ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ να καθορίσει κάποιος τι σημαίνει επιτυχία ‒ όχι το φετινό, αμήχανο καλοκαίρι, αλλά τα τελευταία χρόνια. Τα διαφορετικά μουσικά γούστα δεν συναντιούνται πουθενά, η πληροφορία ταξιδεύει μόνο προς μία κατεύθυνση: αυτό που ανακαλύπτεις μόνος σου μέσω των δικών σου πηγών, αυτό που σε ενδιαφέρει, όλα τα υπόλοιπα πολύ δύσκολα θα τα προσεγγίσεις.
Η μουσική σήμερα είναι ένα χάος και όσο περνάει ο καιρός γίνεται κάτι κλιμακούμενα αυτιστικό που δεν ενώνει αλλά χωρίζει. Ακούγοντας τον δίσκο του Θοδωρή Σμπιλή, μια ανεξάρτητη κυκλοφορία που είναι από τις καλύτερες της περασμένης χρονιάς, αναρωτιέμαι αν θα είχε καλύτερη τύχη σε περίπτωση που είχε βγει σε μια μεγάλη εταιρεία ή αν ο δημιουργός του ζούσε στην Αθήνα και έπαιζε πιο συχνά ζωντανά.
Αναρωτιέμαι γιατί το «Χαρωπό τραγουδάκι», στο οποίο μελοποιεί Λαπαθιώτη, και «το Θηρίο» δεν είναι ραδιοφωνικά χιτ ή γιατί δεν ακούγονται παντού οι στίχοι από το «Κοίτα χάλι» («Σου είπα μείνε λίγο ακόμα / κι ήμουν μόνος στο κρεβάτι / τρία χρόνια περιμένω / ίσως πρέπει να ξυπνήσω / και να ψάξω την αγάπη»...).
Το «Κοίτα χάλι» δεν είναι από τα κομμάτια που ανέβηκαν ψηλά στις τάσεις, δεν θα το πετύχεις εύκολα στο ραδιόφωνο, δεν είναι από αυτά που έχουν κάνει ντόρο, αλλά είναι από τα κομμάτια που θα χαρακτηρίσουν με κάποιον τρόπο το φετινό καλοκαίρι. Είναι όμορφο, είναι αγαπησιάρικο και έχει ένα ρεφρέν που σου κολλάει και θέλεις να μοιραστείς.
Η κατάσταση είναι δύσκολη για κάποιον που ασχολείται με την τέχνη, μα πιστεύω πως αν δημιουργήσεις κάτι με βαθιά ειλικρίνεια, που να αφορά τον μέσα και έξω σου κόσμο, ίσως να αφορά κι άλλους και να υπάρξει πηγαία συνάντηση ‒ νομίζω πως ο καιρός διψάει γι’ αυτήν τη συνάντηση και για παρέες που όντως θα γράψουν ιστορία.
Το πρώτο του άλμπουμ «Ναι, Οξυγόνο» ήταν μια πολύ ξεχωριστή κυκλοφορία που ήρθε με το ξεκίνημα της δεύτερης καραντίνας και με τις εξελίξεις της πανδημίας δεν είχε την τύχη που του άξιζε. Όπως και οι όλοι οι τραγουδοποιοί, ο Θοδωρής αποκαλύπτει τη δυναμική του και τον «ηλεκτρισμό» των κομματιών του στις ζωντανές του εμφανίσεις και οι ζωντανές εμφανίσεις είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα όλων των μουσικών στη μετά-Covid εποχή.
Η κουβέντα μαζί του από την Ικαρία όπου βρίσκεται για δουλειά έγινε λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του βίντεο για το «Κοίτα χάλι», που μοιάζει με τρέιλερ για ένα σύγχρονο love story.
Θοδωρής Σμπιλής - Κοίτα Χάλι
«Γεννήθηκα στην Έδεσσα, αλλά μεγάλωσα στην Αιδηψό μέχρι και τα δεκαοκτώ μου χρόνια, οπότε μετακόμισα στην Αθήνα για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή, συγκεκριμένα στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών» λέει.
«Εκτός της μουσικής, ασχολούμαι και ερασιτεχνικά με το θέατρο. Στο πρώτο έτος ξεκίνησα να παίζω κιθάρα και κατευθείαν φύτρωσε μέσα μου ο σπόρος της τραγουδοποιίας, έτσι σύντομα έγραψα το πρώτο μου τραγούδι. Αρχικά στα ελληνικά και έπειτα στα αγγλικά, μια και τα ακούσματά μου ήταν από κει κυρίως. Βέβαια, στην πορεία αναπόφευκτα οδηγήθηκα στον ελληνικό στίχο. Νομίζω ότι από κει μπορώ να εκφραστώ και να πιω νερό από την πηγή της σκέψης μου.
Στο σπίτι τα ακούσματα ήταν αρκετά ετερόκλητα. Τα αδέρφια μου άκουγαν πανκ και ροκ κομμάτια και οι γονείς μου λαϊκά κυρίως ‒ όλα συνυπάρχουν μέσα μου κάπως, με έναν τρόπο. Το πρώτο-πρώτο τραγούδι που θυμάμαι, βέβαια, είναι ένα νανούρισμα διαφορετικό και ιδιαίτερο. Ο θείος μου μού τραγουδούσε το “Μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια” για να κοιμηθώ και θυμάμαι πως του το ζητούσα κάθε φορά, χωρίς να μπορώ να το προφέρω καλά-καλά.
Με τους Rebeltes ξεκινήσαμε να παίζουμε το ’16 με αρχικό στόχο να κάνουμε εμφανίσεις, όμως γρήγορα, και χωρίς να το πολυσκεφτούμε, βρεθήκαμε σε ένα παράξενο καφενείο όπου ο Tom Waits πίνει ουίσκι με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη και τον Ντοστογιέφσκι και η κουβέντα κινούνταν κάπου στις αμαρτίες των πατεράδων, στον έρωτα και στα πάθη με χιούμορ και πικρά χαμόγελα. Δεν μας ένοιαξε ιδιαίτερα αν θα θεωρηθεί βλασφημία να πειράξουμε ένα τραγούδι κλασικό. Η παράδοση είναι από μόνη της μια λέξη που κινείται και ζητάει ερωτήσεις και προβληματισμούς, όχι απαντήσεις και τέλμα.
Εδώ και δύο χρόνια έχω μετακομίσει στην Έδεσσα γιατί θέλησα να προστατέψω αυτό που αγαπώ. Δουλεύω στο οδοντιατρείο του αδελφού μου για να μπορέσω να στηρίξω πρακτικά τα τραγούδια μου. Δυστυχώς, πολλοί ανέλαβαν τον ρόλο του Κρόνου και τρώνε τα παιδιά τους. Αν δημιουργήσουμε κάτι με ειλικρίνεια και από βαθύτατη ανάγκη, ίσως η τέχνη που θα γεννηθεί από αυτό να καλύψει το κλάμα και να τη γλιτώσουμε.
Το “Ναι, οξυγόνο” είναι ένα πόνημα περίπου πέντε χρόνων. Ο Ηλίας Βαμβακούσης, που είναι ένας εξαιρετικός τραγουδοποιός και άνθρωπος με υπομονή, με βοήθησε στην παραγωγή και στον πρωτόγονο τρόπο που αντιμετώπιζα τότε τον ήχο μέσα σε ένα στούντιο, αλλά έπαιξε και μεγάλο μέρος των οργάνων που επιλέχθηκαν. Μου έμαθε πολλά και μου άνοιξε κόσμο ολόκληρο, ώστε να μάθω να λειτουργώ σ’ αυτόν με τον δικό μου τρόπο.
Έπειτα, με τον Κλάιντ Τζαμπραχίμη καθίσαμε ατελείωτες ώρες και δοκιμάσαμε, σβήσαμε και γράψαμε μέχρι το υλικό να πάρει τη τελευταία του μορφή. Επίσης, η Ηλιάνα η Κορέτση, με την οποία συνεργαζόμαστε χρόνια, έπαιξε τσέλο, τραγούδησε και με βοήθησε με την ενορχήστρωση των εγχόρδων και, φυσικά, όλοι οι μουσικοί δώσανε εαυτό στα παιξίματά τους και τους ευχαριστώ. Τέλος, τη μείξη και το μάστερ έκαναν οι Χρήστος Χαρμπίλας και Τίτος Καργιωτάκης με την εμπειρία και τα χιλιόμετρα πολλών χρόνων και τη συμμετοχή σε σημαντικούς δίσκους.
Τα τραγούδια του δίσκου γράφτηκαν σχετικά παλιά, στο ξεκίνημά μου, έτσι ίσως να προέκυψε και το όνομα “Ναι, οξυγόνο», σαν την πρώτη ανάσα. Τα συγκεκριμένα είναι σε δική μου μουσική και στίχους, βέβαια έχω σκοπό στην πορεία να κυκλοφορήσω δύο τραγούδια που είναι σε στίχους άλλων.
Όσον αφορά την εταιρεία, αυτό είναι ένα πονεμένο και περίπλοκο ζήτημα. Η αλήθεια είναι πως όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα ανταπόκριση, ώστε κάποια να αναλάβει όλη την ενότητα των κομματιών. Τα social media, ευτυχώς, βοηθάνε πλέον στην κοινοποίηση των τραγουδιών, βέβαια δεν νομίζω πως με τόση πληροφορία μένει χρόνος για τη βαθύτερη ακρόαση ενός ολοκληρωμένου δίσκου. Ας ελπίσουμε στην αγνότητα και τη γοητεία τού να παρασύρεσαι στον τόπο που σου προσφέρει ένας δίσκος.
Η κατάσταση είναι δύσκολη για κάποιον που ασχολείται με την τέχνη, μα πιστεύω πως αν δημιουργήσεις κάτι με βαθιά ειλικρίνεια, που να αφορά τον μέσα και έξω σου κόσμο, ίσως να αφορά κι άλλους και να υπάρξει πηγαία συνάντηση ‒ νομίζω πως ο καιρός διψάει γι’ αυτήν τη συνάντηση και για παρέες που όντως θα γράψουν ιστορία.
Με την καλλιτεχνική σου ιδιότητα πιστεύω μιλάς μέσω του έργου σου, μα είναι λογικό ως άνθρωπος να έχεις άποψη και να την εκφράζεις, ακόμα και δημόσια. Πολλές φορές, βέβαια, γίνεται επικίνδυνο. Δεν μπορώ π.χ. εγώ, ως μουσικός, να μιλήσω για ένα επιστημονικό ζήτημα, θα ήταν αυθαίρετο και ανόητο. Οφείλω, όμως, με παρατήρηση και ειλικρίνεια να πάρω θέση για μια αδικία ή μια ομορφιά.
Ο τρόπος, βέβαια, που θα φύγει από το μυαλό και την καρδιά και θα πάει στα χείλη παίζει σημαντικό ρόλο και θέλει διάκριση και από τον ομιλητή και από τον ακροατή. Συχνά χανόμαστε στη μετάφραση και κρίνουμε χωρίς πρόσωπο. Δικάζουμε και νομίζω πως κι αυτό είναι επικίνδυνο.
Ένας μεγάλος μου φόβος είναι η απάθεια και ελπίδα μού δίνει το δάκρυ της χαράς και το γέλιο του πόνου. Μέσα στον πόνο είναι η χαρά, μες στη χαρά είναι ο πόνος, που λέει και το τραγούδι.
Συνεργασίες πολλές θα ’θελα να κάνω. Να βρεθώ με ανθρώπους που εκτιμώ καλλιτεχνικά και να συνομιλήσουν οι καρδιές μας. Αλήθεια, δεν μπορώ να επιλέξω έναν μονάχα. Θα ’θελα να πω ένα τραγούδι σε στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου και μουσική του Yann Tiersen. Γίνεται;
Έχω σκοπό να παρουσιάσω τα τραγούδια του δίσκου με μια μπάντα που μπορεί να τον στηρίξει και να του δώσει την αίσθηση του ζωντανού και έπειτα να μπω στο στούντιο να ηχογραφήσω τον δεύτερο δίσκο, που έχει την ενότητά του και περιμένει κι αυτός να με παρατήσει επιτέλους!»
Μπορείτε να ακούσετε το άλμπουμ του Θοδωρή Σμπιλή και στο Spotify.