Η Ευρυδίκη (2003) της 38χρονης Αμερικανίδας συγγραφέως Σάρα Ρουλ, που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Τάρλοου στο θέατρο Πορεία, είναι η πρώτη παράσταση της σεζόν που ένιωσα ότι υπήρχε λόγος να παρουσιαστεί – λόγος όχι εξωγενής (σε σχέση, ας πούμε, με την ανάγκη σύνδεσης του θεάτρου με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση) αλλά βάσει καθαρά θεατρικών κριτηρίων: ενδιαφέρον έργο, παράσταση με δραματουργική και αισθητική άποψη, ερμηνείες που σε συγκινούν, που θέλεις να προσέξεις στη λεπτομέρεια.
Είπα «ενδιαφέρον έργο» και θυμήθηκα τον εισαγωγικό διάλογο του ερωτευμένου ζευγαριού. Η Ευρυδίκη λέει στον Ορφέα ότι διάβασε ένα βιβλίο που «ήταν πολύ ενδιαφέρον», γιατί είχε «πολύ ενδιαφέροντα επιχειρήματα». Ο άνδρας σχολιάζει ότι αγνοούσε πως ένα επιχείρημα μπορεί να είναι ενδιαφέρον. «Νόμιζα, λέει, ότιπρέπει να είναι είτε σωστό είτε λάθος». Σε επόμενες σκηνές το επίθετο ενδιαφέρων ουσα-ον θα χρησιμοποιηθεί μετ’ επιτάσεως ως προσδιορισμός προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων από τον Απαίσιο Ενδιαφέροντα Άνδρα (πρόσωπο που αργότερα θα ταυτιστεί με τον Άρχοντα του Κάτω Κόσμου) – κάθε πρότασή του είναι ένας θρίαμβος του σχήματος (του πλαισίου ή της επιφάνειας, αν προτιμάτε) επί της ουσίας, επί του βάθους, επί της σχέσης. Εκεί ο θάνατος.
Το σχόλιο της Ρουλ μας αφορά άμεσα: σε αυτή την εποχή της γενικευμένης σύγχυσης, οι ξεκάθαρες κρίσεις δεν είναι εύκολες. Δεν είναι μόνο που έχουμε βάλει πολλά περιθώρια (κατανόησης και άλλα) στην ηθική μας, είναι που οι γρήγορες ταχύτητες και ο ανελέητος πυροβολισμός από νέες πληροφορίες εμποδίζουν τη σπουδή, την ανάλυση, τη σύνθεση. Με ένα «ενδιαφέρον» ξεμπερδεύεις – και προχωράς παρακάτω. Γρήγορα, αυτό το παράξενο έργο (που θα έλεγα ότι ανήκει στην ευρωπαϊκή δραματουργική παράδοση, αν δεν προηγούνταν στην αμερικανική σκηνή η περίπτωση του Τόνι Κούσνερ), καθαρό δείγμα μεταμοντερνιστικής γραφής,
απορροφά την προσοχή σου με την πολυπρισματική θεματική του. Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης γίνεται αφορμή για τη συγγραφέα (γεν. 1974) ώστε να προσεγγίσει μια σειρά δύσκολων ζητημάτων, όπως η απώλεια, το πένθος, η ενόρμηση της ζωής και ο έρως του θανάτου, η ζωή ως θάνατος κι ο θάνατος ως αξία της ζωής, η μνήμη και η λήθη, η αδυναμία των λέξεων (του προφορικού και του γραπτού λόγου) να εκφράσουν τη συνθετότητα των συναισθημάτων, η σχέση του δημιουργού με το έργο του από τη μία, με τους γύρω του από την άλλη κ.ο.κ.
Αυτή η Ευρυδίκη, άλλωστε, αν και ακολουθεί τον Ορφέα προς τον Επάνω Κόσμο, θα προκαλέσει το βλέμμα που θα την οδηγήσει και πάλι δίπλα στον νεκρό πατέρα της. Σύνδρομο της Ηλέκτρας; Αναγνώριση της αλήθειας ότι η σχέση (καλή ή κακή) με τη μάνα και τον πατέρα δεν τελειώνει ποτέ – όταν ακόμα και ο πιο δυνατός έρωτας είναι προσωρινός και ο αγαπημένος ένας «ξένος»; Μήπως ο πατέρας θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον Θεό, με μια στοργική φιγούρα που δικαιώνει μεταφυσικά όλα τα δεινά και τα πάθη, υποσχόμενος «πλήρη ασφάλεια μες στο ανεπίλυτο, έξω από τον εφιάλτη της υπόσχεσης» (Σιοράν); Η ερμηνεία είναι ανοιχτή υπόθεση.
Με εξέπληξε ευχάριστα ο τρόπος που αντιμετώπισε σκηνοθετικά αυτή την ανατρεπτική Ευρυδίκη ο Δημήτρης Τάρλοου, ως underground μιούζικαλ. Παρακολουθώντας τις εσωτερικές γραμμές που συνδέουν τις επιμέρους σκηνές, την παιγνιώδη σύλληψη κάποιων από τα πρόσωπα της ιστορίας και την εμμονική σχέση της Ευρυδίκης με το νερό (που καθορίζει και την αρχαιοελληνική σύλληψη της μετάβασης από τον επίγειο κόσμο στο βασίλειο του Άδη), έστησε μία παράσταση με καλές ερμηνείες, μαύρο χιούμορ, λυρικές στιγμές, γλυκόπικρη μουσική και ποπ παρενθέσεις.
Στο λειτουργικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου κυριαρχεί μία μακρόστενη πισίνα. Το νερό, όρος ζωής και μέσο κάθαρσης, θα ταυτιστεί στην πορεία του έργου με τον ποταμό της Λήθης (ένας από τους πέντε ποταμούς που οδηγούσαν στις πύλες του Άδη, από τα νερά του οποίου έπιναν οι κατερχόμενοι νεκροί για να λησμονήσουν την επίγεια ζωή τους).
Στο βάθος της σκηνής ένα ασανσέρ (εντός του οποίου η βροχή πέφτει ραγδαία, δάκρυα που τρέχουν ποτάμια) εξυπηρετεί τη μετάβαση από τον Επάνω στον Κάτω Κόσμο. Στη γωνία ένα πιάνο και τα υπόλοιπα όργανα: εκεί στέκονται οι Πέτρες (Νεφέλη Μαρκάκη, Ελένη Μπούκλη, Σωκράτης Πάτσικας), ένας «ανόργανος» Χορός που δεν έχει αισθήματα, υπενθυμίζει μόνο κανόνες και όρους. Μαζί με τον Λαέρτη Μαλκότση παίζουν ζωντανά τη μουσική της ταλαντούχας, νεαρής συνθέτριας Κατερίνας Πολέμη.
Οι τέσσερις των κεντρικών ρόλων σπουδαίοι. Τι να πω για την Κόρα Καρβούνη; Η αλήθεια της εμπλουτίζει κάθε ρόλο που ερμηνεύει –η Ευρυδίκη της είναι βαθιά συν-κινητική–, το ίδιο και ο Πατέρας του Γιάννη Νταλιάνη, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της ως τώρα πορείας του.
Τη δραματική διάσταση του διδύμου πατέρακόρης ισορροπούν ο Ορφέας του Λαέρτη Μαλκότση (καλλιτέχνης ευαίσθητος πλην ευήθης, καθώς μελωδίες κατακλύζουν το κεφάλι του) και ο Κώστας Γάκης στον (διπλό) ρόλο του Απαίσιου Ενδιαφέροντα Άντρα/Άδη, σε μια ντίσκο-ποπ εκδοχή που εκφράζει παιγνιωδώς τη ριζική
αδυναμία μας να συλλάβουμε τη ζωή μετά από εμάς ή χωρίς τα πρόσωπα που αγαπάμε.
σχόλια