Το φθινόπωρο του 2020, η αφιερωμένη στον Φίλιπ Γκάστον έκθεση που θα παρουσιαζόταν σε μουσεία όπως στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης, την Tate Modern, το Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον και το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης αναβλήθηκε εξαιτίας 24 πινάκων του απεικόνιζαν πρόσωπα της Κου Κλουξ Κλαν.
Η κοινή ανακοίνωση των μουσείων έγραφε ανάμεσα σε άλλα ότι «το κίνημα φυλετικής δικαιοσύνης που ξεκίνησε στις ΗΠΑ και ακτινοβόλησε σε χώρες σε όλο τον κόσμο, σε συνδυασμό με τις προκλήσεις μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, μας οδήγησαν σε μια παύση», εξηγώντας ότι η διεθνής περιοδεία που είχε ήδη αναβληθεί λόγω του κορωνοϊού ήταν καλύτερο να αναβληθεί «μέχρι μια στιγμή κατά την οποία πιστεύουμε ότι το ισχυρό μήνυμα της κοινωνικής και φυλετικής δικαιοσύνης [...] μπορεί να ερμηνευτεί με μεγαλύτερη σαφήνεια».
Η έκθεση των έργων του Φίλιπ Γκάστον που τελικά ξεκίνησε και σε λίγες ημέρες ολοκληρώνει την πορεία της στη Βοστώνη και ετοιμάζεται για τον επόμενο προορισμό της, το Χιούστον, πριν τη National Gallery και την Tate κύλησε ήρεμα, καμία αντίδραση δεν υπήρξε και η άτολμη απόφαση τότε των επιμελητών περισσότερο θόρυβο ξεσήκωσε από τα ίδια τα έργα του Γκάστον, με σημαντικά άρθρα στα «New York Magazine», «The New York Times» και «The Wall Street Journal», μεταξύ άλλων, να κατακεραυνώνουν την απόφαση της επιμελητικής ομάδας.
Όπως και με το #MeΤoo, στον απόηχο της δολοφονίας του George Floyd τα μουσεία κυριολεκτικά έπρεπε να βρουν ένα τρόπο σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παρόν να παρουσιάσουν έργα όχι μόνο του Γκάστον αλλά και άλλων καλλιτεχνών και να καλέσουν το κοινό να αναλογιστεί με διαφορετικό τρόπο κοιτάζοντας αυτά τα έργα, δίνοντας πιο ανοιχτές ερμηνείες και συνυπολογίζοντας την εποχή και το περιβάλλον, πολιτικό και κοινωνικό, μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν.
Ο κόσμος της τέχνης του γύρισε την πλάτη. Ο Γκάστον είχε αγγίξει ένα πολύ ευαίσθητο νεύρο. Οι ίδιες οι εικόνες της Κλαν δεν ήταν η πρωταρχική πηγή προσβολής – η προδοσία της «υψηλής» τέχνης ήταν. Τη στιγμή που η αφαίρεση πνιγόταν κάτω από την αναδυόμενη ποπ αρτ, ο Γκάστον ήταν ένας από αυτούς που την «πρόδιδαν».
Η πιο καυστική αντίδραση ήταν συλλογική, σε μια ανοιχτή επιστολή, η οποία δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο από το The Brooklyn Rail. Η επιστολή περιείχε έναν κατάλογο υπογραφόντων –πάνω από 2.000– που ανάμεσά τους βρίσκονται οι πιο καταξιωμένοι εν ζωή Αμερικανοί καλλιτέχνες, όπως οι Matthew Barney, Nicole Eisenman, Charles Gaines, Ellen Gallagher, Wade Guyton, Rachel Harrison, Joan Jonas, Julie Mehretu, Adrian Piper, Pope.L, Martin Puryear, Amy Sillman, Lorna Simpson, Henry Taylor και Christopher Williams.
Αναφέρουν ότι τα μουσεία φοβούνται την αναμέτρηση και έχουν έλλειψη θάρρους, επιχειρώντας να συμβιβαστούν ή να ερμηνεύσουν μια ιστορία προκατάληψης που αφορά πρωτίστως τα ίδια τα ιδρύματα.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που τα σχέδια του Γκάστον δημιουργούν θύελλα. Στις 16 Οκτωβρίου 1970, ο Αμερικανός ζωγράφος φάνηκε να διαλύει την καριέρα του. Αυτός που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '50 αστέρι του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, εκείνη τη χρονιά γέμισε μια γκαλερί της Νέας Υόρκης όχι με τις χαρακτηριστικές αφηρημένες σπινθιροβόλες συνθέσεις του, αλλά με πίνακες με «χαζές», καρτουνίστικες φιγούρες που φορούσαν λευκές κουκούλες της Κου Κλουξ Κλαν.
Ο κόσμος της τέχνης του γύρισε την πλάτη. Ο Γκάστον είχε αγγίξει ένα πολύ ευαίσθητο νεύρο. Οι ίδιες οι εικόνες της Κλαν δεν ήταν η πρωταρχική πηγή προσβολής – η προδοσία της «υψηλής» τέχνης ήταν. Τη στιγμή που η αφαίρεση πνιγόταν κάτω από την αναδυόμενη ποπ αρτ, ο Γκάστον ήταν ένας από αυτούς που την «πρόδιδαν».
Το 1960, στο αποκορύφωμα της δραστηριότητάς του ως καλλιτέχνη της αφηρημένης τέχνης, ο Γκάστον δήλωσε: «Υπάρχει κάτι γελοίο και μίζερο στον μύθο που κληρονομήσαμε από την αφηρημένη τέχνη. Ότι η ζωγραφική είναι αυτόνομη, καθαρή και για τον εαυτό της, γι' αυτό αναλύουμε συνήθως τα συστατικά της και ορίζουμε τα όριά της. Αλλά η ζωγραφική είναι "ακάθαρτη". Είναι η προσαρμογή των "ακαθαρσιών" που επιβάλλει τη συνέχειά της. Είμαστε δημιουργοί εικόνων και επηρεασμένοι από εικόνες».
Ήταν σαφές ότι ο Γκάστον δεν ήθελε να ακολουθήσει τη σοβαροφάνεια της εποχής και προτίμησε να ζωγραφίζει αναπαραστατικά, αλλά με προσωπικό, καρτουνίστικο τρόπο, με τις μυστηριώδεις εικόνες στις οποίες απεικονίζονταν φλιτζάνια, κεφάλια, καβαλέτα και άλλα οράματα σε κενό μπεζ φόντο.
Ο κόσμος ψιθύριζε πίσω από την πλάτη του: «Έχει χάσει το μυαλό του και αυτό δεν είναι τέχνη» και οι καυστικές κριτικές θα είχαν τσακίσει έναν άλλο, λιγότερο αποφασισμένο καλλιτέχνη. Ο κριτικός τέχνης των «New York Times» Χίλτον Κράμερ γελοιοποίησε το νέο στυλ του Γκάστον σε ένα άρθρο στο οποίο τον αποκαλούσε αδέξιο άνθρωπο και την αλλαγή στυλ «ψευδαίσθηση» και «τέχνασμα». Από τους λίγους που κατάλαβαν αυτή την αλλαγή ύφους ήταν ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ, αποκαλώντας την «ελευθερία».
Το αποτέλεσμα της κακής υποδοχής του νέου παραστατικού του ύφους ήταν ότι ο Γκάστον απομονώθηκε ακόμη περισσότερο, μακριά από τον κόσμο της τέχνης που είχε τόσο πολύ παρεξηγήσει την τέχνη του.
Τελικά το έργο που τον ακύρωσε το 1970 και αποτέλεσε και πρόσφατα την πηγή μιας άλλης, διαφορετικής διαμάχης, κατέληξε να εδραιώσει τη θέση του στο πάνθεον της ιστορίας της τέχνης, όπου συνεχίζει να εμπνέει γενιές καλλιτεχνών με την κριτική του στον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τη μισαλλοδοξία.
Παιδί Εβραίων γονέων που διέφυγαν από τις διώξεις μεταναστεύοντας στον Καναδά από την Οδησσό, ο Γκάστον γεννήθηκε στο Μόντρεαλ το 1913 και μετακόμισε στο Λος Άντζελες το 1919. Η οικογένεια γνώριζε τις τακτικές δραστηριότητες της Κου Κλουξ Κλαν κατά των Εβραίων και των μαύρων, οι οποίες λάμβαναν χώρα σε όλη την Καλιφόρνια. Το 1923, πιθανόν λόγω των διώξεων ή της δυσκολίας εξασφάλισης εισοδήματος, ο πατέρας του κρεμάστηκε και το νεαρό αγόρι βρήκε το πτώμα του.
Το ενδιαφέρον του Γκάστον για το σχέδιο οδήγησε τη μητέρα του να τον εγγράψει σε μαθήματα αλληλογραφίας από τη Σχολή Γελοιογραφίας του Κλίβελαντ.
Το 1927, σε ηλικία 14 ετών, ο Γκάστον άρχισε να ζωγραφίζει και γράφτηκε στο Λύκειο Χειρωνακτικών Τεχνών του Λος Άντζελες, όπου γνώρισε τον Τζάκσον Πόλοκ, ο οποίος έγινε φίλος του για όλη του τη ζωή. Οι δυο τους σπούδασαν με τον Σβανκόφσκι και μυήθηκαν στην ευρωπαϊκή μοντέρνα τέχνη, την ανατολική φιλοσοφία, τη θεοσοφία και τη μυστικιστική λογοτεχνία.
Οι δυο τους αργότερα δημοσίευσαν μια εργασία που αντιδρούσε στην έμφαση που έδινε το λύκειο στον αθλητισμό έναντι της τέχνης, γεγονός που οδήγησε στην αποβολή τους, αν και ο Πόλοκ τελικά επέστρεψε και αποφοίτησε.
Εκτός από την εκπαίδευση στο λύκειο και μια μονοετή υποτροφία στο Otis Art Institute στο Λος Άντζελες, ο Γκάστον παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, επηρεασμένος, μεταξύ άλλων, από τον Ιταλό ζωγράφο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τον οποίο ανέφερε επανειλημμένα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Την επόμενη χρονιά ο καλλιτέχνης είχε την πρώτη του ατομική έκθεση στο βιβλιοπωλείο και την γκαλερί του Stanley Rose το 1931, και πέρασε μερικούς μήνες μεταξύ 1934-35 στη Μορέλια του Μεξικού, ζωγραφίζοντας μια τοιχογραφία, πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, το 1935, για να εργαστεί ως τοιχογράφος για τη Διοίκηση Προόδου Έργων.
Εμπνευσμένος από διακεκριμένους Μεξικανούς τοιχογράφους όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα, ο Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο και ο Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος, έκανε τα πρώτα έργα του, τα οποία συχνά παρουσίαζαν μνημειακές μορφές με κυματιστούς μύες και καμπύλες και πραγματεύονταν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός βρισκόταν ήδη στο ζενίθ του, άρχισε να πειραματίζεται με την αφαίρεση. Τα πρώτα του έργα με αυτό το ύφος παρουσίαζαν συστάδες διαφόρων χρωμάτων που βρίσκονταν στο κέντρο των καμβάδων, μοιάζοντας με τις προσεγγίσεις ήδη καθιερωμένων καλλιτεχνών όπως η Τζόαν Μίτσελ και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ.
Το 1962 έγινε η πρώτη του μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης και η έκθεση αυτή ταξίδεψε στη συνέχεια στο Άμστερνταμ, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο και το Λος Άντζελες.
Το 1967, ο Γκάστον μετακόμισε μόνιμα στο Γούντστοκ της Νέας Υόρκης, όπου καλλιέργησε ένα λεξικό εικόνων και συμβόλων που θα εμφανιζόταν σε πολλά από τα μελλοντικά του έργα. Άρχισε να ζωγραφίζει φιγούρες με κουκούλες, οι οποίες παραπέμπουν στην Κου Κλουξ Κλαν το 1968 και θα συνέχιζαν να εμφανίζονται στο έργο του μέχρι τον θάνατό του το 1980.
Το πολιτικό κλίμα των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960 επηρέασε επίσης τη στροφή του καλλιτέχνη από την πλήρη αφαίρεση, καθώς ένιωθε ότι ήταν ένα θέμα που το έργο του δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει. «Ο πόλεμος, αυτό που συνέβαινε στην Αμερική, η κτηνωδία του κόσμου. Τι είδους άνθρωπος είμαι εγώ, που κάθομαι στο σπίτι, διαβάζω περιοδικά, εκνευρίζομαι για τα πάντα – και μετά πηγαίνω στο στούντιό μου για να προσαρμόσω ένα κόκκινο σε ένα μπλε;» έλεγε.
Έτσι ξεκίνησε το ξεχωριστό οπτικό του λεξιλόγιο και παρά τις κακές κριτικές για το έργο του, άρχισε να εργάζεται πάνω στην πρώτη του σειρά, που ολοκληρώθηκε το 1971, με σατιρικά, καρτουνίστικα σχέδια του Ρίτσαρντ Νίξον.
Μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, ο καλλιτέχνης έκανε επιπλέον σχέδια με θέμα τον πρόεδρο, καθώς και τον εμβληματικό πλέον πίνακα «San Clemente» (1975), με το μεγάλο, μπανταρισμένο πόδι του να παραπέμπει στην αντιμετώπιση της φλεβίτιδας από τον ατιμασμένο πρόεδρο. Ενώ τα έργα αυτά δεν παρουσιάστηκαν δημόσια για δεκαετίες, ο Γκάστον παρουσίασε μια επιλογή σχεδίων του από το 1938 έως το 1972 στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης.
Ο Γκάστον πέθανε το 1980, σε ηλικία 66 εών, λίγο μετά τα εγκαίνια μιας αναδρομικής έκθεσης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, μια έκθεση που συνέβαλε στο αυξανόμενο ενδιαφέρον για το έργο του καλλιτέχνη.
Σήμερα, έργα του βρίσκονται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και στο Μουσείο Whitney στη Νέα Υόρκη, στην Tate στο Λονδίνο, στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Smithsonian στην Ουάσινγκτον και σε άλλα σημαντικά ιδρύματα τέχνης σε όλο τον κόσμο. Το πιο ακριβό του έργο έχει πουληθεί στην τιμή των 25,8 εκατομμυρίων δολαρίων και ήταν ο πίνακας «Fellini» (1958).
Σε μια πολιτικά εύφλεκτη εποχή, το έργο του αποτελεί μια υπενθύμιση και ένα μήνυμα: να μη δαιμονοποιούμε την εικόνα και να αναστοχαζόμαστε πάνω στο μήνυμα και τις διφορούμενες έννοιές του και ότι η τέχνη είναι μια περιοχή όχι κινδύνου αλλά σκέψης και εξερεύνησης.
Η τέχνη δεν μπορεί να καταδικαστεί, αλλά ούτε να ενταχθεί σε μονοσήμαντες κατηγορίες: τραγική ή κωμική, αφηρημένη ή αναπαραστατική, ριζοσπαστική ή συντηρητική. Την τέχνη, μας λέει με τον τρόπο του ο Γκάστον, δεν πρέπει να την αποφεύγουμε και να την αποκρύπτουμε, αλλά να τη διαβάζουμε εξαρχής και να κρίνουμε τις πληγές που αφήνει και κρύβει στα ίχνη της.