζάχαρης, το Domino Sugar Plant στην άκρη του ποταμού East River, στο Williamsburg, κατασκεύασε ένα πελώριο γλυπτό, το «Sugar Baby», μια τεράστια σφίγγα με επικάλυψη ζάχαρης, ένα έργο ανοιχτό σε μυριάδες ερμηνείες, φόρο τιμής στους απλήρωτους και καταπονημένους τεχνίτες που έχουν τελειοποιήσει τη γεύση του γλυκού, από τα χωράφια με τα ζαχαροκάλαμα έως τις κουζίνες του κόσμου.
Το έργο της στο Σαν Φρανσίσκο είναι το πρώτο της μετά το μνημειακό «Fons Americanus», την εγκατάστασή της στην Tate Modern το 2019, ένα δημόσιο γλυπτό μεγάλης κλίμακας με τη μορφή ενός σιντριβανιού τεσσάρων επιπέδων, που έδειχνε τον τρόπο με τον οποίο μνημονεύουμε την ιστορία στα δημόσια μνημεία και λειτουργούσε παράλληλα ως αφήγηση για την προέλευση της αφρικανικής διασποράς.
Η Κάρα Γουόκερ μιλάει για το "Fons Americanus", την εγκατάστασή της στην Tate Modern.
Μέσα στην πανδημία, το 2020, η συνήθως φειδωλή σε δηλώσεις Κάρα Γουόκερ έκανε μια πολιτική δήλωση με ένα σχέδιο το οποίο έδειχνε ένα μικρό Μαύρο κορίτσι να κλοτσάει τη φιγούρα του Τραμπ.
Ήδη, από το 2014, όταν κανείς δεν είχε πιστέψει ότι ο Τραμπ θα ήταν ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε δηλώσει ότι οι δολοφονίες των Michael Brown και Tamir Rice είχαν γίνει γιατί στο πρόσωπό τους οι αστυνομικοί έβλεπαν τον Μπαράκ Ομπάμα. «Την ελπίδα την έχει αντικαταστήσει ο φόβος», συνήθιζε να λέει σχεδόν προφητικά, αφού λίγο αργότερα ο Τραμπ θα έκανε πράξη τους φόβους της. Όλα τα επόμενα χρόνια υπήρξε μια από τις πιο δυνατές φωνές κατά του ρατσισμού, επισημαίνοντας αδιάλειπτα τις βαθύτατες κοινωνικές και ταξικές διαφορές που αφορούν πρωτίστως το χρώμα του δέρματος και το φύλο.
Η φυλή, το χρώμα του δέρματος, ο τρόμος των αδύναμων, η σεξουαλικότητα παίρνουν σάρκα και οστά στα έργα της, που σε κάνουν να σκεφτείς «κάτι γίνεται εδώ», καθώς αναγνωρίζεις τη δύναμη και την τόλμη να εκφράζεται τόσο ουσιαστικά και καίρια μέσα από ζαχαρένια γλυπτά και χάρτινα σχέδια, κάνοντας τις ζοφερές ιστορίες της εικαστική ποίηση.
Παρόλο που το έργο της έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ κριτικών και καλλιτεχνών –καθώς δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι διαιωνίζει τα φυλετικά στερεότυπα–, σήμερα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Η κατάργηση της δουλείας είναι ένα ιστορικό γεγονός, αλλά η βία κατά των Μαύρων στην Αμερική, την πατρίδα της, δεν έχει τέλος.
Ένα προκλητικό, σαρκαστικό και διανοητικά συναρπαστικό έργο
Η ίδια έχει ζήσει στο πετσί της την έννοια του ρατσισμού από τα σχολικά της χρόνια, όταν οι συμμαθητές της την αποκαλούσαν «μαϊμού». Ο πατέρας της ήταν καλλιτέχνης και πρόεδρος του τμήματος Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Pacific και η μετακόμιση της οικογένειάς της από το Στόκτον της Καλιφόρνια στη συντηρητική και ρατσιστική Τζόρτζια, στην οποία δρούσε η Κου-Κλουξ-Κλαν, όταν η ίδια ήταν 13 ετών, ήταν η πιο τραυματική εμπειρία της νεαρής έφηβης. Στο σχολείο ήταν απομονωμένη λόγω χρώματος, αισθανόταν ανεπιθύμητη και ακόμα και σήμερα η ουσία της τέχνης της εδράζεται σε αυτή την περίοδο της ζωής της, στη νοοτροπία των νότιων Πολιτειών των ΗΠΑ, στο αγεφύρωτο ταξικό χάσμα, στον κοινωνικό και εκπαιδευτικό αποκλεισμό των φτωχών και των Μαύρων, στον ρατσισμό και στην ιστορία της δουλείας.
Η Κάρα Γουόκερ σπούδασε στην Ατλάντα και στο Rhode Island School of Design, και στο έργο της υπερτονίζει το πρωτόγονο και τις παραμορφωμένες φιγούρες. Οι εξπρεσιονιστικές ρίζες του συνδέονται με την υπονόμευση των εννοιών, τον σαρκασμό της εξουσίας, τη σάτιρα και το σαρκαστικό χιούμορ. Οι ιστορίες που πλάθει είναι συμβολικές, βαθιά ανθρώπινες, εξαιρετικά προκλητικές και βαθύτατα πικρές. Με τον τρόπο της πάει κόντρα στις κοινώς αποδεκτές αφηγήσεις της ιστορίας, δίνοντας τη δική της διάσταση, που θυμίζει τις καρικατούρες του Γκόγια και του Χόγκαρθ και τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρκ Τουέιν σάρκαζε τις κοινωνικές τάξεις και την εξουσία των ισχυρών. Η Κάρα Γουόκερ δηλώνει κάπως αντίθετη στην κατηγοριοποίηση της «Μαύρης τέχνης» και στην πραγματικότητα δεν έχει άδικο, αφού συντελεί στη δημιουργία ενός ακόμα –έστω και φαινομενικά αθώου– διαχωρισμού.
Όταν αποφοίτησε από το Rhode Island School of Design, κατασκεύασε το πρώτο της πανόραμα χρησιμοποιώντας μαύρες χάρτινες σιλουέτες σαν αυτές των βικτοριανών βιβλίων. Σε αυτό παρουσίαζε όλα τα ρατσιστικά στερεότυπα σε επικές σκηνές μέσα σε φυτείες, αντλώντας από ιστορίες του αμερικανικού Νότου, μαρτυρικές αφηγήσεις σκλάβων και ιστορικά μυθιστορήματα. Σε μερικές γκροτέσκες εικόνες ένας λευκός άνδρας, πιθανώς στρατιώτης του Νότου, βιάζει ένα Μαύρο κορίτσι ενώ ο αδερφός της παρακολουθεί σοκαρισμένος. Η χρήση στερεοτυπικών σωματικών χαρακτηριστικών, όπως πιο επίπεδα προφίλ, μεγαλύτερα χείλη, πιο πλατιές μύτες και πιο μακριά μαλλιά, βοηθούν τον θεατή να ξεχωρίσει αμέσως τις Μαύρες από τις λευκές φιγούρες.
Οι θεατές στο Μουσείο του Χάρλεμ σοκαρίστηκαν όταν είδαν πριν από πολλά χρόνια τα έργα της. Η Θέλμα Γκόλντεν, η επικεφαλής επιμελήτρια του SFMOMA, έχει δηλώσει ότι «καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της, η Γουόκερ αμφισβήτησε και άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε και κατανοούμε την αμερικανική ιστορία. Το έργο της είναι προκλητικό, συναισθηματικά συνταρακτικό αλλά συντριπτικά όμορφο και διανοητικά συναρπαστικό και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί βλέπουν τον ρατσισμό, αποφεύγοντας το μείγμα αηδίας και επιθυμίας και ηδονής που εμπεριέχει».
Το έργο της προκάλεσε εκατοντάδες επιστολές διαμαρτυρίας από μεγαλύτερα μέλη της Μαύρης κοινότητας, που διατύπωναν την αντίρρησή τους για τη χρήση και την έκθεση εξευτελιστικών εικόνων Αφροαμερικανών σε μουσεία στα οποία είχαν εξαρχής ελάχιστη παρουσία. Η Γουόκερ υπέφερε από τις αντιδράσεις αυτές, που την περιθωριοποιούσαν, μα ήταν απτόητη. «Δεν έκανε πίσω και χειρίστηκε τη δουλειά της με μεγαλύτερη δύναμη και λεπτότητα, κάνοντάς την εξίσου ανησυχητική», λέει η Ann Philbin, διευθύντρια του Μουσείου Hammer για 25 χρόνια, η οποία υποστήριξε εξαρχής τη Γουόκερ. Ο Christopher Bedford, διευθυντής του SFMOMA, την περιέγραψε ως «την πιο σημαντική ανάμεσα στους καλλιτέχνες αυτής της χώρας – για την αδυσώπητη προσπάθειά της να μας αναγκάσει ως έθνος να αναλογιστούμε το παρελθόν μας».
Το 2000, δημιούργησε το έργο «Insurrection! (Our Tools Were Rudimentary, Yet We Pressed On)», σε φόντο έγχρωμων προβολών ως αναφορά στην Technicolor ταινία και την ιστορία της φυτείας του «Όσα παίρνει ο Άνεμος». Οι σκιές των θεατών έπεφταν στον τοίχο και γίνονταν για λίγο χαρακτήρες του έργου της. Με αυτή την κίνηση τούς ενθάρρυνε να σκεφτούν τα σκληρά θέματα του έργου.
Σε απάντηση στον τυφώνα Κατρίνα, δημιούργησε το «After the Deluge», για την απόλυτη καταστροφή που είχαν υποστεί πολλές φτωχές περιοχές της Νέας Ορλεάνης στις οποίες ζούσαν κυρίως Μαύροι. Παρομοίασε αυτές τις απώλειες με τους Αφρικανούς που προορίζονταν για σκλάβοι στοιβαγμένους σε πλοία για το Middle Passage, το πέρασμα του Ατλαντικού προς την Αμερική. «Έβλεπα εικόνες που ήταν πολύ οικείες. Ήταν Μαύροι άνθρωποι σε κατάσταση απελπισίας, ζωής ή θανάτου, και ό,τι σωματικό έβγαινε στην επιφάνεια: νερό, περιττώματα, λύματα. Ήταν μια επανεγγραφή όλων των στερεοτύπων για το Μαύρο σώμα», είπε.
Η αναδρομική της έκθεση το 2007-08 στο Whitney Museum of Art περιλάμβανε τις προκλητικές κομμένες χάρτινες σιλουέτες της, μια τολμηρή επανεφεύρεση του βικτοριανού μέσου στην τέχνη της. Οι σιλουέτες δεν είναι πάντα ευδιάκριτες, θολώνουν τα όρια του έργου, που αντλεί στοιχεία από την ευρωπαϊκή ιστορική ζωγραφική, φέρνοντας σε διάλογο με το παρόν προβληματισμούς του παρελθόντος, επιχειρώντας να απομακρυνθεί από τη ρομαντικοποίησή του, με αφηγήσεις «κρυμμένων» ιστοριών που επαναλαμβάνονται σαν εφιαλτικές κινηματογραφικές εικόνες.
Μετά την πανδημία, το 2022, εξερεύνησε την έκθεση της Ιστορικής Εταιρείας της Νέας Υόρκης «Μαύρες κούκλες», η οποία παρουσίαζε χειροποίητες κούκλες από κουρέλια φτιαγμένες από σκλάβες, και άρχισε να πειραματίζεται ράβοντας ταπεινές μικρές φιγούρες.
«Σκέφτηκα τις κούκλες ως μηχανές ενσυναίσθησης και ως ένα είδος μαγικού αντικειμένου» λέει στους ΝΥΤ. Έτσι ξεκίνησε η ιδέα και για αυτές τις κούκλες-ρομπότ, είδωλα σε μεγάλο μέγεθος που θα μεταμόρφωναν το μουσείο εν μέρει σε ναό, σε Disneyland και σε μουσείο φυσικής ιστορίας. Η ίδια θεωρεί τη «Φορτούνα και τον Κήπο της Αθανασίας» ως διόραμα του αύριο, ενώ κοιτάζει τη ζωή των Μαύρων στην Αμερική και τη συνδέει με την έξωση των Μαύρων πληθυσμών σήμερα από πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο. «Σκεφτόμουν πολύ τους ανθρώπους που είδα να περπατούν στους δρόμους γύρω από το μουσείο», λέει. «Ένιωσα πολύ απελπισμένη –άστεγοι άνθρωποι, ναρκωτικά, κενό».
Η Κάρα Γουόκερ ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, έχει διδάξει στο Κολούμπια και υπήρξε πρόεδρος Εικαστικών Τεχνών στη Σχολή Τεχνών Mason Gross του Πανεπιστημίου Rutgers. Αν και το 1999 το Ινστιτούτο Τέχνης του Ντιτρόιτ αφαίρεσε το έργο της «The Means to an End: A Shadow Drama in Five Acts» (1995) από μια έκθεση, σήμερα τα έργα της βρίσκονται στα πιο φημισμένα μουσεία των ΗΠΑ και της Ευρώπης, όπως το Guggenheim, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, η Tate στο Λονδίνο, το MAXXI στη Ρώμη. Το 2019 εξελέγη μέλος της Royal Academy of Arts στο Λονδίνο. Τα έργα της είναι μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τη συλλογική μνήμη και προκαλούν πολλά και αντιφατικά συναισθήματα. Σε αυτά αναγνωρίζουμε την πανταχού παρούσα στη μεγάλη τέχνη ευαισθησία, συμπόνια, ενσυναίσθηση και ανθρωπιά.
Η Κάρα Γουόκερ μιλάει για την τέχνη της.
Με πληροφορίες από SFMOMA, NYT, TATE.