Τα Χανιά είναι λουσμένα στο φως. Tέλη Νοεμβρίου και ο κόσμος κάθεται στα καφέ, κάνει βόλτες στο λιμάνι κι εγώ, η νεοφώτιστη στην πόλη επισκέπτρια, δεν μπορώ παρά να ψιθυρίζω μέσα μου, σαν μάντρα, «τι ευλογημένος τόπος», κοινότοπη διαπίστωση για όσους αγαπούν την πόλη αυτή και τη θεωρούν την πιο όμορφη στην Ελλάδα.
Δεν θα φλυαρήσω άλλο για την ομορφιά της πόλης, ωστόσο δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι είναι εντυπωσιακά καθαροί μέρα και νύχτα τόσο οι δρόμοι οι κεντρικοί όσο και τα στενά της. Όταν αργότερα συναντώ τον δήμαρχο Παναγιώτη Σημανδηράκη και τον ρωτώ ποια είναι η πρώτη σκέψη του κάθε πρωί, μου απαντά «είναι η πόλη καθαρή;», επιβεβαιώνοντας μια διαπίστωση που τον κάνει πολύ υπερήφανο.
Τα Χανιά έχουν αξιοσημείωτη πολιτιστική κίνηση, ένα ΔΗΠΕΘΕ ενεργό και ζωντανό, από τα λίγα στην Ελλάδα που έχουν απομείνει να μας θυμίζουν ότι πολλά έχει να προσφέρει αυτός ο θεσμός που παρήκμασε άδοξα, ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, που πριν από έναν μήνα συμπλήρωσε τη δέκατη διοργάνωσή του με μεγάλη επιτυχία, ένα φεστιβάλ βιβλίου, που έκανε την πρώτη εξαιρετικά επιτυχημένη διοργάνωσή του το καλοκαίρι, ένα ολοκαίνουριο αρχαιολογικό μουσείο, την έκθεση του Τζον Κράξτον στη Δημοτική Πινακοθήκη, τη 6η Triennale Αρχιτεκτονικής στην Κρήτη, στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (CΑΜ), και ένα νέο «πνευματικό παιδί» που αυτήν τη χρονιά κάνει το δεύτερο βήμα του, τα Ανοιχτά Πανιά, τον λόγο που έφτασα στην πόλη.
Τα Ανοιχτά Πανιά διαρκούν από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο και αυτή ακριβώς τους δίνει πολύτιμο ώστε να διαδοθούν αλλά και να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις δράσεις τους συστηματικά, με μεγάλη επιμέλεια και συγκρότηση.
Αυτό που κάνει τα Ανοιχτά Πανιά να ξεχωρίζουν είναι ότι πρόκειται για ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της νέας καλλιτεχνικής δημιουργίας μοναδικό στην Ελλάδα, πλήρες, πρωτοποριακό για τα δεδομένα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που πραγματοποιείται με τη συνεργασία της Περιφέρειας Κρήτης, υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Η σύλληψη της ιδέας έγινε το 2021, σε περίοδο εγκλεισμού, και με την πρώτη ανακοίνωση συγκέντρωσε συνολικά πάνω από 200 αιτήσεις πανελλαδικά. Τα Ανοιχτά Πανιά, με σημείο αναφοράς τα Χανιά, απευθύνθηκαν σε ανεξάρτητους καλλιτέχνες, καλλιτεχνικές ομάδες, φορείς και οργανισμούς που δραστηριοποιούνται σε ποικίλα πεδία τεχνών και έχουν ή επιθυμούν μια σύνδεση με την Κρήτη.
Το αποτέλεσμα ήταν να επιλεγούν δεκάδες πρωτότυπες καλλιτεχνικές προτάσεις-παραγωγές, συνοδευόμενες από παράλληλες δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα που επιμελήθηκαν εκατοντάδες καλλιτέχνες απ’ όλη την Ελλάδα. Η συνολική χρηματοδότηση της δράσης από τον δήμο Χανίων και την Περιφέρεια Κρήτης ξεπέρασε τα 200.000 ευρώ για κάθε έτος. Τα Ανοιχτά Πανιά διαρκούν από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο και αυτή ακριβώς τους δίνει πολύτιμο χρόνο ώστε να διαδοθούν αλλά και να μπορέσουν να πραγματοποιούνται δράσεις συστηματικά, με μεγάλη επιμέλεια και συγκρότηση.
Για τον δήμαρχο τα Ανοιχτά Πανιά είναι ένα μεγάλο στοίχημα που αφορά την επανεκκίνηση της πρωτότυπης πολιτιστικής δημιουργίας και παραγωγής με μια διοργάνωση που θα ξεπερνάει τα όρια του νομού, του νησιού ακόμα και της χώρας. Αφορά επίσης και την πολιτιστική αξιοποίηση ή και τη γνωριμία του κοινού με λιγότερο γνωστά ή επισκέψιμα σημεία της πόλης, κάτι που έγινε πραγματικότητα την πρώτη χρονιά του φεστιβάλ, με τα Ανοιχτά Πανιά να επανασυστήνουν περισσότερους από 6.000 επισκέπτες σε ξεχωριστούς χώρους και ανθρώπους των Χανίων. Το ότι η πόλη θέλει να ταυτιστεί με τον πολιτισμό δεν είναι μια επιδίωξη που μένει στα λόγια αλλά μπαίνει στο πλαίσιο μιας στοχευμένης πολιτικής. «Τα τελευταία χρόνια επενδύουμε στον πολιτισμό, θέλοντας να καθιερώσουμε τα Χανιά ως ένα εύπορο πεδίο πολιτιστικής δημιουργίας. Η πόλη ήδη βρίσκεται σε μια πολιτιστική έκρηξη», λέει.
Στο φετινό πρόγραμμα η εικαστικός Ελένη Μπαγάκη, στον Άγιο Ρόκκο, στη Σπλάντζια, εξέτασε τη σχέση του πολιτικού και προσωπικού, του ιδιωτικού και δημόσιου, συνεχίζοντας την έρευνά της γύρω από την ιδέα της περιπλάνησης, του χρόνου, του τόπου και της αίσθησης του ανήκειν μέσα από την αυτοβιογραφική της ματιά, ο Παντελής Δεντάκης, σε συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, παρουσίασε στον αίθριο χώρο των Δικαστηρίων Χανίων τη θεατρική παράσταση «Αντιπεπονθός: Η κρητική βεντέτα» με καταγεγραμμένες ιστορίες βεντέτας στην Κρήτη, συνδυάζοντάς τη με ιστορικά και πραγματολογικά στοιχεία του φαινομένου, ο Μπάμπης Γαλιατσάτος παρουσίασε στον Προμαχώνα Σαν Σαλβατόρε, μέσα από ένα γαϊτανάκι ιστοριών και συζητήσεων με όχημα τη λογοτεχνία και την ποίηση, το «Μέσα στην αγελάδα – Μια ιστορία μεταμόρφωσης», ακολουθώντας την πορεία των σκέψεων της Πασιφάης, της πρώτης θνητής γυναίκας που αποφάσισε η ίδια να μεταμορφωθεί για ένα ερωτικό πάθος.
Η Yael Levy και ο Νίκος Κοκολάκης παρουσίασαν το «Relocations: Ρolyphony and identity», ένα site-specific multimedia μουσικό έργο εμπνευσμένο από την Ιστορία, την αρχιτεκτονική και τη ζωντανή πνευματική ατμόσφαιρα της Ετζ Χαγίμ, συμβάλλοντας στον διάλογο σχετικά με τη σύνδεσή της με το πολιτιστικό, πολιτισμικό και το φυσικό περιβάλλον του νησιού ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα, μετά την αναστήλωση και την επαναλειτουργία της το 1999. Έξω από την αυλή της Καθολικής Εκκλησίας, στην οδό Χάληδων, στην Παλαιά Πόλη Χανίων, η Κατερίνα Σκιαδά, σε συνεργασία με την Κωνσταντίνα Μικρούτσικου, παρουσίασαν τις «Ιστορίες Δρόμου», ένα community dance project, μια παράσταση χορού με τη συμμετοχή της κοινότητας της πόλης, όπου χορευτές, ηθοποιοί, μουσικοί, φωτογράφοι και απλοί κάτοικοι άνοιξαν με τις καλλιτεχνικές παρεμβάσεις τους έναν διάλογο με την καθημερινότητα.
Ο Μιχάλης Παρασκάκης με τους ΤΕΤΤΤΙΞ και την Αλίκη Χιωτάκη ενεργοποίησαν μια ιστορική γειτονιά των Χανίων δίπλα στη θάλασσα σε μια μουσική-εικαστική παράσταση-ιστορικό περίπατο, με σκηνικό τα βιομηχανικά κτίρια των Ταμπακαριών. «Βύρσα, όστρακα και άλλα κελύφη» την ονόμασε και με τον ίδιο, που έχει εγκατασταθεί στη γενέτειρά του πλέον, κάνουμε έναν περίπατο στα άδεια, εγκαταλελειμμένα και φθαρμένα από τον χρόνο κτίρια των βυρσοδεψείων, βλέποντας ξεχασμένα δέρματα που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, ενώ στην ακτή «αναπαύονται» δίπλα-δίπλα όστρακα της θάλασσας ή όστρακα από πηλό ή τσιμέντο, κομμάτια των αποσαθρωμένων κτιρίων.
Μέσα από αυτό καταλαβαίνει κάποιος τη σύνδεση των Ανοιχτών Πανιών με τους τόπους που στέκουν σιωπηλοί και τους μαθαίνεις, αυτούς και τις ιστορίες τους –ιστορίες ανθρώπων και χαμένων επαγγελμάτων–, μέσα από τον ήχο, το βλέμμα και το ενδιαφέρον των νέων δημιουργών που όλο και περισσότερο επιχειρούν να κάνουν εδώ δουλειές εξωστρεφείς που να εμπλέκουν περισσότερους κατοίκους, ανθρώπους οι οποίοι συνδέονται με τέχνες και πρακτικές άγνωστες σε αυτούς. Η γνωριμία τους δημιουργεί νέες δυναμικές και κομμάτια ενός παλίμψηστου που συνδέει βιωματικά περιοχές μέχρι πρότινος δυσπρόσιτες ή άγνωστες, για να τις παραδώσει με τον πιο οικείο τρόπο στον πολίτη, καθιστώντας τες κτήμα του. Η έννοια του εκδημοκρατισμού της τέχνης βρίσκει εδώ μια ιδανική εφαρμογή σε μια κλίμακα προστατευμένη που ανανεώνεται διαρκώς με εμπειρία, γνώση και νέο ενδιαφέρον.
Ένα τέτοιο πρότζεκτ σύνδεσης παρουσίασε η Laure Jaffuel σε συνεργασία με τη Σάντρα Οντέτ Κυπριωτάκη. Οι δυο τους συναντήθηκαν με μια σειρά τεχνίτες, ανθρώπους που δημιουργούν με τα χέρια τους ή δουλεύουν τη γη, και αναδεικνύοντας τη δημιουργική διαδικασία της τέχνης τους, τα εργαλεία και τα σχέδιά τους κατέλαβαν τον δημόσιο χώρο της πόλης, διάφορα σημεία της που λειτουργούν ως ορόσημο αφηγήσεων μέσα στο αστικό τοπίο με αφίσες και σλόγκαν ανθρώπων που ζουν και δραστηριοποιούνται στα Χανιά, φέρνοντας στο φως την ποικιλία που αντικατοπτρίζει την πολυπολιτισμική και πλούσια ιστορία τους. Η Ιουλία Ζαχαράκη παρουσίασε το πρότζεκτ«BRIDGE» που μελετά πολύπλευρα την έννοια της γέφυρας και αποτελείται από τρία μέρη, ένα εργαστήριο σύγχρονου χορού, video documentary και παράσταση σε εσωτερικό χώρο. Η περίπτωσή της είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο πλαισιώνονται όλες οι παραγωγές των Ανοιχτών Πανιών, ένα δημιουργικό σταυρόλεξο με ερευνητικές, πειραματικές και εκπαιδευτικές δράσεις που πολλαπλασιάζουν όλα τα παράγωγα της γνώσης, της γνωριμίας με την τέχνη και διατρέχουν όλες τις ηλικίες και κάθε φιλοπερίεργο κάτοικο που αναζητά μια νέα εμπειρία.
Η καλλιτεχνική παρέμβαση-ηχητική εγκατάσταση της Κατερίνας Γναφάκη «Sites of repair» στους Τάφους των Βενιζέλων έχει ως αναφορά το άγαλμα της Ελευθερίας, το οποίο αποδόθηκε με τη μορφή της θεάς Αθηνάς, και τη θρυλική ιστορία του από το 1937, όταν το ύψους 17 μέτρων γλυπτό τοποθετήθηκε κοιτώντας προς τα δυτικά της πόλης, μέχρι την αδιευκρίνιστη καταστροφή του το 1970 κάτω από ένα κλίμα γενικής σύγχυσης, έντονης δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας, με τα θραύσματά του να κείτονται διάσπαρτα στην περιοχή ως τεκμήρια που αντιστέκονται στη λήθη.
Η Μυρτώ Λάβδα, καλλιτεχνική διευθύντρια των Ανοιχτών Πανιών, μου επιφυλάσσει μια έκπληξη, οδηγώντας με στα Ενετικά Νεώρια. Μπαίνουμε από τη θολωτή πόρτα ενός από τα επτά που σώζονται μέχρι σήμερα. Στον υποβλητικό χώρο αντηχούν μόνο ο ήχος του γυαλόχαρτου και τα φτερουγίσματα των περιστεριών που φωλιάζουν κάτω από τη σκεπή του εντυπωσιακού αυτού ταρσανά. Ένας από τους τελευταίους καραβομαραγκούς ανακατασκευάζει τη νέα Λουλού, μια βάρκα, μέρος της εικαστικής εγκατάστασης της ομάδας Errands που αποτελούν οι Δημήτρης Θεοδωρόπουλος (αρχιτέκτονας), Νίνα Παππά (εικαστικός), Σοφία Ντώνα (εικαστικός, αρχιτέκτονας), Γιώκο (αρχιτέκτονας), Ilan Manouach (εικαστικός, μουσικός), Αλέξια Σαραντοπούλου (performer/ηθοποιός), Έλσα Κουρτσιόγλου (αρχιτέκτονας), και μιας δράσης τους που θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με ντόπιους καραβομαραγκούς, μαθητές και άλλες τοπικές κοινότητες της πόλης των Χανίων με στόχο την εξερεύνηση της ιστορίας του καρνάγιου και του ενετικού λιμανιού, της προφορικής ιστορίας που αναφέρεται στη Λουλού και της πρόσφατης νομοθεσίας σχετικά με την καταστροφή των καϊκιών.
Η Λουλού κατασκευάστηκε στα Χανιά το 1967 από τον Γιώργο και τον Κυριάκο Παριωτάκη και αποτελούσε μέσο για τη μεταφορά από τον μόλο στο Ενετικό Λιμάνι των Χανίων αλλά και βασικό χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας του λιμανιού. Με το κλείσιμο του καρνάγιου έμεινε στον μόλο και διαλύθηκε μετά από χρόνια, λόγω των καιρικών συνθηκών. Το 2013, αποσαθρωμένη πια, απομακρύνθηκε από το λιμάνι για πάντα. Έναν χρόνο μετά, το 2014, στο πλαίσιο ευρωπαϊκής οδηγίας για τον περιορισμό της αλιευτικής δραστηριότητας, επιβλήθηκε η μέθοδος της ολοσχερούς καταστροφής ξύλινων αλιευτικών καϊκιών με αποζημίωση. Τώρα μπροστά μας υπάρχει μια μακέτα της Λουλούς, ο καραβομαραγκός μας δείχνει παλιές φωτογραφίες της και το σκαρί σε λίγες μέρες θα είναι έτοιμο και πάλι να αφηγηθεί την ιστορία του.
Μιλώντας για ιστορίες που μπορεί να ειπωθούν κάθε φορά με άλλο τρόπο και να ιδωθούν με διαφορετικά συναισθήματα, συναντώ άλλους δυο δημιουργούς, την Κατερίνα Μαρκουλάκη, που κάνει ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης με τίτλο «Είμαστε τα σπίτια που μέσα τους ζήσαμε» (10 & 11/12) και αφορμή μια επίσκεψη στον τόπο όπου μεγάλωσε η μητέρα της. Η ταινία είναι σαν φωτογραφικό άλμπουμ μπλεγμένο με θολές αναμνήσεις και εντυπώσεις ανθρώπων, μια προσπάθεια ανακάλυψης των ιστοριών των γυναικών μιας οικογένειας, που δεν λέγονται, ως μια τελετή συγχώρεσης, συμφιλίωσης και αποδοχής. O μουσικοσυνθέτης και δημιουργός Κυριάκος Ελευθεριάδης, ένας Βεροιώτης που επέλεξε τα Χανιά για «πατρίδα» του και δουλεύει ακαταπόνητα με μουσικούς και συλλογικότητες της πόλης, ετοιμάζει ένα πρωτότυπο μουσικό παραμύθι, το «Σαφίρ, κελαηδώντας το φως και την ελευθερία» (3 & 4/12), που απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους ακροατές-θεατές. Ένα μουσικό και οπτικό πρότζεκτ με εργαλεία την προσωπική αφήγηση και τη συνοδεία μιας επταμελούς ορχήστρας με τη μορφή του scroll theater, όπου οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να δουν να ξετυλίγεται μπροστά τους η εικονογράφηση της ιστορίας του Σαφίρ.
Το απόγευμα του Σαββάτου τα στενά της πόλης σφύζουν από ζωή. Ο αντιδήμαρχος πολιτισμού Χανίων, Γιάννης Γιαννακάκης με περιμένει στη Δημοτική Πινακοθήκη, στην έκθεση για τον Τζον Κράξτον. Μουσικός ο ίδιος, καλλιτεχνικός υπεύθυνος της Καθ' Ωδών, μιας διάσημης μουσικής ομάδας που δραστηριοποιείται στην πόλη και ενεργοποιεί εκατοντάδες κατοίκους, μου κάνει μια εξαιρετική, θερμή και ζωντανή ξενάγηση σε μια υπέροχα στημένη έκθεση με την εξαιρετική συμβολή της προσωπικής φίλης του Κράξτον, Μαρίας Βασιλάκη, ιστορικού και μέλους της διοικητικής επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη, που έχει άπειρα να διηγηθεί για τη ζωή, τις ημέρες και τη ζωή του καλλιτέχνη στα Χανιά, μια πατρίδα που διάλεξε και τίμησε μέσα από το έργο του.
Όταν τον ρωτώ για τον τρόπο με τον οποίο ένα φεστιβάλ σαν τα Ανοιχτά Πανιά μπορεί να προσπεράσει τους σκοπέλους και τη δυσπιστία όσον αφορά την επιλογή των έργων που παρουσιάζει, με παραπέμπει στη διαδικασία, η οποία έγινε με έναν πρωτόγνωρο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση τρόπο, μέσα από μια επιτροπή υψηλού επιπέδου που δεν είχε καμία σχέση και εμπλοκή με υπηρεσιακούς ή άλλους παράγοντες του δήμου και, κυρίως, μέσα από καλλιτέχνες που είχαν την ευγένεια και την εργατικότητα να υποβάλουν σε αυτήν το πρόγραμμά τους, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον θεσμό. Τονίζει ότι δεν στέκεται μόνο στην καλλιτεχνική επιτυχία κάθε εγχειρήματος αλλά και στην εκπαιδευτική σημασία του. Η μεγάλη συμμετοχή στο εκπαιδευτικό κομμάτι είναι προϋπόθεση και ζητούμενο για την επιτυχία κάθε τέτοιας δράσης. «Τα Ανοιχτά Πανιά ήρθαν για να μείνουν στα Χανιά, στην Κρήτη και σε όλη την Ελλάδα και οι φετινές δράσεις επέτρεψαν σε καλλιτέχνες να προτείνουν ακόμη πιο δυνατές συμμετοχές, με υψηλό επίπεδο», λέει.
Σαββατόβραδο και έξω από το Παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων ο συγκεντρωμένος κόσμος περιμένει να ανοίξουν οι πόρτες για τις «Φωνές», τη χορευτική παράσταση-περφόρμανς της Παναγιώτας Καλλιμάνη με γυναίκες ερασιτέχνες χορωδούς της πόλης των Χανίων, ένα corps de ballet που «τραγουδάει» την παράδοση. Το μουσείο, που θα στεγάσει το Βυζαντινό - Μεσαιωνικό Μουσείο της πόλης και έκλεισε τις πόρτες του το 2020, βρίσκεται στην καρδιά της Παλιάς Πόλης και για εξήντα ολόκληρα χρόνια σχεδόν αποτέλεσε την κιβωτό που διαφύλαξε, συντήρησε και προέβαλε τον αρχαιολογικό πλούτο της χανιώτικης γης, προσφέροντας σε χιλιάδες επισκέπτες και επιστήμονες από την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο γνώση, αισθητική απόλαυση, εκπαίδευση και πολύτιμες εμπειρίες.
Το καθολικό της ενετικής Μονής του Αγίου Φραγκίσκου, υποβλητικό και απόκοσμο, μυστηριώδες όπως κάθε τόπος που ανοίγει εκτός της προβλεπόμενης λειτουργίας τους, επιτρέποντάς μας να το κοιτάξουμε με άλλο βλέμμα, αγκαλιάζει τις φωνές, την κίνηση και τους ψιθύρους των ερμηνευτριών, από τις οποίες αναγεννιέται μια νέα μορφή παράδοσης. Θέμα της περφόρμανς είναι η συλλογική μνήμη, έτσι όπως αυτή εμφανίζεται με το ανεξίτηλο ίχνος της στο παραδοσιακό τραγούδι, και το πώς φτάνει σήμερα, μέσα από δύο βασικά όργανα, τη φωνή και το σώμα, να αναβιώσει μια ανάγκη επικοινωνίας και σύνδεσης με τις ανάγκες μιας σύγχρονης κοινωνίας.
Η παρουσία των γυναικών αυτών, η πηγαία, αληθινή και συγκινητική ερμηνεία τους, η εγγύτητα και η πειθαρχία τους και εν τέλει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μας αφήνει βαθιά συγκινημένους. Στη συζήτηση που ακολούθησε μοιράστηκαν την εμπειρία του να βγαίνουν από το σπίτι, τον εαυτό τους, τη ρουτίνα των υποχρεώσεων και να κάνουν κάτι πέρα από τα αναμενόμενα για την ηλικία τους, να νιώθουν δημιουργικές και ζωντανές. Κέρδος για εμάς τους θεατές που βλέπουμε το αποτέλεσμα του μόχθου τους, λεπταίσθητο, πνευματικό και βαθιά προσωπικό.
Η Παναγιώτα Καλλιμάνη, μετά τις χορογραφίες στο «Σπιρτόκουτο» και 26 χρόνια στο εξωτερικό ως χορεύτρια των πιο διάσημων ομάδων χορού και ως χορογράφος, παιδί του σύγχρονου χορού, μου αφηγείται το συναρπαστικό ταξίδι που έζησε με γυναίκες που είναι πάνω από τα πενήντα και τα εξήντα, οι περισσότερες από τις οποίες πηγαίνουν στη χορωδία για να κάνουν κάτι δημιουργικό, που τις ευχαριστεί. Έγινε μια δημόσια πρόσκληση και οι γυναίκες αυτές που δεν γνώριζαν τίποτα από κίνηση ή χορό άρχισαν να δουλεύουν με τα σώματα και τη φωνή τους σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, άφοβα, με προσωπικές αφηγήσεις. Μια πρώην παιδαγωγός, μια πρώην έμπορος, μια γυναίκα που προσέχει τα εγγόνια της, μια Αυστριακή που ζει στα Χανιά, γυναίκες που δεν έχουν σχέση με την τέχνη και αυτή είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται μπροστά σε κόσμο, σε έναν χώρο όπου η μνήμη είναι βαθιά ριζωμένη, δημιούργησαν ένα νέο τραγούδι, το δικό τους, μπαίνοντας στη μνήμη με τον δικό τους τρόπο και με μια δουλειά έξω από τους κανόνες, μαθαίνοντας και σ' εμάς ότι ο χορός είναι μια αναπνοή που οδηγεί στην κίνηση και μετά σε ένα βαθύ συναίσθημα. Όλες οι παραστάσεις τους γέμισαν κόσμο που στεκόταν όρθιος για να γίνει συνδημιουργός μιας εμπειρίας μνήμης και παρόντος.
Με τη Μυρτώ Λάβδα, ξεναγό μου σε αυτή την πλούσια εμπειρία γνωριμίας με τα Ανοιχτά Πανιά, συζητάμε για την επόμενη ημέρα της διοργάνωσης που μέσα στον Δεκέμβριο ολοκληρώνει τις δράσεις του, συνολικά δεκαπέντε, και της μεταφέρω αυτό που συνάντησα και εκφράστηκε από τους δημιουργούς που συνάντησα: τη χαρά της δημιουργίας σε μια πόλη με την οποία σχετίζονταν και γνωρίστηκαν εκ νέου ή σε μια πόλη άγνωστη που αποκαλύπτει ένα πολύπτυχο μυστικών και ιστορίες του παρελθόντας και του παρόντος.
Η καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης μου λέει ότι κατέληξαν σε αυτήν τη μορφή που περιλαμβάνει, και θα συμπεριλάβει στο μέλλον, καλλιτέχνες, δημιουργούς ντόπιους και απ' όλη την Ελλάδα, που ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν κάτι για τα Χανιά με έμπνευση την πόλη, τον τόπο, την ιστορία, την παράδοση, την εμπλοκή με την τοπική κοινότητα, το άνοιγμα χώρων που το κοινό βλέπει μόνο την όψη τους, φανερώνοντας την πλούσια ιστορία τους.
Οι συνδέσεις που επιδιώκει το φεστιβάλ εντοπίζονται τόσο μεταξύ της κοινωνίας και της σύγχρονης τέχνης όσο και μεταξύ δημιουργών από τα Χανιά και δημιουργών από όλη την Ελλάδα. Ένα οργανωμένο πλαίσιο που λειτουργεί με βάση τα κριτήρια και τις προτεραιότητές του που δεν περιορίζονται στα πρωτότυπα έργα αλλά επεκτείνονται και σε ένα πλέγμα δραστηριοτήτων εκπαιδευτικού χαρακτήρα, σε σεμινάρια, εργαστήρια και συζητήσεις για να δημιουργηθεί ένα νέο κοινό και μια κουλτούρα κατανόησης και εξοικείωσης με τη σύγχρονη τέχνη.
«Εμείς θέλουμε τα Ανοιχτά Πανιά να είναι ένα φεστιβάλ σύγχρονης τέχνης για το οποίο η τοπική κοινότητα θα ενδιαφέρεται, θα το νιώθει και θα το αποδέχεται. Γίνεται ένας μεγάλος αγώνας, με επιμονή και υπομονή, για να χτιστεί αυτό το κοινό. Όσο για τους καλλιτέχνες, το ωραίο είναι ότι πολλοί από αυτούς ενδιαφέρονται και ασχολούνται με την ερευνητική διαδικασία που προηγείται της παρουσίασης κάθε έργου, με την ώσμωση με τις κοινότητες που παράγουν προεκτάσεις τόσο καλλιτεχνικές όσο και αισθητικές, ερεθίσματα και συνδέσεις ως αποδείξεις της λειτουργίας της σύγχρονης τέχνης σήμερα με έναν τρόπο οικείο και δημοκρατικό, που αφορά όλους».