Γεννήθηκα στο Ψυχικό. Κάθε χειμώνα έπαιζα εκεί, και κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα. Όταν ήθελα να μιλήσω, για κάποιον λόγο μίλαγα µε ομοιοκαταληξίες. Ο πατέρας μου δεν με πήγε σε ψυχίατρο. Άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα και να μου βάζει Βάγκνερ. Εκεί οφείλεται και η απέχθειά μου για την κλασική μουσική, μάλλον. Μου διάβαζε Μολιέρο κι όταν του έλεγα «μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τίποτα», μου έλεγε «δεν πειράζει, αγάπη μου, άκου τη μουσική της γλώσσας».
Πήγα σχολείο στο δημόσιο του Ψυχικού και μετά σε ένα ιδιωτικό. Η αλλαγή έγινε με αφορμή τη μετάθεση μιας πολύ αυστηρής δασκάλας, που οι γονείς μου την προτίμησαν για να με κάνει άνθρωπο.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν καλά. Αυτό τώρα για μένα λειτουργεί ως πηγή δύναμης. Μεγάλης δύναμης. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν έγινα γιατί –κάθε φορά που το ανέφερα– λιποθυμούσε η μάνα μου. Ήταν να μπω τη χρονιά της Κάτιας Δανδουλάκη. Της Δανδουλάκη η μάνα προφανώς δεν λιποθυμούσε.
Πέρασα στη Φιλοσοφική, την οποία και παρακολούθησα δύο χρόνια. Δεν άντεξα παραπάνω. Συνέχισα στη Σχολή Καλών Τεχνών, με σκηνογραφία. Η μάνα μου δεν αντέδρασε. Με είχε συνηθίσει. Ξέρεις, ο άνθρωπος από ένα σημείο και μετά συνηθίζει.
Έφυγα για το Παρίσι, όπου έκανα σχέδιο υφάσματος. Εκεί έκατσα περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν τρελάθηκα με την πόλη. Δεν μου ταίριαζε, μάλλον. Ήταν γεμάτη σοβινιστές. Νομίζω πως αν είχα πάει στο Λονδίνο, θα ήταν καλύτερα. Εκεί οι άνθρωποι πιστεύω ότι είναι πιο ευγενικοί επί της ουσίας.
Όταν γύρισα, ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γραφιστική – μέχρι που συνάντησα μπροστά μου το Τρίτο Πρόγραμμα, κι έτσι άρχισε το ραδιόφωνο για μένα.
Παράλληλα έγραφα κάτι στιχάκια για μαγιονέζες, που άρεσαν μόνο στον μπαμπά μου και σε έναν άλλον, ο οποίος μίλησε για μένα στον Χατζιδάκι όταν ήμουν στο Παρίσι. Πριν απ’ αυτά έγραφα μπούρδες για τη λύπη και τα τραγικά αδιέξοδα. Αηδίες.
Κι ύστερα ήρθε η «Λιλιπούπολη». Τελείως ερασιτεχνικά και απρόσμενα. Για έναν χρόνο δουλεύαμε ασταμάτητα και τζάμπα. Μετά αρχίσαμε να πληρωνόμαστε, κι έτσι είχαμε λεφτά για ένα τσιγάρο στα τέσσερα. Παράλληλα, κάναμε και όλη τη λάντζα του Τρίτου. Το κρατάγαμε όλο μόνοι μας. Και κάναμε ό,τι θέλαμε, παίζαμε ό,τι θέλαμε, μας δώσανε δική μας ορχήστρα. Ξέρεις, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει στον Χατζιδάκι είναι τα παράθυρα που άνοιγε σε νέους ανθρώπους. Ήταν ταμένος σ’ αυτό το πράγμα.
Σήμερα σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα παίζουν play-list. Αυτό είναι σαν να τσιμεντώνεις ρυάκια σε εποχή ανομβρίας. Είναι ένα τέρας. Κανείς δεν το καταλαβαίνει, αλλά είναι ένα μικρό τέρας. Αυτή η χώρα δεν εκφράζεται ελεύθερα πια. Δεν κατεβαίνει στους δρόμους. Την εμποδίζουν τα καγκελάκια του Αβραμόπουλου. Τη συγκρατούν στο πεζοδρόμιο.
Αυτή η χώρα δεν επιλέγει τι θέλει να ακούσει. Απλώς ακούει. Και ντρέπομαι όταν πολλές φορές συνειδητοποιώ ότι ταυτίζομαι περισσότερο με ένα αγγλικό ποπ κομμάτι, παρά με ένα σύγχρονο ελληνικό. Η Ελλάδα πνίγεται στην εντεχνίλα. Σε τραγούδια που έχουν στίχους με λέξεις όπως Ισμήνη, καθρέφτης, χαντρούλα, ασβέστης, Παναγιά κ.ά. Δεν μπορώ άλλο να ακούω την Παναγιά σε τραγούδια. Πρέπει πλέον να την αφήσουνε ήσυχη. Αυτά τα έγραφε ο Γκάτσος πριν από τριάντα χρόνια. Θέλω να γίνει λίγη φασαρία επιτέλους. Έστω και για λίγο. Πρέπει πλέον να καταλάβουνε ότι δεν υπάρχει φτηνή ποπ και ακριβό έντεχνο. Πρέπει να καταλάβουνε ότι η μάζα, όσο κακόγουστη κι αν είναι, το καινούργιο θα το δεχτεί. Όπως δέχτηκε η κακόγουστη μάζα του ’70 τον Σαββόπουλο.
Η «Λιλιπούπολη» ήταν ένα άλλοθι. Τίποτε περισσότερο. Τα περισσότερα τραγούδια –και απολύτως κανένα κείμενο από αυτά που περιείχε– δεν ήταν για παιδιά. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με χιτάκια. Μεγαλώνουν χωρίς να απαιτούν από το τραγούδι αίσθημα. Γιατί δεν ξέρουν ότι ένα τραγούδι μπορεί να τους κάνει να κλάψουν και να γελάσουν. Θέλουν τα τραγούδια να τους κινούν, ενώ κανονικά πρέπει να τους συγκινούν. Και από την άλλη, τη στιγμή που δεν υπάρχουν σημερινά παιδικά τραγούδια, τι να τραγουδήσει το παιδί στο προαύλιο του σχολείου; «Εις το βουνό ψηλά εκεί / είν’ εκκλησιά ερημική»; Ποιο βουνό και ποια εκκλησιά;
Σπίτι, ακούω πολύ ξένο ρεπερτόριο – αν και στο ραδιόφωνο δεν παίζω πολύ ξένο, γιατί δεν το ξέρω καλά. Και ντρέπομαι. Ο Μάρκες έλεγε ότι από πολύ νωρίς καταλάβαμε πως υπάρχουν πολύ νεότεροι άνθρωποι από εμάς που κάνουν αυτό που κάνουμε εμείς πολύ καλύτερα. Αυτό το βλέπω συνεχώς μπροστά μου. Ένας ωραίος στίχος που άκουσα τελευταία είναι από τις «100 μικρές ανάσες». Λέει, αν δεν μπορείς να μου μιλήσεις αλλιώς, στείλε μου τουλάχιστον μηνύματα σιωπής, κι εγώ θα τα λάβω. Ή ο στίχος «δεν χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο». Έκλεισαν σπίτια αυτά τα λόγια.
Από όλα τα τραγούδια του κόσμου, αυτό που με συγκλονίζει κάθε φορά που το ακούω είναι ένα τραγούδι της ξενιτιάς από τη Νότια Ιταλία, όπου ελληνικές λέξεις ξεπετάγονται ανάμεσα σε ιταλικές σαν ένα φεγγάρι που βγαίνει από τα σύννεφα και ξανακρύβεται, σαν μια γλώσσα που χάνεται και ξαναβρίσκεται. Είναι σπαρακτικό αυτό το τραγούδι.
Από τα ελληνικά λατρεύω το «Καινούργια τώρα ζωή» με τη Μοσχολιού. Αυτό γράφτηκε για το τέλος του πολέμου. Δεν το αντέχω. Με ταράζει κάθε φορά που τ’ ακούω. Το πιο αβάσταχτο ελληνικό τραγούδι. Και το «Ερωτικό» του Αλκαίου. Αυτοί οι στίχοι που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά μιλάνε για όλους. Είναι κάτι τραγούδια που νομίζεις ότι δεν τα έχει γράψει κανείς, ότι στέκονται μόνα τους στη μέση του δωματίου, αυτόνομα και στέρεα.
Σε μπαρ δεν πάω πια. Δεν οδηγώ κιόλας. Ο δάσκαλος της οδήγησης με πέταξε στη μέση του δρόμου. Μου είπε πως αδιαφορούσα.
Πηγαίνω συχνά στο Friday’s της Κηφισιάς. Εκεί κάνουν τις καλύτερες μαργαρίτες. Και στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη ή στο Petite Fleur του Χαλανδρίου. Και στο Rosebud, στο Κολωνάκι, αν και σιχαίνομαι το Κολωνάκι. Διακοπές κάνω στο Πήλιο. Έχει ενέργεια, έχει δέντρα, τεράστιους κορμούς, καταπληκτικό τσίπουρο. Καταλαβαίνεις αμέσως μόλις φτάνεις για ποιον λόγο ζούσαν νεράιδες εκεί.
Γράφω ακόμα. Το κακό είναι ότι μετά δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά που γράφω. Όταν έκανα τη «Σερενάτα», με φωνάζανε και μου ζητάγανε να γράψω κάτι σαν τη «Σερενάτα». Δηλαδή να γράψω για μια αγελάδα, μια καμηλοπάρδαλη ή κάποιο άλλο μέλος του ζωικού βασιλείου. Και με το γκάου πώς να τα βάλεις;
– Δεν ξέρω.
– Ούτε εγώ.
σχόλια