Ως τέχνη λόγου, καταρχάς, το θέατρο ανέκαθεν αρεσκόταν να ασχολείταιμε ό,τι το απαρτίζει, ως έννοια και πράξη. Ή ως μέσο αυτοπροσδιορισμού διά της σάτιρας και της παρωδίας – ήδη στον Αριστοφάνη οι μεγάλοι ποιητές της τραγωδίας και τα έργα τους γίνονται αντικείμενο σπουδής μέσω του ανατρεπτικού πρίσματος της κωμωδίας. Στο σύγχρονο θέατρο η ίδια η διαδικασία παραγωγής της θεατρικής πράξης γίνεται το χωροχρονικό πλαίσιο εξέλιξης ολόκληρων έργων. Η σχέση πραγματικότητας/αναπαράστασης, ο διχασμός του ηθοποιού μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που υποδύεται, οι κατοπτρισμοί πλατείας/σκηνής, η πολυπλοκότητα του φαινομένου της πρόσληψης, αποτελούν ζητήματα διαρκούς ισχύος για συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες. Συμβαίνει, ωστόσο, να αφορούν και τους θεατές, τουλάχιστον όσους έχουν προβληματιστεί πάνω στη φράση «όλος ο κόσμος μια σκηνή», που έχουν εννοήσει, με άλλα λόγια, ότι η θεατρικότητα είναι όρος της ίδιας της ύπαρξης.
Το θέατρο εν θεάτρω, ως εγκιβωτισμένη σκηνή ή ως «θέμα» ολόκληρου έργου, εκτιμάται από τους ανθρώπους του θεάτρου και τους θεατές και για έναν ακόμα λόγο: έχει υψηλή θεατρική αξία, αφού καθιστά το θέαμα, θέαμα. Η αυλαία σηκώνεται και, ως εκ θαύματος, εμφανίζεται μια σκηνή μέσα στη σκηνή! Αυτή η διπλή διαμεσολάβηση μπορεί να λειτουργήσει με δύο τρόπους: είτε ως εγγύηση απορρόφησης των θεατών στη σκηνική σύμβαση βύθισης στην ψευδαίσθηση, είτε ως μέθοδος κριτικής αποστασιοποίησης. Στη δεύτερη περίπτωση το ζητούμενο είναι να φανεί εξαρχής το «ψευδές» της αναπαράστασης, ώστε να εμποδιστεί η ταύτιση και το κοινό να σταθεί κριτικά στο θέαμα.
Η παράσταση Ωραίοι σαν Βερολινέζοι της oμάδας Per-Theater-Formance στο Bios φέρνει, θα μπορούσε να πει κανείς, αυτήν τη μακρά «παράδοση» στη μεταμοντερνιστική συνθήκη. Ο Δημήτρης Τσιάμης και οι υπόλοιποι συντελεστές της συγκεντρώνουν και παρουσιάζουν τα κλισέ της σύγχρονης σκηνικής πράξης σε μια περφόρμανς που εκ των πραγμάτων θίγει τις κρίσιμες στις τέχνες γενικώς, και στο θέατρο ειδικώς, έννοιες της αυθεντικότητας, της επίδρασης και της αντιγραφής. Και είναι τουλάχιστον αισιόδοξη η διαπίστωση ότι νέοι δημιουργοί της ελληνικής σκηνής τολμούν να σταθούν κριτικά και να θέσουν υπό το φως των προβολέων τρόπους που υιοθετούνται χωρίς δεύτερη σκέψη από εγχώριες ομάδες ως αιχμή της πιο προχωρημένης και αυθεντικής θεατρικής έκφρασης στην Ευρώπη, και δη στη Γερμανία, που διεκδικεί, εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον, τον πρώτο λόγο στο τι μπορεί να θεωρείται μοντέρνο σήμερα.
Εξού και ο τίτλος της παράστασης, Ωραίοι σαν Βερολινέζοι, που αποτυπώνει καίρια το σατιρικό πνεύμα της σκηνικής δράσης. Τέσσερις ηθοποιοί αναλαμβάνουν να μας μυήσουν στον κόσμο του «σκηνοθέτη και θεωρητικού του θεάτρου Γιόζεφ Μποκουσλάου Έσιλκ» (το επώνυμο είναι αναγραμματισμός της λέξης «κλισέ»), του εισηγητή του «θεάτρου του μικροφώνου». Ξεκινώντας από τη λαίλαπα των μικροφώνων (στις μέρες μας, πράγματι, μια παράσταση δεν μπορεί να θεωρείται προχωρημένη, αν οι ηθοποιοί δεν χρησιμοποιούν ένα ή περισσότερα μικρόφωνα), η Μάγια Ανδρέου, η Κατερίνα Βούρτση, ο Δημήτρης Καινός και ο Δημήτρης Τσιάμης θα σχολιάσουν ένα πλήθος «ιδεών» που επαναλαμβάνονται από τη μία παράσταση στην άλλη (τον αργό ή πολύ γρήγορο ρυθμό ομιλίας, το να μιλούν όλοι οι ηθοποιοί μαζί, το γυμνό σώμα που πασαλείβεται με διάφορες αηδείς ρευστές ουσίες κ.ο.κ.)
Η παράσταση εκθέτει, δεν σχολιάζει. Η διάθεση είναι σαφώς σατιρική και δηκτική, αλλά με τρόπο φιλικό. Ο Δημήτρης Τσιάμης και η Per-Theater-Formance απευθύνονται στον χώρο τους, στους νέους καλλιτέχνες που, σαν τους ίδιους, αναζητούν τους τρόπους με τους οποίους θα προχωρήσουν την τέχνη τους.
Ας αντιμετωπίσουμε, μοιάζει να λέει, κατά πρόσωπο τις επιλογές μας. Μπορεί η ευκολία και η άκοπη αναπαραγωγή να είναι καινοτόμα και αιρετική; Μπορεί η τυποποίηση να υπηρετεί ένα ουσιαστικά μοντέρνο θέατρο; Για πόσο ακόμα μπορεί το θέατρο να επιδιώκει αφύπνιση κι εγρήγορση του κοινού μέσω της αισθητικής της ασχήμιας και της νοσηρότητας;
Ακόμα κι αυτή συνηθίζεται – ούτε σοκάρει ούτε «προβληματίζει» πια. Στο Ωραίοι σαν Βερολινέζοι τίθενται σοβαρά ερωτήματα που αφορούν το εδώ και το τώρα της σκηνικής τέχνης, στο πλαίσιο μιας realtime και σε εξέλιξη συζήτησης για σύγχρονα όρια και αδιέξοδα. Το αυτοκριτικό χιούμορ και η συνολική διαχείριση (κείμενο κι ερμηνεία) καθιστούν την παράσταση ένα πολύ εύστοχο και διασκεδαστικό σκηνικό σχόλιο, που απευθύνεται στους ίδιους τους ανθρώπους του θεάτρου και στο μέρος του κοινού που παρακολουθεί παραστάσεις ομάδων με ανανεωτικές φιλοδοξίες και συνήθως παρωχημένα, ολίγιστα αποτελέσματα.
σχόλια