Έχω φτάσει στη Δημοτική Πινακοθήκη του δήμου Αθηναίων για να συναντήσω τον επιμελητή εκθέσεων του ΟΠΑΝΔΑ Χριστόφορο Μαρίνο. Εδώ και τρία χρόνια ο Χριστόφορος, με τις εκθέσεις που έχει επιμεληθεί, έχει δώσει ζωή στον χώρο και σε εμάς ανεκτίμητες ευκαιρίες γνωριμίας με παλαιότερους και νεότερους, και συχνά παραγνωρισμένους Έλληνες δημιουργούς. Το annus mirabilis της επιμελητικής του δράσης ήταν το 2022: επιμελήθηκε τριάντα εκθέσεις, η μία καλύτερη από την άλλη, ενώ το 2023 έκανε είκοσι εκθέσεις, εξίσου σημαντικές.
«Στα τρία χρόνια που βρίσκομαι στον ΟΠΑΝΔΑ έμαθα πολλά. Ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για μένα, ώστε να αποδείξω τι μπορώ να κάνω. Το αποτέλεσμα θα το κρίνουν οι άλλοι. Επιμελήθηκα σαράντα δύο εκθέσεις, τις μισές από αυτές τις έκανα δώρο στους καλλιτέχνες και στην ελληνική τέχνη. Δεν σου κρύβω ότι απελπίζομαι μερικές φορές όταν σκέφτομαι ότι τα ίδια χρήματα με μένα παίρνει ένας ανειδίκευτος εργάτης, αλλά κάπως έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι στην Ελλάδα είναι δύσκολο να βγάλεις χρήματα από την τέχνη. Όπως λέει ένας φίλος, ίσως να είμαι ο μόνος ανεξάρτητος επιμελητής που κατάφερε να ζήσει από τη δουλειά του, γράφοντας κείμενα και κάνοντας εκθέσεις. Τώρα που το σκέφτομαι, τα δύο αγαπημένα μου μότο έχουν να κάνουν με την αντοχή. Το πρώτο ανήκει στον Ίταλο Καλβίνο, “προσπάθησε, συγκεντρώσου, στηρίξου στο απόθεμα των κρυφών σου δυνάμεων”, και το δεύτερο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, “δεν περιμένω από πουθενά, παρά μόνο από την αντοχή μου”» λέει.
Δεν είμαι από τους επιμελητές που καπελώνουν τους καλλιτέχνες και με στενοχωρεί όταν ακούω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο από συναδέλφους. Προσωπικά, αφήνω τον καλλιτέχνη να εκφραστεί, να μου προτείνει την ιδέα του για το στήσιμο της έκθεσης και μετά το συζητάμε παρέα, ώστε αν κάτι δεν μου κάθεται καλά, να το διορθώσουμε.
Όντας κατεξοχήν μελαγχολικός τύπος, ο Χριστόφορος δουλεύει σκληρά και, εκτός από ανοχή, για όσους τον γνωρίζουμε, κάποιες φορές έχει και ιώβεια υπομονή, γιατί οι καλλιτέχνες δεν είναι οι πιο εύκολοι άνθρωποι στον κόσμο. «Δεν είμαι από τους επιμελητές που καπελώνουν τους καλλιτέχνες και με στενοχωρεί όταν ακούω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο από συναδέλφους. Προσωπικά, αφήνω τον καλλιτέχνη να εκφραστεί, να μου προτείνει την ιδέα του για το στήσιμο της έκθεσης και μετά το συζητάμε παρέα, ώστε αν κάτι δεν μου κάθεται καλά, να το διορθώσουμε. Δηλαδή έχω υποστηρικτικό ρόλο, ποτέ δεν θα επιβάλλω την άποψή μου. Όταν ο καλλιτέχνης έχει ανασφάλεια, εκεί θα τον βοηθήσω και θα πάρω περισσότερες πρωτοβουλίες», λέει.
Ο Χριστόφορος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975, αλλά μεγάλωσε στον Πύργο, ένα μικρό χωριό κοντά στην Κύμη Ευβοίας, στη σκιά των Κοτυλαίων. Με τα τρία του αδέλφια μεγάλωσαν στη φύση, μαθαίνοντας την ομορφιά της αλλά και τη σκληρή πλευρά της. Έμαθαν να καλλιεργούν τη γη, τι σημαίνει σοδειά και εποχές αλλά και τι σημαίνει εργασία. «Οι γονείς μας μάς έμαθαν να μη φοβόμαστε τη δουλειά και γενικά να μη φοβόμαστε τίποτα», λέει. Από μικρός ήταν μανιώδης αναγνώστης και σε ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε καν βιβλιοθήκη ξεκοκάλιζε την εγκυκλοπαίδεια. Έγινε ιστορικός τέχνης γιατί τον ενδιέφεραν η ανάγνωση, η εικόνα και η γραφή. «Το αγαπημένο μου βιβλίο ήταν η Μυστηριώδης Νήσος του Βερν. Είχα κολλήσει άσχημα και με την εικονογράφηση, τις γκραβούρες του Φερά. Με θυμάμαι να κοιτάω με μεγάλη προσοχή τις αγιογραφίες στις εκκλησίες, αφιέρωσα, δε, πάρα πολύ χρόνο για να μάθω να γράφω καλά, σχεδόν καλλιγραφικά. Ακόμα δεν έχει φύγει ο κάλος από τον μέσο του δεξιού μου χεριού. Επιπλέον, έμαθα να γράφω με μικροσκοπικά γράμματα, αλά Ρόμπερτ Βάλζερ, σε βαθμό που να μην μπορείς να τα διαβάσεις με γυμνό μάτι».
Ο φιλοπερίεργος και πάντα «σοβαρός και μετρημένος» Χριστόφορος, που προτιμούσε να κάνει παρέα με ηλικιωμένους, έπαιρνε δύναμη και αυτοπεποίθηση από τους γονείς του που πάντα έλεγαν «ο Χριστόφορος ξέρει τι κάνει». Αυτό, σε ό,τι αφορά τις σπουδές του, δεν το ήξερε ακριβώς από την αρχή. Έτσι, σπούδασε αρχικά Γραφιστική και έκανε ένα πέρασμα από το Τμήμα Ζωικής Παραγωγής στα ΤΕΙ που εγκατέλειψε αμέσως, αν και λέει ότι θα μπορούσε να έχει γίνει ένας καλός ιχθυοκαλλιεργητής.
«Ο άνθρωπος που με βοήθησε να ξεμπλοκάρω και με παρότρυνε να φύγω στο εξωτερικό για να σπουδάσω ήταν ο πρώτος μου ξάδελφος, ο αναρχικός Χριστόφορος Μαρίνος. Ο Χριστόφορος δεν ήταν απλώς ένας επαναστάτης με αιτία, ήταν διανοούμενος. Δεν έχω ξανασυναντήσει, νομίζω, τόσο ζωντανό άνθρωπο. Είχε μια ακόρεστη δίψα για ζωή. Εννοείται πως άσκησε μεγάλη επιρροή επάνω μου. Ήμουν στο λύκειο, θυμάμαι, όταν σε μία από τις επισκέψεις μου στην Αθήνα πήγαμε μαζί σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο και βγαίνοντας έβγαλε από το μπουφάν ένα βιβλιαράκι του Καστοριάδη και μου το χάρισε. Το έχω ακόμα και το κρατάω ως φυλαχτό, είναι το Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα.
Το γνήσιο τέκνο της Generation X, που μεγάλωσε με MTV, «Βαβέλ», «Ποκ & Ροκ» και «01», βρήκε τον παράδεισο που αναζητούσε όταν πήγε για σπουδές στο Λονδίνο και εκεί άνοιξαν οι ουρανοί και οι ορίζοντές του.
«Η πρώτη έκθεση που είδα ήταν η περίφημη “Sensation” στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών. Θυμάμαι τα αφιερώματα στο NFT, όπου είχα δει όλους τους auteurs, αλλά και το Lux Cinema, όπου προβάλλονταν πιο πειραματικές ταινίες. Στο Λονδίνο χόρτασα κινηματογράφο, έβλεπα τρεις ταινίες την ημέρα: Ντέρεκ Τζάρμαν, Τζακ Σμιθ, Κεν Τζέικομπς, όσο πιο αβανγκάρντ τόσο το καλύτερο. Από τα αγαπημένα μου μουσεία ήταν το Sir John Soane’s, όπου είχα δει μια εξαιρετική ομαδική έκθεση σε επιμέλεια του Χανς Ούλριχ Όμπριστ, ενώ μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το Μουσείο Pitt Rivers στην Οξφόρδη. Αλλά η ζωή στο Λονδίνο ήταν πανάκριβη, και να το ήθελα δεν θα μπορούσα να μείνω. Ζούσα στερημένα, δεν είχα οικονομική άνεση. Να σκεφτείς ότι το γραφείο μου ήταν μια τάβλα που είχα μαζέψει από τα σκουπίδια», λέει.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, συνδέθηκε με την καλλιτεχνική σκηνή της πόλης και καλλιτέχνες της γενιάς του όπως η Ραλλού Παναγιώτου και ο Γιάννης Βαρελάς, και έγραψε για τις πρώτες τους εκθέσεις. Δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα στο περιοδικό «futura» του Μιχάλη Παπαρούνη και στη θρυλική «Βαβέλ» που εξέδιδαν ο Γιώργος Σιούνας και οι αδελφές Τζούδα, η Εύη και η Νίκη. Επιμελήθηκε την πρώτη ομαδική έκθεση στο βιβλιοπωλείο της Βαβέλ, το 2004, με τίτλο «Η ζωή με τα θηρία (και η ιλαρότητα του σοβαρού)». Με την πάροδο των χρόνων συνειδητοποίησε ότι έχει καλή αίσθηση του χώρου και ότι μπορεί να επιμεληθεί και εκθέσεις εκτός από το να γράφει τεχνοκριτικά κείμενα.
«Οφείλω πολλά στους ανθρώπους που με στήριξαν στα πρώτα μου βήματα», λέει, γιατί «ουσιαστικά, είμαι αυτοδημιούργητος. Δεν έχω τίποτα στο όνομά μου: ούτε σπίτι, ούτε κτήμα, ούτε αυτοκίνητο, ούτε καν ποδήλατο ή ηλεκτρικό πατίνι. Η μόνη μου περιουσία είναι τα βιβλία και κάποια έργα τέχνης που μου έχουν δωρίσει φίλοι καλλιτέχνες. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζω τη Ρένα Παπασπύρου, από την οποία έχω μάθει πολλά κυρίως για το τι σημαίνει καλλιτεχνική στάση. Πρόσφατα εκδόθηκε από τις εκδόσεις futura η μονογραφία μου για τη Ρένα με τίτλο Εικόνες στην ύλη».
Ο Χριστόφορος έχει τη στήλη «Blow-Up» στη LiFO, μια απόπειρα να διαβάσουμε έργα της ελληνικής τέχνης με μια άλλη ματιά, πιο φρέσκια, μακριά από τον ξύλινο ακαδημαϊκό λόγο, ώστε όποιος καταφέρει να συνδεθεί με το έργο, να το απολαύσει. «Πιστεύω σε αυτή την προσέγγιση που δίνει έμφαση στο έργο τέχνης. Στην Ελλάδα οι ιστορικοί της τέχνης συνήθως εστιάζουν στο δάσος και αδιαφορούν για το δέντρο, αλλά πώς είναι δυνατό να γράψεις μια έγκυρη και απολαυστική ιστορία της ελληνικής τέχνης όταν δεν έχεις μελετήσει σε βάθος τα ίδια τα έργα; Έχω την εντύπωση ότι ο κόσμος είναι πλέον περισσότερο εξοικειωμένος με τις εικαστικές τέχνες και η τέχνη είναι εκεί έξω, τη συναντάς καθημερινά μπροστά σου, με το που ανοίγεις το κινητό σου. Δεν χρειάζεται καν να την ανακαλύψεις ή να κοπιάσεις. Στην τελική, αν σε ενδιαφέρει και σου ταιριάζει κάτι, δεν γίνεται να μην το ανακαλύψεις. Μην ξεχνάς ότι μιλάς με κάποιον ο οποίος μεγάλωσε σε ένα χωριουδάκι και σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο. “Τι είναι αυτό;” Με ρωτούσαν οι παλιοί μου συμμαθητές, όταν τους συναντούσα τα καλοκαίρια στην Κύμη και με ρωτούσαν τι ακριβώς σπουδάζω. Τώρα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά».
Για να διαφυλάξει την ευαισθησία του, ο Χριστόφορος έχει ανάγκη να παίρνει αποστάσεις, μια ανάσα από το κλειστό κύκλωμα, από την εξάρτηση της τέχνης. Για παράδειγμα, συναντιέται με τα αδέλφια του για να μιλήσουν για πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη. «Και τα τρία αδέλφια μου είναι πολύ καλοί ελαιοχρωματιστές. Εκείνοι βάφουν τοίχους, εγώ γράφω για τους τοίχους», λέει.
«Χωρίς ευαισθησία δεν θα μπορούσα να γράψω για έργα τέχνης, σίγουρα όχι με τον τρόπο που το κάνω τώρα. Από μόνη της η γνώση δεν αρκεί για να γίνεις καλός ιστορικός της τέχνης. Δεν έμαθα να οδηγώ γιατί φοβόμουν ότι θα αλλοιωθεί η ευαισθησία μου. Αυτό έχει και τα θετικά του, περπατώ περισσότερο και γνωρίζω καλύτερα την πόλη. Κατά τη γνώμη μου, με την Αθήνα συμβαίνει το εξής παράδοξο: πάνω σε ένα πανέμορφο τοπίο, όπως αυτό της Αττικής, έχει χτιστεί κάτι τερατώδες, μια άναρχη πόλη. Από μόνο του αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί το υψηλό, το sublime όπως λέμε, αναδύεται ώρες-ώρες μέσα από το χαμερπές, σε στιγμές που δεν το περιμένεις και ξαφνιάζεσαι. Η ζωή στην Αθήνα είναι γεμάτη ευχάριστα ξαφνιάσματα, η καθημερινή μιζέρια της έχει και μια ποιητική πλευρά», λέει.
Υποστηρίζει ότι «το καλό με τους επιμελητές και τους ιστορικούς τέχνης είναι ότι μπορούν να δουλεύουν μέχρι να αποδημήσουν. Μάλιστα όσο μεγαλώνουν γίνονται όλο και καλύτεροι», αλλά ονειρεύεται στα γεράματά του να βγάλει τα απωθημένα του μαθαίνοντας ξένες γλώσσες για να μη χάσει τη μνήμη του, φωτογραφίζοντας, εκδίδοντας βιβλία τέχνης, γράφοντας για αγαπημένους καλλιτέχνες και παίρνοντας σβάρνα μονές, μουσεία και καθεδρικούς στην Ιταλία και στη Γαλλία.
Οι επόμενες εκθέσεις που επιμελείται ο Χριστόφορος Μαρίνος είναι:
Κώστας Μπασάνος - Working Title (Προσωρινός τίτλος), 8/12-14/1, Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων
Αλέξης Κυριτσόπουλος - Παράλληλα, 9/12-11/2, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.