Στο στούντιο της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη επικρατεί ένας ήρεμος αναβρασμός. Η φύση οργιάζει έξω από τα παράθυρα του εργαστηρίου της, ενώ από τις αποθήκες έχουν βγει έργα, στα τραπέζια έχουν απλωθεί σχέδια από τα πρώτα που δημιούργησε. Σε λίγο θα φύγουν για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, όπου θα φιλοξενηθεί το θερινό τρίμηνο η αναδρομική της έκθεση με τίτλο «Πλάθοντας το άυλο».
Εδώ που βρισκόμαστε υπάρχουν τα θραύσματα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της. Ακόμα και τα ολοκληρωμένα έργα είναι μέρος μιας θραυσματικής πραγματικότητας που συμπληρώνεται και ανανεώνεται διαρκώς μέσα στον χρόνο, από την παιδική της ηλικία και τα πρώτα της σχέδια μέχρι τα πιο πρόσφατα, τα κομμάτια ενός ονειρικού και εφιαλτικού, αλλά τελικά ελπιδοφόρου κόσμου που αναδύεται από την ανησυχία για το παρόν και το μέλλον του πλανήτη στην τελευταία της δουλειά «Dreamscape».
— Τι σημαίνει η ανακάλυψη όλου αυτού του παλιού υλικού; Ποιο είναι, για σένα, το χαρακτηριστικό της δουλειάς σου;
Έχω χωθεί σε αποθήκες και ξαναβγάζω όλα τα κομμάτια. Είναι φοβερά περίεργο γιατί θυμάμαι καθετί που έχω φτιάξει, υπάρχει μια βαθιά οπτική μνήμη, δεν ξεχνώ ποτέ. Έχω περιοδικά και βιβλία που ξέρω πού βρίσκεται τι και σε ποια σελίδα, κομμάτια έργων, χαρακτικά, φτερά, θραύσματα, καθώς πάντα με ενδιαφέρει η παραμόρφωση του βασικού σχήματος ως μέρος της αναζήτησης του πάνω και του κάτω κόσμου, του άγνωστου και άυλου και αυτού που σε ανυψώνει, τα αρχέτυπα και η επιστροφή στα βασικά στοιχεία. Τη δουλειά μου διατρέχει πάντα μια κόκκινη γραμμή, όπως υπάρχει πάντα και το θέμα των θραυσμάτων που δημιουργούν ένα τελικό σύνολο, κι αυτό το παρατηρώ σε όλα μου τα έργα από πολύ νωρίς. Υπάρχουν σχέδια που είχα κάνει δεκατεσσάρων ετών, τα οποία αποτελούνται από πάρα πολλά κομμάτια. Κάτι άλλο που παρατηρώ ότι με ενδιαφέρει είναι το κεντρικό κενό. Ένα κεντρικό σημείο που υπάρχει και στα παλιότερα έργα ‒λιγότερο στα συμπαγή‒ και έχει μια ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι με ενδιαφέρει τι υπάρχει μέσα μας, όπως και τα όρια μεταξύ του εσωτερικού εαυτού και του εξωτερικού.
Με τρομοκρατεί αυτό που κάνουμε στον πλανήτη, οι ρυθμοί με τους οποίους καταστρέφουμε το περιβάλλον, έτσι ένα κομμάτι από αυτό το τοπίο ήταν για να ευαισθητοποιήσω τους γύρω μας ως προς το ότι δεν πάει άλλο, όλοι μας πρέπει να κάνουμε κάτι.
— Αυτό από πότε ξεκινά;
Από πολύ παλιά, όταν η μητέρα μου, έγκυος στην αδελφή μου, μου έδειξε το σχέδιο μιας εγκύου γάτας με τα γατάκια μέσα στο σώμα της. Τότε ξεκίνησα να σκέφτομαι τη σημασία που έχει αυτό που δεν βλέπουμε, αλλά υπάρχει ως ενέργεια και με ενδιαφέρει τελικά να το γνωρίζω. Αυτό άρχισε να εκφράζεται πρώτα στα σχέδια και στη συνέχεια στα γλυπτά σαν μαντάλα, ένας κύκλος που σε πάρα πολλά έργα συστρέφεται. Ένα δεύτερο κοινό σημείο σε όλα, που σπάει το περίγραμμα της φόρμας ή τα όρια και από κει μπαίνει το κενό.
— Ποιο είναι το πολύ διαφορετικό που υπάρχει στα έργα σου και το βλέπεις τώρα που είναι εδώ ανοιγμένα μπροστά μας;
Νομίζω ότι υπάρχει πιο πολύ ανάγκη για χρώμα, κάτι που υπήρχε τη δεκαετία του ’80, όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη. Ο Κάλντερ με είχε επηρεάσει πολύ με το χιούμορ του, κάτι που επίσης επανέρχεται στη δουλειά μου υπαινικτικά. Εκείνη την εποχή όλα τα έργα είχαν κίνηση, χρώμα και συνδέονταν με τον μοντέρνο χορό, που είναι ένα δεύτερο πάθος μου. Φτιάχνοντας τα παιχνίδια, βγήκε πάλι αυτή η ανάλαφρη πλευρά του εαυτού.
— Να πούμε τι είναι τα παιχνίδια;
Τα παιχνίδια ξεκίνησαν πριν από μερικά χρόνια. Η ιδέα ήταν να τα παρουσιάσω Χριστούγεννα στην γκαλερί Ζουμπουλάκη σε μια έκθεση που λεγόταν «Games and Toys». Είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, με ρόδες και ποδήλατα που είχα μαζέψει από τον δρόμο και με αυτά έφτιαχνα άλογα που ήταν σαν δούρειου ίπποι. Το πιο παλιό είναι ένα ποδήλατο που είχα βρει στην Τήνο, σκουριασμένο, και το μεταμόρφωσα. Πάντα προσθέτω πράγματα που βρίσκω στην πορεία, π.χ. ενός αλόγου η χαίτη ήταν φτιαγμένη από σκούπες. Την περίοδο της πανδημίας έκανα περιπάτους και μάζευα διάφορα παιχνίδια που έβρισκα πεταμένα, από τα οποία έχω φτιάξει στο πίσω μέρος του κήπου μια παιδική χαρά. Σε αυτά τα objets trouvés υπάρχει το αστείο, η αίσθηση της εγκατάλειψης, καθώς οι παιδικές χαρές ήταν άδειες, και η αίσθηση της απώλειας.
— Ας κάνουμε μια μικρή διαδρομή στον κόσμο σου πριν από τις απώλειες.
Έφυγα στα δεκαεφτά μου από την Ελλάδα, έκανα έναν χρόνο στην Ελβετία και ήθελα να πάω στην Οξφόρδη, αλλά δεν με έπαιρναν μέχρι να γίνω 18 ‒ και με πήραν, χάρη στα σχέδιά μου, ήμουν πολύ καλή. Ζωγραφίζω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Έχω αυτή την πρώτη εικόνα του πατέρα μου, που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος και στο πατρικό μας διατηρούσε ένα δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως εργαστήριο, να ζωγραφίζει στο καβαλέτο κι εγώ στο πάτωμα να μουτζουρώνω, όπως κάνουν τα παιδιά. Θυμάμαι, αργότερα, όταν ζωγράφιζε το σπίτι μας με περίεργα χρώματα να τον ρωτάω γιατί δεν το άφηνε όπως ήταν και να μου απαντά ότι είναι πολύ σημαντικό στη ζωή να μην υπάρχει μόνο η πραγματικότητα αλλά και η φαντασία. Το άλλο που θυμάμαι είναι ότι ξεκίνησα από πολύ μικρή να φτιάχνω πράγματα. Μου έπαιρναν ένα ζευγάρι παπούτσια και το χαρτόκουτο της συσκευασίας το μετέτρεπα σε κάτι άλλο. Διάβαζα μια ιστορία και τους ανθρώπους που συμμετείχαν τους ζωγράφιζα και μετά με την αδελφή μου τους κόβαμε σαν κουκλάκια και παίζαμε. Το παιχνίδι ήταν στη ζωή μου και ξαναβγαίνει τώρα που αισθάνομαι ότι είμαι πιο ανάλαφρη.
— Οι γονείς σου σε ενθάρρυναν να σπουδάσεις τέχνη;
Πολύ, και τους το οφείλω. Φυσικά, το οφείλω και στους καταπληκτικούς δασκάλους που είχα στην Οξφόρδη, όπου έκανα χαρακτική και γλυπτική ‒ την τελευταία εκεί την ανακάλυψα πρώτη φορά και μου βγήκε ένα πάθος γι’ αυτήν. Πάντα δούλευα με περίεργα υλικά, μου έδιναν κάτι κοινό και έκανα κάτι διαφορετικό. Υπήρχε εποχή που έκοβα τον τσίγκο σε κομμάτια διαφόρων σχημάτων και έμενα το βράδυ κλειδωμένη μέσα στη σχολή, δεν ήθελα να φύγω από το εργαστήριο αλλά να δουλεύω διαρκώς, χρησιμοποιούσα όλη τη νύχτα το πιεστήριο μόνη μου. Επίσης, πολύ συχνά στη δουλειά μου συναντάμε στρώσεις και επιστρώσεις, και στα γλυπτά και στα επιτοίχια.
— Αυτό με τι σχετίζεται;
Έχει σχέση με το τι είμαστε. Δημιουργούμαστε σιγά σιγά, με όλες αυτές τις στρώσεις και επιστρώσεις που είναι οι εμπειρίες. Όλα όσα έχουμε σκεφτεί, όλα όσα έχουμε βιώσει χτίζουν την προσωπικότητά μας, που κι αυτή αλλάζει. Δηλαδή υπάρχει στη δουλειά μου μια σαμανιστική δυναμική, η οποία συνέχεια διασπά, μεταμορφώνει, ανασυνθέτει και ξαναφτιάχνει, αυτή είναι η διαδικασία.
— Υπάρχουν έργα που σε απασχολούν για χρόνια. Επανέρχεσαι σε αυτά;
Υπάρχουν κάποια που μπορεί να τα δουλεύω πολύ καιρό. Το «Άλογο στο γαλάζιο» είναι το ίχνος ενός γλυπτού που είχα δουλέψει επάνω σε δυο σκουριασμένα τραπέζια και έχει τα ίχνη όλων όσα συνέβησαν σε μια μεγάλη χρονική διάρκεια, της σκουριάς, της ηλεκτροκόλλησης, του μαρκαδόρου. Πήρε δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Από τη στιγμή που τελείωσε, τυπώθηκε σε πανί και εκτέθηκε σε μια φθορά, αλλάζει ακόμα και αυτήν τη στιγμή, συνεχίζει να ζει πέρα από εμένα, τη δημιουργό του. Είναι ένας τρόπος αποδοχής αυτών που συμβαίνουν στη δική μας ζωή, που γερνάμε, αλλάζουμε. Η συνεχής μεταμόρφωση είναι κάτι με το οποίο πρέπει να συμφιλιωθούμε και αυτό πάντα με ενδιαφέρει, γιατί γεννά κάτι άλλο.
— Επιστρέφεις και μέσω του χρώματος, του γαλάζιου, σε μια περιοχή οικειότητας, στο νερό που είναι κάτι με το οποίο συνδέεσαι αδιάλειπτα.
Όλη αυτή η σχέση που έχω με το νερό είναι σαν μια βουτιά στο υποσυνείδητο. Δεν ετοιμάζω κάποιο έργο συνειδητά. Μπορεί να κάνω προσχέδια, αλλά τη στιγμή που θα «βουτήξω» να δουλέψω είναι κάτι φρέσκο, σαν να μην υπάρχει χρόνος και μυαλό. Αργότερα κάνω ένα βήμα πίσω και επεξεργάζομαι αυτά που έχω κάνει, αρχίζω να διορθώνω, να αλλάζω, αυτή είναι η δεύτερη φάση της δουλειάς μου. Όταν βγαίνω στην επιφάνεια πια κοιτάζω συνειδητά και λογικά και πολύ συχνά η δουλειά μου είναι οι μεταμορφώσεις και οι μετατροπές της εικόνας. Δεν τελειώνει ποτέ η εικόνα.
— Επανέρχεσαι σε θέματά σου συχνά. Πότε κλείνουν αυτοί οι κύκλοι;
Για πάρα πολλά χρόνια τα θέματά μου ήταν το άλογο και ο θώρακας, αλλά αισθάνομαι ότι έχουν κάνει τον κύκλο τους, δεν ξέρω αν θα τα ξανακάνω πια. Τώρα αυτό που με ενδιαφέρει είναι το νερό. Κάτω από αυτό φεύγει η βαρύτητα και μένα με ενδιαφέρει πάντα αυτή η αλλαγή προοπτικής, το να μην υπάρχουν όρια μεταξύ των υλικών ή το να τα βλέπεις όλα από άλλο οπτικό πεδίο. Το νερό αισθάνομαι ότι με οδηγεί στο πώς θα είμαστε χωρίς να έχουμε σώμα, στο πώς ήμασταν πριν γεννηθούμε ή πώς είμαστε αφού πεθάνουμε. Για την εγκατάσταση με το δέντρο και τις πέτρες, το «Dreamscape», χρησιμοποίησα μαύρες πέτρες που αρχικά είχα φέρει από τη Σαντορίνη, από τον μήνα του μέλιτος με τον Δημήτρη. Την είχα στον νου μου δεκαετίες, αλλά συνέβησαν πράγματα που άλλαξαν ριζικά τη δουλειά μου. Υπήρχε όμως πάντα ως εικόνα στο μυαλό μου, σχεδίαζα την εγκατάσταση και τα καλοκαίρια μάζευα υλικό γι’ αυτό το ονειρικό τοπίο που έχει επίσης να κάνει με αυτόν τον κύκλο που κλείνει.
— Η φύση τι σου δίνει, σε ανακουφίζει; Αυτή η εγκατάσταση είναι και σαν μια έκφραση πένθους, οδύνης για τη φύση που μας περιβάλλει και χάνεται.
Επειδή είμαι μοναχική, η φύση μού δίνει μεγάλη ενέργεια, δεν αντέχω να είμαι με κόσμο συνέχεια και αισθάνομαι ότι εκεί βρίσκω μια αρμονία που με ισορροπεί, όπως και στο νερό. Την εποχή της πανδημίας πιέστηκα πολύ με διάφορα άγχη και δεν μπορούσα να πάω στη θάλασσα να κολυμπήσω. Το «Dreamscape» βγήκε σε μια εποχή φόβου που δεν μπορούσα να βρω το κέντρο μου και να ηρεμήσω, έτσι δημιούργησα στο εργαστήριο αυτή την εγκατάσταση. Με τρομοκρατεί αυτό που κάνουμε στον πλανήτη, οι ρυθμοί με τους οποίους καταστρέφουμε το περιβάλλον, έτσι ένα κομμάτι από αυτό το τοπίο ήταν για να ευαισθητοποιήσω τους γύρω μας ως προς το ότι δεν πάει άλλο, όλοι μας πρέπει να κάνουμε κάτι. Πιστεύω ότι υπάρχει πένθος εκεί μέσα, υπάρχει όμως και ένα κομμάτι που πάει προς το φως, που είναι η απόφασή μου, γιατί δεν είμαστε μόνο τα γεγονότα αλλά και ο τρόπος που επεξεργαζόμαστε αυτά που μας συμβαίνουν και το τι φτιάχνουμε με αυτά.
— Έχεις ζήσει τη δολοφονία του πατέρα σου, ένα γεγονός πολύ δραματικό. Αυτό πώς εκφράστηκε μέσα απ’ όσα δημιούργησες;
Όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας μου είχα ένα τρομερό πένθος που με παρέλυε, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, είχα πολύ θυμό, αυτά ήταν τα συναισθήματα. Ήμουν είκοσι επτά χρονών, είχα τελειώσει τις σπουδές μου, μόλις είχα παντρευτεί, ήταν μια πολύ ανέμελη εποχή της ζωής μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ απλός και προσιτός άνθρωπος που πρόσεχε όλους τους ανθρώπους γύρω του, αυτό τον ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα. Πιστεύω ότι δολοφονήθηκε γιατί ήταν ένας εύκολος στόχος, μια ευκαιρία να αφήσουν μια προκήρυξη. Ήξερε ότι ήταν σε μια λίστα, αλλά επέλεξε να μην αλλάξει τη ζωή του, να μη φύγουμε για το εξωτερικό και να μην αφήσει τους ανθρώπους του κι έτσι κάπως έγινε. Μετά τον θάνατό του ρήμαξαν όλες οι εταιρείες.
Όταν συμβαίνει κάτι τραγικό σε μια οικογένεια, αλλά με έναν τρόπο που το βλέπουν όλοι, είναι είδηση, δεν έχεις καν την πολυτέλεια να θρηνήσεις μόνος σου. Θυμάμαι, έβγαινα από το νοσοκομείο και ήταν απέξω οι δημοσιογράφοι, και κάθε φορά που συνέβαινε άλλη μια δολοφονία, το ξαναζούσα. Ήταν μια πολύ επώδυνη περίοδος, ο Δημήτρης δεν ήξερε τι να κάνει, εγώ κλεισμένη στον εαυτό μου και άπραγη. Με βοήθησε πολύ η τέχνη να συνεχίσω, άρχισα να χρησιμοποιώ τις εφημερίδες που έγραφαν για τον θάνατο του πατέρα μου, έκανα κάποια αυτοπορτρέτα και υπάρχει και ένα πολύ κομβικό έργο. Κράτησα ως θώρακα τις εφημερίδες και μετά το έργο έγινε τρισδιάστατο με τον θώρακα να κυριαρχεί, γιατί αυτό είναι που μου λείπει, η προστασία.
— Αυτά τα έργα τα εξέθεσες, τους θώρακες μιας περιόδου πολύ δύσκολης.
Ναι, η Μαριλένα Λιακοπούλου (σ.σ. η ιδιοκτήτρια της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών) και ο άντρας μου με πίεσαν να κάνω έκθεση, γιατί ήξεραν ότι θα με σώσει και γιατί η τέχνη μου είναι βιωματική, είναι μέρος του εαυτού μου και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτή. Η Μαριλένα Λιακοπούλου δεν φοβήθηκε τότε, έδειξε τη δουλειά μου και της οφείλω την αρχή της καριέρας μου. Οι θώρακες είναι ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου από διάφορα υλικά, χαρτί, μέταλλο και ξύλο. Υπάρχει και ένας που είναι λευκός και εκεί είναι σαν να γίνεται μια διεργασία με το στοιχείο της ανάτασης και της λύτρωσης που υπάρχει πάντα στη δουλειά μου ‒ δεν ήθελα να μείνω στον πόνο. Με αυτήν τη δουλειά μπήκα και στη διαδικασία να μελετήσω την αρχαία ελληνική τέχνη.
— Η ίδια σχέση με την αρχαία ελληνική τέχνη υπάρχει και στα άλογα;
Τα άλογα υπήρχαν πάντα στη δουλειά μου από παλιά, το πρώτο το έκανα από σύρμα στα δεκαεπτά μου. Είναι ένα σχέδιο που επανέρχεται ακόμα και σήμερα, όταν κοιτάζω τη ζωφόρο του Παρθενώνα, τα άλογα, θεούς όπως ο Ποσειδώνας, ξανά και ξανά, μέσα από τις καταπληκτικές φωτογραφίες του Μαυρομμάτη. Όπως κοιτάζω και τους κούρους που είδα πέντε χρονών με τον πατέρα μου στο Αρχαιολογικό Μουσείο και τρελάθηκα. Η σπουδή της ζωφόρου ξεκίνησε πάνω σε χαρτόκουτα και η πρώτη σπουδή αλόγου έγινε πάνω σε ένα κομμάτι ξύλου που βρήκα και μου θύμιζε λαιμό. Γιατί υπάρχει πάντα αυτό το κομμάτι, περπατάω και παρατηρώ και μαζεύω υλικά διαρκώς.
— Στη διαδικασία, τα υλικά από μασίφ γίνονται όλο και πιο ανοιχτά, αποκτούν μια «μη βαρύτητα».
Έχουν ξεκινήσει έτσι, συμπαγή, και ανοίγουν. Ωστόσο αυτή η περίοδος κρατά πολλά χρόνια, με τη σειρά για τον Καβάφη χρησιμοποιώ ξανά τον θώρακα, ανοιχτό πια, σε χαρτί και όλες οι στρώσεις και επιστρώσεις ‒το μισό κομμάτι είναι κλειστό και το άλλο ανοίγει σαν σελίδες βιβλίου‒ δείχνουν τελικά ότι υπάρχει μέσα μου μια προσπάθεια ανοίγματος και επικοινωνίας. Γιατί όταν ξαναδιάβασα τον Καβάφη, ώριμη πια, ένιωσα πως ήταν ό,τι έχω σκεφτεί και αισθανθεί ποτέ. Με συγκλόνισε αυτή η ποίηση και μέσω του Καβάφη ξαναέζησα το πένθος, το πάθος. Αρχίζω να κάνω τα έργα μου πιο προσωπικά.
— Τι σημαίνει για κάποιον που ζει μέσα στην τέχνη του η έννοια της αλήθειας και του χρόνου;
Νομίζω ότι δουλεύοντας σειρές έργων ξανά και ξανά καταλαβαίνεις ότι δεν υπάρχει μια απόλυτη αλήθεια αλλά πολλοί τρόποι να δεις το ίδιο πράγμα. Καταλαβαίνεις ότι δεν είμαστε μόνο εμείς, ότι οριζόμαστε από τον χώρο, ζούμε, θα φύγουμε και θα γίνει κάτι άλλο και το βλέπουμε στη φύση γύρω μας. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ η αλλαγή, η παραλλαγή, η διχοτομία των υλικών που είναι πάντα φθαρμένα και ταλαιπωρημένα, ενώ οι φόρμες είναι εξιδανικευμένες, όπως στα αρχαία ελληνικά αγάλματα, έχουν μια αίσθηση αθανασίας.
Με συγκινεί το ότι όλοι μας έχουμε κάτι ηρωικό, συνεχίζουμε και προσπαθούμε. Αν και από την πρώτη στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε εκτεθειμένοι στη φθορά, η ζωή μας είναι ευάλωτη. Γι’ αυτό νομίζω ότι δεν αρκεί, δεν μπορούμε πια να μείνουμε στον εαυτό μας, οφείλουμε να μη μείνουμε στον εαυτό μας, είναι λυτρωτικό να φύγουμε από εμάς τους ίδιους, να ρίξουμε το βλέμμα μας σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, στο μεγάλο κομμάτι της ζωής της οποίας είμαστε κομμάτι.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο
2 Ιουλίου-2 Οκτωβρίου 2022