Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στη γειτονιά του Γουίμπλεντον, μεγάλωνε ένας πιτσιρικάκος που στο δωμάτιό του είχε αφίσες του Μάικλ Νάιτ και τσακωνόταν με τη μαμά του που τον έσερνε να μαθαίνει παραδοσιακούς χορούς. Τρελαινόταν να φορά ‒ακόμα και στον ύπνο του‒ ένα κόκκινο δερμάτινο που του είχαν κάνει δώρο και αναγνώριζε ως πραγματικά παράσημα μόνο τις φιλοφρονήσεις που του χάριζαν όταν κόπιαρε φιγούρες του Μάικλ Τζάκσον.
Ήταν χαριτωμένος, αλλά του έλειπε η αυτοπεποίθηση, είχε μάτια σαν δύο μικρά κάρβουνα αναμμένα και χαμόγελο όλο υπαινιγμούς. Μιλούσε χαμηλόφωνα και δεν ήξερε να διαχειρίζεται τις εντάσεις, ήταν μικροκαμωμένος, αλλά έκανε μεγάλα όνειρα, είχε DNA ποτισμένο από την παράδοση της Βεγγάλης, αλλά έπρεπε να ανδρωθεί στα προάστια του Λονδίνου.
Κανείς ‒και σίγουρα όχι ο ίδιος‒ δεν φανταζόταν πως αυτό το αδύνατο αγοράκι με το περίεργο όνομα που κάποτε ως Μόγλης σε ένα ινδικό ανέβασμα του «Βιβλίου της Ζούγκλας» είχε καταγοητεύσει τον μέγα Ραβί Σανκάρ θα μεταμορφωνόταν λίγο μετά στον χορογράφο που καθόρισε όσο λίγοι τη χορευτική φιλοσοφία τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Ο μεγάλος σταρ του Sadler’s Wells και δημιουργός που μας συντάραξε πάμπολλες φορές τα τελευταία χρόνια κάνει σε λίγες μέρες την παγκόσμια πρεμιέρα της τελευταίας του χορογραφίας στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (21-27 Φεβρουαρίου).
Πολύ γρήγορα έχτισε ένα προσωπικό αφηγηματικό στυλ που συνδύαζε την πολυπολιτισμικότητα και την προσωπική εμπειρία, τη φιλοσοφία με τη χορευτική μυσταγωγία. Εκείνος φορούσε τα χαρακτηριστικά κουδούνια του kathak στα πόδια και το κοινό υποκλινόταν σε αυτά με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
Έχει ελληνικό τίτλο, «XENOS», και αντλεί υλικό από τα γεγονότα του 20ού αιώνα, φέρνοντας στην επιφάνεια τις εμπειρίες των αποικιακών στρατευμάτων από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν λάβουμε, δε, σοβαρά την πρόσφατη απειλή του, είναι η δουλειά με την οποία αποχαιρετά για πάντα τις μεγάλες, απαιτητικές παραγωγές.
Ο Άκραμ Καν γεννήθηκε το 1974 στο νότιο Λονδίνο. Ο μπαμπάς του διατηρούσε στην περιοχή ένα ινδικό εστιατόριο στο οποίο ο Άκραμ δούλεψε ως σερβιτόρος για λίγο, διότι η σχέση του με τους πελάτες ήταν πιο εκρηκτική και από τις συνταγές με το πιο καυτό κάρι.
«Συχνά ήταν κακότροποι, ρατσιστές και έκαναν αφόρητες καταχρήσεις. Τότε είναι που ορκίστηκα ότι δεν πρόκειται ποτέ να πιω ή να καπνίσω σαν αυτούς» θυμάται. Παρακολουθούσε στην τηλεόραση ατελείωτες ώρες τον «Ιππότη της ασφάλτου», λάτρευε σαν Θεό τον Μοχάμεντ Άλι και ονειρευόταν να γίνει πιλότος για να οδηγήσει ο ίδιος το αεροπλάνο που θα μετέφερε τη μητέρα του Anwara στο Μπαγκλαντές, καθώς δεν άντεχε να τη βλέπει να λιώνει από νοσταλγία για την πατρίδα της.
Για να μην της προσθέτει στενοχώριες, δεχόταν αδιαμαρτύρητα την εμμονή της να τον πηγαίνει σε όποια σχολή δίδασκε kathak (παραδοσιακός χορός από τη βόρεια Ινδία) και να τον βάζει να χορεύει σε ινδικά φεστιβάλ.
«Αισθανόμουν άθλια. Κανείς σε εκείνες τις βραδιές δεν μας άκουγε, δεν μας κοιτούσε. Κι όμως, η μητέρα επέμενε πως αν κατάφερνα να κεντρίσω το ενδιαφέρον τους, τότε θα μπορούσα να κατακτήσω οποιοδήποτε κοινό» είχε παραδεχτεί στην «Ιndependent».
Αλλά η πρώτη διάκριση ήρθε από ένα άγνωστο τερέν και ισοπέδωσε τις μητρικές προσδοκίες. Ο μικρός Άκραμ κέρδισε τον διαγωνισμό ντίσκο που διοργάνωσε η τάξη του στο σχολείο, χορεύοντας το «Thriller» του Mάικλ Τζάκσον, και αναδείχτηκε σε σταρ της παρέας.
«Ήταν η πρώτη φορά που εισέπραξα τον σεβασμό των συμμαθητών μου. Πριν από εκείνη την ημέρα ήμουν το ντροπαλό, ανασφαλές, κοκαλιάρικο και βαρετό αγόρι με τα ασιατικά χαρακτηριστικά» είχε δηλώσει κάποτε στην «Guardian».
Ο επόμενος που του υπέβαλε τα σέβη του, πριν καν συμπληρώσει τα 13 του χρόνια, ήταν ο Πίτερ Μπρουκ, που τον είδε τυχαία σε μια παράσταση και του ζήτησε αμέσως να συμμετάσχει στην περίφημη «Μαχαμπαράτα» του. Έτσι, ο έφηβος Καν ακολούθησε μια παγκόσμια τουρνέ που διήρκεσε από το 1987 ως το 1989.
Επιστρέφοντας, ήξερε πως η σκηνή ήταν μονόδρομος. Προσπαθώντας να συνδέσει τις kathak διδαχές με την ακαδημαϊκή χορευτική εκπαίδευση, σπούδασε στο De Montfort University και στο ξακουστό Northern School of Contemporary Dance (απ’ όπου αποφοίτησε με την υψηλότερη βαθμολογία που έχει δοθεί ποτέ από τη σχολή).
Πριν αρχίσει να καταπίνει βραβεία και διακρίσεις σαν τα φρουτάκια στο Pac-Man, διδάχτηκε από την τεχνική του Μερς Κάνινγχαμ και της Μάρθα Γκράχαμ τον τρόπο να πλέκει το ένστικτο και τη φυσική του ροπή προς το παρελθόν με τη σύγχρονη δημιουργία.
Πολύ γρήγορα έχτισε ένα προσωπικό αφηγηματικό στυλ που συνδύαζε την πολυπολιτισμικότητα και την προσωπική εμπειρία, τη φιλοσοφία με τη χορευτική μυσταγωγία. Εκείνος φορούσε τα χαρακτηριστικά κουδούνια του kathak στα πόδια και το κοινό υποκλινόταν σε αυτά με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
Aπό το εξωτικό «Kaash» (2002), που έκανε το παγκόσμιο κοινό να ψάξει στα λεξικά τι σημαίνει kathak, το «Ma» (2004), που έφτιαξε πάνω σε κείμενο του Χανίφ Κιουρέισι για να αποθεώσει τη μητέρα γη (2004), τα «Rush» (2000) και «Variations for vibes, pianos, and strings» (2006) που ανέδειξαν την πιο μινιμαλιστική του πλευρά, το εμπνευσμένο από την παράδοση των σούφι «Vertical Road» που έμοιαζε με διαλογισμό (2010), το «Ronin», αφιερωμένο στον μεγάλο πολεμιστή Arjuna (2003), την επική του συνεργασία με τον Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι στο «Zero Degrees», όπου η σκηνή ήταν γεμάτη με γυμνά γλυπτά του θρυλικού Άντονι Γκόρμλεϊ, την καρμική, τουλάχιστον, σχέση που έχτισε με την μπαλαρίνα-φαινόμενο Σιλβί Γκιλέμ όταν χόρεψαν μαζί το συγκλονιστικό «Sacred Monsters» (2006-2014), το ντουέτο του με την Ζιλιέτ Μπινός «In-I» σε σκηνική επιμέλεια Ανίς Καπούρ (2009), το «DESH» (2011), το πιο αυτοβιογραφικό του σόλο, στο οποίο διερευνούσε την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος στη σημερινή πραγματικότητα, το βαθιά ανθρώπινο «Dust» [(2014), για το English National Ballet)] που αποτύπωνε τις κοινωνικές αλλαγές μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη συναρπαστική αναμέτρηση kathak και φλαμένκο στο «Torobaka» (που χορογράφησε το 2014 παρέα με τον Ισραέλ Γκαλβάν), μέχρι το πρόσφατο «Chotto Desh» (2015), που σημαίνει «μικρή πατρίδα» και αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία ενός νεαρού άνδρα από το Μπαγκλαντές.
Ό,τι στόχο κι αν έβαλε, τον κατέκτησε: υπερέβη τα προφανή, έσπασε τα καλούπια πολιτισμών και καταγωγής, δημιούργησε χορογραφίες που μοιάζουν με μικρές εκρήξεις σωμάτων, κράτησε σαν ιερό δισκοπότηρο τις παραδοσιακές κινήσεις που του δίδαξε η μαμά στο παιδικό δωμάτιο, κατάφερε να δείχνει cool και ποτέ ένοχος για τις επιλογές του.
Να, όπως το 2005, που χορογράφησε τέσσερα τραγούδια για την περιοδεία «Showgirl» της Κάιλι Μινόγκ και στην «απολογία» του είπε: «Συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως η Μινόγκ με φέρνουν σε επαφή με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο που ενδεχομένως ανήκουν σε διαφορετικό πλαίσιο. Αυτό μου αρέσει πολύ». Με αυτά τα λόγια σκούπισε τη σκόνη σοβαροφάνειας που κάποιοι είχαν προλάβει να ρίξουν στο τραπέζι.
Έτσι, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα, αυτός ο μικροσκοπικός μελαχρινός μάγος του χορού έχει κινήσει τα χέρια του όπως κανείς άλλος, έχει χρησιμοποιήσει μουσικές με ακατάληπτα λόγια που μας ανατρίχιαζαν από το πρώτο δευτερόλεπτο, έχει κεντήσει μια χορευτική γέφυρα από το Μπαγκλαντές ως το Λονδίνο, έχει στήσει παραστάσεις ολόκληρες γύρω από μία μόνο φράση του πιο άγνωστου και ψαγμένου ποιήματος, έχει αναζητήσει τη φιλοσοφία της ζωής σε εκείνα που οι άλλοι προσπερνούσαν, έχει καταφέρει να έχει τον κόσμο του χορού στα πόδια του.
«Ζωή είναι η ατέλειωτη ευκαιρία να ονειρεύεσαι και να βλέπεις τα όνειρα να αποδίδουν. Γνωρίζω διαρκώς ενδιαφέροντες ανθρώπους διαφορετικών πολιτισμών, θρησκείας, πολιτικής και εκπαίδευσης, αλλά στο τέλος συνειδητοποιώ ότι κάτω από την ποικιλομορφία μας είμαστε όλοι ίδιοι».
Πριν από λίγο καιρό, και ενώ δεν είχε καν πατήσει τα 43, ανακοίνωσε το χορευτικό του αντίο, θεωρώντας, προφανώς, ότι τις μεγάλες ιστορίες της ζωής του μας τις έχει διηγηθεί τελικά. Όσο αφόρητο κι αν ακούγεται, ο Άκραμ Καν εγκαταλείπει τις μεγάλες και δύσκολες χορογραφίες διάρκειας πάνω από μία ώρα και περιορίζεται σε μικρούς ρόλους και cameo.
«Διαπραγματεύομαι με το σώμα μου όλη την ώρα. Χρειάζεται πάρα πολλή ενέργεια για να αντέχεις τον πόνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Είναι απλώς ένα διαφορετικό στάδιο της ζωής μου. Είναι η πραγματικότητα και πρέπει να εναρμονιστώ με αυτό που συμβαίνει. Δεν είμαστε όλοι σαν τη Σιλβί» είπε αναφερόμενος στην Γκιλέμ, που χόρευε ως τα 50.
Βέβαια, ποτέ δεν έκρυψε ότι η ζωή του ροκ σταρ (μεγάλα διαστήματα μακριά από την οικογένειά του, ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι, αναμονές στα αεροδρόμια και μοναχικά βράδια σε ξενοδοχεία) είναι ό,τι σιχαίνεται περισσότερο.
«Να είστε έτοιμοι να δώσετε τα πάντα, αλλά κυρίως να χάσετε τα πάντα, να μετακινηθείτε σε νέα ύψη. Το πόσο βαθιά ποθείτε κάτι καθορίζεται από το πόσα πράγματα είστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψετε μέχρι να τα κατακτήσετε» απαντούσε κάθε φορά που τον ρωτούσαν για το προσωπικό του κίνητρο.
Ξέρει καλά αυτός που βιάστηκε να χωρέσει τόση δόξα σε δύο μόνο δεκαετίες και αποφάσισε να ρίξει τόσο πρόωρα αυλαία σε μια αδιανόητη καριέρα. Και τώρα ποιος θα μας διηγηθεί ξανά παραμύθια για Πέρσες ποιητές, πλάσματα που αψηφούν την ανθρώπινη διάστασή τους και βασιλοπούλες της Βεγγάλης;
Info:
Akram Khan
XENOS
21-27 ΦΕΒ 2018
(εκτός από 24 Φεβρουαρίου)
20:30
Κεντρική Σκηνή
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Λεωφόρος Συγγρού 107
Εισιτήρια: 210 900 5 800