Μάιος 1988. Ο δίσκος της Τάνιας Τσανακλίδου «Μαμά Γερνάω» κυκλοφορεί σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Σταμάτη Κραουνάκη. Δυστυχώς, οι πωλήσεις δεν ήταν οι αναμενόμενες. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, καθιερώθηκε και πλέον συμπεριλαμβάνεται στα θρυλικά άλμπουμ της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Αδιαμφισβήτητα, πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής με ερμηνείες που καθηλώνουν, όποτε κι αν τις ακούσεις. «Μοίρες», «Πάμε κάπου», «Γυφτάκι», «Πάτωμα», «Ζελατίνα», είναι μόνο μερικές από τις επιτυχίες αυτού του αξέχαστου άλμπουμ.
Ιούλιος 2021. Τριάντα τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθικού πλέον δίσκου η Τάνια Τσανακλίδου και η Λίνα Νικολακοπούλου συμπράττουν ξανά. Με αφορμή την επέτειο των σαράντα χρόνων διαδρομής της Λίνας Νικολακοπούλου στη δισκογραφία, η στιχουργός κάλεσε την Τάνια Τσανακλίδου για να γιορτάσουν μαζί αυτήν τη σημαντική στιγμή της ζωής της. Συγκινήθηκαν, θυμήθηκαν πολλά, διαλέγοντας παρέα τα τραγούδια της παράστασης, και εμπιστεύτηκαν στον Φωκά Ευαγγελινό τη σκηνοθεσία αυτής της δίωρης, πολύχρωμης, μουσικής αφήγησης.
Με αυτή την αφορμή πηγαίνω να τις συναντήσω ένα ζεστό μεσημέρι στο σπίτι της Τάνιας Τσανακλίδου, στο Παγκράτι. Μια σπουδαία ερμηνεύτρια και μια κορυφαία στιχουργός-ποιήτρια θα βρεθούν ξανά μαζί στη σκηνή. Δύο σημαντικές φυσιογνωμίες του καλλιτεχνικού στερεώματος για λίγες, ξεχωριστές, μουσικές παραστάσεις. Μια ιστορική επανένωση δύο γυναικών που θεωρούν τη μουσική τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας και σε όλη τη διάρκεια της γόνιμης πορείας τους στην ελληνική δισκογραφία πρωταγωνιστούν σε ό,τι κι αν κάνουν.
Όσες ώρες μιλάμε υπό το άγρυπνο και γλυκό βλέμμα της χαριτωμένης σκυλίτσας Λου, συνειδητοποιώ ότι και οι δύο ακτινοβολούν, χαίρονται και αδημονούν. Είναι δυο πληθωρικές προσωπικότητες που πειράζουν συνεχώς η μία την άλλη και περιμένουν με αγωνία να γιορτάσουν μαζί μια ιστορική στιγμή της ζωής τους. Όπως μου εξηγούν, έχοντας διανύσει μια πλούσια διαδρομή, τις γοητεύει που είναι παρούσες στη φθορά του χρόνου.
Όλοι αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις, και δεν αναφέρομαι στους πολιτικούς, οι οποίοι απλώς είναι μαριονέτες, μισούν την ανθρωπότητα. Νιώθω διαρκώς ότι κάποιος μας μισεί, σαν να θέλει να μας αφανίσει. Να γίνουμε, ουσιαστικά, γρανάζια ενός καταναλωτικού μοντέλου. Είναι ένας εφιάλτης χειρότερος και από τα έργα του Τζορτζ Όργουελ. ― Τ.Τ.
Όλα αυτά τα χρόνια, άλλωστε, έχουν καταφέρει να εκφράσουν μελωδικά συναισθήματα και επιθυμίες, στιγμές και αποφάσεις, αναμνήσεις και απώλειες, έρωτες και φιλίες. Εξακολουθούν να εμπνέονται από πηγές αναταραχής, συγκίνησης ή εσωτερικής πάλης και δεν έχουν σταματήσει να μοιράζονται με το κοινό αγωνίες, βάσανα, καημούς και ανησυχίες. Κι αυτό γιατί πολλά από τα βιώματά τους έχουν χαραχτεί βαθιά στην ψυχή τους.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί αναφέρονται στη συνεργασία τους, στο μουσικό τους ταξίδι, σχολιάζουν θέματα της επικαιρότητας, αναφέρονται στις συνέπειες της πανδημίας, μιλούν για τα χρόνια που πέρασαν, για το τι τους λείπει αλλά και τι θεωρούν σημαντικό στη ζωή.
— Τριάντα τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του μυθικού πλέον δίσκου «Μαμά Γερνάω» συμπράττετε ξανά φέτος το καλοκαίρι. Πώς πήρατε την απόφαση αυτή;
Τ.Τ.: Εγώ είχα δηλώσει ότι δεν θα τραγουδήσω ξανά. Τελευταία, ασχολιόμουν με το θέατρο. Δεν υπήρχε μια ιδέα που θα με ενεργοποιούσε ώστε να βγω ξανά στη σκηνή. Ήρθε, όμως, η πρόταση της Λίνας, ενώ βρισκόμουν στο χωριό, και είπα αμέσως «ναι». Με τη Λίνα δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Όλα αυτά τα χρόνια έχει μια ασκητική πορεία. Κι εγώ είμαι ένα μοναχικό άτομο. Έτσι, αποφασίσαμε να ενώσουμε τις μοναξιές μας. Τίποτε άλλο δεν θα με ενδιέφερε να κάνω πέρα απ’ αυτό. Και νιώθω, πραγματικά, ευλογία.
Λ.Ν: Η απόφαση αυτή είχε παρθεί ήδη πριν ακόμη συμπληρωθούν τα σαράντα χρόνια μου στη δισκογραφία. Έρχεται, λοιπόν, τώρα να γίνει πράξη ως ένα ώριμο αίτημα που καλλιεργούνταν στο μυαλό μου εδώ και αρκετά χρόνια. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτεσαι, αναρωτιέσαι: «Με ποιους συνοδοιπορώ;». Αναζητάς εσωτερικά αυτόν που τιμάς, εκείνον που σε συγκινεί, τον ψυχικά συγγενή σου. Άλλωστε, βρίσκεσαι σε ένα σημείο που οδεύεις προς το πτυχίο της ζωής σου. Φτάνεις κοντά στο τέρμα της διαδρομής. Τώρα, λοιπόν, είναι η σωστή στιγμή, τίποτα δεν βόλευε για να συμβεί νωρίτερα. Μάλιστα, μεταξύ μας δεν συζητήσαμε καθόλου τι μεσολάβησε από το 1988 μέχρι σήμερα.
— Τι θυμάστε πιο έντονα τώρα που συναντηθήκατε πάλι;
Τ.Τ.: Τα λόγια που έχει γράψει η Λίνα σε αυτήν τη ζωή κρύβουν μέσα τους τρομερές περιγραφές της δικής μου ψυχοσύνθεσης, που ποτέ δεν τις ανασύραμε στις συνομιλίες μας. Τραγουδούσαμε πάντα τις αλήθειες μας. Ευτυχώς το 1988 ήμασταν ταυτόχρονα στο ίδιο ψυχικό επίπεδο με τη Λίνα και τον Σταμάτη. Δηλαδή ήμασταν σε απόλυτη πνευματική και ψυχολογική αρμονία. Κάναμε μια εσωτερική κατάδυση και φτάσαμε σε μεγάλο βάθος. Θυμάμαι, όταν μου έπαιξαν το «Πάμε κάπου», ακούγοντας τους στίχους «Πάμε λίγο, πάμε λίγο, κάτι μ’ έπιασε να φύγω, Κυριακή στην Κηφισίας, βρε μια φωνή απελπισίας..», λιποθύμησα. Είχα χάσει πρόσφατα τη μητέρα μου στη λεωφόρο Κηφισίας, στον έκτο όροφο του Υγεία. Αυτή η φράση της Λίνας με κατέστρεψε, με συντάραξε, με κλόνισε. Όμως η Λίνα άρθρωσε για μένα τις σκέψεις που δεν μπορούσα να πω στον εαυτό μου.
Λ.Ν.: Η Τάνια, ό,τι και να της δώσεις, το κάνει δικό της. Μαγεύει τις ψυχές των ανθρώπων και το πράττει με έναν μοναδικό τρόπο. Κάθε φορά που την παρακολουθώ, σε κάθε τραγούδι, δίνει και μια ξεχωριστή ερμηνεία.
— Τι μεσολάβησε όλα αυτά τα χρόνια;
Τ.Τ.: Πρώτον, δεν νοσταλγούμε τίποτα. Για εμάς αυτή η συνύπαρξη είναι μια γιορτή. Γιορτάζουμε τη λύπη χρόνων που μας κρατά τρυφερούς και ανθρώπινους μες στη βουή και τη συνάφεια του κόσμου.
Λ.Ν.: Το σίγουρο είναι ότι είμαστε πιο βαθιά ευτυχισμένες από την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, το 1988. Ανταμώσαμε πάλι και αυτό είναι κάτι ανακουφιστικό. Αυτή η συνάντηση εμπεριέχει μια υπεραξία των δύο ιδιοτήτων.
— Τι είναι τα «σχήματα των αστεριών»;
Λ.Ν: Τα βλέμματα που ρίχναμε η Τάνια κι εγώ όταν δεν ήμασταν στη σκηνή. Όλα τα σημάδια που φώτισαν τον εσωτερικό μας κόσμο.
Τ. Τ.: Οι πλοηγοί της πορείας μας. Ξέρετε, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, κοιτάζω πάντα προς τα αστέρια και λέω μέσα μου: «Σ’ ευχαριστώ». Αυτό είναι μια καθημερινή συνθήκη, για να μη χάσω ποτέ τη σύνδεση με την ομορφιά.
— Τι αίσθηση σας άφησε η πανδημία;
Τ.Τ.: Εγώ ευτύχησα να βρίσκομαι στο Πήλιο, μαζί με μια υπέροχη παρέα, κι έτσι την περάσαμε ανώδυνα συγκριτικά μ’ εκείνους που ήταν εντός πόλης. Ωστόσο, η αίσθηση που μου άφησε έχει να κάνει με έναν φρικτό φόβο ότι τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη. Περιμένω να έρθει μια τεράστια οικονομική κρίση, παγκοσμίως, και μια εθελούσια παραίτηση όλων από τις ελευθερίες μας. Για παράδειγμα, δείτε τα μέτρα που αφορούν τον περιορισμό όσων δεν έχουν εμβολιαστεί. Για μένα αυτό είναι μια μορφή φασισμού ‒ έχω κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου. Πώς μπορείς να λες σε κάποιον αν θα μπει ή όχι μέσα σε έναν χώρο; Επίσης, δεν έχουμε μάθει ακόμη: τα εμβόλια τελικά μας σώζουν ή όχι; Νομίζω ότι στο τέλος συνεχώς θα εμβολιαζόμαστε, με αποτέλεσμα να κερδοσκοπούν οι φαρμακευτικές εταιρείες κι εμείς να είμαστε τα φοβισμένα ανθρωπάκια που θα λέμε: «περιόρισέ με κι άλλο». Παλιότερα, στη δικτατορία, είχαμε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Θυμάμαι τον πατέρα μου να κλαίει για μία εβδομάδα επειδή τον έβαλαν να υπογράψει δήλωση ότι δεν ήταν κομμουνιστής. Και δεν ήταν. Είχε υποστεί, όμως, μια βίαιη ταπείνωση. Σήμερα έχουμε έναν νέο τύπο διαχωρισμού, το ίδιο διχαστικό, με τη δημιουργία πολιτών δύο κατηγοριών μέσω του ψηφιακού πιστοποιητικού εμβολιασμού.
— Υπάρχουν αρκετοί που υποστηρίζουν ότι η υγειονομική κρίση χρησιμοποιείται για να εφαρμοστούν κάποιες ακραίες πολιτικές. Συμφωνείτε ή όχι με αυτή την άποψη;
Τ. Τ.: Φυσικά. Όλοι αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις, και δεν αναφέρομαι στους πολιτικούς, οι οποίοι απλώς είναι μαριονέτες, μισούν την ανθρωπότητα. Νιώθω διαρκώς ότι κάποιος μας μισεί, σαν να θέλει να μας αφανίσει. Να γίνουμε, ουσιαστικά, γρανάζια ενός καταναλωτικού μοντέλου. Είναι ένας εφιάλτης χειρότερος και από τα έργα του Τζορτζ Όργουελ.
— Ευνοείται, δηλαδή, ο εκφασισμός της κοινωνίας τούτη την περίοδο;
Τ.Τ.: Ακριβώς. Συντηρητικοποιούνται ακόμα και άνθρωποι που πάντοτε φώναζαν και αντιδρούσαν. Ξαφνικά, έχω αντιληφθεί ότι ακόμα κι εγώ βάζω στον εαυτό μου κάποιους περιορισμούς. Αυτολογοκρίνομαι. Εγώ, που μου άρεσε να αγκαλιάζω τους ανθρώπους και να τους φιλάω, τώρα διστάζω να τους πλησιάσω. Και προφανώς αυτό δεν είναι συμβατό με την ανθρώπινη φύση. Τη δεκαετία του ’80 είχαμε το AIDS. Κι έτσι, η ερωτική μας ζωή οριοθετήθηκε. Ύστερα, ήρθε το χτύπημα του κορωνοϊού. Και συνειδητοποιώ ότι όλα κόβονται και το μόνο που μένει είναι η επιθυμία για κατανάλωση.
— Τι σας ενοχλεί στη σημερινή κυβέρνηση;
Τ.Τ.: Αρχικά, δεν μου είναι καθόλου συμπαθής ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης προπαγανδίζουν συνεχώς υπέρ της κυβέρνησης. Ειδικά όσοι βλέπουν τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων πρέπει να αναφωνούν: «Καλέ, σε τι υπέροχη χώρα ζούμε;. Είναι όλα τέλεια».
— Υπάρχει κάποιος από το πολιτικό σύστημα που να σας πείθει;
Τ.Τ.: Κανένας. Όμως συμπαθώ πολύ τον Αλέξη Τσίπρα. Έκαναν πολλά λάθη κι αυτοί κατά τη διάρκεια της δικής τους διακυβέρνησης, αλλά τους αναγνωρίζω ότι ούτε ένας τους δεν έκλεψε. Σήκωσαν τα μανίκια και δούλεψαν. Και το εκτιμώ. Προφανώς, υπάρχουν κάποια πρόσωπα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία δεν μου είναι αρεστά. Ως άτομο, για πολλά χρόνια δεν ψήφιζα, παρά μόνο το ’81, όταν στήριξα το ΠΑΣΟΚ, και έκτοτε είπα μέσα μου ότι δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος. Τελικά, ψήφισα ξανά στις τελευταίες εκλογές τον Αλέξη Τσίπρα και θα τον ξαναψηφίσω χωρίς δεύτερη σκέψη.
Λ.Ν.: (Γελάει). Μπράβο, Τάνια. Είσαι πολύ αισιόδοξη. Όταν έχασε τις εκλογές ο Τσίπρας, για ποιον λόγο πιστεύεις ότι αυτό συνέβη;
Τ.Τ.: Για πολλούς λόγους, που ήταν απόρροια, όμως, της λάσπης και της προπαγάνδας που υπέστη. Τον κατηγόρησαν ότι έφταιγε για το Μάτι, για το κότερο, για τα μνημόνια…
Λ.Ν.: Όσον αφορά το Μάτι, θεωρώ κι εγώ ότι δεν κράτησαν καθόλου σωστή στάση ως κυβέρνηση. Η αυτοκριτική είναι απαραίτητη. Δεν μπορείς να βάζεις ξανά υποψήφια τη Δούρου, χωρίς κανένα ίχνος αναγνώρισης ευθυνών. Υπήρχε χαροκαμένος κόσμος κι αυτό το πρόσωπο έφερε την πολιτική ευθύνη. Πρέπει να έχεις, λοιπόν, την ευθιξία να τοποθετήσεις άλλον στη θέση του υποψηφίου. Χρειαζόμαστε μια αγωγή στην πολιτική μας ζωή, έναν πολιτικό πολιτισμό και νέες ιδέες. Νομίζω ότι στον πολιτικό και κοινωνικό μας βίο έχουμε ανάγκη από ένα καινούργιο φως. Το λέω γιατί προσωπικά προτιμώ τη νηφαλιότητα. Να μου εξηγήσει κάποιος τι καλό έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση. Να μάθουμε τι χρωστάμε στον Τσίπρα. Το ίδιο επιθυμώ να συμβεί όταν δεν θα είναι στη εξουσία ο Μητσοτάκης. Βαρέθηκα, ως πολίτης, να μη θυμάμαι τα θετικά μιας κυβέρνησης. Το τελευταίο που μου έχει εντυπωθεί έντονα στη μνήμη είναι η δημιουργία των ΚΕΠ.
Τ.Τ.: Δηλαδή, εσύ τι θα ψηφίσεις στις επόμενες εκλογές;
Λ.Ν.: Μπορεί και τίποτα.
— Εντός του ΣΥΡΙΖΑ, και στα πρόσωπα που δεν σας είναι αρεστά, περιλαμβάνεται και ο Παύλος Πολάκης, διότι ακόμα και από στελέχη του κόμματος οι επιλογές του χαρακτηρίζονται κατακριτέες;
Τ.Τ.: Ο Πολάκης πολλές φορές εκφράζεται με έναν λαϊκίστικο τρόπο, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι έχει κλέψει. Κι όταν ήταν ο Πολάκης στο υπουργείο Υγείας, επειδή τότε νοσηλευόταν η αδελφή μου, δεν έλειπε τίποτε από τα νοσοκομεία. Μακάρι να ήταν κι άλλοι σαν τον Πολάκη. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν στιγμές που θα ήθελα έναν πιο πολιτισμένο πολιτικό λόγο. Ωστόσο, όταν βλέπω τους ψεύτες που μας κυβερνούν, αναρωτιέμαι αν μια ήπια αντιπολίτευση είναι η ενδεδειγμένη λύση.
— Πάντως, από τις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι η κυβέρνηση απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει προβλήματα.
Τ.Τ.: Γιατί, βλέπεις πουθενά τον αντίλογο στα δελτία ειδήσεων; Ευτυχώς, όμως, ρωτάνε τον πρωθυπουργό μας αν η μητέρα του έκανε καλά ντολμαδάκια. Για παράδειγμα, αυτές τις μέρες πέρασε το εργασιακό νομοσχέδιο. Κανένας δεν ξέρει τι περιέχει. Τι γίνεται με τα εθνικά θέματα; Σιωπή παντού. Για ποιον λόγο ούτε ένας δημοσιογράφος δεν ρώτησε γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους; Για να μην πούμε για την ιστορία με τη βία στη Νέα Σμύρνη. Μα γι’ αυτό, λοιπόν, οι πολίτες λένε: «Ευτυχώς που ήρθε ο Μητσοτάκης και μας έσωσε». Πώς γίναμε τόσο πρόβατα, ρε γαμώτο; Το βέβαιο είναι ότι ο κόσμος έχει απογοητευτεί από την πολιτική και σήμερα θέλει εκείνον που θα τον κολακεύει. Διότι το άγχος για την επιβίωση είναι ισχυρό. Είδαμε και τον Χρυσοχοΐδη, που μας είπε ότι θα καθαρίσει το έγκλημα και τελικά το έγκλημα θεριεύει καθημερινά, με μια δολοφονία τη μέρα, και το μόνο που κάνει είναι να χτυπά τα παιδιά στα Εξάρχεια. Οφείλω να πω ότι από την κυβέρνηση ξεχωρίζω μόνο δύο ανθρώπους: τον Νίκο Δένδια, που είναι ένας σοβαρός και σώφρων πολιτικός, και, φυσικά, τον Κυριάκο Πιερρακάκη, ο οποίος πραγματικά έχει βελτιώσει το ψηφιακό κράτος.
— «Ελπίζω σε μια μεγάλη, ωραία εξέγερση, η οποία δυστυχώς δεν θα είναι ούτε αναίμακτη ούτε πολιτισμένη» είχατε δηλώσει στο παρελθόν. Το πιστεύετε ακόμη;
Τ.Τ.: Δεν είναι λογικό; Ο φόβος και η ανέχεια ξυπνούν όλα τα ζωώδη ένστικτα που έχουμε. Όταν σε στριμώξουν στη γωνία και κινδυνεύεις, τι θα κάνεις; Εκεί μπορεί και να σε ξεσκίσω, γνωρίζοντας φυσικά ότι υπάρχει πιθανότητα και να πεθάνω. Αυτή είναι φύση του ανθρώπου. Και εκεί μας οδηγούν.
— Τι θεωρείτε επαναστατικό σήμερα;
Τ.Τ.: Να ζεις σύμφωνα με τις αξίες σου και να μην παραιτείσαι ποτέ απ’ αυτές.
— Ποια είναι η γνώμη σας για την ιστορία με τον Δημήτρη Λιγνάδη;
Τ.Τ.: Τι να πρωτοσχολιάσεις σε αυτό το θέμα; Εμένα με ντρόπιασε η στάση της υπουργού Πολιτισμού. Ατελείωτα ψέματα. Το ότι η κ. Μενδώνη μας είπε ότι είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος και ότι την ξεγέλασε, ενώ ήταν κολλητοί; Δική της επιλογή δεν ήταν; Αλλά, δυστυχώς, ο κόσμος δεν ασχολείται και δέχεται όλα όσα του λένε. Όλα είναι θέμα επικοινωνίας. Σιχαίνομαι την προπαγάνδα που γίνεται από τα μέσα επικοινωνίας που καλοπληρώθηκαν για να κάνουν αυτήν τη δουλειά. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι οι επικοινωνιολόγοι είναι οι σημερινοί δικτάτορες. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μου αρέσει αυτή η κοινωνία. Δεν θα ήθελα να είχα ένα παιδί και να μεγάλωνε σε αυτό το τοξικό κλίμα που κυριαρχεί στη χώρα μας. Χαίρομαι, πραγματικά, που δεν έκανα παιδί. Θα ήταν ανοχύρωτο σε όλα τα επίπεδα.
Λ.Ν.: Εγώ θα σταθώ στην πίεση του κόσμου, που φάνηκε ότι για πρώτη φορά απέδωσε. Τα κακώς κείμενα ξεσήκωσαν μια θύελλα αντιδράσεων και είδαμε ότι ιστορικά δεν είχε ξανασυμβεί ένας καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου να οδηγείται στη φυλακή. Το φετινό καλοκαίρι η Επίδαυρος έχει ξεκινήσει και ο Λιγνάδης είναι πίσω από τα κάγκελα. Επομένως, ας το δούμε ως ένα παράδειγμα του ότι το ξεμπρόστιασμα έχει αποτέλεσμα. Κι αυτή η πίεση είναι υποχρέωση κάθε πολίτη.
— Η πανδημία, πάντως, έχει επιφέρει ένα τρομακτικό πλήγμα στους ανθρώπους του πολιτισμού και στον καλλιτεχνικό κόσμο. Πώς το σχολιάζετε;
Τ.Τ.: Ο πολιτισμός πέθανε. Και η κυβέρνηση άφησε ανυπεράσπιστο τον χώρο αυτόν.
Λ.Ν.: Τι διαφορετικό έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση που δεν το κάνει σήμερα η κ. Μενδώνη; Καμία μέριμνα δεν υπήρχε για τους ανθρώπους του πολιτισμού, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ. Απλώς, το θέμα είναι ότι με την πανδημία ξέρασε ο λεκές και είχαμε μια ανάλγητη στάση από το υπουργείο Πολιτισμού. Αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε καμία ετοιμότητα για μια ενδεχόμενη καταστροφή, όπως η πανδημία. Απουσίαζε, εμφανώς, ο μηχανισμός στήριξης. Όσο ζω διαπιστώνω διαρκώς ότι ως κοινωνία πάντοτε ψάχναμε τη μονάδα, την εξαίρεση.
Τι διαφορετικό έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση που δεν το κάνει σήμερα η κ. Μενδώνη; Καμία μέριμνα δεν υπήρχε για τους ανθρώπους του πολιτισμού, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ. Απλώς, το θέμα είναι ότι με την πανδημία ξέρασε ο λεκές και είχαμε μια ανάλγητη στάση από το υπουργείο Πολιτισμού. ― Λ.Ν.
— Τι μας έδειξε η υγειονομική κρίση;
Λ.Ν.: Ότι κάτι έχει ραγίσει και ένα κομμάτι ανεμελιάς θα το χάσουμε. Όμως, για να είμαι εντελώς ειλικρινής, πρέπει να ρωτήσω: το διάστημα πριν από την πανδημία ήμασταν ευχαριστημένοι με τη ζωή μας; Ήμασταν χαρούμενοι με την εικόνα της πόλης μας; Είχαμε πάρκα που μπορούσαν να προσφέρουν ηρεμία στην καθημερινότητα μας; Αναντίρρητα, παγκοσμίως οι ελευθερίες περιορίζονται. Αλλά προέρχομαι από μια γενιά που μας ευχαριστούσε να πάμε μια βόλτα. Μια άσκοπη περιπλάνηση που λειτουργούσε λυτρωτικά, αφού μπορούσες να επικοινωνήσεις με άλλους ανθρώπους. Τώρα, για παράδειγμα, με τα νέα δεδομένα της ψηφιακής πραγματικότητας, αναρωτιέμαι πώς αξιοποιούμε δημιουργικά τις ώρες που γλιτώνουμε από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί.
— Είμαστε συντηρητική κοινωνία; Σας σόκαρε το γεγονός ότι οι followers του δολοφόνου στα Γλυκά Νερά αυξήθηκαν τις τελευταίες μέρες;
Λ.Ν.: Στα δηλητηριώδη αυτά νερά δεν θέλω να μπω, αλλά η μόνη απορία που έχω είναι τι να του λένε αυτοί οι άνθρωποι που τον ακολουθούν. Ως λαός είχαμε πάντα μια πλευρά ανισόρροπη. «Ανθρωπεία φύσις» που έλεγε και ο Θουκυδίδης. Πιστεύω, πάντως, ότι η κοινωνία μας έχει παραμείνει ίδια και απαράλλαχτη εδώ και πολλά χρόνια. Όλα αυτά γίνονταν και στο παρελθόν, απλώς τώρα, λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι πιο ορατά.
Τ.Τ.: Κατά τη γνώμη μου, φασιστοποιούμαστε και συντηρητικοποιούμαστε ραγδαία.
Λ.Ν.: Πάντως, άλλο ο φασισμός κι άλλο ο συντηρητισμός. Ο φασισμός φουντώνει, τη στιγμή που η οικονομία πατώνει. Προσωπικά, κουβαλώ το δικό μου αντίδοτο. Η σκέψη μου φροντίζω να εστιάζει σε πτυχές που με κάνουν να αισθάνομαι όμορφα. Παρήγορες εικόνες, όπως όταν είδα μια μέρα έναν πατέρα, που δούλευε ως λιμενεργάτης στον Πειραιά, να έχει αγκαλιά την κόρη του, που πάνω της είχε αμέτρητα σκουλαρίκια. Ο άνθρωπος του μόχθου κρατούσε τρυφερά το κορίτσι του, το οποίο στην όψη του εξέφραζε τις δικές του επιθυμίες, χωρίς κανέναν γονεϊκό περιορισμό. Αυτή η εικόνα αποτυπώνει μια υγεία στην ψυχή αυτών των ανθρώπων και έρχεται να προσδώσει μια ισορροπία σε όλα τα άλλα, τα δημόσια, που μας ταλαιπωρούν.
— Ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σήμερα;
Τ.Τ.: Να είναι συνεπής με τη δική του αλήθεια. Στην εποχή μας δεν έχουμε ανακαλύψει τον τρόπο για να είμαστε αληθινοί. Κι εκεί είναι που βιώνεις την απόλυτη μοναξιά.
Λ.Ν.: Εμένα μου λείπουν οι φωνές, οι παρουσίες, οι ματιές, οι χροιές… Απουσιάζει ο βατήρας που θα σε πάει πιο ψηλά. Πολλά συρρικνώνονται, πλαστικοποιούνται και βιομηχανοποιούνται. Όμως, κάθε γενιά πρέπει να γεννά τον καλλιτέχνη της.
— Όταν μεγαλώνει, τι χάνει και τι κερδίζει ένας άνθρωπος;
Λ.Ν.: Αν υπήρχε σήμερα ένας παραγωγός που θα μας έλεγε «ετοιμαστείτε κι εγώ θα κυκλοφορήσω αυτό που θα βγάλετε», θα σου έλεγα με σιγουριά ότι δεν έχω χάσει τίποτα. Είναι όλα εδώ.
Τ.Τ.: Οι περισσότερες βεβαιότητές μου έχουν ακρωτηριαστεί. Αυτό, βέβαια, έχει ως αποτέλεσμα να είμαι πιο χαλαρή, πιο ανοιχτή και λιγότερο απόλυτη.
— Τραγουδάτε ακόμα μόνο όταν είστε ερωτευμένη;
Τ.Τ.: Πάντα, όταν τραγουδούσα, ήθελα να γίνεται με σκοπό έναν αποδέκτη. Οι έρωτες τελείωσαν και δεν είχα λόγο να τραγουδάω. Όμως ανακάλυψα εμένα. Συμπόνεσα τον εαυτό μου, με συγχώρεσα. Κι εκεί έρχεται η Λίνα με τον στίχο της στο «Μωρό», που λέει: «Ένα μωρό - μωρό παιδί φως μου, για να με δεις το χτένισα, κι αν μ’ αγαπάς, καιρό - καιρό δώσ’ μου, δώρο σ’ το γέννησα. Χρόνια ερωτευμένο, παραμυθιασμένο, μ’ ένα μυαλουδάκι γερό, που όταν λέει πεθαίνω, τρέχω του μαθαίνω, τι θα πει μωρό μου, μπορώ».
— Τι σας λείπει σήμερα;
Λ.Ν.: Οι άνθρωποι που αγαπούσαμε και μας αγαπούσαν. Κι έχουμε χάσει πολλούς. Μπορεί, βέβαια, να μην είναι εδώ όλοι αυτοί που μας πρόσφεραν τόσα, αλλά είναι η στιγμή να τα μοιράσουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ξέρεις, τη γιαγιά μου τη θυμάμαι να φορά μαύρα ρούχα από την ημέρα που γεννήθηκα. Δεν σταμάτησε ποτέ να μας αναθρέφει, να μας δίνει όλα όσα μπορούσε, να μας περιποιείται. Όλα αυτά τα έκανε πάντοτε με τη σκέψη ότι είχε χάσει τον άνθρωπο που αγάπησε πιο πολύ. Το πένθος δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο για να μας προσφέρει την αγάπη της. Θέλω να δώσω, λοιπόν, όλα όσα έχω πάρει και μπορεί κάποιος να έχει ανάγκη. Έναν στίχο μου, μια ζεστή κουβέντα, ένα γλυκό βλέμμα…
Τ.Τ.: Τα είπε όλα η Λίνα.
— Αγαπήσατε ή αγαπηθήκατε περισσότερο;
Τ.Τ.: Και τα δύο. Παράπονο δεν έχω.
Λ.Ν.: Συμφωνώ απολύτως.
— Πώς νιώθετε που μετά το νεκρό διάστημα του κορωνοϊού θα βρεθείτε πάλι ανάμεσα σε κόσμο;
Τ.Τ.: Μια απερίγραπτη χαρά.
Λ.Ν.: Η μόνη αγωνία που έχουμε είναι να προετοιμαστούμε όσο καλύτερα μπορούμε για να δώσουμε στον κόσμο τα δώρα της ζωής μας.
— Τι θα λέγατε η μία στην άλλη με την ευκαιρία της συνάντησής μας, που δεν το έχετε πει ποτέ;
Λ.Ν.: Συγχαρητήρια, Τάνια.
Τ.Τ.: Από την πλευρά μου, θα της έλεγα ένα τεράστιο «ευχαριστώ» για όλα.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Λ.Ν.: Αρχικά, την υγεία. Επίσης, στη διάρκεια της διαδρομής σου να έχεις πάρει τα εφόδια εκείνα που θα σου δώσουν τη δυνατότητα να κάνεις το ταξίδι της ζωής σου. Και, τέλος, τη συνοδοιπορία. Οι άνθρωποι που συναντάμε. Αυτοί έχουν σημασία. Με ποια πρόσωπα, δηλαδή, επιλέγεις να κάνεις την περπατησιά σου στον κόσμο. Δεν θα ήθελα να φύγω ποτέ από το μέρος όπου χτύπησε η καρδιά μου, αλλά…
Τ.Τ.: Την ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Να μπορούν η ψυχή σου και όλη η προσωπική σου πορεία να έχουν πάντα διαρκή ανέλιξη. Ουσιαστικά, να καταφέρνεις να μη σε τραβάνε στον βυθό τα πάθη και οι αδυναμίες σου. Οι άνθρωποι ανθίζουν και ευτυχούν μόνο σε συνθήκες αδέσμευτες.
«Τα σχήματα των αστεριών» - Ερμηνεύει η Τάνια Τσανακλίδου
Καλλιτεχνική επιμέλεια - κείμενα: Λίνα Νικολακοπούλου
Σκηνοθεσία: Φωκάς Ευαγγελινός // Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας: Βασίλης Γκίνος
Πρόγραμμα συναυλιών (θα προστεθούν επιπλέον συναυλίες, που θα ανακοινωθούν σύντομα)
5/7 Θέατρο Βράχων
8/7 Θέατρο Πέτρας
11/7 Εργοστάσιο Πελαργός - Παραλιακή Νέας Κίου/Ναυπλίου
18/7 Αρχαίο Θέατρο Δίου
26/8 Βεάκειο Πειραιά
12/9 Θέατρο Δάσους/Θεσσαλονίκη
Ώρα έναρξης: 21:30
Προπώληση:
τηλεφωνικά: 210 7234567
online: www.ticketservices.gr
εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39 Αθήνα και στα καταστήματα Public