Είναι παράξενο το ότι οι άνθρωποι αναπαριστούν τον δράκο ως παραλλαγή των δεινοσαύρων, χωρίς να έχουν συνυπάρξει ποτέ ως είδη. Σαν η εξαφάνισή τους να μεταφέρθηκε στο DNA του ανθρώπινου φαντασιακού πολύ πριν ανακαλυφθούν τα απολιθώματά τους και εξηγηθεί επιστημονικά ο χαμός τους. Σαν να καταδιώκει τον άνθρωπο ο φόβος της εξαφάνισης που γίνεται ο μύθος του φοβερού δράκου. Και είναι απίθανο που κάποιος καλλιτέχνης, έστω και εν αγνοία του, αναπαράγει αυτόν τον μύθο με ένα υλικό, το πλαστικό, που θα αντέξει πολύ περισσότερο από τα απολιθώματα.
Θεωρητικά, τα έργα του Θωμά Διώτη θα αντέξουν πολύ περισσότερο από το μάρμαρο των γλυπτών του Παρθενώνα. Έτσι η εξαφάνιση του δράκου θα αντέξει πολύ περισσότερο από τα απολιθώματα διαμέσου της αναπαράστασης, με υλικό το πλαστικό που έφτιαξε ο άνθρωπος και θα αντέξει όταν εξαφανιστεί κι αυτός.
Είναι λίγο πριν από το μεσημέρι και, αναμένοντας τον καλλιτέχνη, κάνω σκέψεις κοιτάζοντας τα έργα του στον κύριο χώρο της γκαλερί. Γύρω μου οι επισκέπτες τα φωτογραφίζουν και ανεβάζουν ασταμάτητα στόρι με λεπτομέρειες από τον μαύρο πλαστικό δράκο.
Το νέο εντυπωσιακό έργο του, ένας μαύρος δράκος ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας από τον δεινόσαυρο, φτιαγμένος από 1.500 σπασμένες καρέκλες, προφυλακτήρες αυτοκινήτων και φανάρια, παρουσιάζεται μαζί με μικρότερου μεγέθους γλυπτά του και σχέδια με μορφές καθοδηγούμενες από τη ροή του μελανιού, που ακροβατούν μεταξύ της ζωολογικής πραγματικότητας και του κόσμου των συμβόλων.
Η πρώτη φορά που συνάντησα τα ιδιαίτερα γλυπτά του Θωμά Διώτη ήταν τον Ιούνιο του 2019 στην έκθεση των τελειόφοιτων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Το έργο του, ο σκελετός ενός τεράστιου δεινόσαυρου φτιαγμένος από σπασμένες πλαστικές καρέκλες, που σε υποδεχόταν μόλις έμπαινες στην αίθουσα Νίκος Κεσσανλής μαζί με ένα στραπατσαρισμένο περιπολικό, ήταν σαν μνημείο από το τέλος του κόσμου, σε μετέφερε σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν, άχρονο, που έμοιαζε με σκηνικό του «Mad Max». Και ήταν ένα έργο που δεν το ξέχναγες.
Τη δουλειά του Θωμά την παρακολούθησα με ενδιαφέρον και στα εργαστήρια των μεταπτυχιακών φοιτητών της ΑΣΚΤ, όπου εξέθετε καμένα πλαστικά σε μορφή προβάτου, ασπρόμαυρα κουφάρια, απομεινάρια μιας μαζικής καταστροφής, επίσης φτιαγμένα από λευκές πλαστικές καρέκλες. Μετά ήρθε η πανδημία και τα πάντα πήραν απρόβλεπτους δρόμους.
Η έκθεση με έργα του στην γκαλερί Ζουμπουλάκη είναι η τρίτη ατομική του, έχουν προηγηθεί δύο στην Ελλάδα και μία στο Τόκιο, όπου βρέθηκε υπότροφος στο Tokyo University of Arts, Gedai, στο τμήμα γλυπτικής με επιβλέποντα τον Pr. Ohmaki Shingi.
Το νέο εντυπωσιακό έργο του, ένας μαύρος δράκος ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας από αυτήν του δεινόσαυρου, φτιαγμένος από 1.500 σπασμένες καρέκλες, προφυλακτήρες αυτοκινήτων και φανάρια, παρουσιάζεται μαζί με μικρότερου μεγέθους γλυπτά του και σχέδια με μορφές καθοδηγούμενες από τη ροή του μελανιού που ακροβατούν μεταξύ της ζωολογικής πραγματικότητας και του κόσμου των συμβόλων. Στο ραντεβού μας στην γκαλερί ήρθε αργοπορημένος και αγχωμένος, γιατί οι ρυθμοί της πόλης και η κίνηση στους δρόμους τον αποδιοργανώνουν.
«Έψαχνα είκοσι λεπτά να παρκάρω» μας λέει ζητώντας συγγνώμη, «γι’ αυτό προτιμώ να δουλεύω πλέον στην επαρχία, επειδή εκεί δεν υπάρχει αυτό το πράγμα». Εδώ και δυόμισι χρόνια, λόγω των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, έχει επιλέξει να μένει στο Αγρίνιο, στο κτήμα όπου ζουν οι γονείς του. Εκεί έφτιαξε και τον δράκο που εκτίθεται, και τα υπόλοιπα γλυπτά. Δεν ήταν μόνο η πανδημία, όμως, ο λόγος που επέστρεψε στο χωριό.
«Στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολο να δημιουργήσω γιατί δεν μπορούσα να έχω τον μεγάλο, βιομηχανικό χώρο που χρειάζομαι, για οικονομικούς λόγους», εξηγεί, «και επειδή δουλεύω καίγοντας πλαστικό, δεν γίνεται να κάψω ούτε σε κλειστό χώρο ούτε σε κατοικημένη περιοχή. Στη ζωή σου μπορείς να συμβιβαστείς με τις καταστάσεις, αλλά αν συμβιβαστείς στην τέχνη, χάθηκες».
Ο Θωμάς προέρχεται από οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων και σχέση του με τη γλυπτική ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία, από πέντε χρονών, όταν οι γονείς του πήγαιναν να ποτίσουν τα ζώα στη λίμνη και τον έπαιρναν μαζί τους. «Ήμασταν πέντε παιδιά και με τα αδέρφια μου παίρναμε τη λάσπη που βγάζουν τα καβούρια μέσα στο νερό και φτιάχναμε αγαλματάκια για να παίξουμε», λέει.
«Σκαρώναμε παιχνίδια παντού, γιατί ήμασταν σε μια συνεχή μετακίνηση ανάμεσα στο Αγρίνιο και στο Καρπενήσι και δεν μπορούσαμε να κουβαλήσουμε τα παιχνίδια μας, έτσι φτιάχναμε παιχνίδια από λάσπη. Ήμουν ο μεγαλύτερος από τα αγόρια και δεν πήγα γυμνάσιο και λύκειο, το σχολείο το τελείωσα όταν ήρθα στην Αθήνα».
Στην Καλών Τεχνών μπήκε στα είκοσι έξι, γιατί το γυμνάσιο το ξεκίνησε στα είκοσι. «Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον πατέρα μου, έτσι έφυγα από το χωριό στα είκοσι γιατί είχα μια σχέση στην Αθήνα. Ήρθα να τη δω και έμεινα δέκα χρόνια», λέει.
«Όταν ήρθα στην Αθήνα, είχα περισσότερο χρόνο να σκεφτώ. Άρχισα να κάνω σχέδια, τα είδε μια φίλη μου και μου είπε “να πας σε μια σχολή”. Πήγα και τα έδειξα και μου είπαν “δεν είσαι για εδώ, πρέπει να πας στην Καλών Τεχνών”. Δεν ήξερα τι ήταν η Καλών Τεχνών, ρώτησα να μάθω και μου είπαν ότι έπρεπε να κάνω σχέδιο και να δώσω εξετάσεις για να μπω. Όμως ήταν πανεπιστημιακή σχολή και εγώ δεν είχα τελειώσει ούτε το γυμνάσιο, έτσι έπρεπε να τελειώσω πρώτα το σχολείο. Τη μέρα δούλευα και το βράδυ πήγαινα σε νυχτερινό γυμνάσιο και λύκειο, ήταν πολύ δύσκολα γιατί ήμουν σε μεγάλη ηλικία και έπρεπε να βρω και τρόπο για να ζήσω.
Πάντα ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν ήταν εύκολο, έλεγα στον πατέρα μου “θα πάω στο νυχτερινό σχολείο” και μου έλεγε “τι το θέλεις, μια χαρά δεν είσαι;”. Νομίζω όμως ότι τίποτα δεν ήταν τυχαίο, ακόμα και η ηλικία που πήγα σχολείο, γιατί προετοιμαζόμουν όλα αυτά τα χρόνια για τη γλυπτική, από μικρός. Μάθαινα με διαφορετικό τρόπο πώς να κάνω πράγματα με το χέρι μου, πώς να το “σπάω” όταν μου έδινε ο πατέρας μου τον τροχό και μου έλεγε “κόψε σίδερα και ξύλα για να φτιάξεις το κοτέτσι”, γλυπτική ήταν κι αυτό με κάποιον τρόπο.
Έμαθα να παλεύω με τον εαυτό μου, γιατί στην τέχνη πρώτα απ’ όλα παλεύεις με τον εαυτό σου και μετά με οτιδήποτε άλλο. Ο καλλιτέχνης είναι συνεχώς σε αναζήτηση, δεν σταματάει ποτέ να ψάχνει. Ο δρόμος της τέχνης είναι και κατάρα, είναι μόνιμα ανηφορικός, δεν υπάρχει ούτε ίσιωμα ούτε κατήφορος.
Πιστεύω πως το επάγγελμα του καλλιτέχνη σε επιλέγει, δεν το επιλέγεις εσύ. Τόσα χρόνια, εν αγνοία μου, η τέχνη με ακολουθούσε στην καθημερινότητά μου, αλλά δεν είχα τις προσλαμβάνουσες να καταλάβω και να ορίσω αυτό που μου συνέβαινε. Αντίστοιχα, θεωρώ πως αν έμπαινα από δεκαοκτώ χρονών στη σχολή, ίσως να μην είχα την ίδια ωριμότητα και το ίδιο θράσος για να παλέψω με τον εαυτό μου και όσα μέχρι τότε τον όριζαν, και να διαμορφώσω τη δική μου τεχνική.
Ακόμη και αν ήξερα νωρίτερα ότι αυτό που έκανα στην παιδική μου ηλικία ήταν κάτι παραπάνω από παιχνίδια, πως οι κατασκευές που έκανα με τον πατέρα μου είχαν μέσα τους τη μαεστρία του τεχνίτη, μπορεί να μην είχα την ίδια θέρμη, γιατί θα μου ήταν οικείο και όχι τόσο άγνωστο. Διάλεξα να πάω από τον πιο δύσκολο δρόμο, εκείνον με τα μεγαλύτερα εμπόδια, για να μπορέσω σε κάθε μου βήμα να αντιλαμβάνομαι κάθε στοιχείο της πορείας μου.
Όταν ήρθα στην Αθήνα, άρχισα να μαζεύω παιχνίδια και όταν μπήκα στην Καλών Τεχνών άρχισα να καταστρέφω αυτά τα παιχνίδια, να τα λιώνω. Αυτό που κάνω σήμερα έχει κάποια σύνδεση με αυτό που ένιωθα μικρός, η ευχαρίστηση που παίρνω σήμερα παίζοντας με τον τεράστιο δράκο είναι ίδια με το παιχνίδι που έκανα με ένα αυτοκινητάκι όταν ήμουν παιδί. Δεν θεωρώ γλυπτική αυτό που κάνω αλλά μέρος ενός παιχνιδιού που με εκτονώνει. Αντί να τρέχω στα γυμναστήρια εκτονώνομαι κάνοντας έργα. Και όσο μεγαλώνω, κάνω και μεγαλύτερα έργα».
Η πλαστική καρέκλα είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στο έργο του Θωμά, είναι η πρώτη ύλη του. «Όταν ξεκίνησα το πρώτο έργο με τις καρέκλες, αναζητούσα ένα στοιχείο που να έχει χιούμορ, μια ειρωνεία, γιατί μου αρέσει αυτό», εξηγεί.
«Το έκανα, όμως, και από ανάγκη. Όταν σπουδάζεις και κάνεις γλυπτική δεν υπάρχει χρήμα για να κάνεις τέχνη, γιατί τα έξοδα διαβίωσης είναι μεγάλα, ειδικά αν μένεις στο ενοίκιο. Σκέφτηκα όμως ότι τέχνη κάνεις και απ’ τα σκουπίδια, αν θέλεις να είσαι δημιουργός, πρέπει να βρεις τον τρόπο. Όταν είδα τη σπασμένη καρέκλα μού θύμισε πολύ τα οστά του ζώου που βρίσκεις στο δάσος, μια σπασμένη άρθρωση, και σκέφτηκα ότι αυτό θα είναι το υλικό μου. Δεν την κόβω ποτέ την καρέκλα, πάντα τη σπάω για να τη χρησιμοποιήσω στα έργα μου, γιατί άμα την κόψεις δεν θυμίζει κόκαλο.
Αναρωτιέμαι κάποιες φορές αν θα μπορούσα να κάνω αυτό που κάνω σήμερα εάν δεν προερχόμουν από επαρχία και δεν είχα μεγαλώσει όπως μεγάλωσα – γιατί από μικρός είχα επαφή με τα ζώα. Στα δώδεκα ο πατέρας μου μού έλεγε “σφάξε το αρνάκι” και όταν έχεις μάθει να κουρεύεις και να αρμέγεις το ζώο ή να το σφάζεις και να το τρως, έχεις μάθει αυτόματα την ανατομία του. Δεν έχει σημασία αν στον δράκο έχω βάλει ουρά, φτερά ή μεγαλύτερο κεφάλι, όλα τα ζώα έχουν πλευρά, αρθρώσεις, λεκάνη, ραχοκοκαλιά.
Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να δουλεύω μαζί του ήξερα πώς να τον φτιάξω. Λέω ότι τελικά δεν βρέθηκα τυχαία στη σχολή, όπως δεν βρέθηκα τυχαία στη συγκεκριμένη οικογένεια, αν ήμουν από άλλο περιβάλλον δεν θα έκανα αυτά που κάνω σήμερα.
Όταν έχεις μάθει να βλέπεις τα σίδερα, τις πέτρες, τα ξύλα σαν κάτι φυσικό, καθημερινό, δεν σε εντυπωσιάζουν πλέον. Έψαχνα έτσι να βρω κάποιο άλλο υλικό με το οποίο δεν είχα επαφή μαζί του και βρήκα το πλαστικό. Τα πλαστικά τα πετούσαν παντού, στις χωματερές, στους δρόμους, και εκεί πάω κι εγώ για να τα βρω, αλλά ποτέ δεν με είχε απασχολήσει ο λόγος που ήταν εκεί, δεν τα είχα προσέξει.
Τότε συνειδητοποίησα ότι όλα τα πλαστικά απομεινάρια στους δρόμους έχουν μια ιστορία, έχουν κάποιο λόγο που βρίσκονται στο σημείο που τα βρίσκω, έχουν έναν λόγο που φτιάχτηκαν. Π.χ. ο προφυλακτήρας από ένα τρακάρισμα που κανείς δεν τον μαζεύει έχει κάτι να αφηγηθεί για το ατύχημα, έτσι πλέον δεν το καταστρέφω το υλικό, το ενσωματώνω στα έργα μου όπως το βρίσκω. Και όλα τα κομμάτια τα ενώνω με τη φωτιά.
Έχω ένα είδος δυσλεξίας, το μυαλό μου σκέφτεται ταυτόχρονα πολλά πράγματα και με τη φωτιά έχω βρει έναν τρόπο να είναι το μυαλό μου συνεχώς στο έργο που φτιάχνω. Γιατί παλεύεις συνέχεια να μην κάψεις το υλικό, να μην καείς, να μην πάρει το πλαστικό φωτιά, να το μαλακώσεις όσο πρέπει για να πετύχεις το σχέδιο που θέλεις. Και μαζί με τη φωτιά χρησιμοποιείς νερό για να τη σβήσεις, να παγώσει το πλαστικό και να σταθεροποιηθεί το σχέδιο που έχεις φανταστεί.
Το μυαλό μου, όσες ώρες και να δουλέψω με τη φωτιά και το πλαστικό, είναι εκεί, ενώ, όταν δούλευα κάποιο άλλο υλικό, σκεφτόταν ταυτόχρονα πώς θα γίνει το επόμενο έργο – και όχι μόνο ένα, πολλά μαζί. Η φωτιά έχει γίνει πλέον δεύτερή μου φύση, ξέρω πώς να τη δουλέψω, πώς καίγεται κάθε πλαστικό, πώς κάνει συγκόλληση κ.λπ.».
— Τι σχόλια άκουγες στη σχολή για τα γλυπτά σου;
Με τη σχολή υπήρχε ένα χάσμα, παρότι πήρα τον πιο μεγάλο βαθμό εκείνη τη χρονιά στην πτυχιακή μου. Στην αρχή δεν καταλάβαινε κανένας αυτό που κάνω. Μέχρι να φτάσω στο πτυχίο, οι περισσότεροι μου έλεγαν «τι είναι αυτά που φτιάχνεις;», θεωρούσαν τα έργα μου πολύ τρομακτικά. Όμως το πιο σημαντικό στη σχολή δεν είναι οι καθηγητές, είναι τα παιδιά, το περιβάλλον όλο, οι άνθρωποι με τους οποίους κάνεις παρέα, μιλάς μαζί τους, θα βγεις, θα κοιμηθείς μαζί τους.
Όλο αυτό είναι πολύ σημαντικό όσο είσαι φοιτητής στη σχολή. Κρατάω κάποιους ανθρώπους και πορεύομαι μ’ αυτούς. Ο καλός δάσκαλος είναι σαν τον καλό άνεμο, σε κατευθύνει προς μια κατεύθυνση, ενώ ο μέτριος ή ο κακός σε ταλαντεύει, σε πηγαίνει από δω και από κει.
Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει τη σκέψη του συνέχεια σε εκγρήγορση για να μπορεί να δημιουργήσει, γιατί και από τον πιο άσχετο μπορεί να ακούσεις το πιο σημαντικό πράγμα εκεί που δεν το περιμένεις. Οι κεραίες πρέπει να είναι πάντα τεντωμένες για κάθε πληροφορία, για κάθε εικόνα, για κάθε μικρό γεγονός που μπορεί μελλοντικά να σταθεί το επιχείρημα ή το εγχείρημα για τη δημιουργία ενός έργου.
— Μέχρι να μπεις στη σχολή τι δουλειά έκανες;
Έκανα διάφορες δουλειές που δεν με ικανοποιούσαν. Πάντα πωρώνομαι με αυτό που κάνω, γιατί είμαι τελειομανής, αλλά ποτέ δεν ένιωθα ότι ανταμείβομαι ψυχικά. Κάθε φορά που ολοκληρώνω ένα έργο, για μένα έχει πάψει να υπάρχει, λέω «το κατέκτησα, πάμε για το επόμενο», βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου.
Ενώ δούλευα με τα φορτηγά, με τα ζώα, με τα χωράφια, με μελίσσια, ποτέ δεν ένιωθα ότι ξεπερνούσα τον εαυτό μου. Με την τέχνη σκέφτεσαι όλο το 24ωρο, δεν ησυχάζεις ποτέ, αν και μερικές φορές ζηλεύω την αδελφή μου που στις δύο τελειώνει τη δουλειά και πάει για ύπνο ήσυχη, γιατί δεν έχει κάτι άλλο να σκεφτεί.
Δεν κάνω τίποτα στην τύχη. Και στην πτυχιακή μου, όταν ξεκίνησα να κάνω τον δεινόσαυρο με τις καρέκλες, επέλεξα να φτιάξω δύο αντικείμενα. Έφτιαξα και ένα περιπολικό, γιατί με ενδιέφερε να μιλήσω για την εξουσία. Τότε, πριν από εκατομμύρια χρόνια, είχε την εξουσία ο δεινόσαυρος, σήμερα την έχει ο αστυνομικός ή ο θρόνος. Την καρέκλα την άφησα να φαίνεται γιατί έχει το στοιχείο του θρόνου.
Δεν με ενδιαφέρει τόσο η πολιτική στην τέχνη, προσπαθώ να βρω άλλα ζητήματα, δικά μου, γιατί, όσο μπορώ, θέλω αυτό που κάνω να μείνει ακόρεστο. Και ο δράκος ως ερμηνεία είναι μια έννοια ακόρεστη που, αν θέλεις, μπορεί να σου δώσει υλικό να ασχοληθείς για χρόνια. Ο δράκος συμβολίζει τη δύναμη, ήταν το έμβλημα των ισχυρών.
Σε κάθε μυθική ή ιστορική μορφή με ενδιαφέρουν έννοιες που λίγοι τις ξέρουν, που εκφράζονται σπάνια και κρύβονται στα βάθη της Ιστορίας και της παράδοσης. Για μένα ο δράκος ενώνει, στη σύγχρονη εποχή δεν προκαλεί πια φόβο αλλά συμπάθεια. Ίσως το σκέφτομαι αυτό γιατί τον δικό μου «εσωτερικό δράκο» κάποτε τον σκότωσα για να τον ξαναγεννήσω μέσα από τα υλικά που συνέλεγα για πολλά χρόνια, δίνοντας ίσως τη δύναμη σε όσους δεν τον σκότωσαν ή φοβούνται να το κάνουν, να τον δουν αλλιώς.
— Θεωρείς ότι κάνεις λαϊκή τέχνη;
Δεν ξέρω τι είναι λαϊκή τέχνη. Αλλά και να θέλεις να απορρίψεις αυτό που κουβαλάς, μια ολόκληρη κουλτούρα ή μια ολόκληρη ιστορία, είναι αδύνατο. Δεν μπορείς να τη βάλεις στην άκρη, γιατί είναι πολύ βαριά κληρονομιά. Δεν είχα μάθει ούτε απ' τους γονείς μου ούτε απ’ το σχολείο τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, μπήκα στην αναζήτηση μετά, κυρίως κάνοντας ταξίδια και βλέποντας άλλες κουλτούρες.
Μετά την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι που γεννήθηκα στο σωστό περιβάλλον, την κατάλληλη στιγμή και που γεννήθηκα Έλληνας. Θεωρώ ότι είναι ευλογία, κι ας μην την παίρνουμε στα σοβαρά, επειδή την έχουμε παντού γύρω μας και δεν της δίνουμε σημασία.
Όταν είχα πάει για πρώτη φορά στην Αμερική ζήτησα από κάποιον τυχαία να μου πει πώς θα πήγαινα εκεί που ήθελα και με ρώτησε από πού είμαι. Του είπα ότι είμαι Έλληνας και άρχισε μου να μιλάει ελληνικά! Μου είπε ότι γύριζε ταινίες με ιστορίες από την αρχαία Ελλάδα και άρχισε να μου μιλάει για τους θεούς και να μου λέει λεπτομέρειες που εγώ αγνοούσα. Ήξερα μόνο τα ονόματα και αισθάνθηκα άσχημα. Επειδή όλα αυτά τα έχουμε γύρω μας, δεν μας ενδιαφέρουν, πρέπει να έρθει ένας ξένος να μας τα θυμίσει. Τα βλέπουμε ως σημαντικά όταν μας τα δείχνει κάποιος ξένος.
— Γιατί σου αρέσει να κάνεις γλυπτά μεγάλης κλίμακας;
Όταν έχεις ζήσει στην επαρχία, έχει μάθει το μάτι σου να βλέπει ορίζοντα και σημείο φυγής, ενώ ο μέσος άνθρωπος στην πόλη ανοίγει την μπαλκονόπορτά του και βλέπει απέναντι μια άλλη πολυκατοικία, έχει μάθει να βάζει τα πράγματα σε κουτάκια. Το 80% των καλλιτεχνών που φτιάχνουν γλυπτά μεγάλου μεγέθους τα κάνουν μεγάλα σε ύψος, επειδή τα φτιάχνουν στην πόλη και έχουν μάθει να βλέπουν τις πολυκατοικίες γύρω τους ή τα ψηλά κτίρια.
Εγώ είμαι παιδί της επαρχίας και δουλεύω με όλες τις διαστάσεις. Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας συμβιβάζομαι με τις συνθήκες που συμβαίνουν, γίνομαι ένα με τη ροή της φύσης. Το έργο του δράκου το ακολουθεί η βροχή, είναι μέρος της ιστορίας του, όχι ένα εμπόδιο που δυσκόλεψε το έργο μου.
Την ημέρα που βγήκα έξω να φτιάξω τον δράκο έβρεχε καταρρακτωδώς, ακούγονταν οι κεραυνοί, η καμπάνα χτυπούσε μανιασμένα. Όχι, δεν ήθελα να παρατήσω τίποτα! Ήταν η κατάλληλη συνθήκη, ο δράκος γεννιόταν όπως τον ήξερα, μέσα από νερό και φωτιά. Ένιωσα σαν τον Προμηθέα, καθώς αυτή η συνθήκη δημιουργίας μού θύμιζε αρχαίους μύθους της δημιουργίας των πλασμάτων.
— Πες μου για τα μικρά σου έργα, τα σχέδια της έκθεσης.
Είναι τα έργα που είχα κάνει στην Ιαπωνία. Μου αρέσει να σχεδιάζω στο φυσικό περιβάλλον, και στην Ιαπωνία σχεδίαζα στα πάρκα, στο μετρό, αλλά επειδή είναι τροπικό το κλίμα τους και μία φυσάει μία βρέχει, είχα νευριάσει γιατί πάντα μου βρέχονταν τα σχέδια, αργούσαν να στεγνώσουν και έπιανε αέρας, τα ανακάτευσε και πασαλείβονταν μεταξύ τους με το μελάνι.
Κάποια στιγμή τα μάζεψα όλα, τα πέταξα στα σκουπίδια και είπα «δεν ξανασχεδιάζω». Μετά πήγα στο σπίτι και είδα την τσάντα με τις αποδείξεις που μάζευα (κρατούσα τις αποδείξεις απ' ό,τι κι αν ψώνιζα) και άρχισα να σχεδιάζω από την πίσω πλευρά, γιατί σκέφτηκα ότι το μελάνι της ταμειακής στεγνώνει αμέσως στο χαρτί της απόδειξης – δεν προλάβαινα να κάνω ένα σχέδιο μέσα στο μετρό και στέγνωνε αυτόματα. Έτσι σχεδίασα σε όλες τις αποδείξεις που είχα.
Όταν μου τελείωσαν οι αποδείξεις, άρχισα να κόβω μικρά χαρτιά, σχεδίαζα πάνω τους και έλεγα «κοίτα να δεις, όταν θέλεις να δημιουργήσεις, και κάτω απ' το χώμα να σε βάλουν, πάλι θα βρεις τρόπο να το κάνεις». Ο τυφλοπόντικας σκάβει στα τυφλά για να βρει το φως.
— Βιοπορίζεσαι από αυτό που κάνεις;
Στην Ελλάδα πολύ δύσκολα ζει κανείς από την τέχνη. Μπορείς, αλλά αν μπεις στη διαδικασία να ζήσεις από την τέχνη σου, δεν θα κάνεις τέχνη. Γι’ αυτό και κάνω κάτι άλλο για να ζήσω. Είναι και ένας τρόπος να παίρνω και μια απόσταση από αυτό που κάνω.
Αναζητώ την τέχνη σε μη προφανή πράγματα. Ένας μέσος καλλιτέχνης θα την έψαχνε επί το έργον, κλεισμένος σε ένα λευκό εργαστήριο, στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, σε μια γκαλερί, σε ένα βιβλίο τέχνης. Εγώ την ψάχνω στις αγροτικές δουλειές, σε πτυχές ανεξερεύνητες από κάθε συνθήκη που θα τις όριζε ως πτυχές της τέχνης».
— Τι άλλη δουλειά κάνεις;
Δουλεύω οδηγός σε φορτηγά με τον αδελφό μου, αγρότης με γελάδες, με πρόβατα, με μελίσσια, μου είναι πολύ δύσκολο να δουλέψω σε μια δουλειά που να μην είμαι αφεντικό στον εαυτό μου. Μια μέρα βρήκα στον δρόμο ένα μελίσσι, το μάζεψα, και σήμερα έχω 150 μελίσσια. Είναι κι αυτό ένα είδος δημιουργίας. Άμα θέλεις να κάνεις τέχνη, κάνεις και στην κορυφή του βουνού, και σε μια σπηλιά. Δεν έχει σημασία πού είσαι, το μέρος είσαι εσύ ο ίδιος, την τέχνη την πας όπου θέλεις, απλώς πρέπει να είσαι ανήσυχο πνεύμα.
Οι γονείς μου ακόμα μου λένε «τι κάθεσαι κι ασχολείσαι, τι είναι αυτά που κάνεις;», δεν τα αναγνωρίζουν ως εικόνα, θα θεωρούσαν πιο σωστό να σκαλίζω προτομές σε μάρμαρο, θα ήταν πιο ενταγμένο στον τρόπο που έχω μεγαλώσει. Από μικρός όμως ακόμα και τα ρούχα που αγόραζα ήταν όλα πολύχρωμα και τα πιο περίεργα για να ξεχωρίζω, σκεφτόμουν ότι αν τα φορούσα στο χωριό θα με έδειχνε ο άλλος και θα με πρόσεχε. Τώρα κάνω το ίδιο πράγμα με την τέχνη.
— Τι φτιάχνεις αυτή την περίοδο;
Προσπαθώ να ξεπεράσω κάπως τον εαυτό μου με αυτά που κάνω τώρα, γιατί νιώθω ότι ακόμα δεν το έχω κάνει. Είναι εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις. Ούτε και τώρα θα το κάνω, αλλά θέλω να φτιάχνω έργα πραγματικά μεγάλης κλίμακας, τεράστια. Όταν ήμουν μικρός έκανα έργα πέντε εκατοστά επί δέκα και όσο μεγαλώνω κάνω όλο και μεγαλύτερα.
Με ενδιαφέρει η μνημειακή γλυπτική κι αυτό που ετοιμάζω τώρα είναι πολύ μεγαλύτερο απ' όσα έχω κάνει. Θέλει χρόνο να βρεις το υλικό και να δουλέψεις και θέλει και απομόνωση, ασκητική ζωή, γιατί ένα τεράστιο γλυπτό χρειάζεται άπειρο χρόνο στο εργαστήριο για να σκεφτείς, άρα ξεχνάς προσωπική ζωή και τα έξω, απομονώνεσαι από τους ανθρώπους για να δουλέψεις. Είναι πολύ δύσκολη ασχολία και πνευματικά και σωματικά. Αν ο Θεός θέλει να καταραστεί κάποιον, τον κάνει καλλιτέχνη...
Πολλά έργα του Θωμά Διώτη αποτελούν μέρος δημόσιων και ιδιωτικών συλλογών στην Ελλάδα και στην Ιαπωνία. https://www.instagram.com/diotis.thomas