ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Τι είναι πια αυτό το περίφημο Great American Songbook;

Τι είναι πια αυτό το περίφημο Great American Songbook; Facebook Twitter
Το GAS περιλαμβάνει τα πιο σημαντικά και δημοφιλή τραγούδια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν για μιούζικαλ και παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, και για ταινίες του Χόλιγουντ... Επεξεργασία: Ατελιέ/ LIFO
0

Αφορμή για τους προβληματισμούς αυτούς στάθηκε η είδηση ότι ο καινούργιος δίσκος του Bob Dylan είναι φόρος τιμής στον Frank Sinatra και το κλασικό ελαφρό αμερικανικό τραγούδι που ονομάζουμε «Great American Songbook»(GAS). Το GAS περιλαμβάνει τα πιο σημαντικά και δημοφιλή τραγούδια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν για μιούζικαλ και παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, και για ταινίες του Χόλιγουντ. Μερικοί μόνο από τους συνθέτες/στιχουργούς των εν λόγω τραγουδιών είναι οι: Irving Berlin, George & Ira Gershwin, Glenn Miller, Cole Porter, Duke Ellington, Fats Waller.


Ο πρώτος μη-crooner που αποτόλμησε να ασχοληθεί με το GAS, σε τελείως ανύποπτο χρόνο, ήταν ο Ringo Starr, όταν το 1970 ηχογράφησε σε παραγωγή του George Martin το «Sentimental Journey», που περιείχε (κυρίως) τα αγαπημένα ελαφρά τραγούδια της μητέρας του. Και μπορεί η φωνητική γκάμα του Ringo να είναι περιορισμένη, αλλά επειδή ακριβώς το ήξερε –και χάρη στη βοήθεια του Martin, φυσικά– πέτυχε μια κεφάτη και σκερτσόζικη ερμηνεία που δεν είχε ως σημείο αναφοράς τους crooner. Ακολούθησε το 1973 ο τραγουδοποιός Harry Nilsson με το «A little touch of Schmilsson in the night», ένα άλμπουμ που ενορχηστρωτικά ήταν πιο πιστό στο πνεύμα των τραγουδιών, δυστυχώς όμως ούτε τον Nilsson τον βοηθούσε η (τσακισμένη από τις καταχρήσεις με τους Lennon και Starr) φωνή του. Την ίδια χρονιά, ο Bryan Ferry τραγούδησε το «These foolish things» στο ομώνυμο προσωπικό του άλμπουμ, εγκαινιάζοντας έτσι τη σχέση του με το υλικό αυτό που θα τον έσωζε αρκετές φορές στο μέλλον.

Λυπάμαι αν θα στενοχωρήσω τους ντυλανικούς και ντυλανολόγους φίλους μου, αλλά η κίνησή του μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια να προσεγγίσει το κοινό που αγοράζει ακόμα LP και CD παρά με την υλοποίηση ενός ονείρου: να ερμηνεύσει σωστά τα τραγούδια που κάποιοι συνάδελφοί του διασκεύασαν με λάθος τρόπο.

Ωστόσο, τα άλμπουμ αυτά δεν ήταν παρά χαριτωμένες εξαιρέσεις στη δισκογραφία καλλιτεχνών που ακολουθούσαν άλλους δρόμους – πιο ροκ να τους πούμε; Ο πρώτος που ρίσκαρε πράγματι να αποξενώσει το κοινό του αλλά του πέτυχε το πείραμα ήταν ο Willie Nelson με το «Stardust», το 1978. Με παραγωγό τον σπουδαίο Booker T. Jones (της Stax) και μια έμπειρη μπάντα να τον στηρίζει, ο Willie έκανε «δικά του» τα τραγούδια αυτά, χωρίς να μιμείται ή να ανταγωνίζεται κανέναν. Η «μόδα» της επανεκτέλεσης του GAS πήρε διαστάσεις επιδημίας μετά το «What's New» της Linda Ronstadt, στις αρχές της δεκαετίας του '80, κάτι που τη γλίτωσε για πολλά χρόνια από τη δύσκολη αναζήτηση καινούργιου υλικού. Άλλο κλασικό παράδειγμα, ο Rod Stewart. Από τις αρχές της νέας χιλιετίας στήριξε την καριέρα του αποκλειστικά στο American Songbook. Παρά τη διαφορετική υφή της φωνής του –κι αν εξαιρέσουμε τις ανέμπνευστες αντιγραμμένες ενορχηστρώσεις–, το πρώτο άλμπουμ με τίτλο «It had to be you: The Great American Songbook» είχε τσαχπινιά και κέφι. Άλλα τέσσερα άλμπουμ στη σειρά όμως; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω.

Μερικοί απ' όσους κόλλησαν την επιδημία: Joni Mitchell, Queen Latifah, Sting, Robbie Williams, Rufus Wainwright, Nora Jones, Eric Clapton, Paul McCartney (αυτός δίπλα στον Kanye West), Lady Gaga. Προσπαθώ να ξεχάσω τον Mark Lanegan (και το tribute στον Andy Williams). Και τώρα ο Bob Dylan.


Ώρα να πούμε μερικές αλήθειες/κακίες. Οι περισσότεροι από τους τραγουδιστές που στρέφονται σε κλασικό υλικό βρίσκονται σε απόγνωση. Ή θέλουν να τους πάρουμε «στα σοβαρά». Ας θυμηθούμε πόσοι Έλληνες τραγουδιστές κατέφυγαν στον Χατζιδάκι ή στον Θεοδωράκη για να αποδείξουν τη σοβαρότητά τους στο Μέγαρο. (Ή στον Τσιτσάνη, αλλά αυτός είναι μάλλον το αντίστοιχο των κλασικών country παλιόπαιδων.) Και, φυσικά, ο καθένας έχει δικαίωμα να δοκιμάσει να ερμηνεύσει –καλύτερα, κατά την άποψή του, ή έστω διαφορετικά– ένα υλικό στο οποίο δοκιμάστηκαν σπουδαίοι μουσικοί και τραγουδιστές. Η αντίρρησή μου είναι ότι το μέτρο σύγκρισης δεν θα πρέπει να είναι μόνο οι crooners – όλοι είχαν τεράστιες φωνές, όλοι είχαν πίσω τους μια big band να πνίγει τα τραγούδια στα βιολιά. Το μέτρο σύγκρισης θα πρέπει να είναι ο τρόπος που οι τζαζ ερμηνευτές και δεξιοτέχνες αγάπησαν, χώνεψαν και άλλαξαν τα τραγούδια του GAS. Δεν μιμήθηκαν κανέναν. Παράδειγμα: ο John Coltrane πήρε το «My favorite things» και το άλλαξε διά παντός. Ο Chet Baker, παρά την κατεστραμμένη φωνή του, έδωσε άλλη διάσταση στο «How long has this been goin' on». Για να μην αναφέρουμε την Billie Holiday, τη Sarah Vaughan, την Ella Fitzgerald.


Μια πιο πολιτική ερμηνεία του φαινομένου ίσως είναι ότι η διεθνής οικονομική κρίση και η πολιτική συγκυρία στρέφουν γηραιότερους και νεότερους ακροατές σε μια αναδρομή στις «παλιές, καλές εποχές», σ' έναν ρομαντισμό που οι πρώτοι έχουν συνδέσει με τα νιάτα τους και οι δεύτεροι ονειρεύονται ενδεχομένως. Το σουίνγκ έχει ξαναγίνει μόδα, έστω ως ένα είδος ευχάριστης γυμναστικής, οι άνθρωποι προτιμούν να ταυτίζονται με την αφελή αισιοδοξία μιας εποχής που υποσχόταν πολλά, παρά με το σήμερα που μάλλον δεν υπόσχεται τίποτα. Αυτό συναισθάνονται οι εταιρείες δίσκων και οι ταλαίπωροι καλλιτέχνες και καταλήγουμε να ακούμε τη Zooey Deschanel να νιαουρίζει το «Baby it's cold outside» στο περσινό άλμπουμ των She & Him, τον Mark Lanegan και τον Eric Clapton να σιγομουρμουρίζουν το «Autumn Leaves», τον Brian Wilson να τραγουδάει το songbook του Gershwin.


Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στον Dylan. Λυπάμαι αν θα στενοχωρήσω τους ντυλανικούς και ντυλανολόγους φίλους μου, αλλά η κίνησή του μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια να προσεγγίσει το κοινό που αγοράζει ακόμα LP και CD παρά με την υλοποίηση ενός ονείρου: να ερμηνεύσει σωστά τα τραγούδια που κάποιοι συνάδελφοί του διασκεύασαν με λάθος τρόπο. Φυσικά, δεν έχουμε ακούσει ακόμα το άλμπουμ «Shadows in the Night», το οποίο κυκλοφορεί στις 3/2 – εκτός από δύο τραγούδια: το «Fool Moon» and το «Empty Arms», το οποίο είναι με τη σειρά του διασκευή του 2ου κονσέρτου για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, και το «Stay with me». Ο νεωτερισμός κατά Dylan θα είναι ότι τα 10 κομμάτια έχουν ηχογραφηθεί από μια πενταμελή μπάντα. Κύριε Dylan, δεν με πειράζει η σπασμένη φωνή σου όταν μουρμουρίζεις τους στίχους που μας έκαναν να σε αγαπήσουμε. Αλλά το «I 'm a fool to want you» θα ήθελα να το αφήσεις στην ησυχία του.

Τι άλλο καλό κυκλοφορεί;

The Men They Couldn't Hang –The Defiant

Οι Βρετανοί The Men They Couldn't Hang είναι αληθινό φαινόμενο στον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας: εδώ και 30 χρόνια (μ' ένα πενταετές διάλειμμα την περίοδο 1991-1996) παίζουν ένα υβρίδιο πανκ/φολκ μουσικής, αδιαπραγμάτευτα πολιτικοποιημένο και χορευτικό συγχρόνως. Οι ρίζες τους ξεπήδησαν από το πανκ ήθος και ποτίστηκαν από την κέλτικη φολκ – και σ' αυτό θυμίζουν τους Pogues (δίπλα στους οποίους ξεκίνησαν το 1984, στο Κάμντεν) και τους Levellers. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ήταν από τα αγαπημένα συγκροτήματα του John Peel. Κι αν ζούσε ο Peel, θα απολάμβανε πιθανότατα τον καινούργιο τους δίσκο, ένα κεφάτο ξεφάντωμα με βιολιά, μαντολίνα, πνευστά και κιθάρες. Οι TMTCH είναι εκπρόσωποι μιας παράδοσης της βρετανικής μουσικής που δεν θέλει τον ακροατή να κάθεται νωθρός στη θέση του και να ακούει εγκεφαλικά. Τον θέλει όρθιο, να χορεύει και να σηκώνει ψηλά τη γροθιά – είτε σφίγγει μια μπίρα σ' αυτήν, είτε ως πολιτική δήλωση. Από τα 13 τραγούδια του άλμπουμ, μόνο το τελευταίο –μια διασκευή του «A horse with no name»– μπορεί να θεωρηθεί γέμισμα. Όλα τα υπόλοιπα ξεχειλίζουν από διάθεση για γλέντι, παρά τα ζόρικα θέματα που πραγματεύονται οι στίχοι τους. Η θεματολογία των TMTCH είτε είναι αμιγώς πολιτική –το «Fail to comply», για παράδειγμα, είναι ένας φόρος τιμής στον άνθρωπο που αρνείται τη συμμόρφωση με ό,τι δεν θεωρεί σωστό–, είτε εμπνέεται από ιστορικά θέματα – όπως το «Bonfires», που μιλάει για τους στρατιώτες που σαλπάρουν για τη μάχη του Αζινκούρτ. Τόσο στους στίχους όσο και στη μουσική των TMTCH ανιχνεύεται η παράδοση των shanty, «των τραγουδιών του μπάρκου», όπως είναι γνωστά τα αγγλοσαξωνικά ναυτικά τραγούδια, αλλά και η ιστορία του αναρχικού βρετανικού κινήματος. Ο δίσκος ανοίγει με το «Raising Hell», το οποίο συνοδεύεται από ένα καλοφτιαγμένο βίντεο.

Dengue Fever – The Deepest Lake

Η εξαμελής μπάντα από το Λος Άντζελες δημιουργήθηκε το 2001 και η μουσική της έχει ονομαστεί pacific rock – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Όλα ξεκίνησαν όταν στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας οι αδελφοί Ethan και Zac Holtzman έκαναν ένα ταξίδι στην Καμπότζη, όπου μαγεύτηκαν από την κεφάτη ποπ που ακουγόταν σε ραδιόφωνα και τζουκμπόξ. Αποφασισμένοι να συνδυάσουν την ψυχεδέλεια με την καμποτζιανή ποπ, ανακάλυψαν σε κλαμπ του Λονγκ Μπιτς την νεαρή Καμποτζιανή Chhom Nimol, η οποία καταγόταν από μια παλιά οικογένεια τραγουδιστών της χώρας της. The rest is history, όπως λένε. Το έβδομο άλμπουμ των Dengue Fever ακούγεται φρέσκο και συναρπαστικό, ίσως πιο φρέσκο και από το πρώτο. Ο συνδυασμός surf και ψυχεδέλειας έχει ενισχυθεί από αφρικάνικα κρουστά, η φωνή της Chhom Nimol είναι παιχνιδιάρικη (ή έτσι μας φαίνεται) αλλά πιο σίγουρη τώρα, και ο ήχος συνολικά έχει προχωρήσει λίγο ακόμα, εξερευνώντας νέους μουσικούς δρόμους. Στα δικά μας αυτιά το αποτέλεσμα θυμίζει Bollywood, κι ίσως να υπάρχουν όντως και τέτοιες επιρροές. Αυτό που κερδίζει τον ακροατή αμέσως είναι η φαινομενική ελαφράδα των συνθέσεων – παραπειστικά φαινομενική, αφού ο ήχος χτίζεται με αλλεπάλληλες στρώσεις από Farfisa, φαζαρισμένες κιθάρες, πνευστά και μπάσο. Για μια πρώτη επαφή με τους Dengue Fever υπάρχει στο YouTube το βίντεο 'No sudden moves», αν και το αγαπημένο μου κομμάτι από το άλμπουμ είναι το εναρκτήριο «Toqay».

Μουσική
0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μας αφορά σήμερα η Lady Gaga;

The Review / Μας αφορά σήμερα η Lady Gaga;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος Γιάννης Τσιούλης aka Cartoon Dandy συζητούν για την πορεία και τα τελευταία βήματα στη μουσική και κινηματογραφική βιομηχανία μιας από τις μεγαλύτερες ποπ σταρ της τελευταίας 15ετίας και για το πόσο relevant είναι σήμερα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
10 χρόνια μετά, ακόμη μας στοιχειώνει το «Ταπεινοί Και Πεινασμένοι»

Μουσική / Το «Ταπεινοί Και Πεινασμένοι» του ΛΕΞ ακόμη μας στοιχειώνει

Πέρασαν 10 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού δίσκου του «Τ.Κ.Π.», που δεν ήταν απλώς ένα σημείο τομής για την εγχώρια ραπ σκηνή. Ήταν κάτι που σε άρπαζε και σε προσγείωνε με το ζόρι στην καθημερινότητα.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Η Bipolia δεν φοβάται να παίζει μουσική στον δρόμο

Μουσική / Η Bipolia δεν φοβάται να παίζει μουσική στον δρόμο

«Είναι σίγουρα πιο χαλαρά στην Κυψέλη, πιο γειτονιά σε σχέση με την Ερμού»: Η νεαρή μουσικός φέρνει αναζωογονητική αύρα στα ελληνικά ροκ και ποπ δεδομένα με το ντεμπούτο άλμπουμ της και τις εμφανίσεις της στους δρόμους της Αθήνας.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
«Βλάσφημο, σατανιστικό, πορνογραφικό»: Η ιστορία του θρυλικού ‘666’, του άλμπουμ που σήμανε το τέλος των Aphrodite’s Child

Μουσική / «Βλάσφημο, σατανιστικό, πορνογραφικό»: Η ιστορία του θρυλικού «666», του άλμπουμ που σήμανε το τέλος των Aphrodite’s Child

Οι εξωφρενικές ιδέες του Νταλί, τα λάγνα φωνητικά της Ειρήνης Παπά και οι διαμάχες του Βαγγέλη Παπαθανασίου με τη δισκογραφική εταιρεία ήταν μόνο μερικά από τα επεισόδια της δημιουργίας ενός μνημειώδους άλμπουμ που επανακυκλοφορεί αυτές τις μέρες σε deluxe έκδοση.
THE LIFO TEAM
«Μόλις νιώσεις σιγουριά ως γυναίκα, θα προσπαθήσουν να σε σπρώξουν προς τα κάτω»

Μουσική / «Μόλις νιώσεις σιγουριά ως γυναίκα, θα προσπαθήσουν να σε σπρώξουν προς τα κάτω»

Aφήνοντας πίσω της την προηγούμενη ζωή της ως νοσοκόμα, μετά από παρότρυνση των ασθενών της να κυνηγήσει τα όνειρά της, η παραγωγός και καλλιτέχνιδα Kelly Lee Owens μιλά για την τελευταία της δουλειά, τις σημαντικές συνεργασίες της και τη μουσική που διαμορφώνει συνειδήσεις και επηρεάζει συναισθήματα.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Η σπουδαία επανεκκίνηση της Καμεράτα ως Ορχήστρα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών

Μουσική / Η συγκινητική επανεκκίνηση της Καμεράτας

Τέσσερα χρόνια, δύο νομοθετικές παρεμβάσεις, τρεις υπουργικές αποφάσεις και μία εκκαθάριση χρειάστηκαν ώστε να μπορέσει η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής να κάνει restart και να επανέλθει ως Ορχήστρα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Beyoncé εναντίον Beatles: Τα βραβεία Grammy ξεπέρασαν κάθε όριο φαιδρότητας

Μουσική / Beyoncé εναντίον Beatles: Τα βραβεία Grammy ξεπέρασαν κάθε όριο φαιδρότητας

Η υποψηφιότητα ενός ξεχασμένου και μάλλον αδιάφορου κομματιού του Τζον Λένον για το βραβείο του δίσκου της χρονιάς φαίνεται να συμπυκνώνει όλη την σύγχυση και την έλλειψη σοβαρότητας που διακρίνει τον κουρασμένο μηχανισμό κύρους των Grammy.
THE LIFO TEAM
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Stilpon: Η επιστροφή ενός Έλληνα κοσμοπολίτη του σύγχρονου ροκ

Μουσική / Stilpon: Η επιστροφή ενός Έλληνα κοσμοπολίτη του σύγχρονου ροκ

Ο Στίλπων Νέστωρ μαζί με εκλεκτούς καλεσμένους παρουσιάζουν αυτή την Πέμπτη στην Αθήνα τη νέα του δουλειά που έχει τίτλο «The Second Cloud Commission» και αποτελεί το απόγειο μιας δημιουργικής πορείας στο σύγχρονο ροκ που διανύει τέσσερις δεκαετίες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Το κονσέρτο που σφράγισε μια βαθιά φιλία

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Το κονσέρτο που σφράγισε μια βαθιά φιλία

Η Ματούλα Κουστένη βουτά στα άδυτα μιας βαθιάς φιλίας, αυτής των Γιόζεφ Γιόακιμ και Γιοχάνες Μπραμς, που στηρίχτηκε στην καλλιτεχνική ιδιοφυΐα και τη χημεία αυτών των δύο μουσικών, αφήνοντας ένα μοναδικό ενθύμιο, το Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα που υπογράφει -ποιος άλλος;- o Γιοχάνες Μπραμς.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Συναυλία Μαλερ

Μουσική / Ένας έξοχος Μάλερ του Κουρεντζή στο Μέγαρο

Ο Κουρεντζής βημάτισε αργά πάνω στο λεπτό σκοινί που συνδέει το υπαρκτό και του μαγικό, του εδώ και του επέκεινα, και με αδρές κινήσεις δεν παρουσίασε απλώς το Adagietto αλλά εξήγησε στον ακροατή κάθε του συλλαβή
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΜΠΙΔΗΣ