Συνάντησα τον διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο γραφείο του στην Πλάκα, στο διατηρητέο όπου στεγάζεται το Φεστιβάλ. Με περίμενε στο εσωτερικό μπαλκόνι του γραφείου του που θυμίζει περισσότερο θερμοκήπιο: είναι διακοσμημένο με γλάστρες και άπλετο φως μπαίνει από το γυάλινο περίβλημά του. Εξωτερικά βλέπει σε ακάλυπτο με ακόμα περισσότερα φυτά, ενώ στο ισόγειο του κτιρίου παρατηρώ μια μεγάλη συλλογή από αρχαία πιθάρια που έχει μαζέψει μέσα στα χρόνια η παλιά ιδιοκτήτρια του σπιτιού. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ζει το μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας εκεί μέσα, γι' αυτό δημιούργησε ένα περιβάλλον που να τον εμπνέει. Με υποδέχεται με ένα πλατύ, αισιόδοξο χαμόγελο. Στη συνέντευξη που παραχώρησε μοιάζει απόλυτα βέβαιος όχι μόνο για το πρόγραμμα που έστησε για τη φετινή διοργάνωση με τους συνεργάτες του, το οποίο πρώτη φορά φέρει πλήρως την υπογραφή του, αλλά και για την επιτυχία αυτού του υπερβολικά φιλόδοξου προγράμματος.
— Τι οφείλει να είναι ένα φεστιβάλ σήμερα; Πώς διαφοροποιείται σε σχέση με το παρελθόν, τότε που οι άνθρωποι ήταν λιγότερο ενήμεροι για τις εξελίξεις της διεθνούς σκηνής;
Η ερώτησή σου καθρεφτίζει ένα φεστιβάλ μιας συγκεκριμένης κατηγορίας και ένα ειδικό κοινό. Δηλαδή, ένα καθαρά θεατρόφιλο, αυστηρά φιλότεχνο κοινό, που έχει χρήματα για να ταξιδεύει.
— Μα, και ο νέος πια ταξιδεύει ή ενημερώνεται από το Ίντερνετ. Έχει ευρύτατη πληροφόρηση και δεν εκπλήσσεται με αυτά που βλέπει. Ίσα-ίσα που γνωρίζει ονόματα και θέματα και επιδιώκει να τα δει.
Νομίζω ότι δεν άλλαξε αυτή η ανάγκη. Υπάρχει ένα κοινό που θέλει να δει ζωντανά μεγάλα ονόματα, ένα άλλο κοινό που θέλει να δει πιο ιδιαίτερα πράγματα και ένα άλλο που θέλει πιο λαϊκά πράγματα. Δεν υπάρχει ένα είδος κοινού. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες ανθρώπων που δημιουργούν τις δικές τους ομάδες. Σήμερα νιώθω κι έναν κορεσμό σε σχέση με αυτό που λες, ως ένας άνθρωπος που βλέπει πολλή τέχνη και μπορεί να νιώσει μια κούραση, καθώς περνούν τα χρόνια.
— Εννοείτε ένα εθισμένο κοινό που έχει κορεστεί;
Ακριβώς. Υπάρχουν δύο κατηγορίες. Το εθισμένο κοινό και το επαγγελματικό, δηλαδή τα ΜΜΕ, οι κριτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι καλλιτέχνες, που αποτελούν έναν πολύ πιο στενό κύκλο. Σε αυτή την περίπτωση, που δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, δεν μπορούμε βέβαια να έχουμε ένα φεστιβάλ που να πιάνει τους πάντες, αλλά που να μπορεί να ανοίγεται και να δοκιμάζει κι άλλα πράγματα. Από τη μια συνεχίζουμε στον δρόμο που άνοιξε πριν από 11 χρόνια ο Γιώργος Λούκος με την Πειραιώς 260, δηλαδή την οδό που ακολουθείται διεθνώς κι έχει να κάνει με το σύγχρονο θέατρο και τον χορό, κατηγορίες στις οποίες πάντα υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Επίσης, έχει σχέση και με το γούστο του εκάστοτε διευθυντή, την αισθητική του, ακόμα και με το πώς τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην κοινωνία. Από την άλλη υπάρχει το Ηρώδειο, απ' όπου ξεκίνησε το Φεστιβάλ Αθηνών. Ήταν η έδρα του 50 χρόνια και για πολύ καιρό ήταν μόνο αυτό – και στην περίπτωσή του βλέπεις ότι «κουράστηκε». Απευθυνόταν σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό που κι αυτό «κουράστηκε». Λόγω διαφόρων πολιτικών παρεμβάσεων έπαψε να έχει τον χαρακτήρα που είχε τη δεκαετία του '60 κι εμείς τώρα προσπαθούμε να το στρέψουμε προς την κατεύθυνση της μουσικής. Του ταιριάζει η μουσική, ταιριάζει και στα παιδικά μου χρόνια...
Διευθύνω το Φεστιβάλ ως σκηνοθέτης που αναλαμβάνει την ευθύνη. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να πω ότι φταίει ο τάδε ηθοποιός που δεν είναι καλή μια παράστασή μου. Φταίω αποκλειστικά εγώ. Εγώ τους διάλεξα, εγώ τους άφησα να βγάλουν αυτά που μπορούν να βγάλουν, εγώ τους μπλόκαρα. Επομένως, η ευθύνη είναι σε μεγάλο βαθμό δική μου.
— Το κοινό του Ηρωδείου είναι πιο αστικό. Κοινό νοικοκυραίων...
Δεν είναι αστικό. Είναι ένα κοινό στο οποίο μπορείς να βρεις και τους αστούς και τους μικροαστούς. Είναι εντυπωσιακό ότι μπορεί να κάνει 10-15 sold-out με όπερα ή συμφωνικές ορχήστρες. Δεν μπορεί αυτό το κοινό να εξαντλείται μεταξύ Κολωνακίου και Φιλοθέης. Απλώνεται πολύ περισσότερο σε όλη την Αθήνα.
— Ποια θεωρείτε τη δική σας πρόταση στο νέο ξεκίνημα του Φεστιβάλ;
Αν κάτι έχουμε φέρει, που δεν είναι καινούργιο, απλώς είναι πιο συγκροτημένο, και γίνεται από πολλούς φορείς και εκδηλώσεις, εκτός των παραδοσιακών «πολιτιστικών τειχών» που είναι η Πειραιώς και το Ηρώδειο, είναι ένα μεγάλο άνοιγμα στην πόλη, και στην Αθήνα και στον Πειραιά.
— Σε σημείο να έχει διευρυνθεί τόσο πολύ το πρόγραμμα, που μοιάζει υπερβολικά μεγάλο, τεράστιο.
Λίγο είναι. Αν μας αφορούν περιοχές όπως του Ζωγράφου και του Παπάγου, το Χαλάνδρι και το Αιγάλεω και διάφορες άλλες, είναι λίγο. Αν μας αφορά μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με το κέντρο, είναι μεγάλο.
— Ένα φεστιβάλ έχει υποχρέωση να φτάνει σε όλες τις άκρες της πόλης;
Όχι και δεν υποστηρίζω κάτι τέτοιο.
— Η γενική εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα τεράστιο πρόγραμμα, αυτό πιστεύουν όλοι.
Μήπως αυτοί που το υποστηρίζουν είναι γιατί φοβούνται ότι θα κουραστούν και δεν θα προλάβουν να τα δουν όλα;
— Ίσως, αλλά είναι έτοιμο το Φεστιβάλ να υποστηρίξει μια τέτοια ανάπτυξη, είτε οργανωτικά είτε οικονομικά; Είστε έτοιμοι;
Είμαστε έτοιμοι, αλλά αυτό προϋποθέτει πάρα πολύ κόπο για να γίνει. Είναι πολύ οργανωμένο και πειθαρχημένο αυτό που γίνεται, αλλά έχει προηγηθεί πολλή δουλειά. Από τη μια καταλαβαίνω όσους απορούν –κυρίως οι δημοσιογράφοι– πώς θα καταφέρουν τα δουν όλα αυτά για να είναι καλυμμένοι. Ε, ας μην τα δουν όλα! Να δουν αυτά που τους ενδιαφέρουν. Δεν είναι κακό αυτό. Κανένας θεατής δεν θέλει να τα δει όλα, ούτε απευθύνονται όλα σε όλους. Πολύ συνειδητά θεώρησα ότι υπήρχε ανάγκη ανανέωσης και σε αυτό το πλαίσιο έγινε ο σχεδιασμός. Δεν μπορώ να αναλάβω ένα Φεστιβάλ και να είμαι απλώς ένας μηχανοδηγός πάνω στις ράγες. Το Φεστιβάλ ανοίγεται και σε άλλες κατευθύνσεις.
— Το όραμα ενός διευθυντή χρειάζεται οικονομική ευρωστία, κοινώς χρήμα.
Χρειάζεται δουλειά, χρήμα κι έναν διαφορετικό τρόπο διαχείρισης των χρημάτων. Κατά τη γνώμη μου, οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να βλέπουμε το Φεστιβάλ ως μια διοργάνωση όπου θα παρουσιάσουμε μόνο δύο παραστάσεις, παίρνοντας μια πολύ καλή χρηματοδότηση, κι εκεί να τελειώνει η διαδικασία. Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη συνέχεια. Ένα ερώτημα που έθετα στους θιάσους ή στις μουσικές ομάδες ήταν τι θα έκαναν την παράσταση που ετοίμαζαν επί 8 μήνες. Δύο μέρες και τελείωσε, αυτό ήταν; Δηλαδή, έτσι καλύπτεται η καλλιτεχνική τους ανάγκη; Τους αφορά να δουν περισσότεροι θεατές την παράστασή τους;
— Τους αφορά ή είναι ένα αυτοαναφορικό φεστιβάλ;
Σε μεγάλο βαθμό, είναι αυτοαναφορικό. Εγώ βάζω αυτό το ερώτημα σε πρώτη φάση, αλλά πρέπει να εξελιχθεί το Φεστιβάλ.
— Αρκετές φορές, μέσα από το ρεπορτάζ, διαπιστώνω ότι δεν γίνεται καν προετοιμασία 8 μηνών. Στο παρελθόν, οι πρόβες ξεκινούσαν τέτοιον καιρό και υπήρξε περίπτωση που οι συντελεστές δεν μπορούσαν να δώσουν καθόλου πληροφορίες. Άρα, δεν έβλεπα καμία καλλιτεχνική πρόταση αλλά ένα είδος «αρπαχτής». Το δε ελληνικό πρόγραμμα τα τελευταία χρόνια έδειχνε μια κόπωση κι ένα αδιέξοδο που ήταν απογοητευτικά. Κληρονομήσατε μια τέτοια κακή συνήθεια; Τη βεβαιότητα μιας κάστας που θεωρεί δεδομένο το Φεστιβάλ;
Από τη μέρα που ανέλαβα είπα ότι δεν μπορεί να είναι κάθε χρόνο οι ίδιοι. Το περσινό Φεστιβάλ ήταν «διασωστικό».
— Οπότε, δεν τη χρεώνεστε.
Τη χρεώνομαι, γιατί θέλω να παίρνω την ευθύνη για ό,τι αναλαμβάνω. Ήταν κι αυτό μια ευθύνη, άρα δεν μπορώ να βγάλω απ' έξω την ουρά μου. Έκανα αυτό που μπορούσα στο σύντομο διάστημα που είχα στη διάθεσή μου και ταυτόχρονα δούλευα για τον δεύτερο χρόνο. Συνειδητοποίησα, όμως, τον Σεπτέμβριο ότι είναι πολύ μικρό το διάστημα των 10 μηνών που είχα μπροστά μου. Είναι μια δουλειά που, αν θέλω να την κάνω σοβαρά, πρέπει να ασχολούμαι 12 μήνες και να αφιερώνω άπειρες ώρες δουλειάς καθημερινά, και τα Σαββατοκύριακα. Ο πολύς κόπος δεν σημαίνει και καλό αποτέλεσμα. Τουλάχιστον, δείχνει τη συνειδητοποίηση της ανάγκης που υπάρχει.
— Επομένως, δεν υπάρχουν καλλιτέχνες φέτος που είναι «μόνιμοι».
Εκτός από έναν σκηνοθέτη. Εγώ δεν μπήκα στη λογική ότι αυτοί που δούλεψαν υπό την προηγούμενη διεύθυνση έπρεπε να κοπούν για κάποιο διάστημα.
— Δεν είναι θέμα κοψίματος. Είναι όμως άδικο, είτε σε επαγγελματικό είτε σε καλλιτεχνικό επίπεδο, να καρπώνεται το δικαίωμα να είναι στο φεστιβάλ μία μόνο κάστα καλλιτεχνών.
Το ξέρω πολύ καλά. Βεβαίως, στο ελληνικό κομμάτι, και στο ξένο ως έναν βαθμό, οι ίδιοι άνθρωποι κινούνται σταθερά στα φεστιβάλ διεθνώς. Αυτό, μέχρις ενός σημείου, είναι φυσιολογικό. Τι είναι ένα φεστιβάλ; Ένα φεστιβάλ δημιουργείται με βάση ένα σκεπτικό που οδηγεί προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και θα κινηθεί αναγκαστικά στους ίδιους ανθρώπους. Όχι μονίμως, αλλά αναπόφευκτα θα δεις τον Μπομπ Γουίλσον, τον Καστελλούτσι και κάποιους άλλους ακόμα.
— Τους μεγάλους δημιουργούς της εποχής μας.
Οι οποίοι είναι τακτικοί σε διάφορα φεστιβάλ. Αυτό μπορεί να υπάρχει και ταυτόχρονα να ανοίγει σε νέες δυνάμεις.
— Πάντως, μια μερίδα καλλιτεχνών είχε αποκτήσει μια σχεδόν δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία σε σχέση με το Φεστιβάλ. Τον χειμώνα έδιναν περισσότερη σημασία στη δουλειά τους απ' ό,τι το καλοκαίρι, που δεν ανησυχούσαν για το ταμείο.
Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει πάντα, όταν δεν γίνονται προσπάθειες ανανέωσης, κι έτσι δημιουργείται αυτό που ονόμασες δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Υπάρχει, αλλά όχι σε όλους, ακόμα και μέσα στο Φεστιβάλ. Βλέπεις ότι άλλοι έχουν όρεξη να δουλέψουν, το πονάνε και το αγαπάνε το Φεστιβάλ, άλλοι λουφάρουν κι άλλοι –η χειρότερη κατηγορία, τη συναντάς και σε μια τράπεζα, οπουδήποτε– κουράζονται πιο πολύ για να εμποδίσουν κάτι. Αλλά αν προετοιμαστείς εγκαίρως, αν κάνεις αναθέσεις εγκαίρως, ο καλλιτέχνης έχει τον χρόνο να μπει πιο βαθιά στα πράγματα. Γι' αυτό είπα από πέρσι ότι δεν θα είναι κάθε χρόνο οι ίδιοι. Δεν το εννοούσα βέβαια με την έννοια του κανόνα, γιατί μπορεί να συμβεί κάποιες φορές, επιτρέπονται οι εξαιρέσεις. Αν κάνεις τις επιλογές και τις προτάσεις νωρίς, κάνεις τις αναθέσεις πολύ γρήγορα και οι σκηνοθέτες έχουν χρόνο. Οι ηθοποιοί, από την πλευρά τους, δεν παίζουν σε δύο παραστάσεις, γιατί πληρώνονται από το Φεστιβάλ. Όταν παίρνεις, λοιπόν, μια κανονική αμοιβή, δεν μπορείς να είσαι το πρωί στη μία πρόβα και το βράδυ στην άλλη, αυτό είναι αντικαλλιτεχνικό. Δεν είναι όπως όταν δεν πληρώνεσαι –και είναι κάτι που έχω ζήσει– και πρέπει να κάνεις 100 δουλειές για να ζήσεις. Αυτό το σέβομαι.
— Ποιο είναι το «ελληνικό στοίχημα» σήμερα για εσάς;
Ξεκίνησες ωραία, μιλώντας για τον διεθνή χαρακτήρα που έχει η σημερινή κατάσταση χάρη στο Ίντερνετ και τα ταξίδια. Επειδή εμείς οι καλλιτέχνες ανήκουμε σε αυτή την κατηγορία, δεν έχουμε τόσο έντονο το τοπικό στοιχείο, με την έννοια ότι μας επηρεάζουν αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο. Το τοπικό μπορεί ταυτόχρονα να γίνει και διεθνές. Εγώ σε αυτό πιστεύω, ότι πράγματα που αφορούν εσένα, ως πολίτη μιας κοινωνίας, επηρεάζουν και την τέχνη σου κι έτσι το τοπικό αποκτά διεθνή χαρακτήρα και φωνή. Έτσι κι αλλιώς, και μόνο που υπάρχει το Φεστιβάλ Αθηνών και φέρνει παραστάσεις από το εξωτερικό είναι σημαντικό. Το δύσκολο για το Φεστιβάλ είναι, όταν δεν υπάρχουν χρήματα από το κράτος, να διατηρήσει έναν χαρακτήρα που θα το βοηθήσει να υπάρξει ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν στην πόλη και να έχει μια καθαρή φυσιογνωμία.
— Ο Γιώργος Λούκος ισχυριζόταν ότι δεν είχε παρεμβάσεις από την πολιτική εξουσία. Αυτό μπορείτε να πείτε ότι ισχύει και για εσάς;
Ξεκινάω από τη λογική του σκηνοθέτη, η οποία με καθορίζει, επειδή κάνω πολλά χρόνια αυτήν τη δουλειά. Αν σκηνοθετήσω σε ένα κρατικό θέατρο και μου πει ο διευθυντής ή ένας πολιτικός «βάλε αυτόν» και τον βάλω και δεν μου ταιριάζει, αυτό αμέσως είναι εις βάρος της παράστασης που σκηνοθετώ. Άρα, δεν έχω κανέναν λόγο να δέχομαι τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Δεν συνηθίζω να κλείνω το τηλέφωνο αν με πάρει κάποιος – το τηλέφωνό μου είναι πάντα ανοιχτό. Θα ακούσω, και αν, μία στο εκατομμύριο, υπάρξει μια καλή ιδέα, θα θελήσω να την οικειοποιηθώ. Διευθύνω το Φεστιβάλ ως σκηνοθέτης που αναλαμβάνει την ευθύνη. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να πω ότι φταίει ο τάδε ηθοποιός που δεν είναι καλή μια παράστασή μου. Φταίω αποκλειστικά εγώ. Εγώ τους διάλεξα, εγώ τους άφησα να βγάλουν αυτά που μπορούν να βγάλουν, εγώ τους μπλόκαρα. Επομένως, η ευθύνη είναι σε μεγάλο βαθμό δική μου. Δεν θα πω ότι φταίει ο Άδωνις Γεωργιάδης ή ο Λαφαζάνης ή η Ζωή Κωνσταντοπούλου...
— Είναι καλλιτεχνική εργασία η θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ;
Αν το δεις ως μια μεγάλη σκηνοθεσία, ναι. Αν το δεις ως διαχείριση, είναι απλώς μια διαχειριστική δουλειά. Κάποιες στιγμές γίνεται πολύ κοπιαστικό όλο αυτό και αναρωτιέμαι «τι θέλω εγώ εδώ;». Κάποιες άλλες, όμως, όταν, με τις όποιες εμπειρίες και γνώσεις διαθέτεις, προσθέτεις κι εσύ ένα λιθαράκι σε αυτό το οικοδόμημα, νιώθεις ότι έχει νόημα.
— Δεν είναι λιθαράκι το Φεστιβάλ Αθηνών, μάλλον βράχος.
Το χιούμορ σου να μην το χάσεις! Αν δεν έχω φύγει αυτό το διάστημα, είναι και γιατί δεν θέλω να αφήνω τα πράγματα στη μέση, ιδίως όταν τα πιστεύω πολύ. Ένας λόγος που με ενδιαφέρει να είμαι στο Φεστιβάλ είναι το Λύκειο Επιδαύρου. Είναι μια ανάγκη πολλών χρόνων η δημιουργία ενός θερινού σχολείου για το αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, και μάλιστα με πρακτική κατεύθυνση για νέους ηθοποιούς. Μακάρι να εξελιχθεί και ένα άλλο τμήμα, ίσως πιο θεωρητικό, για σκηνοθέτες. Η Μικρή Επίδαυρος μπορεί να συνδεθεί με τη Μεγάλη και το Λύκειο, είτε με παραστάσεις είτε με άλλα καλλιτεχνικά είδη που να συνδέονται με το αρχαίο δράμα. Αυτό έχει μια καθαρότητα στον στόχο του. Υπάρχει μεγάλη προσέλευση παιδιών που ενδιαφέρονται και φέτος θα λειτουργήσει για 100 άτομα – ίσως πάρουμε περισσότερους, καθώς οι αιτήσεις ξεπερνάνε τις 300. Δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε την κατασκήνωση. Οι ρυθμοί είναι αργοί, στην Ελλάδα είμαστε εξάλλου, τα ξέρουμε αυτά, τουλάχιστον λύθηκε το πρόβλημα με ξενοδοχεία. Θα έχει παιδιά από την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και από τη Ρωσία, το Ιράν και τον Καναδά.
—Θα εντάξετε μελλοντικά στην Επίδαυρο παραστάσεις που δεν αφορούν το αρχαίο δράμα;
Εμένα με ενδιαφέρει η άσκηση πάνω στην αρχαία τραγωδία και στην κωμωδία. Να είναι η Επίδαυρος χώρος άσκησης του αρχαίου δράματος. Τα άλλα είδη μπορώ να τα δω αλλού. Πάω 40 χρόνια στην Επίδαυρο και όταν πλησιάζω αισθάνομαι μια αναστάτωση ψυχική, και ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης και ως θεατής. Νιώθω άλλη αναπνοή στο στήθος μου. Αυτό το συνδέω με το περιεχόμενο, όχι μόνο με τις πέτρες.
—Ποια είναι η κληρονομιά που άφησε ο Γιώργος Λούκος φεύγοντας;
Κάθε εποχή πρέπει να γίνονται ανανεώσεις. Είχε κουραστεί το παλιό Φεστιβάλ. Ο Λούκος έφερε το σύγχρονο θέατρο, αυτά που συμβαίνουν στα σύγχρονα φεστιβάλ της Ευρώπης και θα έβλεπαν μόνο λίγοι που θα είχαν τα χρήματα να ταξιδέψουν. Δοκίμασε να φέρει ένα μέρος του Φεστιβάλ στην Πειραιώς 260. Ακολούθησε την εποχή του. Όπως κι εμείς, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, φύγαμε από τα θέατρα και μπήκαμε μέσα σε αποθήκες, γιατί άλλαξε η αισθητική. Τέλειωσε η εποχή που πήγαινες σε ένα θέατρο με βελούδινα καθίσματα. Είναι ωραίο το φυσικό σκηνικό ενός παροπλισμένου κτιρίου. Αλλά κι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Ένα εργοστάσιο ή μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη είναι ένα σκηνικό πολύ γοητευτικό, όχι μόνο για τους καλλιτέχνες αλλά και για το κοινό. Δεν μπορείς, όμως, να είσαι άπειρα χρόνια στο ίδιο «χάλασμα». Θα πρέπει, μετά από κάποιο διάστημα, να τον βελτιώσεις αυτόν το χώρο. Η Πειραιώς θέλει πλέον την επισκευή της. Παύει να λειτουργεί ως ένα ωραίο εγκαταλελειμμένο ερείπιο.
— Εν τέλει, έχει ευρεία απήχηση το Φεστιβάλ; Ενδιαφέρει την Αθήνα των τηλεοπτικών ριάλιτι και της πολιτικής ανωριμότητας;
Μπορεί να είσαι σε μια πορεία ή στο Πολυτεχνείο, να πηγαίνεις όμως παραπέρα και να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν επηρεάζει άμεσα, αλλά έμμεσα. Το gay pride μπορεί να αφορά συγκεκριμένο κόσμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μεταδίδεται υπόγεια. Τα πάντα ξεκινάνε από μικρότερες ομάδες, αλλά, ανάλογα με την εποχή και το μέγεθος των πραγμάτων και των γεγονότων, μπορούν να εξαπλωθούν σταδιακά σε όλο τον κόσμο. Για μένα, όμως, έχει μεγάλη σημασία αυτό το κομμάτι της πρωτοπορίας, είτε καλλιτεχνικά είτε πολιτικά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια