Ποτέ δεν θα σταματήσω να βγάζω αυτές τις μάσκες" έγραψε η Claude Cahun το 1930. Η παραστατική αυτοπροσωπογραφία και η κινηματογραφική και φωτογραφική έρευνα σχετικά με την "μεταμφίεση της θηλυκότητας" που συχνά τη συνοδεύει, είναι ένα θέμα που απασχολεί και στιγματίζει τα έργα καλλιτεχνών από τη Claude Cahun και τη Maya Deren ως τη Cindy Sherman. Και πράγματι ενώ η Claude Cahun έγραφε ποιήματα και φωτογράφιζε τον εαυτό της στο Παρίσι, η πρώην φοιτήτρια του Bauhaus, Gertrud Arndt ανέλυε τις πολλές πλευρές της θηλυκότητας στην Γερμανία της Βαϊμάρης μέσα από μία σειρά αυτοπορτρέτων με τίτλο Maskenselbstporträts (αυτοπροσωπογραφίες με μάσκες). Ντυμένη με δαντέλες, πέπλα, μαντίλια και λουλούδια - φετιχιστικοί υπαινιγμοί - για τις αυτο-αναπαραστάσεις της, η Arndt που επικαλείται αλάνθαστα το θέμα της ταυτότητας των φύλων, επιχείρησε μια σειρά από μεταμφιέσεις: έγινε η femme fatale, υποδύθηκε το καλό κορίτσι, τη γυναίκα που αγαπά τη διασκέδαση, μεταμορφώθηκε σε αξιοσέβαστη κυρία, σε σοβαρή και στωική χήρα, σε νέα γυναίκα. Κάθε αυτοπορτρέτο της δείχνει την ίδια γυναίκα αλλά πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο.
Η Arndt διακωμωδεί, μιμείται, εκτελεί και παρωδεί τα σημάδια που αντιπροσωπεύουν τη "γυναίκα" όπως ακριβώς οι σύγχρονές της Claude Cahun και Marta Astfalck-Vietz. Αυτές οι φωτογραφίες αντιπροσωπεύουν τη πρώιμη μορφή μιας αξιωματικής παραδοχής: ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε γυναίκα, υπάρχουν μόνο οι αναπαραστάσεις της.
Η Arndt διακωμωδεί, μιμείται, εκτελεί και παρωδεί τα σημάδια που αντιπροσωπεύουν τη "γυναίκα" όπως ακριβώς οι σύγχρονές της Claude Cahun και Marta Astfalck-Vietz. Αυτές οι φωτογραφίες αντιπροσωπεύουν τη πρώιμη μορφή μιας αξιωματικής παραδοχής: ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε γυναίκα, υπάρχουν μόνο οι αναπαραστάσεις της. Σε μία φωτογραφία της η Ardnt βάζει τα πόδια πάνω από το κεφάλι παιχνιδιάρικα, σαν αυτιά λαγού, σε μία άλλη κοιτάει αινιγματικά το φακό, στην επόμενη κρυφοκοιτάει ντροπαλά πίσω από ένα πέπλο που φαίνεται να γλιστρά στον ώμο της ενώ αλλού τα μάτια της είναι κλειστά και φοράει λουλούδια στα μαλλιά της όπως η θλιμμένη Οφηλία. Συλλέγοντας επιδέξια όλα τα σημαινόμενα της θηλυκότητας και της ερωτικής γοητείας, κάνει με τις μάσκες της μια ρητή αναφορά στους μύθους που ακολουθούν τη νέα γυναίκα και βέβαια κάνει τη προφητική αναφορά της στον επακόλουθο εγκλωβισμό ή έλεγχο των γυναικών.
Καθοριστικά χαρακτηριστικά
Όταν η 20χρονη Arndt έφτασε στη Σχολή Τεχνών και Design το 1923 είχε ήδη περάσει τρία χρόνια δουλεύοντας ως εκπαιδευόμενη σ' ένα αρχιτεκτονικό γραφείο στην Erfurt και ονειρευόταν να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Τότε ήταν που άρχισε να φωτογραφίζει ξεκινώντας από τα κτήρια της πόλης και απαθανατίζοντας κάποια χαρακτηριστικά σημεία της. Ωστόσο δεν υπήρχε καμία περίπτωση να της επιτραπεί να παρακολουθήσει μαθήματα αρχιτεκτονικής στο Dessau· αναπόφευκτα η Arndt κατευθύνθηκε στο εργαστήρι της υφαντικής -ένα υποτίθεται πιο θηλυκό αντικείμενο. Ήταν ακόμα η εποχή που οι άντρες διαμόρφωναν το περιβάλλον ενώ οι γυναίκες το διακοσμούσαν.
Με το που αποφοίτησεκαι παντρεύτηκε τον συμφοιτητή της Alfred Arndt με τον οποίο εγκαταστάθηκε στο Dessau όταν αυτός έγινε καθηγητής στη σχολή Bauhaus, η προσοχή της στράφηκε στην αυτοδίδακτη φωτογραφία, δουλεύοντας με τεχνικές που διδάχτηκε στο πρώτο έτος με τον καθηγητή και φωτογράφο Lázlo Moholy-Nagy. Τα ρούχα ακόμη παίζουν μεγάλο ρόλο στην τέχνη της καθώς καλύπτεται με πέπλα και δαντέλες και στέκεται για φωτογράφιση μπροστά από υφάσματα με σχέδια. Σε μερικά από αυτά τα πορτρέτα μάσκες, στρώσεις από ύφασμα μπλέκονται με τέτοιο τρόπο που όλα μοιάζουν μεταξύ τους – φόντο, ρούχα, ριχτάρια και πρόσωπο, όλα γίνονται μια επιφάνεια. Τα υφάσματα γίνονται δεύτερο δέρμα, υπονοώντας ότι η κατασκευή του εαυτού είναι μια κουλτούρα αμετανόητα παθιασμένη με την επιφάνεια. Ήταν μια ανατρεπτική κίνηση: Χρησιμοποίησε το μόνο μέσο που της επιτράπηκε να σπουδάσει ως γυναίκα για να αποκαλύψει την περιοριστική μόδα της θηλυκότητας.
Το 1933 η Arndt είχε τραβήξει και τα 43 αυτοπορτρέτα της. Ενώ σε μερικά παίζει αρχετυπικούς θηλυκούς ρόλους- κυρίως από την ιστορία της τέχνης (π.χ. συγκεκριμένα σε κάποιο θυμίζει φιγούρα του Klimt), σε άλλες παρουσιάζεται με τη λάμφη της σύγχρονης γυναίκας της Βαϊμάρης. Το 1932 όταν το Bauhaus έκλεισε, η οικογένεια Arndt μετακόμισε στο Probstzella στην ανατολική Γερμανία. Τρία χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επέστρεψαν στο Darmstadt αλλά εκείνη σταμάτησε πια να φωτογραφίζει.
Η "μασκαράτα της θηλυκότητας", η ιδέα ότι το βιολογικό άτομο και το πολιτιστικό πρόσωπο δεν είναι το ένα και το αυτό, έχει πλέον ευρέως διερευνηθεί στην τέχνη. Για να κατανοήσουμε ποσό σημαντικό ήταν το έργο της Arndt πρέπει να δούμε ότι υπήρχαν και άλλες ιστορίες πίσω από το μύθο του Bauhaus, άλλα πειράματα που εξέταζαν το θέμα της γυναικείας μεταμφίεσης πριν το δημοφιλές παράδειγμα της Sherman, άλλοι άνθρωποι που προσδιόρισαν και σκέφτηκαν σχετικά με το φύλο ως μάσκα πολύ πριν η Judith Butler δώσει σ' αυτή την πραγματικότητα θεωρητικό σχήμα και βάρος.
Χρειάζεται κάποιες φορές ένα διάλειμμα από το καθιερωμένο για να βρεις άλλα αφηγήματα και πρόσωπα μιας προσωπικότητας. Χρειάζεται και ένα διάλειμμα από τον εαυτό που γνωρίζουμε καλύτερα για να μπορούμε να ανακαλύψουμε την Arndt που όλοι έχουμε μέσα μας.
―Επιμέλεια: Μαρούσα Θωμά
•Έξι αυτοπορτρέτα της Gertrud Arndt φιλοξενούνται στην έκθεση Modern Figures, Visionaries, and Inventors στο Bauhaus του Dessau μέχρι τις 6 Ιανουαρίου του 2017.
σχόλια