Πριν από έναν χρόνο η γκαλερί Pace στη Νέα Υόρκη οργάνωσε μια έκθεση φόρο τιμής στον Κλάες Όλντενμπουργκ και στη σύζυγό του και συνδημιουργό των έργων του, Κούσι βαν Μπρούγκεν, με την οποία αποτέλεσαν επί σειρά ετών ένα από τα πιο δυναμικά ζευγάρια της σύγχρονης τέχνης.
Η Κούσι βαν Μπρούγκεν, που πέθανε το 2009 σε ηλικία 66 ετών, υπήρξε ισότιμα το άλλο του μισό στη δημιουργία έργων που κυρίως καταλάμβαναν τον δημόσιο χώρο, σε μια πολύ προκλητική συνομιλία με το κοινό, που περιλάμβανε εκτεταμένη μελέτη, πολλή φαντασία και την επιρροή της ποπ κουλτούρας.
Ο Κλάες Όλντενμπουργκ γεννήθηκε το 1929 στη Στοκχόλμη. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης και η μητέρα του τραγουδίστρια της όπερας. Η οικογένεια έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νορβηγία πριν εγκατασταθεί στο Σικάγο το 1936, αλλά ο Όλντενμπουργκ γεννήθηκε στη Σουηδία σύμφωνα με την επιθυμία της εγκύου μητέρας του.
Ο Όλντενμπουργκ σπούδασε λογοτεχνία και ιστορία τέχνης στο Πανεπιστήμιο Yale από το 1946 έως το 1950, πριν φοιτήσει στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο από το 1952 έως το 1954. Ο μικρότερος αδελφός του, Ρίτσαρντ Όλντενμπουργκ, υπήρξε σημαντικό πρόσωπο στον κόσμο της τέχνης και για περισσότερα από 20 χρόνια διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη.
Ο Όλντενμπουργκ απέδιδε την καθημερινότητα με μαλακά υλικά αρχικά, αλλά στη συνέχεια αυτά αντικαταστάθηκαν από σκληρά για να μείνουν στον χρόνο και τον εξωτερικό χώρο. Εντελώς ευτελή πράγματα –μανταλάκια ρούχων, οδοντόβουρτσες, ηλεκτρικά βύσματα, σφραγίδες από καουτσούκ– μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για δημιουργίες σε ατσάλι και σμάλτο πολυουρεθάνης και σε τεράστια μεγέθυνση.
Στα μέσα της δεκαετίας του 50 η Νέα Υόρκη χόρευε στον ρυθμό των αφηρημένων εξπρεσιονιστών, αλλά ο Όλντενμπουργκ, όπως και πολλοί νέοι τότε καλλιτέχνες, ξεκίνησε την καριέρα του φτιάχνοντας αυτό που αποκαλούσε «πινελιές», αλλά σύντομα τις εγκατέλειψε για τα χάπενινγκ - αυτοσχέδιες παραστάσεις που διοργάνωσε η δική του εταιρεία, Ray Gun Theater. Από αυτές προέκυψε μια σειρά έργων εγκατάστασης, τα μέρη των οποίων δεν ήταν απλώς αφηρημένα αλλά έντονα κυριολεκτικά.
Τον Δεκέμβριο του 1961 εγκαινίασε το Store, ένα μηνιαίο «περιβάλλον», το οποίο στεγαζόταν σε ένα νοικιασμένο κατάστημα στο Lower East Side και ήταν εφοδιασμένο με γλυπτά από καταναλωτικά αγαθά, συμπεριλαμβανομένων ειδών ένδυσης και τροφίμων.
Από το 1956 που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη ανήκε στον καλλιτεχνικό κύκλο των Allan Kaprow, George Segal και Robert Whitman. Ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες της ποπ αρτ σκηνής ενώ το 1967 δημιούργησε ένα σκανδαλώδες για την εποχή του έργο αντι-μνημείο, το Placid Civic Monument, πίσω από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, με έναν λάκκο που έσκαψε σαν τάφο, ένα σχόλιο για τον πόλεμο του Βιετνάμ που αποτελεί ιστορικό παράδειγμα της έννοιας του αντι-μνημείου.
Ο Όλντενμπουργκ απέδιδε την καθημερινότητα με μαλακά υλικά αρχικά, αλλά στη συνέχεια αυτά αντικαταστάθηκαν από σκληρά για να μείνουν στον χρόνο και τον εξωτερικό χώρο. Εντελώς ευτελή πράγματα –μανταλάκια ρούχων, οδοντόβουρτσες, ηλεκτρικά βύσματα, σφραγίδες από καουτσούκ– μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για δημιουργίες σε ατσάλι και σμάλτο πολυουρεθάνης και σε τεράστια μεγέθυνση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο γιγαντιαίος μαλακός ανεμιστήρας που κυριάρχησε στο περίπτερο των ΗΠΑ στην Expo 67 στο Μόντρεαλ. Τα μεταγενέστερα έργα του, όπως το πολυαγαπημένο γιγαντιαίο έργο από αλουμίνιο και ανοξείδωτο ατσάλι «Spoonbridge and Cherry» (1985-88) στον κήπο γλυπτών του Walker Art Center στη Μινεάπολη, κατασκευάστηκαν για να διαρκέσουν.
Ως παιδί, ο Όλντενμπουργκ είχε επινοήσει ένα φανταστικό βασίλειο που ονομαζόταν Neubern, στο οποίο κυβερνούσε. «Ζωγράφισα τα πάντα που υπήρχαν εκεί, όλα τα σπίτια και όλα τα αυτοκίνητα και όλους τους ανθρώπους. Είχαμε ακόμη και ναυτικό και αεροπορία!», θυμόταν αργότερα, προσθέτοντας: «Περνούσα πολύ χρόνο ζωγραφίζοντας».
Ένα μέρος της γοητείας έργων όπως το «Spoonbridge» και το «Cherry» είναι η ικανότητά τους, σαν την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων, να συρρικνώνουν τον θεατή, θυμίζοντάς του την παιδική του ηλικία.
Αν και βαθιά πνευματικό, το έργο του Όλντενμπουργκ έχει μια τρυφερότητα που το καθιστά δημοφιλές με έναν τρόπο που η ποπ αρτ στο σύνολό της δεν είναι.
Με την Κούσι βαν Μπρούγκεν συναντήθηκε το 1971, όταν εκείνη ήταν νέα επιμελήτρια στο Μουσείο Stedelijk στο Άμστερνταμ και αυτός μια ανατρεπτική και εξέχουσα δύναμη της ποπ αρτ. Παντρεύτηκαν έξι χρόνια αργότερα και η βαν Μπρούγκεν, που ήταν κριτικός τέχνης, έφερε στο πεδίο της καλλιτεχνικής συνομιλίας τους την πνευματική αυστηρότητα ενός κριτικού σε συνδυασμό με τις ποιητικές ευαισθησίες ενός καλλιτέχνη.
Το ζευγάρι επιχείρησε με πολλά έργα του να αμβλύνει ή να συνενώσει τα όρια της αρχιτεκτονικής και της δημόσιας γλυπτικής. Μάλιστα η συνεργασία με τον φίλο τους αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι μας κληροδότησε το περίφημο Binoculars Building που χτίστηκε το 1991 για το διαφημιστικό γραφείο Chiat / Day του Λος Άντζελες, με το κτίριο να είναι ένα τεράστιο ζευγάρι κιάλια.
Αντίθετα με πολλές άλλες γυναίκες συνδημιουργούς έργων, η Κούσι βαν Μπρούγκεν κυριολεκτικά έλαμψε δημιουργικά από τότε που γνώρισε και άρχισε να συνεργάζεται με τον Κλάες Όλντενμπουργκ, μέσα σε ένα εργοστάσιο της ποπ άρτ που έστησαν οι δυο καλλιτέχνες για να αναπτύξουν τις μνημειακές δημιουργίες τους.
Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους ήταν πάντα άμεσα αναγνωρίσιμο, ειδικά στα δημόσια έργα τέχνης που συνδημιούργησαν, και πολλές φορές αμφιλεγόμενο. Ακόμα και οι επικριτές τους δεν παρέλειπαν να σημειώσουν ότι τα έργα τους είχαν έναν χαρακτήρα πρωτογενή, ευφάνταστο και αλησμόνητο.
Η δουλειά τους είναι μια μεγέθυνση της καθημερινότητας με τρόπο άλλοτε ειρωνικό, άλλοτε σαρκαστικό, πάντα με χιούμορ.
Η βαν Μπρούγκεν πέθανε το 2009. Ο Όλντενμπουργκ συνέχισε να ζει και να εργάζεται στο πενταώροφο πρώην εργοστάσιο Propellor στο δυτικό Σόχο, που είχε αγοράσει το 1971. Ακόμα και μετά το θάνατο της βαν Μπρούγκεν, τα έργα του έφεραν την υπογραφή και των δυο.