Οκτώ χρόνια τραγούδησε η Νίνου, μόνο τόσα πρόλαβε. Πέθανε στα τριάντα πέντε της, το 1957, χτυπημένη από τον καρκίνο. Η εκρηκτική παρουσία της στο πάλκο έμεινε αλησμόνητη, στη φωνή της υποκλίθηκαν όλοι. Και αυτή είναι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, η ιστορία της.
«Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του '50», γράφει ο Πάνος Γεραμάνης.
«Ήταν η τραγουδίστρια που άφησε βαθιά τα σημάδια της στο νεότερο ελληνικό λαϊκό τραγούδι και μέχρι σήμερα θεωρείται αξεπέραστη. ‘Έφτασαν μόνο οκτώ χρόνια “υπηρεσίας” της στα πάλκα και στη δισκογραφία για να αφήσει εποχή – κάτι που άλλοι δεν καταφέρνουν, παρά τα ραδιοτηλεοπτικά “δεκανίκια” που τους προσφέρουν, σε μια ζωή», γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος σε ένα αφιέρωμα για τη Μαρίκα Νίνου στο περιοδικό «Δίφωνο» το 2007, υπογραμμίζοντας πώς για τη Μαρίκα «ένα σωρό ψέματα και βρομιές έχουν ειπωθεί και γραφτεί από διάφορους επιτήδειους, φαντασιόπληκτους, προχειρολόγους, ευκαιριακούς, ρεμπετοτυχοδιώκτες και προφανώς ασεβείς».
Την άνοιξη του 1954 μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», όπως λένε χωρίς να γνωρίζει το τραγούδι που επρόκειτο να ερμηνεύσει. Με το που διαβάζει τους στίχους αντιλαμβάνεται πως έφτασε το τέλος της σχέσης τους, ξεσπά σε κλάματα, φεύγει και επιστρέφει ξανά στο στούντιο για μία και μοναδική ηχογράφηση, στην οποία είναι ολοφάνερα το παράπονο και οι λυγμοί της.
Συνολικά η Μαρίκα Νίνου ηχογράφησε 174 τραγούδια σε δίσκους 78 στροφών, από τα οποία το ένα τρίτο ανήκει στον Τσιτσάνη και τα υπόλοιπα σε είκοσι άλλους δημιουργούς. Στα 119 από αυτά τραγουδάει πρώτη φωνή και στα 55 δεύτερη. Επίσης, άφησε εννιά τραγούδια του Τσιτσάνη, ηχογραφημένα το καλοκαίρι του 1954 στην αίθουσα «Παρνασσός» από γαλλικό συνεργείο, και εντεκα σε ζωντανή ηχογράφηση του Τζίμη του Χοντρού το 1955.
Από τα 119 τραγούδια που ηχογράφησε η Μαρίκα Νίνου κάνοντας πρώτη φωνή σε δίσκους 78 στροφών, τα 34 ηχογραφήθηκαν στην εταιρεία His Master’s Voice, 37 στην Columbia, 8 στην Odeon, 6 στην Parlophone, 12 στη Melody, 20 στη Liberty Αμερικής και 2 στην Apollo Αυστραλίας.
Στη Νίνου αφιερώνει ο Μάνος Χατζιδάκις τα «Πέριξ» το 1974, γράφοντας: «Όλη η εργασία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής», ενώ ο μουσικολόγος και συνθέτης Γιώργος Παπαδάκης λέει: «Όπως η σκληρή, βραχνή φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη εικονίζει τον άντρα του ρεμπέτικου της εποχής του, έτσι και η Νίνου υλοποιεί τον γυναικείο χαρακτήρα στα τραγούδια που τα χρόνια εκείνα έγραφαν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης…».
«Η Νίνου είχε αξεπέραστο χάρισμα», λέει ο Γιώργος Κοντογιάννης στο «Παρασκήνιο» σε μια εκπομπή σκηνοθετημένη από τη Δώρα Μασκλαβάνου το 2009. «Είχε το χαρακτηριστικό ότι τραγούδησε με ευκολία και εκφραστικότητα τραγούδια όχι μόνο του δικού της ρεπερτορίου, αλλά και Χατζιδάκι, αρχοντορεμπέτικα. Μια φωνή χωρίς όριο, που μπορούσε να πει τα πάντα. Μεγάλη προσωπικότητα, με μεγάλη ένταση μέσα της. Η Νίνου έχει φωνητικές δυνατότητες αξεπέραστες, ένα εργαλείο, ένα χάρισμα που δεν έχει καμία άλλη».
Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της, ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε στο περιοδικό «Σχολιαστής» τον Απρίλιο του 1987:
«Γράφω αυτό το σημείωμα για να τιμήσω, από μακριά, την αλησμόνητη τραγουδίστρια που εξακολουθεί να μας δίνει κουράγιο. Και πρώτα-πρώτα, η Μαρίκα Νίνου δεν ήτο ελληνίδα. Η Μαρίκα Νίνου είχε αρμένικη καταγωγή. Οι γονείς της, Γκιούλα (Τριανταφυλλιά) και Οβανές (Γιάννης), ήσανε αρμένηδες της Σμύρνης, που, ως εκ θαύματος, γλιτώσανε από τη μεγάλη σφαγή. Η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1922, πάνω στο βαπόρι Ευαγγελία, που έφερνε την οικογένεια Αταμιάν στον Πειραιά. Οι Αταμιάν κατέληξαν στην Κοκκινιά. Ο πατέρας της Μαρίκας Νίνου, που ήτανε χύτης, έψαξε για δουλειά. Η οικογένεια πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια».
Όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ανιψιάς της Γκιούλα Αταμιάν, ο πατέρας της δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα.
«Είναι καράβι, πλοίο, Μικρασία. Μικρασιάτες. Παππούς και γιαγιά Μικρασιάτες, έχουμε και τη φωτογραφία τους. Εντάξει ζούσανε και ο μπαμπάς μας και δύο κόρες. Δυο αδερφές. Ε, μετά η γιαγιά είναι έγκυος. Γίνεται η σφαγή, που μας σφάξαν οι Τούρκοι και λοιπά, και μπαίνουμε στο καράβι… Μες στο καράβι την πιάσαν οι πόνοι τη γιαγιά και γέννησε τη θεία. Τον παππού τον σφάξανε, δεν ήρθε ποτέ. Στο καράβι ήτανε η γιαγιά με δυο κορίτσια (και το μωρό της). Το παιδάκι, λένε, ήτανε μελανιασμένο και νομίζαν δεν θα ζήσει και τελικά έζησε αυτό. Ακούστηκε το κλάμα. Και... Ευαγγελία. Ο καπετάνιος το βάφτισε Ευαγγελία. Ε, μετά εδώ ταλαιπώρια, ξέρεις. Παράγκες, Κοκκινιά, Μεγάρων 50. Μετά ζήσαμε εμείς σε αυτό το σπίτι. Μετά τη θεία, παντρεύτηκε ο μπαμπάς μας και ζήσαμε εμείς. Παράγκες ήτανε τότε, παραγκούπολη. Το μέρος υπάρχει, η Μεγάρων υπάρχει, αλλά οι παράγκες δεν υπάρχουνε πια. Ε, αυτό, Κοκκινιά, ταλαιπώρια... Ντάξει, ο μπαμπάς μας ήταν το αγόρι και έθρεφε τις αδερφές, μαζί με τη μαμά», λέει στον Πάνο Γεραμάνη.
Έτσι γεννήθηκε η Μαρίκα, η Ευαγγελία, το τέταρτο παιδί του ρολογά Χάικ και της Σιμαγκιούλ Αταμιάν, μέσα στο πλοίο που ονομαζόταν «Ευαγγελίστρια». Όταν έφτασαν στην Κοκκινιά, ο αδερφός της ο Μπαρκέβ Αταμιάν, οκτώ χρόνια μεγαλύτερος –που πέθανε κι αυτός από καρκίνο το 1955–, έκανε ό,τι δουλειά έβρισκε, μέχρι και τον λούστρο έκανε για να επιβιώσει η οικογένεια.
Η Μαρίκα γράφεται στο αρμένικο σχολείο «Άγιος Ιάκωβος». «Εκεί είχαν έναν δάσκαλο μουσικής που διέκρινε ότι αυτό το κοριτσάκι είχε μεγάλο ταλέντο, και της έδινε μαθήματα. Κάθε Κυριακή, επειδή ήταν καλόφωνη, την είχαν στην εκκλησία κι έψελνε. Έψελνε τόσο καλά, τόσο συγκινητικά, που ο κόσμος δάκρυζε», λέει η Γκιούλα Αταμιάν.
Ήταν μνημειώδης η παρουσία της όταν κάθε Μεγάλη Πέμπτη τραγουδούσε τον ψαλμό «πού είσαι μητέρα μου».
Η Νίνου παντρεύτηκε το 1939 τον Χάικο Μεσροπιάν που ήταν κλειδαράς και είχε ένα μαγαζάκι στην Κοκκινιά. Το ζευγάρι απέχτησε το 1943 έναν γιό, τον Οβανές. «Το 1947 (ο Σαββόπουλος γράφει το 1946) ήρθε δύο φορές στην Ελλάδα ένα σοβιετικό πλοίο για να πάρει όσους Αρμένηδες επιθυμούσαν να εγκατασταθούν στην πατρίδα τους. Τότε έφυγαν περίπου οι μισοί Αρμένηδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Ανάμεσά τους και ο άντρας της Μαρίκας Νίνου, που το ’σκασε, εγκαταλείποντας εδώ γυναίκα και παιδί. Ο Μεσροπιάν, δίχως να λάβει διαζύγιο, ξαναπαντρεύτηκε στη Σοβιετική Αρμενία, όπου σκάρωσε και πέντε παιδιά», γράφει ο Πετρόπουλος.
«Η Μαρίκα ήταν 17 ετών όταν παντρεύτηκε και το '42 χώρισαν, ενώ είχαν αποκτήσει τον Γιαννάκη (Οβανές)», λέει η ανιψιά της.
Η Νίνου από το 1944 είχε γνωρίσει τον ακροβάτη, μουσικό και ηθοποιό Νίνο (Νίκο) Νικολαΐδη. Έγιναν καλλιτεχνικό ζευγάρι και πήγαιναν με τα μπουλούκια και έκαναν ακροβατικά ως Ντούο Νίνο. Μετά, όταν μεγάλωσε το παιδί της, έγιναν το «Δυόμισι Νίνο», από το 1947.
Το όνομα «Μαρίκα» το πήρε από τη μάνα του Νίνο, που θαύμαζε τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίνου από τον Νίνο. Έτσι, η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου.
Σε μια εμφάνισή τους στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας όπου κάνουν ακροβατικά, ο ναύαρχος ζήτησε να ακούσει ένα τούρκικο τραγούδι από τη Νίνου κι εκείνη τραγούδησε ένα που ήξερε από τη μάνα της. Στο κοινό βρισκόταν ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός που τη γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, με τον οποίο έγραψε 1948 τα δύο πρώτα τραγούδια, «Ώρες σε κρυφοκοιτάζω» και «Θα σου πω το μυστικό μου».
«Θα σου πω το μυστικό μου», Μαρίκα Νίνου - Μανώλης Χιώτης, 1948
Ήθελε πολύ να ανέβει στο πάλκο και να τραγουδήσει. Στην αυτοβιογραφία του ο Γιώργος Μητσάκης λέει στον Νίκο Οικονόμου ότι τη γνώρισε όταν δούλευε κάπου, κοντά με τον άντρα της και τον γιο της, με το «Δυόμισι Νίνο», και πως του έλεγε: «Καλέ κύριε Μητσάκη, πες και στον κύριο Χιώτη να βγω να πω κι εγώ ένα τραγουδάκι».
Τα πρώτα της βήματα στο πάλκο τα έκανε με τον Στελλάκη Περπινιάδη στο κέντρο Φλορίδα, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί ήταν ο Γενίτσαρης και ο Λεμονόπουλος και ο Ανέστης (ο Γύφτος). Την είχε γνωρίσει όταν δισκογραφούσε τα τραγούδια του Χιώτη και όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του, τότε η Νίνου έπαιρνε νυχτοκάματο 25 δραχμές. Ζήτησε αύξηση και όταν της είπε όχι, εκείνη του είπε πως είχε πρόταση να πάει να δουλέψει με 90 δραχμές δίπλα στον Τσιτσάνη. «Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα τη βοηθούσε, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, αλλά με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου που όλοι μας γνωρίσαμε».
Η Νίνου είχε δισκογραφήσει ήδη με τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Η Βαγγελιώ Μαργαρώνη λέει στο «Παρασκήνιο» ότι για τη Νίνου μίλησε στον Τσιτσάνη ο μπουζουξής Ανέστης ο Γύφτος και ο ίδιος ο Τσιτσάνης λέει στη βιογραφία του στον Κώστα Χατζηδουλή: «Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ’ άφηνε εποχή. Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο (…). Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου "Τζίμη" γινόταν χαλασμός κόσμου (…). Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη (…). Το κέφι που δημιουργούσε η Νίνου στο πάλκο έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα που μπορούσε να χαλάσει ο κόσμος στο μαγαζί. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένη για το πάλκο».
«Ο Τσιτσάνης έλεγε ότι την έφτιαξε στα μέτρα του. Ο Τσιτσάνης χρειαζόταν μια Νίνου και η Μαρίκα ένα Τσιτσάνη. Έτσι ήταν τα πράγματα και κάνανε αυτό το θρυλικό δίδυμο και κάθε βράδυ στου Τζίμη του Χοντρού, στο Φαληρικόν, γινόταν χαμός από κόσμο», λέει η Γιούλα Αταμιάν.
«Προσαρμοζόταν πάντα στην εποχή ο Τσιτσάνης, ήταν εκσυγχρονιστής, αλλά είναι φανερό ότι με τη Νίνου, που ήταν η παρτενέρ της ζωής του, ασχολήθηκε περισσότερο και φαντάζομαι ότι σε αυτό έπαιξε ρόλο, πέρα από την προσωπικότητα της Νίνου, η ιδιαίτερη φωνή που είχε και τη διέκρινε αμέσως ο Τσιτσάνης. Είμαι βέβαιος ότι τα τραγούδια είναι γραμμένα πάνω στη φωνή της Νίνου και για τις δυνατότητές της φωνής της, γι' αυτό υπάρχει αυτό το καταπληκτικό αποτέλεσμα», λέει ο Γιώργος Κοντογιάνης. «Δεν ξέρω αν συνέβαλε και η Νίνου σε αυτό, αλλά τα χρόνια που ήταν μαζί διεμβόλισαν κι άλλες κοινωνικές τάξεις και το λαϊκό τραγούδι έγινε λαϊκής αποδοχής». «Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του '50», γράφει ο Πάνος Γεραμάνης.
Η Μαρίκα έφτασε στου Τζίμη του Χοντρού αφού είχε φύγει η Μπέλλου και πιο επεισοδιακά η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Εκείνη την εποχή πρώτη απ’όλες ανέβηκε στο πάλκο η Σωτηρία Μπέλλου. Ύστερα η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Στέλλα Χασκίλ, η Σεβάς Χανούμ, η Ρένα Ντάλια, αργότερα η Άννα Χρυσάφη. Η Μπέλλου αρνήθηκε να τραγουδήσει σε μια παρέα Χίτες, τους Κατελάνους, το «Του αετού το γιο», εκείνοι τη χτύπησαν και έφυγε από το μαγαζί. Ο Τσιτσάνης πήρε τον Οκτώβριο του '49 την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Εν τω μεταξύ, τη Νίνου την είχε απορρίψει ο Παπαϊωάννου, που έψαχνε κι αυτός τραγουδίστρια, γιατί έκανε λέει «πολλά καμώματα και τσαλίμια». Τότε ο Περπινιάδης του πρότεινε τη Νίνου. Γραμμοφωνούν μαζί τον «Τραυματία», μάλιστα, ενώ το γράφουν με τον Τσαουσάκη πρώτη φωνή και τη Νίνου δεύτερη, εκείνη πείθει τον Τσιτσάνη να τραγουδήσει το ίδιο τραγούδι πρώτη φωνή, αφήνοντας την περίφημη ερμηνεία της στις 78 στροφές.
«Ο Τραυματίας»
Όταν ο Κώστας Κοφινιώτης διοργανώνει μουσικό πρωινό στο «Κεντρικόν», όπου συμμετέχουν 5 μεγάλα λαϊκά συγκροτήματα της εποχής, προλογίζει ο «μουσικός κριτικός» Μάνος Χατζιδάκις και παρουσιάζει ο Ίκαρος, στο τέλος οι θεατές ψηφίζουν το τραγούδι που προτιμούν και είναι αυτό με το οποίο είχαν πάρει μέρος Τσιτσάνης και Νίνου, το οποίο αμέσως μετά δισκογραφούν ανάμεσα σε άλλα τα τραγούδια: «Πού θα τα βρεις στρωμένα», «Για τα μάτια π' αγαπώ», «Η καρδιά σου θα γίνει χρυσή», «Κι αν πάθεις και καμιά ζημιά(Τσιτσάνη μου)». Η συνεργασία του Τσιτσάνη με τη Γεωργακοπούλου διακόπηκε απότομα τον χειμώνα του 1949, όταν τη θέση της στο πάλκο του «Τζίμη του Χοντρού», δίπλα στον Τσιτσάνη, πήρε η Μαρίκα Νίνου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη πικρία της Γεωργακοπούλου. Οι σχέσεις της με τον Τσιτσάνη οδηγήθηκαν σε έντονη κόντρα όταν ο Τσιτσάνης έδωσε στον Χατζιδάκι το τραγούδι «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι», η μουσική του οποίου έμοιαζε σε πολλά σημεία με τη μελωδία του «Τσιγγάνου». «Τι δουλειά έχει ο Τσιτσάνης και χαρίζει δικό μου τραγούδι στον Χατζιδάκι;» δήλωσε τότε η Γεωργακοπούλου, η οποία μέχρι τέλους επέμενε ότι ο «Τρελλός τσιγγάνος» ήταν δικό της τραγούδι, γραμμένο την Κατοχή με αναφορά σε υπαρκτό πρόσωπο, κάτι που αναφέρει η βιογραφία της αλλά έχει πει και η ίδια σε συνέντευξη στον Πάνο Γεραμάνη.
Η Νίνου λέγεται ότι πρώτη τραγούδησε όρθια στα ρεμπέτικα πάλκα εκεί γύρω στο 1951. Αλλά το είχε κάνει νωρίτερα η Λίτσα Χάρμα, που τραγούδαγε μόνο όρθια από το 1948 μαζί με τον άντρα της Τόλη Χάρμα.
Ο Γιάννης Σταματίου, ο «Σπόρος», λέει στο «Παρασκήνιο»: «Τη γνώρισα στου Τζίμη όρθια, όχι μακριά από το πάλκο, αλλά όρθια. Δεν ήταν όμορφη, αλλά είχε μια δύναμη, είχε τσαχπινιά και αέρα αρτίστας. Όταν τραγουδούσε, δεν έπιανε κανείς πιρούνι».
Τσιτσάνης και Νίνου χαλάνε κόσμο. Η σχέση τους είναι εκρηκτική, με φοβερές εντάσεις. Η Μαρίκα είναι διεκδικητική, παθιασμένη, τραγουδούσε και το πρόσωπό της έπαιρνε μια έκφραση που έδινε και στο τραγούδι, μεταφέρει συγκίνηση. «Δεν δεχόταν τη μοίρα της, πάλευε, είχε πολύ έντονο χαρακτήρα, διεκδικούσε, το έκανε με ένταση και πάθος», λέει ο Γιώργος Κοντογιάννης. «Το τραγούδι σού έδινε να το καταλάβεις με τα όλα της» λέει η Βαγγελιώ Μαργαρώνη. «Σφράγισε τα τραγούδια με τρόπους που δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς. Ήταν ελκυστικό, καθαρό, απείραχτο».
Οι συχνοί καβγάδες τους με τον Τσιτσάνη γίνονται αιτία να της δώσουν κι άλλοι συνθέτες εξαιρετικά τραγούδια. Τραγουδά Μητσάκη, Χατζηχρήστο, Χιώτη, Κηρομύτη, Τατασόπουλο και Τζουανάκο, ανάμεσα σε άλλους.
Τον Οκτώβριο του 1951 πηγαίνουν για ενάμιση μήνα με τον Τσιτσάνη στην Κωνσταντινούπολη για εμφανίσεις στο κέντρο Καζαμπλάνκα. Με τον Τσιτσάνη έγινε σεισμός. Η αμοιβή τους ήταν τρεις χρυσές λίρες για τον Τσιτσάνη, δύο λίρες για τη Νίνου και μία για τη Μαργαρώνη, που έπαιζε πιάνο και ήταν η Νίνου που την είχε γνωρίσει στον Τσιτσάνη. Με αυτά τα χρήματα που έστελνε στην Ελλάδα χτίζει και το σπίτι της στο Αιγάλεω. Η Νίνου και ο Τσιτσάνης, παρά την επιτυχία που έχουν στις εμφανίσεις τους, τσακώνονται διαρκώς, η σχέση τους γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
«Ήταν φυσικό κι επόμενο να ξενίζει πολλούς ότι μία δική μας, Αρμένισσα, έγινε λαϊκή τραγουδίστρια. Η αλήθεια είναι ότι και η θεία δεν μιλούσε για την καταγωγή της. Κακά τα ψέματα, τότε, εάν έλεγε ότι ήταν Αρμένισσα, θα τη στιγμάτιζαν. Το ήξερε καλά αυτό και έλεγε ότι ήταν Πολίτισσα ή Μικρασιάτισσα. Μάλιστα, όταν το 1951 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για συγκεκριμένες εμφανίσεις, ο Βασίλης Τσιτσάνης της είχε απαγορεύσει να λέει ότι είναι Αρμένισσα. Όμως, όταν κάποιο βράδυ πήγε μια παρέα Αρμενίων για ν’ ακούσει τη θεία, δεν κρατήθηκε και εκδηλώθηκε, λέγοντάς τους "χάι εμ - χάι εμ", δηλαδή είμαι Αρμένισσα, διότι ήξερε αρμενικά, και έγινε μεγάλο γλέντι. Πάντως, λέγονται και γράφονται άπειρες ανακρίβειες για τη θεία, τόσο για την καταγωγή της όσο και για τον χαρακτήρα της. Ο καθένας φτιάχνει και έναν μύθο. Γι’ αυτό κι εγώ υπερασπίζομαι τώρα τη μνήμη της», λέει η ανιψιά της στο «Περίπτερον».
Για την καταγωγή της ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε «οι Έλληνες αγνοούν ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του ρεμπέτικου τραγουδιού δεν ήταν Ελληνίδα, ήταν Αρμένισσα από μάνα και πατέρα».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, Τσιτσάνης και Νίνου τραγουδούν ξανά στον Τζίμη τον Χοντρό, αλλά δεν μιλάνε μεταξύ τους. Είναι ένα ζευγάρι που θέλει να ακούσει ο κόσμος να τραγουδούν μαζί, αλλά οι ίδιοι μεταξύ τους δεν τα πάνε καθόλου καλά.
Το 1954 η Νίνου αρρώστησε με καρκίνο στη μήτρα. «Αποφάσισε να πάει στην Αμερική για δύο κυρίως λόγους», γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος. «Ο πρώτος λόγος ήταν για να τραγουδήσει και να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδελφού της, του Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε κι αυτός από καρκίνο, και τον γιο της, τον Οβανές, μια και τα κέρδη στις ΗΠΑ από το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλα. Ο δεύτερος λόγος ήταν για να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί». Η ανιψιά της όμως λέει ότι όταν πήγε το 1954 στην Αμερική δεν ήταν άρρωστη, ο αδελφός της είχε καρκίνο κι εκείνη έστελνε ό,τι μπορούσε. Είχε να θρέψει πολλά στόματα.
Ο Τσιτσάνης δεν την ακολουθεί στην Αμερική. Την άνοιξη του 1954, πριν από την αναχώρησή της, μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», όπως λένε, χωρίς να γνωρίζει, το τραγούδι που επρόκειτο να ερμηνεύσει. Με το που διαβάζει τους στίχους αντιλαμβάνεται πως έφτασε το τέλος της σχέσης τους, ξεσπά σε κλάματα, φεύγει και επιστρέφει ξανά στο στούντιο για μία και μοναδική ηχογράφηση, στην οποία είναι ολοφάνερα το παράπονο και οι λυγμοί της.
«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»
Στην Αμερική θα δουλέψει στο «Νέο Βυζάντιο», στη Νέα Υόρκη, ενώ γράφει στην οικογένειά της:
«Αγαπημένε μου αδερφούλη μου και νύφη μου, πήρα σήμερα το αγαπημένο σας γράμμα και χάρηκα που είστε καλά. Όταν εσείς είστε καλά, εγώ είμαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα. Δεν έχω τίποτα σ' αυτόν τον κόσμο εκτός από σας και τα παιδιά μου, τον Νίκο (Νίνος) και τον Γιάννη. [...] Έστειλα ένα δέμα με αντρικά ρούχα. Θα πάει στο βαπόρι να τα πάρει ο Νίκος. Ρούχα πλουσίων, και σε όποιον κάνουν να τα μοιραστείτε. Όσα κάνουν του Γιαννάκη και του Νίκου, ας τα πάρουν. Όσα δεν τους κάνουν, να τα πάρεις και να τα πουλήσεις. Είναι όλα καινούργια. Να τα πουλήσεις και να χαρτζιλικωθείτε. Για τα παιδιά μου που μου γράφουνε το δώρο τους θα είναι όταν θα 'ρθω να τους πάρω ένα οικόπεδο για την προίκα τους. Και όταν μεγαλώσουν να τα βρουν έτοιμα. Και ό,τι μπορώ θα τους κάνω σαν δεύτερη μάνα. Αγαπημένε μου αδερφέ, κι εσύ να κοιτάζεις τον εαυτό σου, εγώ είμαι για σένα, μη στενοχωριέσαι για τίποτα, γράψε μου μόνο και όλα θα γίνουν όπως εσύ τα θέλεις. Και τα μαλλιά μου ν' ασπρίσουν θα δουλεύω για σένα. Να μη σου λείψει τίποτα. Δεν ξεχνώ πώς με μεγάλωσες εσύ, δεν μ' άφησες στα εργοστάσια και με μεγάλωσες κοντά στη μάνα μου. Γι' αυτό έχω και τρόπους και ξέρω να εκτιμώ τον καθένα σας. Να είσαι καλά, εγώ είμαι για σένα, αφού θέλεις θα σου γράφω σχεδόν κάθε μέρα. Να μου φιλήσεις τα παιδιά και τη νύφη».
Το 1955 ο αδερφός της πεθαίνει. Τότε ηχογραφεί και το «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι» από την ταινία «Στέλλα» του Κακογιάννη. Θα ξαναπάει στην Αμερική το 1956, όπου πάλι θα κάνει θεραπεία και θα δουλέψει με τον Καπλάνη και τον Τζουανάκο, ενώ θα κάνει κι άλλες ηχογραφήσεις. Η Ρένα Ντάλια και ο Κώστας Καπλάνης, η Εύα Στυλ τη βοηθούν, κάνοντας ακόμα και έρανο για τα έξοδα του νοσοκομείου, για γιατρούς, εισιτήρια, ακόμα και για ρούχα.
Είπε στη Ρένα Ντάλια: «Είμαι πολύ άρρωστη, νομίζω ήρθα στην Αμερική για να πεθάνω».
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, δεν σταμάτησε να δουλεύει για το μεροκάματο. Είχε να ξεχρεώσει κάποια πράγματα και άρχισε να δουλεύει, άρρωστη, στου Τζίμη. Πήγαινε με το λεωφορείο.
«Εγώ δεν κάνω τίποτα εκτός από ένα καθήκον. Αυτήν τη ζωή που ζούμε είναι όλα ψεύτικα, είναι όλα ένα όνειρο. Ό,τι κάνεις, αυτό μένει. Ή καλό ή κακό. Εάν η αδερφή δεν κοιτάξει τον αδερφό ή ένα παιδί τη μάνα... τότε, ναι, πρέπει να πέσει από το Φάληρο και να πνιγεί», έγραφε σε ένα γράμμα της.
«Για να μην πεθάνει της πείνας (μάλιστα, νεαροί μου ρεμπετολάτρες!) ξανάπιασε δουλειά στου Τζίμη του Χοντρού. Παρά τους φρικτούς πόνους, έμεινε στο πάλκο ως τις αρχές Φεβρουαρίου 1957 – με αμοιβή χίλιες δραχμές το τραγούδι», γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος.
«Είχε σαράντα πυρετό», λέει ο Γιάννης Σταματίου (Σπόρος). «Ξεκίνησε να τραγουδά το "Γεννήθηκα για να πονώ" και στον δεύτερο στίχο μου είπε: "Σταμάτα, δε μπορώ άλλο". Ήταν το τελευταίο που τραγούδησε. Ήταν μεγάλη τραγουδίστρια, μεγάλη ψυχή».
Η Μαρίκα Νίνου, η «βασίλισσα του λαϊκού τραγουδιού», όπως γράφει η αγγελία του θανάτου της, πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1957.
«Τη θάψανε στο Σχιστό της Νεάπολης, πλάι στον αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε πεθάνει το 1955. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους ούτε τα οστά τους. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της, τρεις εμφανίσεις της σε κινηματογραφικές ασπρόμαυρες ταινίες, ερμηνεύοντας τραγούδια, και λίγα ρούχα της που φύλαξε η ανιψιά της Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν», γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος.
«Η Μαρίκα Νίνου –καθώς όλοι οι τραγουδιστές εκείνης της ηρωικής περιόδου– δεν άφησε τίποτα πίσω της. Όταν πέθανε, ο γιος της ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Κάποιοι επιτήδειοι κατέσχεσαν το σπιτάκι της. Απ’ όσο ξέρω, τα μόνα αντικείμενα που είχαν διασωθεί ήσαν λίγοι δίσκοι, κάτι άρθρα σε εφημερίδες, μερικά φουστάνια της μακαρίτισσας, δύο δίσκοι με τη φωνή της (μίλαγε στο παιδί της), ελάχιστες φωτογραφίες (υπήρχε και μία φωτογραφία που την έδειχνε σε ακροβατικό νούμερο), το διαβατήριο και η ταυτότητά της, δύο μαγνητοταινίες, το επαγγελματικό της βιβλιάριο», γράφει ο Πετρόπουλος.
«Κανένας δεν χάρηκε τη Μαρίκα», λέει η Βαγγελιώ Μαργαρώνη.
Και κανένας δεν χορταίνει μέχρι σήμερα να ακούει τη μεγαλειώδη, συγκλονιστική φωνή της.