Με αφορμή τους περιπετειώδεις (και άτυχους) Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, ο Γιώργος Σταματάκης δημιούργησε τα έργα της έκθεσης «Το χρώμα του φαινομένου», που τον περασμένο Δεκέμβριο, εν μέσω καραντίνας, φιλοξενήθηκαν στο μουσείο του Κατσουσίκα Χοκουσάι, του διάσημου και εμβληματικού καλλιτέχνη, ο οποίος στη Δύση είναι ιδιαίτερα αγαπητός για το «μεγάλο κύμα» και τον τρόπο που απεικόνισε το όρος Φούτζι.
Η πρωτότυπη ακτιβιστική εγκατάσταση του Έλληνα καλλιτέχνη, που αποτελείται από εξήντα δύο τοπιογραφίες του Ιονίου Πελάγους, οι οποίες, κατόπιν ειδικής επεξεργασίας, έχουν αποτυπωθεί σε φυσικό μετάξι με τη χρήση του ιδιαίτερου χρώματος indigo, βραβεύθηκε από το Συμβούλιο Τεχνών και το Μητροπολιτικό Ίδρυμα Ιστορίας και Πολιτισμού του Τόκιο.
Δεν ήταν η πρώτη έκθεση που έκανε στο εκεί. Το 2019, στην γκαλερί K, στην Γκίνζα, παρουσίασε έργα με τοπία που δημιούργησε με ιαπωνικό μελάνι «σούμι» κατά τη διάρκεια της έρευνάς του στην Ιαπωνία.
Τα τοπία και το ενδιαφέρον του για το περιβάλλον και τις ραγδαίες αλλαγές που έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια από την ανθρώπινη παρέμβαση είναι το βασικό θέμα και στα νέα έργα που ετοιμάζει αυτό το καλοκαίρι για τέσσερις διαφορετικές εκθέσεις που έρχονται από τον Σεπτέμβριο, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στην Κωνσταντινούπολη και στο Τόκιο, ενώ μέσα στον Αύγουστο το «Χρώμα του φαινομένου» θα παρουσιαστεί στους Παξούς. Το εργαστήριό του απέναντι από τη Σχολή Ευελπίδων είναι φωτεινό και δροσερό, με μία από τις πιο μεγάλες αυλές που έχω δει στην Αθήνα.
Στη δουλειά μου, που είναι σχετικά συντηρητική, κάποιος μπορεί να βρει και conceptual στοιχεία, χωρίς να έχω καμία αγωνία γι’ αυτό, είναι η αλήθεια. Όλα στον σωστό χρόνο και τόπο. Υπάρχει ένα πράγμα που λέγεται «βαθμός ωριμότητας». Κάποιος άνθρωπος μπορεί να μην τον ανακαλύψει ποτέ, να μην του συμβεί, και κάποιος άλλος αναπτύσσει έναν μηχανισμό για να του έρθει.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης» λέει. «Δεν χρειάζεται να έχεις μεγάλη γνώση της τέχνης στην Κρήτη, διότι στον τόπο αυτό γεννήθηκε ένας πολύ μεγάλος πολιτισμός, ο μινωικός, που σε δομεί, δηλαδή υπάρχει μέσα σου. Ο πολιτισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας και είσαι κι εσύ ένα μέρος του. Και μη σας κάνει εντύπωση αν, σιγά-σιγά, αρχίσει να ενεργοποιείται μια μινωική “προγονοπληξία” που θα γεννήσει καινούργια πράγματα, στηριζόμενη στα παλιά.
Στην Κρήτη δεν υπήρχε ανάγκη για επιρροές εκτός του σχολείου, παρόλο που ήμουν στο Καπετανάκειο, όπου οι τέχνες κυριαρχούσαν. Το σχολείο έπαιξε σημαντικό ρόλο, βέβαια, στη διαμόρφωσή μου ‒ είναι το σχολείο του Καζαντζάκη. Πρόσφερε το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης για δημόσιο, είχε όλες τις τέχνες που εγώ αντιλαμβανόμουν, ζωγραφική, μουσική κ.ά.».
— Στους νέους σου πίνακες, που βλέπω γύρω μας, υπάρχει το τοπίο της Κρήτης.
Επειδή ακριβώς δεν δουλεύω με φωτογραφία, μόνο από μνήμης, όλα μου τα τοπία προκύπτουν ανατρέχοντας σε αυτήν. Ζωγραφίζω τις αναμνήσεις μου, οπότε, ναι, φυσικά και έχει βάση αυτή η ερμηνεία. Βέβαια, εξαρτάται από το πλαίσιο στο οποίο μπαίνει αυτό κάθε φορά.
— Τι ανησυχίες είχες ως παιδί;
Οι πρώτες μου εικόνες είναι από τα κρητικά όρη και τον εαυτό μου να κάνει τέχνη καταμεσής μιας τεράστιας πεδιάδας στον Κάμπο της Μεσαράς. Είχα μάλλον ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, με πολύ δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις, πάρα πολύ δύσκολες, αλλά σε ένα πολύ προστατευμένο περιβάλλον.
— Τι εννοείς «δύσκολες καταστάσεις»;
Χώρισαν οι γονείς μου όταν ήμουν ενός και πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να ρυθμιστεί αυτή η κατάσταση. Μετά, ως παιδί, μεγάλωσα πολύ κοντά με τους παππούδες μου, σε πολύ καλές συνθήκες βέβαια. Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν για μένα πολύ σημαντικοί, σαν να είχα τέσσερις γονείς. Δεν μου έλειψε κάτι υπό αυτή την έννοια, αλλά για χρόνια υπήρχαν θέματα.
— Όταν λες ότι έκανες τέχνη σε μικρή ηλικία, τι εννοείς; Ζωγράφιζες;
Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τα εικαστικά ήταν την περίοδο του γυμνασίου. Τότε είχα την τύχη να έχω καθηγήτρια τη Μαρία Χουλάκη, μια πολύ σημαντική φωτογράφο, που μου είχε επισημάνει τη ζωγραφικότητά μου. Το ήξερα από μικρός ότι έχω ευχέρεια και κλίση στη ζωγραφική.
— Ωστόσο, δεν έδωσες αμέσως εξετάσεις στην Καλών Τεχνών.
Δεν έδωσα, γιατί όταν ήμουν δεκαέξι κέρδισα μια υποτροφία για σχέδιο και όταν η μάνα μου το έμαθε, δεν της άρεσε καθόλου. Το ίδιο και με τη μουσική, έχω καλό αυτί. Δεν ήθελαν οι γονείς μου να ασχοληθώ με κάτι καλλιτεχνικό. Όταν κάτι μπορείς να το κάνεις τόσο αβίαστα, τότε αυτόματα αποδυναμώνεται μέσα σου οποιαδήποτε διάθεση επαγγελματικής ενασχόλησης με αυτό. Για μένα ήταν κάτι αυτονόητο, οπότε το ανέβαλα.
Από την άλλη, ήμουν πολύ καλός μαθητής, έτσι πέρασα στο τμήμα Μάρκετινγκ στην Αθήνα κι επειδή αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την εικόνα, διοχετεύτηκε σε αυτό όλη μου η καλλιτεχνική προδιάθεση. Μετά συνέχισα με τη δημοσιογραφία και αργότερα ήρθε η Καλών Τεχνών, σε μια αδιέξοδη περίοδο της ζωής μου. Ήθελα να πω πράγματα και δεν έβρισκα το μέσο να τα πω. Γιατί με την τέχνη μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα, επιβάλλεται να είσαι ο εαυτός σου, ενώ με το άλλο, τη διαφήμιση και τη δημοσιογραφία, κάτι εξυπηρετείς.
— Στην Καλών Τεχνών με τι ασχολήθηκες;
Ασχολήθηκα με τρία αντικείμενα: τη ζωγραφική, τη φωτογραφία ως μέσο σημείωσης, τη σκηνογραφία και στην Ιαπωνία, όπου ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, με τη γλυπτική. Ήμουν πάρα πολύ τακτοποιημένος και ρυθμισμένος, πολύ οργανωμένος, γιατί μπήκα σχετικά μεγάλος, ήξερα πλέον πού πήγαινα και με ποιον τρόπο να πάρω τον λόγο, χωρίς να χρειαστεί να σηκώσω το χέρι μου και χωρίς να ακολουθήσω εντολές, διότι από μόνος μου ήμουν πολύ πειθαρχημένος.
— Είχες πάει με καλλιτεχνική άποψη στη σχολή, δεν χρειάστηκε να σε διαμορφώσει...
Χρειάστηκε να μου επιβεβαιώσει ότι έχω κι άλλα πράγματα να πω, κι άλλους τρόπους να τα πω. Έπεσα σε εξαιρετικούς δασκάλους, τον Πάνο Xαραλάμπους, που ήταν ο δάσκαλός μου στην ΑΣΚΤ, και τον Shinji Ohmaki στο Tokyo University Of the Arts. Κατανόησαν αυτό που ψάχνω και με καθοδήγησαν εύστοχα. Βέβαια, κι εγώ είχα ταξιδέψει πολύ, είχα πάει σε όλα τα σπουδαία μουσεία του κόσμου και είχα θαυμάσει από κοντά όλα τα μοναδικά έργα τέχνης, επομένως ήξερα καλά ποια ήθελα να είναι η θέση μου στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης ή και έξω από αυτόν.
— Γιατί τώρα, που κάνουν όλοι conceptual art, εσύ επέλεξες να πας πίσω, στην παραστατική τέχνη;
Μα, στη δουλειά μου, που είναι σχετικά συντηρητική, κάποιος μπορεί να βρει και conceptual στοιχεία, χωρίς να έχω καμία αγωνία γι’ αυτό, είναι η αλήθεια. Όλα στον σωστό χρόνο και τόπο. Υπάρχει ένα πράγμα που λέγεται «βαθμός ωριμότητας». Κάποιος άνθρωπος μπορεί να μην τον ανακαλύψει ποτέ, να μην του συμβεί, και κάποιος άλλος αναπτύσσει έναν μηχανισμό για να του έρθει. Δεν σημαίνει ότι, τελειώνοντας τη σχολή, στα 25, θα ακολουθούσα την τέχνη για να μπορώ τώρα να κατασκευάζω αυτό που πολύ ώριμα έχω μέσα στο μυαλό μου, θα μου έπαιρνε ίσως μια δεκαετία.
Στη δική μου περίπτωση έγινε ακριβώς αυτό: οι μηχανισμοί που αναπτύσσεις, αφού γίνεις καλλιτέχνης, πρέπει να είναι μια πολύ σωστή δυναμική στρατηγική μάρκετινγκ για να μπορείς να μπεις στην αγορά. Σε άλλη περίπτωση, θα μπορούσε να είναι ο γραπτός λόγος αυτός που θα σε βοηθήσει να στηρίξεις όσα έχεις μέσα στον εγκέφαλό σου. Και μετά έρχεται η τέχνη ως επιστέγασμα των προσδοκιών του τι εγώ θέλω να είμαι. Κι αυτό που εγώ θέλω να είμαι διαφέρει πολύ από αυτό που εμείς τώρα λέμε απλώς «καλή τέχνη». Καμιά φορά, όταν λένε «να σου γνωρίσω τον φίλο μου τον καλλιτέχνη, τον φίλο μου τον ζωγράφο», εγώ νιώθω πολύ αμήχανα, διότι δεν είμαι μόνο αυτό.
Όσο περνούν τα χρόνια, έχεις να διαλέξεις τι θα σε παρηγορεί. Η μουσική μπορεί να σε παρηγορήσει, η τέχνη μπορεί να σε απομονώσει, αλλά μέσα σε όλο αυτό το χάος που ζούμε, το οποίο είναι απίστευτες φωνές που στριγκλίζουν από παντού, αν δεν βρεις τρόπο να παρηγορηθείς κεκλεισμένων των θυρών, νομίζω ότι γίνεσαι όπως όλος ο κόσμος. Και δεν μπορεί να υπάρξει διαφορά όταν όλοι είμαστε όμοιοι, πρέπει κάποιοι, με κάποιον τρόπο, να διαφέρουν, να φέρουν και να δημιουργήσουν το καινούργιο.
Στην αρχή της καραντίνας, μιλώντας με μια συνάδελφό μου, που είναι πολύ αναγνωρισμένη και έχει κάνει όλους τους θεσμούς, μού είπε: «Τώρα, Γιώργο, θα δούμε ποιος αξίζει». Όταν ξεκίνησε αυτή η τρέλα της κρίσης, εγώ δεν ήξερα πού να πρωτοπώ «ναι» και να οργανώνω την ατζέντα μου, να μη χάνω σημειώσεις. Γιατί όταν στήνεις εκθέσεις και αυτό το πράγμα γίνεται μέσα στην καραντίνα, είναι όντως τρέλα, αλλά εκεί μπορείς να δεις ποιοι θα επιβιώσουν χωρίς Ζάναξ. Και δεν θεωρώ ότι είμαι η κατσαρίδα.
— Το να επιβιώσει χωρίς Ζάναξ κάποιος είναι το τελευταίο που θα έπρεπε να σκεφτεί, όχι το πρώτο. Μέσα στην καραντίνα για πολύ κόσμο ήταν το πρώτο.
Ο βαθμός ευφυΐας που θα σε βοηθήσει να γίνεις δημιουργικός τη στιγμή του σεισμού, όταν ο κόσμος παλεύει και κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο τέλος, χτίζεται μόνο από πολύ παράξενες και ιδιαίτερες εμπειρίες. Είναι ωριμότητα το να μπορείς να επιβιώνεις.
— Τελειώνεις την Καλών Τεχνών, μετά τι κάνεις;
Μόλις τελείωσα, έκανα μια ατομική έκθεση στο Hokusai Museum στο Τόκιο. Η πρώτη μου ατομική έκθεση έγινε το 2015 στο Θέατρο Σημείο, όταν ήμουν στο δεύτερο έτος. Είχε να κάνει με το «Mars 100», πρόγραμμα της NASA, και τη μετακίνηση των ανθρώπων σε μια καινούργια πραγματικότητα. Επρόκειτο, επίσης, για τοπιογραφίες πολύ μεγάλης κλίμακας.
— Στην Ιαπωνία πώς βρέθηκες;
Είχα ταξιδέψει αρκετές φορές στην Ιαπωνία και ήξερα ότι είχα εικαστική συγγένεια με τη χώρα, αυτό φαινόταν πολύ ξεκάθαρα από τον τρόπο που έβλεπα τη χρυσή τομή του ορίζοντα. Όσοι ασχολούνται με τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία καταλαβαίνουν ότι τα τοπία των Ιαπώνων έχουν την πληροφορία χαμηλά, οι Ευρωπαίοι ανεβαίνουμε πιο ψηλά, οπότε αυτό ήταν ενδεικτικό για να κατανοήσει κάποιος πού ανήκει η εικόνα του. Αυτό εντοπίστηκε αρχικά από τον καθηγητή μου στη φωτογραφία Πάνο Κοκκινιά.
Στο τέταρτο έτος, με τα διεθνή προγράμματα ανταλλαγών φοιτητών, κατέθεσα φάκελο και μετά την Documenta 14 στην Αθήνα, όπου υπήρξα μέλος των Elective Affinities (educational program), ήρθα σε επαφή με έναν γλύπτη που με επέλεξε ‒ είχα ζητήσει ο ίδιος να δουλέψουμε μαζί και, βλέποντας τον φάκελό μου, μου έδωσαν την ακαδημαϊκή υποτροφία Jasso από το ιαπωνικό κράτος.
Η Ιαπωνία έχει πληθυσμό 140 εκατομμύρια και ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος και στις υποτροφίες. Έτσι έφυγα, με σκοπό να δημιουργήσω τη διπλωματική μου εργασία. Μόλις την ολοκλήρωσα, ήρθα και την παρουσίασα στην Αθήνα και μετά έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση, απόφοιτος πια. Είχα κάνει κι άλλες ατομικές εκθέσεις, αλλά είχα πλέον την ιδιότητα του ανεξάρτητου καλλιτέχνη, χωρίς να φέρω και την ιδιότητα του φοιτητή.
Η πρώτη μου ατομική έγινε στο Τόκιο, σε ένα μέρος πολύ συναισθηματικά φορτισμένο για μένα, γιατί με τιμούσε πολύ αυτή η επιλογή. Πηγαίνω συχνά στην Ιαπωνία, όχι γιατί είμαι «ιαπωνόπληκτος» αλλά επειδή έχω δημιουργήσει οικογένεια εκεί. Η οικογένεια είναι οι άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε και αγκαλιάζουμε χωρίς να σκεφτόμαστε άλλα πράγματα ταυτόχρονα. Έχω δικούς μου ανθρώπους πλέον στην Ιαπωνία.
— Εκεί πώς σε αντιμετωπίζουν;
Ως παιδί του Πλάτωνα. Φέρω την ελληνική ιστορία και μυθολογία, κάτι που για τους Ιάπωνες είναι πολύ σημαντικό διότι συμβαδίζει με το mentality της ιαπωνικής φιλοσοφίας ‒ μη σου κάνει εντύπωση αν βρούμε πολλά κοινά σημεία με τους Ιάπωνες στη μυθολογία μας. Φυσικά, η αρχιτεκτονική και η φιλοσοφική μας ιστορία κάνουν τον Έλληνα σημαντικό γι’ αυτούς.
Μην ξεχνάμε ότι η Ιαπωνία ποτέ δεν ήταν ανοιχτή στη Δύση, στην Ευρώπη και στην Αμερική, ωστόσο με την Ελλάδα τη συνδέουν πολύ πιο ουσιαστικά θέματα από τον τρόπο αντίληψης του μύθου ‒ κι αυτό είναι ήδη πολύ βαθύ. Βρέθηκα στην Ιαπωνία την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, που έτσι κι αλλιώς υπήρχε ένα κλίμα φιλικά προσκείμενο σε όλη αυτή την ιστορία που μεταλαμπαδεύτηκε από την Αρχαία Ολυμπία στο Τόκιο.
— Τελικά δεν έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά η έκθεση που ετοίμαζες με αφορμή αυτούς έγινε κανονικά;
Μέσα στη γενικότερη ατυχία, στάθηκα τυχερός και παρουσιάστηκε κανονικά. ΟΙ παράλληλες δράσεις των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ιαπωνία περιλάμβαναν απευθείας αναθέσεις σε καλλιτέχνες καθώς και προτάσεις του υπουργείου, όπως στην περίπτωσή μου. Έτσι, παρουσιάστηκαν κάποιες εκθέσεις, διότι οι καλλιτέχνες είχαν πληρωθεί ήδη ‒ βέβαια, κάποιες δεν άνοιξαν ποτέ.
Η δική μου έκθεση έγινε τον Δεκέμβριο, όταν ήταν ήδη γνωστό ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν θα γίνοντας κανονικά ή θα γίνονταν χωρίς την ύπαρξη κοινού. Ευτυχώς, είχα την ευκαιρία να δείξω το έργο μου. Η δουλειά αυτή είχε να κάνει με την αλλαγή του χρώματος της θάλασσας, ένα φαινόμενο που αρχίζει ήδη να παρατηρείται, και αιτία της μεταβολής του είναι οι νέες κλιματολογικές συνθήκες. Αργά-αργά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες, είτε αυτό είναι υπερθέρμανση του πλανήτη, είτε το φαινόμενο θερμοκηπίου, είτε η ρύπανση.
Ο λόγος που επέλεξα να παρουσιάσω ένα τέτοιο ακτιβιστικό έργο στην Ιαπωνία, και μάλιστα σε μια τέτοια συγκυρία, είναι επειδή, δυστυχώς, στην Ιαπωνία δεν μιλούν για θέματα περιβάλλοντος. Δηλαδή ο Ιάπωνας, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σιωπά για τη σπατάλη που βλέπει. Έχει γαλουχηθεί, έχει διδαχτεί και έχει φοβηθεί να μιλήσει γι’ αυτά. Όμως εγώ θεώρησα, και θεωρώ χρέος μου να μιλήσω για κάτι που κάποιος θα δίσταζε να μιλήσει ή θα δείλιαζε. Και είναι και τιμή τους που μου έδωσαν βήμα, αν και το έργο, στην εξέλιξή του, στη φόρμα του, στη δομή του, ήταν αρκετά ρομαντικό αλλά και αρκετά αιχμηρό.
— Η καινούργια σειρά έργων που ετοιμάζεις τι θέμα έχει;
Πάλι έχει σχέση με το περιβάλλον. Όταν ήμουν φοιτητής και αφότου τελείωσα, συνειδητοποίησα ότι ασχολούμαι μόνο με το τοπίο, γιατί στην ουσία με ενδιαφέρει το περιβάλλον και η θέση του ανθρώπου σε αυτό. Και επειδή θέλω με την ιδιότητα του καλλιτέχνη να είμαι ακόμα πιο εστιασμένος και συγκεντρωμένος σε αυτό, εργάζομαι στοχευμένα.
Έτσι, η επόμενη δουλειά μου επικεντρώνεται στο περιβάλλον και στην καινούργια συνθήκη μεταβολής της ατμόσφαιρας, όχι μόνο της μόλυνσής της αλλά και της χρωματικής της κατάστασης. Της υφής, του αέρα μας, αυτού που αναπνέουμε. Εικαστικά, δημιουργώντας μια διαφοροποιημένη σύνθεση του χρώματος σε αναλογία με το λάδι δίνω στο έργο μου την ιδιότητα να μεταβάλλει το χρώμα του με τη φροντίδα και την υπερέκθεσή του σε φωτεινά ή σκοτεινά σημεία. Έτσι μεταβάλλεται το χρώμα του έργου.
Το ίδιο ακριβώς, όμως, συμβαίνει και με το περιβάλλον: όσο πιο πολύ το προστατεύσουμε, τόσο πιο λαμπερό και φωτεινό θα δείχνει και όσο πιο πολύ του δώσουμε σκοτάδι ή το αγνοήσουμε, τόσο πιο τοξικό θα παρουσιάζεται. Η δουλειά η επόμενη έχει το επιστημονικό κομμάτι της και αυτήν τη ρομαντική ερμηνεία της τέχνης.
— Μου έδειξες έναν πίνακα που αλλάζει αποχρώσεις ανάλογα με το φως, από το κίτρινο μέχρι το απόλυτο λευκό. Χρησιμοποιείς ειδικά χρώματα;
Δεν είναι ειδικά χρώματα, είναι μια μελέτη παρατήρησης της κουζίνας του ζωγράφου. Τα μόνα χρώματα των οποίων ο τόνος μεταβάλλεται είναι το λευκό και το γαλάζιο. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο στους ζωγράφους, μόνο σε αυτούς που δουλεύουν με λάδια, είναι μια άσκηση παρατήρησης. Αλλά η μεταφορά που κάνω για να παρουσιάσω το έργο μου, το statement δηλαδή, είναι πολύ πιο ισχυρό από την τεχνική μου.
Αν έχω ένα έργο μέσα στο σπίτι μου που αλλάζει χρώμα ανάλογα με τα σημεία όπου το τοποθετώ, ανάλογα με την υγρασία, τη θερμότητα, τη φωτεινότητα, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ένα ζωντανό έργο, το οποίο είναι μεταβλητό κι εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη να το διατηρώ και να το φροντίζω. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και με το περιβάλλον.
— Δημιουργείς εύκολα ή δύσκολα;
Αν δεν υπάρχει νόημα και σωστό timing, δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να χτίσω ένα έργο. Είμαι γρήγορος όταν δουλεύω σε σωστό timing και αν υπάρχει λόγος σοβαρός να μιλήσω, διαφορετικά σωπαίνω. Έναν καλλιτέχνη με το δικό μου προσωπικό ιδίωμα δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει καθόλου αν αρέσει η χειρονομία του ή η αισθητική του. Έχω αποκοπεί από αυτό.
Επίσης, γνωρίζω πολύ καλά ότι κάθε δουλειά έχει το δικό της κοινό, έτσι είμαι ελεύθερος να δημιουργώ. Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που οδηγούνται στην τέχνη και ο ναρκισσισμός τους είναι αυτό που ταΐζει την ύπαρξή τους. Αυτούς δεν θα τους δούμε ποτέ ξανά και σίγουρα εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς.
— Θα μπορούσε να γίνει τέχνη χωρίς να υπάρχει έστω ελάχιστος ναρκισσισμός;
Ο καλλιτέχνης θέλει να αγαπηθεί, θέλει να αρέσει, και αυτό θα πρέπει να το παραδεχτούμε. Έχουμε ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, να έχουμε όνομα, να έχουμε επίθετο και η τέχνη μας να υπογράφεται, άρα έχει σημασία η προσωπικότητά μας. Και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να υπάρχει το εγώ, μπορεί να μπει λίγο στην άκρη, υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά προβλήματα, το προσωπικό μας δράμα δεν πιστεύω ότι ενδιαφέρει πολλούς. Αυτό συμβαίνει, όμως.
— Πόσο μάταιη είναι η τέχνη;
Όσο μάταιη είναι η ζωή. Ξέρεις, η τέχνη είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για τον άνθρωπο. Αν μπορούμε να καταλάβουμε την ισχύ της τέχνης και πόσο αφυπνιστική και δυναμική μπορεί να γίνει για τη ζωή και το μέλλον μας, νομίζω ότι θα έπαιρνε τη θέση που της αξίζει. Αν κάποιος υποτιμά την τέχνη ή τη βλέπει ως ένα ρομαντικό εργαλείο, κάνει λάθος. Μπορεί να γίνει τόσο αποθεωτική, που να σε πάει στ’ αστέρια.
— Για αρκετό κόσμο είναι απλώς διακοσμητική...
Θα ήταν ψέμα αν λέγαμε ότι ένα έργο τέχνης δεν έχει και διακοσμητικό σκοπό. Ο καλλιτέχνης θεωρώ ότι οφείλει να δώσει σε αυτή την παράξενη πραγματικότητα μια όμορφη ερμηνεία ακόμα και ενός κακού πράγματος. Δηλαδή ο καλλιτέχνης πρέπει να σου δείχνει κάτι όμορφο. Από την άλλη, η διακόσμηση πάντα φλερτάρει στενά με την τέχνη, αν δεν είναι ζευγάρι.
Για παράδειγμά, η Ακαδημία Τεχνών της Ιαπωνίας έχει και παράρτημα design, εκτός από αρχιτεκτονική. Όλα αυτά είναι αδέλφια, μια πολύτεκνη οικογένεια, φιλοξενούνται στο ίδιο κτίριο, έχουν αφομοιωθεί και αγαπηθεί ισότιμα. Στην Ελλάδα ακολουθούμε ακόμα τη σχολή του Μονάχου και αυτό το πράγμα ακούγεται αιρετικό.
— Ποια είναι τα σχέδιά σου για το άμεσο μέλλον;
Φέτος το καλοκαίρι να παρουσιαστεί η ατομική μου έκθεση «The color of phenomenon» στους Παξούς και στη συνέχεια μια ατομική παρουσίαση στην Αθήνα, στην γκαλερί με την οποία συνεργάζομαι, το Ileana Tounta Contemporary Art Center. Μετά τον Σεπτέμβριο, εάν όλα πάνε καλά, θα αναπτύξω το νέο μου πρότζεκτ στην Ευρώπη. Eστιάζω σε Λονδίνο και Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα είναι δύσκολο να δουλέψεις.
Το ελληνικό κράτος δεν κάνει και πολλά πράγματα, όλο το βάρος έχει πέσει σε ιδιώτες και ιδρύματα κι αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό όταν μιλάμε για το 2021. Αυτό θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι στην ευθύνη του κράτους ή του υπουργείου Πολιτισμού. Οι καλλιτέχνες δεν έχουμε βοήθεια από πουθενά και δεν ξέρουμε με ποιους τρόπους θα επιβιώσουμε.
Ευελπιστώ του χρόνου να καταφέρω να καταθέσω και την πρόταση της διδακτορικής μου διατριβής στην Ιαπωνία, με αντικείμενο το περιβάλλον. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η μαζική καταστροφή που συμβαίνει στις μέρες μας, έρχεται επιθετικά, από παντού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι καταφέραμε να κάψουμε ακόμα και το νερό της θάλασσας στο Μεξικό. Είμαστε τόσο σατανικοί.
«Το χρώμα του φαινομένου», Παξοί, όλο τον Αύγουστο, στο πλαίσιο του Μουσικού Φεστιβάλ Παξών