Ό,τι υπάρχει να διαβάσει κάποιος στο διαδίκτυο για τo «Δάσος» της Σοφίας Μαραθάκη που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών αφορά ιδέες και προθέσεις οικολογικής ευαισθητοποίησης που λειτούργησαν ως έναυσμα και κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία της παράστασης. Το σκηνικό αποτέλεσμα απέχει από τις προσδοκίες που δημιουργούν δελτίο Τύπου και δημοσιογραφικές παρουσιάσεις. Το «Δάσος» με κανέναν τρόπο δεν είναι «ένα ολικό αφήγημα για την ιστορία του δάσους»(!) ούτε εξερευνά τη σχέση φύσης και τέχνης ούτε, βέβαια, αποτελεί «το πρώτο περιβαλλοντικό έργο (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό).
Η Σοφία Μαραθάκη, επηρεασμένη από την περιβαλλοντική και κλιματική κρίση (που χωρίς αμφιβολία είναι το μείζον πρόβλημα της εποχής μας), προφανώς θεώρησε ότι μια διασκευή για τη σκηνή του πολυσέλιδου μυθιστορήματος της Άννυ Πρου «Άνθρωποι του δάσους» («Βarkskins», 2016, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτης, 2019) δεν θα ήταν μόνο επίκαιρη αλλά και χρήσιμη, στο πλαίσιο της προσπάθειας που πρέπει να κάνουμε, από τη θέση του ο καθείς, για να εμποδίσουμε τη βέβαιη κατάρρευση του κόσμου μας.
Η ιστορία του Καναδά δεν είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό, πώς να μπορέσουν έξι ηθοποιοί, σ’ έναν χώρο που δεν προσφέρει τεχνικές ευκολίες, με ένα μοναδικό σκηνικό, να πλάσουν έναν κόσμο ξένο, να υποδυθούν Γαλλοκαναδούς αποίκους και να αφηγηθούν μια ιστορία που και ενδιαφέρον να έχει, και να μεταφέρει οικολογικό προβληματισμό;
Ευγενής η πρόθεση, αλλά εύλογη η απορία: πώς η έως τώρα εμπειρία της σκηνοθέτιδος (οι προηγούμενες παραστάσεις της ήταν μικρού μεγέθους), οι περιορισμένες δυνατότητες της παραγωγής και το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια σοβαρή σκηνική πρόταση; Καλή η ορμή της δημιουργίας, κατανοητή η καλλιτεχνική φιλοδοξία, αλλά η μεταφορά ακόμα και γνωστών και πολυδιαβασμένων μυθιστορημάτων στη σκηνή σπανίως είναι επιτυχής – δύσκολα χωράνε στη μικρή διάρκεια μιας παράστασης. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα καινούργιο μυθιστόρημα 800 σελίδων.
Η Άννυ Πρου, γαλλοκαναδικής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας της και με σπουδές Ιστορίας, θέλησε να γράψει για το έπος των πρώτων αποίκων στον Καναδά, εκκινώντας από την ιστορία δύο φτωχών Γάλλων που έφτασαν στη μακρινή χώρα στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, παρακολουθώντας τη διαδρομή των απογόνων τους έως τις μέρες μας.
Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για την οικολογική καταστροφή (εν προκειμένω για την αποψίλωση τεράστιων δασικών εκτάσεων στον Καναδά) αλλά για τον λόγο και τον τρόπο που οδηγηθήκαμε σε αυτήν. Οι αιτιακές σχέσεις μεταξύ γεγονότων και φαινομένων εξαρτώνται από παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με τρόπους που συνήθως δεν μπορούν να προβλεφθούν, οδηγώντας σε αποτελέσματα διαφορετικά από αυτά που επιδιώκονταν και αναμένονταν. Ειδικά όταν μιλάμε για ιστορικά προτσές μεγάλης χρονικής διάρκειας.
Η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας ολοκλήρωσε το «Άνθρωποι του δάσους» μετά από ενδελεχή έρευνα χρόνων. Με ρέουσα πρόζα, ενδιαφέρουσες πληροφορίες και συνδέσεις, η Πρου αποτυπώνει στη μυθοπλασία της όλο το πλέγμα των παραγόντων που οδήγησαν, αιώνες μετά, στο σημερινό οξύ οικολογικό πρόβλημα, με τα καιόμενα δάση και την κλιματική απορρύθμιση. Τα δάση του Καναδά ήταν βασική πηγή πλούτου για τους αποίκους (ξυλεία και γούνες άγριων ζώων). Αναγκαστικά έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους αυτόχθονες ‒ τη γη, τους «νόμους» και τα ήθη των οποίων καταπάτησαν με την υπεροψία της ανωτερότητας αυτών που έρχονται από προηγμένες, πολιτισμένες χώρες.
Χωρίς εύκολους αφορισμούς «αντι-αποικιακού» περιεχομένου και χωρίς να καταδικάζει φαινόμενα και γεγονότα προηγούμενων αιώνων με τις γνώσεις που έχουμε συγκεντρώσει σήμερα, εκθέτει τη «λογική» των επιλογών των ηρώων της. Γιατί, ναι, το 1700 και το 1800 ήταν λογικό για τους εξαθλιωμένους Ευρωπαίους που αναζητούσαν μια θέση στον ήλιο σε μια άγνωστη, εχθρική ήπειρο να κόψουν τα δέντρα που κάλυπταν τις απέραντες εκτάσεις της νέας γης, για να μπορέσουν να τις καλλιεργήσουν.
Άλλωστε, το έχει πει η Πρου σε συνέντευξή της (lithub.com/how-the-writer-researches-annie-proulx), και oι ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής έκαιγαν σε τακτά χρονικά διαστήματα μεγάλες δασικές εκτάσεις, ώστε να διαμορφώνονται περιοχές ήπιας βλάστησης, ελκτικές για τα ελάφια και τα άλλα ζώα που κυνηγούσαν για την επιβίωσή τους.
Επιπλέον, η συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει ότι τακτικές και πρακτικές που σήμερα προκαλούν την αγανακτισμένη αντίδρασή μας, άλλοτε είχαν τις ευλογίες της χριστιανικής εκκλησίας. Οι άποικοι εφάρμοζαν στην πράξη ό,τι διάβαζαν στη Βίβλο: ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, άνδρα και γυναίκα, κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του και τους ευλόγησε λέγοντας: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής, σας δίδω την δύναμιν να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται επάνω εις την επιφάνειαν της γης» («Γένεσις», 1.28).
Ο τρόπος που αναπτύσσεται η επιχείρηση ξυλείας της οικογένειας Ντικέ στο «Άνθρωποι του δάσους» θυμίζει όσα έγραψε ο Βέμπερ για το πώς η θρησκεία συνέβαλε στην ποιοτική διαμόρφωση και στην εξάπλωση του καπιταλιστικού μοντέλου σε χώρες που αποικήθηκαν από Ευρωπαίους χριστιανούς.
Αν υπάρχει ένας σκηνοθέτης που θα μπορούσε να μεταφέρει στη σκηνή το μυθιστόρημα της Πρου, αυτός είναι ο Καναδός Ρομπέρ Λεπάζ. Θυμίζω ότι η παράστασή του με τίτλο «Kanata - Επεισόδιο 1ο - Η διαμάχη» (που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2019) αφορούσε ένα ζήτημα συναφές, τον αφανισμό ή/και τον βίαιο «εκπολιτισμό» των αυτοχθόνων του Καναδά και τη μέχρι πρότινος προκλητική ανισότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν οι απόγονοί τους από το επίσημο κράτος. Μέσα από ιστορίες σύγχρονων Καναδών, η αφηγηματική αρτιότητα, το μέγεθος της παραγωγής και ο πολυπρόσωπος θίασος της παράστασης (παραγωγή του Θέατρου του Ήλιου της Αριάν Μνουσκίν) συνέβαλαν στο να αποδοθούν με δραματουργικώς πειστικό τρόπο τα βαθιά τραύματα που μέχρι σήμερα εμποδίζουν την αρμονική συνύπαρξη των απογόνων ιθαγενών και αποίκων.
Προσφάτως, ο εντοπισμός εκατοντάδων ανώνυμων τάφων παιδιών αυτοχθόνων στον Καναδά σε περιοχές κρατικών οικοτροφείων, όπου οι «λευκοί» συγκέντρωναν τα ινδιανάκια για να ξεχάσουν γλώσσα, ήθη, καταγωγή, ενέτεινε τη σχετική αντιπαράθεση στη μακρινή χώρα. Να πώς αναδεικνύεται η πολιτική διάσταση εκείνης της παράστασης. Όχι μόνο λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από αυτόχθονες ο Λεπάζ (γιατί δεν αξιοποιήθηκαν στην παράσταση εκπρόσωποί τους, ώστε να μιλήσουν οι ίδιοι για την ιστορία τους) αλλά, κυρίως, γιατί μέσω της σκηνικής τέχνης μίλησε γι’ αυτές τις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του Καναδά σε θεατές διαφορετικών χωρών, που αγνοούσαν τα εγκλήματα που έχουν συμβεί στη χώρα του.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αν ένα έργο είναι οικολογικό, πολιτικό, φεμινιστικό κ.ο.κ., κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Η παράσταση δικαιώνει τους επιθετικούς προσδιορισμούς, όχι οι προσδιορισμοί την παράσταση.
Το «Δάσος» της Σοφίας Μαραθάκη βούλιαξε μέσα στην υπέρμετρη φιλοδοξία της αρχικής ιδέας. Η ιστορία του Καναδά δεν είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό, πώς να μπορέσουν έξι ηθοποιοί, σ’ έναν χώρο που δεν προσφέρει τεχνικές ευκολίες, με ένα μοναδικό σκηνικό, να πλάσουν έναν κόσμο ξένο, να υποδυθούν Γαλλοκαναδούς αποίκους και να αφηγηθούν μια ιστορία που και ενδιαφέρον να έχει, και να μεταφέρει οικολογικό προβληματισμό;
Η Τζωρτζίνα Δαλιάνη, ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, η Ελεάνα Καυκαλά, ο Νέστωρ Κοψιδάς, ο Δημήτρης Πασσάς και ο Γιώργος Σύρμας αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους, ενίοτε με υποκριτικώς αστεία αποτελέσματα, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις αδυναμίες του σκηνικού κειμένου και κυρίως την ασάφεια για το πού ακριβώς πέφτει το βάρος της σκηνικής αφήγησης.
Ως παρένθεση στη δράση, σε μια μάταιη προσπάθεια σύνδεσης της παράστασης με το «θέατρο-ντοκουμέντο», κάποια στιγμή εμφανίζονται στη βιντεο-οθόνη «ειδικοί» σε περιβαλλοντικά και κλιματικά θέματα, οι οποίοι καταθέτουν στοιχεία για τη σημασία της καταστροφής των δασών. Και αυτή η επιλογή μένει δραματουργικώς μετέωρη. Νομίζω, έχει έρθει πια η στιγμή να πούμε «φτάνει πια με τις οθόνες που δείχνουν κάτι, κάπου στον σκηνικό χώρο». Και φτάνει πια και με την καταχρηστική χρήση του όρου «θέατρο-ντοκουμέντο». Λίγο θέατρο σκέτο, γίνεται;
«Σε αυτήν τη ζωή είμαστε ή τουρίστες ή ταξιδιώτες. Μια παράσταση οφείλει να μας μεταφέρει την εμπειρία του ταξιδιώτη» έχει πει ο Ρομπέρ Λεπάζ. Η παράσταση της Σοφίας Μαραθάκη δεν μας μεταφέρει την εμπειρία του ταξιδιώτη, μας υποβιβάζει στη θέση του τουρίστα που κοιτάει απαθής κάτι που (ιδανικά) όφειλε να τον συνεπάρει και να τον συγκινήσει.