Η έκθεση της κορυφαίας Γιαπωνέζας εικαστικού Γιαγιόι Κουσάμα που έγινε sold out τους προηγούμενες μήνες στην Tate Modern του Λονδίνου και θα διαρκούσε μέχρι τις 12 Ιουνίου 2022 ανακοινώθηκε ότι παρατείνεται ως τον Ιούνιο του 2023.
Αν κάποιος μπει σήμερα στο site της Tate Modern θα δει ότι δεν μπορεί να βρει εισιτήριο ούτε για δείγμα, θα πρέπει να τα κλείσει πολύ καιρό νωρίτερα και οι ουρές για τα περίφημα «Infinity Mirrored Rooms» είναι ατελείωτες.
Η 93χρονη σήμερα Κουσάμα κατέχει τον τίτλο όχι μόνο της καλλιτέχνιδας με τις υψηλότερες πωλήσεις στον κόσμο, αλλά και αυτής που με αυτό το συγκεκριμένο έργο –υπάρχουν πολλά, τουλάχιστον είκοσι «Infinity Mirrored Rooms» που παρουσιάζονται σε διάφορα μουσεία στον κόσμο (η Tate παρουσιάζει δυο από αυτά, το «Filled with the Brilliance of Life» και το «Chandelier of Grief»)– διεκδικεί τον τίτλο της πιο «ινσταγκραμικής» καλλιτέχνιδας με εκατομμύρια likes και δεκάδες χιλιάδες αναρτήσεις παγκοσμίως.
Το «φαινόμενο Κουσάμα» στο Instagram είναι τόσο αξιοσημείωτο που πολλοί το αναλύουν κοινωνιολογικά, υποστηρίζοντας ότι μοιάζει ειρωνικό το γεγονός ότι στεκόμαστε μέσα και γύρω από τις εγκαταστάσεις της Κουσάμα βγάζοντας selfies, όταν αυτές, εν μέρει, αφορούν την απώλεια του εαυτού μας σε έναν φαινομενικά αόριστο χώρο.
Το «φαινόμενο Κουσάμα» στο Instagram είναι τόσο αξιοσημείωτο που πολλοί το αναλύουν κοινωνιολογικά, υποστηρίζοντας ότι μοιάζει ειρωνικό το γεγονός ότι στεκόμαστε μέσα και γύρω από τις εγκαταστάσεις της Κουσάμα βγάζοντας selfies, όταν αυτές, εν μέρει, αφορούν την απώλεια του εαυτού μας σε έναν φαινομενικά αόριστο χώρο.
Γεγονός είναι ότι όποιος πατάει το πόδι του σε κάθε εγκατάσταση βρίσκεται αυτομάτως βυθισμένος σε ένα σπηλαιώδες και απόλυτα φωτογραφικό σύμπαν, στρωμένο με πλακάκια από καθρέφτη και τρυπημένο με εκατοντάδες μικροσκοπικά φώτα LED που τρεμοπαίζουν και σβήνουν στην απείρως ανακλώμενη σκοτεινή έκταση.
Στην ουσία μπαίνουν μέσα σε μια παραίσθηση, που θυμίζει τις παραισθήσεις από τις οποίες υπέφερε η ίδια η Κουσάμα όταν ήταν παιδί ή τη γοητεία που της ασκούσαν πάντα οι οπτικές παραισθήσεις και οι οφθαλμαπάτες που επαναλαμβάνει διαρκώς στο έργο της –ακόμα και σε πιο φωτεινούς χώρους– και καλούνται να κατοικήσουν έστω και για λίγο σε ένα απεριόριστο, ψυχεδελικό πεδίο. Το να το φωτογραφήσουν και να φωτογραφηθούν μέσα σε αυτό είναι μια σχεδόν αυτόματη αντίδραση, σχεδόν ενστικτώδης, η στιγμή που χάνεται ο εαυτός μέσα σε ένα αόριστο σύμπαν χωρίς διακριτά όρια.
Και πέρα από τα «Infinity Mirrored Rooms» ο κόσμος της Κουσάμα είναι τρομερά δημοφιλής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τότε που αυτά υπάρχουν και με τον τρόπο που εξελίσσονται και μας προκαλούν να γίνουμε με έναν τρόπο επιμελητές του λογαριασμού μας και διαμορφώνουν πολλές φορές τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τις εκθέσεις.
Η Κουσάμα άρχισε να δημιουργεί αυτές τις εγκαταστάσεις από το 1965, πολύ πριν την ύπαρξη των smartphones, αλλά σήμερα η μεγάλη επιτυχία και ο αντίκτυπος που έχει κυρίως στους νέους επισκέπτες της έκθεσης είναι ότι τα «δωμάτια» μπορούν να θεωρηθούν μια συμμετοχική εγκατάσταση, με τη συνήθη κακοφωνία των selfies σε χώρους τέχνης εδώ να μοιάζει ενταγμένη και αρμονική σε ένα έργο που εξαιτίας της ηλικίας του και της εποχής που δημιουργήθηκε μοιάζει οραματικό και σύγχρονο.
Η Tate ήταν από τα πρώτα πολιτιστικά ιδρύματα που αναγνώρισαν τη δύναμη των σόσιαλ μίντια και o λογαριασμός της στο Instagram έχει περισσότερα από 4 εκατομμύρια ακολούθους. Τα likes συνήθως είναι από δυο έως έξι χιλιάδες σε κάθε ανάρτηση. Τα likes για την Κουσάμα και κάθε πουά που εμφανίζεται και αφορά το έργο της ξεπερνούν τις δεκαπέντε και τις είκοσι χιλιάδες, όπως στην περίπτωση του μεγαλύτερου «Obliteration Room» της καλλιτέχνιδας που άνοιξε στο μουσείο, προσκαλώντας παιδιά και οικογένειες να δημιουργήσουν έναν κόσμο γεμάτο πολύχρωμες βούλες με τον τρόπο της Κουσάμα.
Ένα πλεονέκτημα του να είναι συνδεδεμένο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα καλλιτεχνικό ίδρυμα είναι η δυνατότητα να μετρά τις αντιδράσεις του κοινού σε καλλιτέχνες και έργα. «Στην περίπτωση της έκθεσης της Κουσάμα, οι αντιδράσεις στο Instagram μας βοήθησαν να προβλέψουμε τον τεράστιο όγκο των επισκεπτών που είναι πιθανό να περιμένουμε», λέει η επιμελήτρια –μαζί με τη Φράνσις Μόρις– της έκθεσης Κέιτι Γουάν.
Η ανάρτηση που έκανε η Tate για την Κουσάμα και την τότε επερχόμενη έκθεσή της άγγιξε σε μια μέρα τα 175.000 likes, κάτι που προετοίμασε το μουσείο όχι μόνο για τις ουρές των επισκεπτών, αλλά και για άλλες δράσεις, εκπαιδευτικές, διαδραστικές ακόμα και γαστρονομικές, αφού υπάρχει μενού Κουσάμα και κοκτέιλ Κουσάμα.
Η εμπειρία μέσα σε κάθε ένα από τα καλειδοσκοπικά περιβάλλοντα της Κουσάμα μοιάζει να προσφέρει απεριόριστη ελευθερία στον επισκέπτη και έναν ευρύτερο φανταστικό και ανεξερεύνητο κόσμο που συμβαδίζει με την ψευδαίσθηση του άπειρου χώρου.
Είναι έργα επαναστατικά με μια έννοια και όσα χρόνια και αν παρουσιάζονται ο κόσμος θα εξακολουθεί να μπαίνει στις εγκαταστάσεις. Αυτή είναι η επιτυχία της ιδιοφυούς καλλιτέχνιδας, η μετατροπή μιας έντονης επανάληψης που υπάρχει στα έργα της σε χαρτί σε μια αντιληπτική εμπειρία, σε αίθουσες που θυμίζουν peep-show και εγκαταστάσεις πολυμέσων, τρέφοντας έτσι το σημερινό ανανεωμένο ενδιαφέρον του κοινού για τις βιωματικές πρακτικές και τους εικονικούς χώρους.
Αυτό το απεριόριστα ψυχεδελικό πεδίο σημαίνει πολλά, μια σύντομη έστω διαφυγή από τον πραγματικό κόσμο, την εξαφάνιση του επισκέπτη από τον ρεαλιστικό κόσμο, την είσοδό του στο όραμα της Κουσάμα και μέσα στην ίσως πιο σημαντική καλλιτεχνική της ανακάλυψη.
Η ίδια ήθελε να υπερβεί τους φυσικούς περιορισμούς της δικής της καλλιτεχνικής παραγωγής, δημιουργώντας μια συμμετοχική εμπειρία και καθιστώντας τον επισκέπτη υποκείμενο του έργου, κάτι που και η ίδια είχε κάνει παλαιότερα μέσα από μια προκλητική σειρά αυτοπροσωπογραφιών στις οποίες χρησιμοποίησε το σώμα της για να ενεργοποιήσει τον χώρο, όταν το έργο αυτό εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην έκθεση «Floor Show», στην γκαλερί , στη Νέα Υόρκη το 1965.
Από τη δεκαετία του 2000 τα «Ιnfinity rooms» είναι συνήθως σκοτεινοί χώροι με πολλά μικρά φώτα, που παραπέμπουν σε έναν γαλαξία και ενισχύουν την αίσθηση ότι μεταφέρεσαι σε έναν φυσικό κόσμο πέρα από τη γήινη ατμόσφαιρα.
Το «Filled with the Brilliance of Life», μία από τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις της Κουσάμα μέχρι σήμερα, η οποία δημιουργήθηκε αρχικά για την αναδρομική της έκθεση του 2012 στην Tate Modern, είναι ένα καθηλωτικό έργο. Τοίχοι με καθρέφτες και μια ρηχή πισίνα νερού πολλαπλασιάζουν ατελείωτα έναν γαλαξία από μικροσκοπικά φώτα για να δημιουργήσουν την αίσθηση άπειρου χώρου. Τα εκατοντάδες μικρά, στρογγυλά φώτα LED αναβοσβήνουν σε διαφορετικές χρωματικές διαμορφώσεις βάσει ενός προγράμματος. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος του έργου, επιδιώκει να απεικονίσει τη ζωή ως μια «λαμπρή» εμπειρία.
Ενώ άλλα παραδείγματα αυτών των εγκαταστάσεων επικεντρώνονται στη μακροχρόνια ενασχόληση της Κουσάμα με τις τελείες και τις φαλλικές μορφές, το «Chandelier of Grief», το δεύτερο δωμάτιο στην Tate Modern, εστιάζει ψηλά, κατευθύνοντας το βλέμμα του θεατή προς τα πάνω και τονίζοντας τη συμμετοχική πτυχή της εγκατάστασης. Είναι υποδειγματικό έργο της πρακτικής της Κουσάμα ως μια επίμονη έρευνα για τις φαινομενολογικές δυνατότητες της τέχνης, στην οποία ο εαυτός και το περιβάλλον γίνονται δυσδιάκριτα και η επανάληψη των μορφών χρησιμοποιείται για να επιβεβαιώσει τη συντριπτική πολλαπλότητα του σύμπαντος.
Ο θεατής εισέρχεται σε ένα περιβάλλον με καθρέφτες στο οποίο μοναδική πηγή φωτός είναι ένας μπαρόκ πολυέλαιος που κρέμεται στο ύψος του κεφαλιού από την οροφή της κατασκευής. Ο πολυέλαιος είναι στερεωμένος σε έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό και, σε συνδυασμό με τα τρεμάμενα, παλλόμενα φώτα του και τους κατοπτρικούς τοίχους, έχει ως στόχο να δημιουργήσει ένα αποσταθεροποιητικό αλλά και μαγευτικό αποτέλεσμα.
Ο ελεγειακός και διφορούμενος τίτλος του έργου, αν και δεν αντιπροσωπεύει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός στην προσωπική αφήγηση της Κουσάμα, συνάδει με το ενδιαφέρον της να αναπαριστά μέσω της τέχνης της σύνθετες ψυχολογικές καταστάσεις, όπως το πένθος· από αυτή την άποψη, το έργο συμπληρώνει το προηγούμενο «The Passing Winter 2005», που επίσης βρίσκεται στη συλλογή της Tate.
Τα μεγάλης κλίμακας περιβάλλοντα της Κουσάμα συνδυάζουν αυτό το παραισθησιογόνο μοτίβο με μια συνεχή ανησυχία για την προοπτική, τον χώρο και την οπτική εμπειρία, ενώ ο διαδραστικός χαρακτήρας του δωματίου είναι χαρακτηριστικός του τρόπου με τον οποίο η πρακτική της εμπλέκει άμεσα τον θεατή, καταρρίπτοντας τα όρια μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου.
Παρά τον εκούσιο εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική από το 1977, το έργο της Κουσάμα παραμένει δεσμευμένο με τη νέα τεχνολογία, τόσο στα υλικά που έχει ενσωματώσει όσο και στην πρόβλεψη των τρόπων με τους οποίους το κοινό διαδίδει πλέον εικόνες από τις συναντήσεις του με τα καθηλωτικά έργα της στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, απηχώντας έτσι το θέμα της αδιάκοπης επανάληψης.
Είναι αυτά τα έργα που τοποθετούν την Κουσάμα στους καλλιτέχνες που προσπάθησαν και τελικά πέτυχαν να συμβιβάσουν και να ανατρέψουν τους τρόπους με τους οποίους γίνεται αντιληπτή η προοπτική τόσο στην τέχνη όσο και στην πραγματικότητα.
Yayoi Kusama: Infinity Mirror Rooms at Tate Modern | Tate