Το ομώνυμο τραγούδι που ανοίγει το πρώτο άλμπουμ του DJ Tune «The bwoi with a plan» είναι ένα γκόσπελ με τη φωνή του Jay Starr που δίνει το στίγμα ότι αυτό δεν είναι απλώς ένα ακόμα ραπ άλμπουμ. Το «Παιδί με το πλάνο» που ήρθε από το Κονγκό στην Ελλάδα πριν από δέκα χρόνια αγωνίστηκε σκληρά να επιβιώσει στην ελληνική πραγματικότητα και μετά από πολλές αναποδιές, ματαιώσεις σχεδίων και εσφαλμένες επιλογές κατάφερε να φτιάξει έναν από τους πιο ολοκληρωμένους δίσκους που έχουν γίνει ποτέ στο είδος στην Ελλάδα. Η ιστορία του DJ Tune είναι κατά πολλούς τρόπους ένα δυνατό success story.
Το «The bwoi with a plan» συνοψίζει την ιστορία του νέου ραπ της Αθήνας και δείχνει ότι «αυτό που ζούμε είναι η χρυσή εποχή των νέων παραγωγών, παιδιών με το εύρος ακουσμάτων και την αυτοπεποίθηση να πειραματιστούν», όπως σχολίασε ένας φίλος, «φλερτάροντας με την ποπ, που είναι δημοφιλής αυτήν τη στιγμή παγκοσμίως». Είναι όλοι τους νέοι άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει με ραπ –είναι η μουσική που ξέρουν καλά– και ήρθε η ώρα να κάνουν καινούργια πράγματα, δουλεύοντας με τον ήχο που υπάρχει γύρω τους και τους εμπνέει.
Το «The bwoi with a plan» είναι μια εντυπωσιακή δουλειά με 17 κομμάτια που συγκεντρώνουν όλες τις εκφάνσεις του σημερινού ραπ ως ήχου και ως θεματολογίας, «από Jersey drills μέχρι τραπίλες», χωρίς ίχνος μιζέριας, με όλα τα κλισέ, αλλά χωρίς κακοποιητικό λόγο, προσεκτικά φτιαγμένα για να μην προσβάλουν, χωρίς όμως να χάσουν το τσαγανό και την αγριάδα του δρόμου.
Το κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ έχει τη φωνή του Γιάννη Αντετοκούνμπο πάνω στο beat του Jivo και τα φωνητικά του Jay. Έχει τίτλο «No failure» και είναι ένα συμβολικό και αισιόδοξο φινάλε σε ένα άλμπουμ-υπερπαραγωγή.
Είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κατορθώνει ο DJ Tune με τις συνεργασίες του άλμπουμ: περιλαμβάνει καθιερωμένα ονόματα της ελληνικής άφρο-ραπ, όπως ο Νέγρος του Μοριά, ο Thug Slime και ο Moose, που συνυπάρχουν με τον Sapranov, τον Jitano και μια ομάδα από νέους ράπερ και τραγουδιστές που έχουν δώσει ήδη δείγματα δουλειάς ή είναι πρωτοεμφανιζόμενοι, όπως οι Spar, Jay Starr, Khay Be, Dogoloco, Silly Slime και η Ellize, και νέοι παραγωγοί που φτιάχνουν απίθανους ήχους. Το εντυπωσιακό με το άλμπουμ είναι ότι δεν έχει ούτε ένα filler, συστήνει νέους σταρ, ενώ τα κομμάτια του Νέγρου του Μοριά, του Thug Slime, του Jitano και του Khay Be είναι από τα καλύτερα που έχουν πει ποτέ, από τις πιο δυνατές στιγμές τους και από τις κορυφαίες παραγωγές του 2023.
«Σκεφτόμουν να κάνω αυτό το άλμπουμ πριν από δύο χρόνια», λέει ο DJ Tune, «άρχισα σιγά-σιγά να δουλεύω δικά μου κομμάτια, είχα έτοιμη πολλή μουσική όταν έφυγα από την εταιρεία που ήμουν για κάποιο διάστημα και ήθελα να φτιάξω κάτι δικό μου, όπως το είχα στο μυαλό μου. Έτσι ίδρυσα τη City Music. Εγώ και ο κολλητός μου ο Tarik φτιάξαμε δική μας ομάδα και δούλεψα με πολλούς καλλιτέχνες. Σήμερα είμαστε μια δυνατή ομάδα επτά ατόμων». Η παρέα που τον συνοδεύει για τη φωτογράφιση είναι ο Spar, ο Jay Starr, ο Alex Collins, ο Jivo, όλοι παιδιά από την Αθήνα, και ο Tarik Abdelkain, ένας DJ και παραγωγός που ήρθε εδώ από το Άμστερνταμ και επέλεξε να παραμείνει. Ο DJ Tune είναι ντυμένος στα λευκά και στήνει την ομάδα να φωτογραφηθεί μπροστά σε έναν τεράστιο πίνακα του Γαΐτη.
«Το όνομά μου είναι Bebel Mokalu Mandefu», λέει, «είμαι από το Κονγκό, είμαι 34 χρονών, έχω δύο παιδιά και φτιάχνω μουσική. Είμαι δέκα χρόνια στην Ελλάδα και από τότε που ήρθα δουλεύω ως DJ. Δεν έχω κάνει ποτέ ημερήσια δουλειά, ήρθα και πήγα σε κλαμπ, είπα ότι είμαι DJ και ότι ήθελα να δουλέψω, έστελνα link, τσέκαραν τι παίζω και κάπως έτσι μπήκα στα κλαμπ. Βρήκα πολλές κλειστές πόρτες, αλλά έπαιρνα πάντα την τύχη μου στα χέρια μου και το μυαλό μου δούλευε και δουλεύει συνέχεια. Πάντα πολεμάω να πάρω αυτό που θέλω. Είναι σχεδόν πέντε χρόνια τώρα που φτιάχνω μουσική, πάντα αυτό ήθελα να κάνω, αλλά δεν ήξερα πώς· ήθελα να γίνω και δικηγόρος, αλλά δεν είχα τη δυνατότητα, όμως σήμερα έχω δικηγόρους για την εταιρεία μου. Μέχρι ένα σημείο θα έλεγα ότι τα κατάφερα να κάνω αυτό που θέλω.
Τολμώ να πω ότι προσωπικά δεν έχω ακούσει στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο με το άλμπουμ που φτιάξαμε, γύρω μου δεν έχω "yes men", όλοι οι συνεργάτες μου είναι άνθρωποι με καλό χαρακτήρα, που αγαπιούνται μεταξύ τους, και φτιάχνω μουσική βασισμένος σε αυτούς τους ανθρώπους. Κάποιοι δεν ακούνε καν ραπ. Ο Tarik ακούει άλλα είδη μουσικής, καλή μουσική όπως αυτή του Tyler the Creator ή του Benny the Butcher, και είναι επίσης DJ, οπότε ξέρει τι θέλει να ακούει ο κόσμος. Ξέρει τι πρέπει να παίξει όταν είναι σε ένα κλαμπ. Με βοήθησε σε αυτό το κομμάτι, έτσι κάναμε το τέλειο άλμπουμ, γιατί περιέχει κομμάτια που μπορούν να παίξουν παντού και κάθε ώρα της μέρας, στην αρχή του προγράμματος ενός μαγαζιού, στη μέση, στο τέλος, κομμάτια που θα τα αγαπήσουν όλοι. Το "The bwoi with a plan" είναι ένα κλασικό άλμπουμ, πρέπει να του αφιερώσεις χρόνο και να το μελετήσεις. Τον Σεπτέμβριο θα το παρουσιάσουμε ζωντανά στο Gagarin, θα είναι ένας ωραίος τρόπος επιστροφής στην πόλη».
«Τι σχέδιο έχει το παιδί;»
«Θα ήθελα να γίνω εκατομμυριούχος. Αυτός ήταν πάντα ο σκοπός μου. Είχα πολλούς haters σε κλαμπ, αλλά κάθε μέρα σκεφτόμουν το σχέδιό μου και ότι υπάρχει ένας τρόπος να πάω παρακάτω. Έπρεπε να πληρώνω το ενοίκιο και τα υπόλοιπα έξοδα και να βάζω και κάτι στην άκρη. Αν είσαι μόνος σου, είναι cool να βγάζεις 100 ευρώ τη βραδιά ως DJ και να δουλεύεις κάνα-δυο μέρες την εβδομάδα, αλλά, αν έχεις παιδί και το ενοίκιο είναι 600 ευρώ, είναι διαφορετικά. Δεν μπορείς να παίξεις απλώς στο πάρτι κάποιου και να πάρεις 50 ευρώ. Έτσι άρχισα να κάνω τα δικά μου πάρτι κι άρχισα να βγάζω λεφτά απ' αυτό, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά και άρχιζαν οι πονοκέφαλοι. Αλλά σκέφτηκα ότι η μουσική μπορεί να με πληρώσει γιατί είναι κάτι στο οποίο είμαι καλός – μετά σκέφτηκα να γίνω σκηνοθέτης ταινιών. Ήθελα να βγάλω λεφτά, αλλά ήθελα να τα βγάλω με έναν τρόπο που να με σέβονται. Το πλάνο ήταν "πήγαινε και πάρε αυτό που θέλεις". Για να πας από δω που καθόμαστε στο σπίτι σου πρέπει να σηκωθείς και να περπατήσεις, αν δεν σηκωθείς, δεν θα φτάσεις ποτέ.
Ο κύριος λόγος που κάναμε αυτό το άλμπουμ είναι για να το ακούμε – τα ακούμε τα κομμάτια μας. Το 90% των καλλιτεχνών δεν ακούνε τη μουσική τους, την παίζουν μόνο σε ψεύτικους φίλους γιατί οι περισσότεροι έχουν "yes men" γύρω τους, που δεν τους κάνουν ποτέ κριτική».
«Μέσα στο παιχνίδι της βιομηχανίας πρέπει να διασκεδάζεις με αυτό που κάνεις, γιατί, αν εσύ δεν διασκεδάζεις, δεν θα έχει impact και στο κοινό, θα είναι στεγνό», προσθέτει ο Spar. «Αν κάνεις ένα κομμάτι για χρήματα ή για δόξα, θα είναι στεγνό. Αν το κάνεις για σένα, και επειδή περνάς καλά, θα είναι διασκεδαστικό».
Ο Spar είναι ένα 20χρονο παιδί από την Αγία Παρασκευή που γνώρισε τον DJ Tune πριν από τέσσερα χρόνια. «Ένας φίλος μου μού είπε "θέλει να σου μιλήσει ένας μικρός, τότε ήταν 16 χρονών», λέει ο Tune, «δεν μου γέμισε το μάτι, αλλά του τηλεφώνησα και άρχισε να ραπάρει. Κατάλαβα ότι αξίζει και είπα “αυτό είναι, τον θέλουμε”. Ηχογραφήσαμε μαζί και ήταν τρελό αυτό που άκουγα».
«Είμαι από το Κοντόπευκο originally, γέννημα-θρέμμα Αθηναίος», λέει ο Spar. «Γουστάρω τη μουσική από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά γράφω δικά μου κομμάτια και ασχολούμαι με τη ραπ απ’ την Α’ Γυμνασίου. Γράφω στίχους. Εδώ και τρία χρόνια έχει σοβαρέψει το πλάνο, γράφω για τη ζωή μου, θέλω μέσα από τη μουσική να μιλήσω για τα δικά μου βιώματα και τον δικό μου πόνο. Από κει και πέρα, θέλω να δώσω κίνητρο στον κόσμο όσο πιο πολύ μπορώ, πανελλαδικώς ή και παγκοσμίως, να μην τα παρατάνε. Θέλω μέσα από τις δικές μου εμπειρίες ο κόσμος να πάρει κουράγιο και να ταυτιστεί, να βρει δύναμη, να πιστέψει ότι όλα είναι δυνατά και να προχωρήσει με τα δικά του όνειρα. Έχω έναν τρόπο ζωής που τον λέω ODB, είναι κάτι που θα το αναλύσω μέσα από τη μουσική μου στη συνέχεια.
Ο στόχος μου είναι μέσα από τη μουσική μου να προσφέρω κάτι στην κοινωνία. Από κει και πέρα, κάνω αυτό που αγαπάω. Στο άλμπουμ έχουμε φτιάξει τέσσερα κομμάτια – με τον DJ Tune δουλεύουμε εδώ και καιρό, με βοήθησε να βρω τη φωνή μου και τον εαυτό μου, να συνδυάσω τις δυνατότητες που έχω όταν πιάνω το μικρόφωνο, είτε αυτό είναι ραπ βαρύ είτε είναι τραγουδιστό. Γιατί ο Θεός μού έχει προσφέρει μια φωνή με την οποία μπορώ να κάνω και τα δύο. Γενικά, η μουσική που περιλαμβάνει αυτό το άλμπουμ δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, ένα πράγμα μονότονο, έχει πάρα πολλή ποικιλία, diversity, ακούς πάρα πολλά είδη και ο καθένας έχει να δώσει κάτι ξεχωριστό. Ο καθένας έχει το δικό του στυλ. Δεν αντιγράφουμε κάτι, είμαστε παιδιά της γειτονιάς που βγάζουμε τη ζωή μας μπροστά, και όσο πιο αληθινή είναι η μουσική, τόσο το καλύτερο. Και είναι μουσική της Αθήνας».
Τον Jay Starr o Bebel τον είδε στο κλαμπ του, τον κάλεσε να εμφανιστεί στο βιντεοκλίπ του, τσέκαρε ό,τι έκανε και του άρεσε η πένα του. «Μου άρεσε ο τρόπος που έγραφε, γιατί ήταν περισσότερο ποίηση παρά απλά μουσική», λέει.
Ο Jay Starr είναι 19 χρονών, μένει στην πλατεία Αττικής και είναι από τη Νιγηρία. «Είμαι ανερχόμενος καλλιτέχνης», λέει, «άρχισα να τραγουδάω όταν ήμουν εννιά χρονών στην εκκλησία, δεν ήξερα καν ότι είχα καλή φωνή, σηκώθηκα και τραγούδησα, άρεσα σε όλους και σκέφτηκα ότι ίσως είμαι καλός σε αυτό – έτσι τραγούδαγα γκόσπελ μέχρι τα δεκατέσσερα. Μετά σταμάτησα μέχρι που έγινα 18, ως τότε δεν είχα γράψει ποτέ ένα τραγούδι. Στα 18 άρχισα να ηχογραφώ τραγούδια στο κινητό μου. Οι μόνοι που τα άκουγαν ήταν η μάνα μου κι η αδελφή μου και μου έλεγαν "είσαι καλός", έτσι αποφάσισα να ποστάρω ένα τραγούδι στο Instagram και είχα πολύ καλά σχόλια. Δεν το σχεδίαζα ποτέ να γίνει έτσι, ήθελα σίγουρα μια μέρα να κάνω μουσική, σκεφτόμουν ότι ίσως κάποτε φύγω από αυτήν τη χώρα, αλλά δεν ήξερα πώς. Ήταν σχέδιο Θεού να ξεκινήσω φέτος, να με βρει ο DJ Tune. Μιλήσαμε και μπήκα για πρώτη φορά στο στούντιο, έμαθα τη διαδικασία της ηχογράφησης και ερωτεύτηκα στ' αλήθεια τη μουσική. Βρήκα το στυλ μου, που είναι πιο πολύ σαν της παιδικής μου ηλικίας, τα γκόσπελ που τραγούδαγα στην εκκλησία. Με τη μουσική μου θέλω να εκφράσω αυτά που έχω περάσει, έτσι οι στίχοι μου είναι πιο πολύ σαν ποίηση, γιατί τα τραγούδια μου από την αρχή μέχρι το τέλος είναι μια αφήγηση με νόημα, αν πηδήξεις κάποιον στίχο χάνεις το νόημα και πρέπει να ακούσεις το τραγούδι πάλι απ’ την αρχή. Έτσι είναι η μουσική μου, έτσι εκφράζομαι, γράφω για πράγματα που έχω ζήσει – έγραψα ένα ποίημα όταν ήμουν σε μεγάλη θλίψη, όταν δεν ήξερα τι να κάνω. Οι στίχοι των τραγουδιών μου βγαίνουν μόνοι τους, φυσικά, δεν χρειάζεται να τους σκεφτώ, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω πολύ. Από την άλλη, αν προσπαθήσω πολύ, σίγουρα δεν θα βγει το τραγούδι που μου αρέσει. Έτσι λειτουργώ».
«Είσαι 19 χρονών, τι μπορεί να δώσει τόσο μεγάλη θλίψη σε έναν 19χρονο;»
«Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό, είναι προσωπικό, έχασα κάποιους ανθρώπους που αγαπούσα, τότε είναι που αρχίζεις να κατηγορείς τον Θεό – γιατί ποιον άλλον να κατηγορήσεις, ειδικά όταν είσαι νέος; Κατηγορούσα τον Θεό σχεδόν για τα πάντα. Άρχισα να παίζω μπάσκετ, αλλά έβλεπα ότι τα παιχνίδια ήταν στημένα, οι άνθρωποι σε εξαπατούσαν, αν είχαν χρήματα σε ξεπερνούσαν κι ας δούλευες δέκα φορές πιο σκληρά. Εσύ δεν μπορούσες καν να κοιμηθείς για να είσαι στην κορυφή, αλλά αυτοί είχαν τα λεφτά, που τα έκαναν όλα πιο εύκολα. Ευτυχώς, είμαι περήφανο άτομο και κρατάω το κεφάλι μου ψηλά, και συνεχίζω, και φαν της μουσικής, οπότε στράφηκα εκεί».
«Με λένε Βαγγέλη Κρασανάκη και είμαι 20 χρονών», λέει ο νεαρός beat maker της παρέας. «Είμαι από την Κρήτη, γεννημένος στην Αθήνα. Υπογράφω τις παραγωγές ως Jivo και κάνω μπιτάκια. Άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, επειδή μου φαινόταν πολύ ενδιαφέρον το να κάνω κάτι δικό μου. Άκουγα όλα αυτά τα κομμάτια και έλεγα “πώς το κάνουν;”, και απλώς αποφάσισα να δοκιμάσω να παίξω κι εγώ. Άρχισα με ένα πρόγραμμα στο κινητό, το GarageBand, μετά προχώρησα στο FL Studio, όπου δουλεύω ακόμη, γνώρισα τον Joshua (τον Jay Starr) στη σχολή και μια μέρα μου είπε ότι πήγαινε στο στούντιο και με ρώτησε αν ήθελα να πάω μαζί του. Μου αρέσει πολύ ο χώρος της τέχνης, βρήκα μια κάμερα με VHS κασέτα στην ντουλάπα του πατέρα μου και άρχισα να γυρίζω κάποια κλιπάκια – και στο στούντιο πήγα για να τραβήξω κλιπάκια. Εκεί γνώρισα τον Bebel, ήταν μια έκπληξη και κάπως έτσι άρχισε η ιστορία μου με τα παιδιά και τη City Music. Είχα πει στον Bebel ότι κάνω και κάποιες παραγωγές και του ’χα στείλει ένα beat pack. Θυμάμαι, μια μέρα είχα βγει από το στούντιο να πάρω την κάμερα και την ώρα που μπήκα ξανά έπαιζε ένα beat μου. Γούσταραν όλοι και με έκανε φουλ χαρούμενο αυτό. Τώρα κάνω μπιτάκια, αλλά κάνω και κάποια βίντεο γιατί μ’ αρέσει, μου προσφέρει κι αυτό μια ευχαρίστηση καλλιτεχνική, καθώς μου επιτρέπει να εκφράζομαι.
Περιμένω το άλμπουμ να σκάσει σαν κομήτης, έχω κάνει τα beat σε δύο τραγούδια ή έχω βοηθήσει τουλάχιστον, έχω κάνει το co-production. Ήταν πολύ διασκεδαστικό το να συμμετέχω, να είμαι part of it, είτε με τα κλιπάκια, είτε με την παραγωγή, είτε που βρισκόμουν στο στούντιο με αυτά τα παιδιά. Ήταν μια πολύ καλή αρχή για μένα. Νιώθω ότι τώρα ξεκινάει η πορεία μου σιγά-σιγά, κι έχω πολλά να μάθω ακόμα».
Τον Tarik ο DJ Tune τον γνώρισε σε ένα μπαρ εντελώς τυχαία. «Πήγα μια μέρα στο Penthouse και τον συνάντησα όταν ήταν μόλις τρεις μέρες στην Αθήνα», λέει. «Είχε έρθει απ’ το Άμστερνταμ και μιλήσαμε για δουλειές, για λεφτά, και κρατήσαμε επαφή» .
«Είμαι απ’ το Άμστερνταμ και ξέρω πολύ καλά πώς είναι τα πράγματα εκεί», λέει ο Tarik. «Όταν ήρθα στην Ελλάδα και άρχισα να δουλεύω με τον Tune και είδα πώς είναι οι δουλειές εδώ σοκαρίστηκα με τους καλλιτέχνες, γιατί πίστευα ότι το παιχνίδι ήταν βρόμικο στο Άμστερνταμ, αλλά εδώ είναι πολύ χειρότερα. Κάτι αρχίζει να αλλάζει επειδή οι άνθρωποι ανοίγουν τα μάτια τους και μιλάνε γι’ αυτή την κατάσταση, αλλά είναι ακόμα φρικτά αυτά που συμβαίνουν. Βέβαια, δεν γίνονται μόνο εδώ αυτό».
«Ο λόγος που έκανα αυτήν τη δισκογραφική εταιρεία είναι κυριολεκτικά επειδή είμαι τσαντισμένος με το game, επειδή όλοι έχουμε εξαπατηθεί με κάποιον τρόπο», συνεχίζει ο Tune, «γιατί λένε "θα σε βοηθήσουμε, αλλά θα σε ληστέψουμε, θα χρησιμοποιήσουμε το ταλέντο σου και θα σε κλέβουμε για πάντα". Και πάντοτε λέω σε όλα τα παιδιά "διαβάστε τα συμβόλαια". Δεν μπορείς να έχεις μια εταιρεία για πάντα, αλλά μπορείς να έχεις έναν φίλο για πάντα, για μια ζωή.
Έλεγα στον Spar τις προάλλες ότι είναι μεγάλη πρόκληση, η μουσική είναι καλή, αλλά οι μπίζνες είναι δύσκολες, αυτό είναι το κομμάτι που με αγχώνει. Μέχρι αυτό το σημείο δεν έχουμε καμία βοήθεια από πολύ δημοφιλείς καλλιτέχνες, από κανέναν. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι μας κουβαλάει, εμείς κουβαλήσαμε τον εαυτό μας με τον σωστό τρόπο, χρησιμοποιούμε τα εργαλεία και τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας».
«Η απλότητα είναι το κλειδί», λέει ο Tarik, «δεν χρειάζεσαι πάρα πολλά, μόνο μια καλή μελωδία, μια καλή φωνή και ένα καλό vibe. Συμμετείχαν καλοί άνθρωποι, καλή ενέργεια, οπότε βγήκε καλό και το αποτέλεσμα».
«Ο καθένας από μας, όπως και πολλά παιδιά σε αυτό το industry, έχει στόχο να προσφέρει μια καλύτερη ζωή σε αυτούς που αγαπάει και στον εαυτό μας», λέει ο Spar. «Ο καθένας έχει τα δικά του struggles, είναι διαφορετικός, αλλά όλοι έχουμε ως κύριο στόχο μια καλύτερη ζωή και για εμάς και για τους γύρω μας».
Στο εξώφυλλο του δίσκου υπάρχει ένα έργο του γλύπτη Alex Mendonza με τη μορφή του DJ Tune, ένα άγαλμα που γράφει στη βάση του «Έχω σμιλέψει με επιτυχία τον εαυτό μου σε Έλληνα θεό. Έγινα αυτός. Είμαι αυτός». Θα μπορούσες να το πεις και επίδειξη μεγαλείου, αλλά μιλάμε για ένα είδος που το flex είναι βασικό συστατικό του. «Σκεφτόμουν το εξώφυλλο έξι μήνες πριν», εξηγεί ο Tune, «μου άρεσε η ιδέα με το γλυπτό και βρήκα τον Alex Mendonza, πήγα ακόμα και στο γυμναστήριο για να φτιάξω το σώμα μου». Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Alex Mendonza φτιάχνει γλυπτό με ράπερ, έχει φτιάξει επίσης τον Saske, τον Mad Clip, τον Immune, ενώ έχει φτιάξει και το τάμα για το εξώφυλλο του «Yenna» της Μαρίνας Σάττι.
Και τα τρία βίντεο από τα single που έχουν βγει μέχρι τώρα απ’ το άλμπουμ τα έχει σκηνοθετήσει ο DJ Tune. Ωστόσο, creative director της City Music Group είναι ο Alex Collins, ένα παιδί 21 χρονών που είναι υπεύθυνο για την εικόνα της εταιρείας. «Είμαι γεννημένος στην Αθήνα», λέει, «γνώρισα τον Bebel μέσω του Moose, έχω φτιάξει το εξώφυλλό του και καταφέραμε να το βάλουμε στην Times Square στη Νέα Υόρκη. Από κει κατάλαβα ότι έχω κάποιο ταλέντο. Εγώ βάζω τις τελευταίες πινελιές στις δουλειές που κάνουν τα παιδιά. Εκφράζομαι καλλιτεχνικά μέσω των εξωφύλλων που κάνω, γιατί το εικαστικό κομμάτι είναι τόσο σημαντικό όσο και τα τραγούδια».
Το κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ έχει τη φωνή του Γιάννη Αντετοκούνμπο πάνω στο beat του Jivo και τα φωνητικά του Jay. Έχει τίτλο «No failure» και είναι ένα συμβολικό και αισιόδοξο φινάλε σε ένα άλμπουμ-υπερπαραγωγή: «Δεν υπάρχει αποτυχία στον αθλητισμό. Υπάρχουν καλές και κακές μέρες. Κάποιες φορές είσαι πετυχημένος, κάποιες όχι. Κάποιες φορές είναι η σειρά σου και κάποιες όχι. Αυτό είναι ο αθλητισμός. Δεν νικάς πάντα. Φέτος θα νικήσει κάποιος άλλος».
«Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι απλώς παίρνεις τη φωνή κάποιου και μπορείς να τη βάλεις στο τραγούδι – δεν είναι έτσι. Ο Γιάννης το άκουσε και μας έδωσε το ok», λέει ο Tune. «Tο άλμπουμ έρχεται μία μέρα πριν από τα γενέθλια της κόρης μου, θα ήθελα να είναι η οικογένειά μου και οι κόρες μου περήφανες γι' αυτό το άλμπουμ. Για τους haters δεν με νοιάζει…»
Ακούστε ολόκληρο το άλμπουμ.
H City Music Group (CMG) είναι ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που διανέμει η @skyvectormusic.