ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΦΤΑΙΕΙ ΠΟΥ το φθινόπωρο είναι η αγαπημένη μου εποχή, αλλά περπατώντας στο κέντρο ένα πρωί είχα ακριβώς αυτή την αίσθηση, ότι κάτι μαγικό συμβαίνει. Τα γκράφιτι, το φως του Οκτωβρίου, οι πολλές γκαλερί, οι αφίσες που καλούσαν σε κάτι, μια αναγνώστρια σε καφέ, κάμποσα περίεργα ντυμένα τυπάκια, με έκαναν να σκέφτομαι ότι κάτι όμορφο γίνεται.
Πώς, όμως, θα κρατήσει η Αθήνα τους δημιουργούς που ήδη ζουν ή περνούν μεγάλο μέρος του έτους εδώ και πώς θα τραβήξει κι άλλους, χωρίς να χάσει τον εαυτό της; Μιλώντας με άτομα ή ομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα για να δημιουργήσουν, ακούω συνήθως όλα τα γνωστά κλισέ. Οι άνθρωποι, το φαγητό, η φθηνή (σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) στέγη, το ομορφάσχημο χάος, η ζωτικότητα, το φως, ο εξωστρεφής τρόπος ζωής, αυτά τους αρέσουν. Με κάποιον τρόπο πρέπει να εξασφαλιστεί ότι θα υπάρχει ο χώρος.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να προστατεύεται ο/η δημιουργός, ώστε το στούντιο-σπίτι του/της να μη γίνει Αirbnb ή να μην καταλαμβάνεται σταδιακά απ’ όλο και πλουσιότερους καλλιτέχνες. Το πρόβλημα του gentrification σε περιοχές τύπου Εξάρχεια αναπαράγει και στην περίπτωση της τέχνης ανισότητες, που έτσι κι αλλιώς είναι πολλές, μεταξύ άλλων και εξαιτίας της φύσης της δουλειάς.
Κάποιοι είναι πιο ταλαντούχοι/όμορφοι/δικτυωμένοι/τυχεροί και βρίσκουν ευκολότερα στούντιο/σπίτι/προώθηση/κοινό από άλλους. Αυτοί οι άλλοι δεν χρειάζεται να εκδιωχθούν πλήρως από τα σπίτια τους μέχρι να κάνουν επιτυχία.
Όσοι θέλουν να στήσουν τη ζωή τους στην Αθήνα, ανεξαρτήτως ιδιότητας, φρικάρουν με απλά πράγματα: το σύστημα υγείας, τη γραφειοκρατία, τις υποδομές.
Βασικό, πάγιο έξοδο των δημιουργικών ανθρώπων είναι το κόστος ενοικίασης ενός χώρου. Γι’ αυτό συγκεντρώνονται συχνά σε μέρη με κτίρια που δεν θέλει κανείς και όχι μόνο για τη μελαγχολική γοητεία των ερειπίων. Έτσι γίνεται να προσελκύσει κανείς καλλιτέχνες, εάν τους δώσει χώρο και χρόνο.
Όταν λέω χρόνο εννοώ χρήματα, δηλαδή την ευκαιρία να ασχολείται κανείς με μία ή δύο καλά πληρωμένες αναθέσεις και όχι με πέντε. Μέρη απείρως πιο βαρετά απ’ την Αθήνα έχουν κατορθώσει να προσελκύσουν καλλιτέχνες μέσα από προβλέψιμα και διαφανή προγράμματα χρηματοδοτήσεων, παροχών (πρώτων υλών, μηχανημάτων) και διευκολύνσεων.
Ας μην ξεχνάμε αυτούς που μεσολαβούν μεταξύ δημιουργού και κοινού. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει και πολλή τέχνη, παρά τις φαντασιώσεις περί του αντιθέτου. Όταν ξεπηδάνε σε μια πόλη γκαλερί, art spaces και βιβλιοπωλεία, προφανώς υπάρχει η σχετική κουλτούρα, μια αίσθηση, ή μόδα, ή τάση, αλλά κάπου υπάρχει και ιδιωτικός ή δημόσιος πλούτος που στηρίζει την (επιχειρηματική) προσπάθεια αυτών που εντοπίζουν και αναδεικνύουν έργα.
Αυτές τις επιχειρήσεις χρειάζεται να προσελκύσει ή να διευκολύνει η πόλη, προκειμένου να σπάσει η κατάρα του καφέ-brunch-μπαρ που ’χει κυκλώσει το κέντρο. Αλλάζει ο αέρας γύρω από τέτοιους χώρους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πώς νιώθει μπροστά σε μια γκαλερί ή ένα όμορφο βιβλιοπωλείο. Δεν είναι ίδιο με το να προσπερνάς εναλλάξ τράπεζες και καφετέριες.
Τέλος, οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι, όπως όλοι, όχι νεράιδες και αερικά. Συνεκτιμούν τις υπηρεσίες στην αξιολόγηση ενός μέρους. Όσοι θέλουν να στήσουν τη ζωή τους στην Αθήνα, ανεξαρτήτως ιδιότητας, φρικάρουν με απλά πράγματα: το σύστημα υγείας, τη γραφειοκρατία, τις υποδομές. Μια πιο περιποιημένη Κυψέλη δεν θα θύμιζε ξαφνικά στους διεθνείς δημιουργούς το γερμανικό χωριό απ’ όπου κατάγονται. Οι καλύτερες υποδομές δεν θα έκαναν τον Σταθμό Λαρίσης βαρετό η αδιάφορο.
Φυσικά, για να καλλιεργηθεί με αξιώσεις η αίσθηση ότι σ’ ένα μέρος παράγεται πολιτισμός χρειάζονται τα καλά έργα. Την ευθύνη γι’ αυτό φέρουν και οι άνθρωποι του πολιτισμού. Η γκρίνια, η μιζέρια και η ηττοπάθεια («τίποτα καλό δεν κάνουμε», «κατάντια», «αχ! βαχ!», «χάλια όλα», «το ’κανε ο τάδε στη Νέα Υόρκη, δεν είναι πρωτότυπο») είναι εύκολες, αστείες και καλτ. Ο σωστός δρόμος, όμως, περνά μάλλον από αλλού και περιλαμβάνει σκληρή δουλειά.
Ήδη ζουν και δημιουργούν στην Αθήνα άνθρωποι που δεν γεννήθηκαν εδώ και που απλώς ερωτεύτηκαν αυτήν τη χαοτική σαπίλα, τους ανθρώπους και την όλη αίσθηση. Δίνουν στην πόλη άλλη χροιά με τα έργα και την παρουσία τους και κυρίως προτείνουν μια αφήγηση που δεν έχει σχέση με τον Παρθενώνα και τα δρομολόγια προς τα νησιά. Είναι όμορφο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.