Όταν το ντεμπούτο του Κουεντίν Ταραντίνο έσκασε το 1992 σαν δυναμίτης, αρχικά στο Σάντανς κι έπειτα στις Κάννες και τον υπόλοιπο πλανήτη, ο κινηματογράφος ανακάλυπτε μια νέα γλώσσα.
Ένας πρώην υπάλληλος αλυσίδας βίντεο κλαμπ έκανε δουλειά την αγάπη του για το σινεμά και το κοινό βρήκε στο πρόσωπό του έναν νέο ήρωα που με την αισθητική του διαμόρφωσε γενιές ολόκληρες.
26 χρόνια αργότερα, ο νεαρός σκηνοθέτης Τριαντάφυλλος Δελής τολμά να διασκευάσει στα ελληνικά και να σκηνοθετήσει για το θέατρο το cult Reservoir Dogs, ένα εκ των πραγμάτων τολμηρό εγχείρημα – και τα καταφέρνει.
Τον ρόλο του Τζο Κάμποτ, του ενορχηστρωτή της μεγάλης ληστείας διαμαντιών, που στην ταινία είναι δευτερεύων αλλά εδώ γίνεται πρωταγωνιστικός, αναλαμβάνει ο Ερρίκος Λίτσης, η «μορφή», ο ηθοποιός με τη χαρακτηριστική φωνή και το φιζίκ, που τα τελευταία 15 χρόνια έχει εντυπωσιακά σταθερή παρουσία, τόσο στο σινεμά όσο και στο θέατρο.
Το ραντεβού μας έχει δοθεί για τις «πάρα πέντε» και ο Ερρίκος βρίσκεται εκεί στην ώρα του, σε αντίθεση με μένα που καθυστερώ πέντε λεπτά.
Ξεκινάμε την κουβέντα μας καθώς βάζει τζελ στα μαλλιά του για να μπει in character για τη φωτογράφιση και αντιλαμβάνομαι αμέσως ότι ο επαγγελματισμός του προφανώς έχει συντελέσει σε αυτή τη σταθερή ζήτηση που έχει, πέρα από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του.
Το 'χω καταλάβει ότι και το «Σπιρτόκουτο» και η «Ψυχή στο Στόμα», αλλά και κάποιες ατάκες από το «Τσίου», ενώ είναι άλλης κατηγορίας ταινία, έχουν περάσει στο λαϊκό ιδίωμα. Υπάρχουν μέχρι και τραγούδια με σαμπλαρίσματα από το «Σπιρτόκουτο». Με ευχαριστεί που ο κόσμος αντιλαμβάνεται τη διάσταση αυτού του μαύρου χιούμορ.
«Τον Ταραντίνο τον ανακάλυψα κάπως αργά» θα μου πει. «Άκουγα γι’ αυτόν, ειδικά την εποχή που έκανα τις ταινίες με τον Οικονομίδη.
»Κάπου εκεί, πριν από 10 χρόνια, ξεκίνησα με το Pulp Fiction κι αυτό γιατί ένας φίλος μου χάρισε το CD με τη μουσική. Είναι ροκ η μουσική που χρησιμοποιεί και με μια ευρεία έννοια θεωρώ ότι κι εγώ είμαι ροκ – έπαιζα και ως DJ τότε.
»Μετά είδα το Reservoir Dogs, τα Kill Bill, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν έχω δει τα άπαντα. Μου αρέσει η αισθητική του, το υποχθόνιο χιούμορ που κρύβουν οι καταστάσεις του. Όταν υπάρχει νέα ταινία του που δεν την έχω δει, νιώθω χαρά.
»Έχω μια φράση που χρησιμοποιώ για τέτοιες καταστάσεις, "έχω ένα αδιάβαστο Λούκι Λουκ", με την έννοια του κάτι πολύ σπάνιου. "Α, τυχερέ, έχεις Ταραντίνο που δεν έχεις δει", επειδή οι περισσότεροι τα έχουν δει όλα.
»Αντίστοιχα, καμιά φορά, ρωτάω πειραχτικά φίλους –μπορεί να ακουστεί κάπως, αλλά εγώ το λέω με όλη μου την καρδιά και βλέπεις ότι χαμογελάω αυτή τη στιγμή– "ρε, το Σπιρτόκουτο το έχεις δει, ή το Τσίου; Α, ρε τυχερέ, έχεις ένα αδιάβαστο Λούκι Λουκ!".
»Γράφουν κάτι παραπάνω αυτές οι ταινίες, και κάποιες άλλες Ελλήνων δημιουργών, θέλεις να τις ξαναδείς. Είναι, τηρουμένων των αναλογιών, σαν το παλιό ελληνικό σινεμά.
»Κι ο Ταραντίνο το έχει αυτό, δεν σε χαλάει καθόλου να ξαναδείς τις ταινίες του, είναι τόσο συμπυκνωμένες, ανακαλύπτεις νέο χιούμορ ενώ ξέρεις την εξέλιξη. Αν παιχτούν σε επανέκδοση στο σινεμά, πάλι θα κόψουν εισιτήρια. Όπως ένα καλό κόμικ μπορείς να το ξαναδιαβάσεις».
Ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα για τον Δελή –και η μεγαλύτερη επιτυχία του– είναι η απόδοση του ταραντινικού κειμένου σε άλλη γλώσσα.
Οι ατάκες-πολυβόλο, χαρακτηριστικό της γραφής του Ταραντίνο, περιλαμβάνουν έναν σωρό λεκτικά γκαγκ κι ένας εξελληνισμός τους απαιτεί φροντίδα και βαθιά γνώση του ύφους του.
Σκεφτείτε όλη την εναρκτήρια σκηνή του φιλμ όπου η παρέα σχολιάζει αξέχαστα το «Like a Virgin» της Madonna. Ε, λοιπόν, η ελληνική απόδοση όχι μόνο δεν «κλοτσάει», αλλά είναι τόσο σωστά μετρημένη, ώστε να μην χάνεται ούτε το πνεύμα και η «αμερικανιά» του αυθεντικού υλικού.
Γιατί όμως Reservoir Dogs στην Ελλάδα και γιατί σήμερα; Δεν φοβήθηκε καθόλου ο Λίτσης να συμμετάσχει σε ένα κάτι που είναι βασισμένο σε μια ταινία που γνωρίζουν οι πάντες, ενός σκηνοθέτη που έχει τόσο φανατικό κοινό στη χώρα μας; Δεν είχε δεύτερες σκέψεις;
«Είναι διαχρονική ταινία, είναι μια περιπέτεια για μια συμμορία που ξεκινά να κάνει μια ληστεία που καταλήγει άδοξα. Ας το αφήσουμε εκεί γιατί πιθανά να υπάρχουν κάποιοι που δεν το έχουν δει! Γιατί όχι, λοιπόν;
»Όταν ήρθε το κείμενο δεν ήταν αμιγώς θεατρικό, με πράξεις, είχε διαλόγους αλλά ήταν κάπως ενιαίο. Μου φάνηκε λίγο στεγνό. Στην πορεία με τις υποδείξεις του, ο Τριαντάφυλλος μού ενέπνευσε εμπιστοσύνη.
»Μέσα από τις πρόβες ο κάθε ηθοποιός, χτίζοντας τον χαρακτήρα του, έβαλε στη γλώσσα του πράγματα που ακούγονται πιο ελληνικά, στην αργκό και λίγο στις καταστάσεις, στο πώς θα θυμώσουμε... Έχουμε κρατήσει το ελληνικό ταμπεραμέντο, χωρίς όμως να εξελληνίζεται τελείως η ταινία.
»Άρχισαν να μπλέκονται οι ατάκες, να ξεκαθαρίζει το τοπίο και οι παύσεις, να μπαίνουν μικρές αλλά καθοριστικές λεξούλες που το έκαναν πιο ζωντανό, λίγα μπινελικάκια παραπάνω ή λιγότερο, ανάλογα τη σκηνή, προσπαθώντας να αποφύγουμε τις γραφικότητες, κατ’ αναλογία με αυτό που κάνει ο Ταραντίνο.
»Υπάρχουν, ας πούμε, κάποια "ρε", "έλα εδώ, ρε μαλάκα", που δεν θα τα πει ένας Αμερικάνος. Βάλαμε τρία-τέσσερα τέτοια, τόσα ώστε να μη μας πετάξει έξω το κείμενο, να μη φανούμε σαν μάγκες του Μεταξουργείου. Είμαστε "κυριλέ" ληστές στην Καλιφόρνια. Πάμε κοστουμαρισμένοι να κλέψουμε διαμάντια!
»Από την άλλη, στόχος ήταν να μη μιμηθούμε καθόλου τους ξένους ηθοποιούς. Εγώ απέφυγα να ξαναδώ την ταινία όταν έχτιζα τον χαρακτήρα μου. Έχουμε προσθέσει σκηνές flashback στον συγκεκριμένο ήρωα, τον βάλαμε να παίρνει "συνεντεύξεις" από όλους τους υπόλοιπους.
»Με τον καμβά που μου έδωσε ο Τριαντάφυλλος, δούλεψα με τη φαντασία μου. Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε το χιούμορ του, τη σκληρότητά του, την ευπιστία του».
Εν τω μεταξύ, τον ρόλο του ραδιοφωνικού εκφωνητή έχει αναλάβει –ποιος άλλος;– ο Κωνσταντίνος Τζούμας, συνδέοντας με τη μοναδική φωνή του τις σεκάνς μεταξύ τους, αλλά και τα θρυλικά κομμάτια του soundtrack, όπως το «Little Green Bag», τα οποία πραγματικά ξαναζωντανεύουν καθώς ο Τζούμας αυτοσχεδιάζει σχολιαστικά πάνω σε αυτά.
«Ακούμε έναν Τζούμα από το ραδιόφωνο της Καλιφόρνιας. Έχει βάλει ο Κωνσταντίνος την πινελιά του ώστε όμως αυτά που λέει να έχουν σχέση με τη δράση που βλέπουμε, έχουν δέσει πολύ έξυπνα οι εκφωνήσεις του DJ. Παίζει κανονικά ο Τζούμας στην παράσταση κι ας είναι αόρατος. "Σε τσάκωσα!"».
George Baker Selection - Little Green Bag
Ο Λίτσης απομακρύνεται εδώ πολύ από τους κλασικούς Ελληναράδες που έχει ενσαρκώσει κατά καιρούς. Η βία όμως είναι και πάλι παρούσα σε αυτή του την επιλογή, λεκτική και σωματική, ταραντινική θα μπορούσαμε να πούμε μια και η βία του Ταραντίνο είναι ξεχωριστή – όπως και του Οικονομίδη άλλωστε, οι αναλογίες είναι ξεκάθαρες.
Το 2003, όταν ο Ερρίκος Λίτσης έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με το Σπιρτόκουτο, το επίσης σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιάννη Οικονομίδη, ο ελληνικός κινηματογράφος απέκτησε μέσα σε μια νύχτα μια νέα γλώσσα, πιο ρεαλιστική από ποτέ, και το κοινό έναν νέο ήρωα που ενσαρκώνει όλα τα κακά του Νεοέλληνα.
Η συνέχεια στη συνεργασία των δυο τους, με την Ψυχή στο Στόμα, απλώς ενίσχυσε τα παραπάνω.
Για τη γενιά του YouTube, η σκηνή από την Ψυχή στο Στόμα όπου η αγνώριστη Μαρία Ναυπλιώτου ρίχνει καντήλια στον «μαλάκα Τάκη» του Λίτση, έδωσε ένα από τα πρώτα μεγάλα viral του ελληνικού Διαδικτύου, εκείνο το video που, παρωδώντας με χιούμορ τη σκηνή, μετρούσε πόσες βρισιές εκστομίζονται σε μόλις λίγα λεπτά.
Αλλά και με μια πρόσφατη διαφήμιση όπου ενσάρκωσε ξανά τον χαρακτήρα από το Σπιρτόκουτο και η οποία προβαλλόταν στις Νύχτες Πρεμιέρας, ο κόσμος κάθε φορά ξέσπαγε σε τρανταχτά γέλια.
Τώρα που εκείνη η εποχή έχει παρέλθει, έχει συνειδητοποιήσει ο ίδιος τον αντίκτυπο που είχαν αυτές οι ταινίες στη νέα γενιά;
«Το ‘χω καταλάβει ότι και το Σπιρτόκουτο και η Ψυχή στο Στόμα, αλλά και κάποιες ατάκες από το Τσίου, ενώ είναι άλλης κατηγορίας ταινία, έχουν περάσει στο λαϊκό ιδίωμα.
»Υπάρχουν μέχρι και τραγούδια με σαμπλαρίσματα από το Σπιρτόκουτο. Με ευχαριστεί που ο κόσμος αντιλαμβάνεται τη διάσταση αυτού του μαύρου χιούμορ».
Τον ρωτώ τι είναι βία σήμερα για εκείνον. «Αυτή τη στιγμή κάθε Έλληνας πολίτης, με τα προβλήματά του, αυτό που υφίσταται είναι μια αόρατη ψυχολογική βία. Δεν είναι ούτε λεκτική, ούτε άμεσα σωματική.
»Κάποιοι δυστυχώς υπόκεινται και σε σωματική βία, σε ρατσιστικά φαινόμενα, αλλά κυρίως αυτό που νομίζω πιέζει τον μέσο Έλληνα –ό,τι μπορεί να είναι αυτό το «μέσος» – είναι αυτό το «καθίστε καλά, υπάρχουν και χειρότερα», που δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις.
»Ακούω από τους συνταξιούχους "κόπηκαν άλλα δύο ευρώ". Κάτι που είδα μόλις χθες, το γάλα που αγοράζω, ενώ την περασμένη βδομάδα έκανε 1,50, τώρα 1,55. Θα μου πεις, πέντε λεπτά; Πέντε λεπτά!
»Αυτό για μένα είναι μια μορφή βίας γιατί δεν ανεβαίνει το μεροκάματο πέντε-πέντε λεπτά. Ποτέ. Κατεβαίνει πέντε-πέντε λεπτά. Γι’ αυτό γινόμαστε σκληροί χωρίς λόγο, εκτονώνουμε μια βία που τρώμε στη μάπα καθημερινά.
»Άσε που άμα πας λίγο κόντρα θα σε κατηγορήσουν, "α, είσαι μαλάκας δεξιός, είσαι φασίστας", άμα πας λίγο υπέρ θα σου πουν "δεν βλέπεις ότι αυτοί ξεπουληθήκανε, παραμένεις εκεί;", άμα πας λίγο προς τους άλλους, "έλα ρε, κομμουνιστές είναι αυτοί; Είναι βολεμένοι!", "έλα ρε, με τους εξωκοινοβουλευτικούς, αυτοί δεν ξέρουν πού παν' τα τέσσερα".
»Υπάρχει ένα χάος, όλα απαξιώνονται, όλα κατηγορούνται. Υπάρχει ένα αόρατο "με ποιον είσαι". Αυτό είναι βία και απαιτεί από τον κάθε πολίτη να κάτσει μόνος του να καταλάβει τι συμβαίνει, από πού θα απομακρυνθεί και ποιους δρόμους θα ακολουθήσει.
»Στο άλλο έργο που ετοιμάζω τώρα στο Επί Κολωνώ, τη Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας του Κόνορ ΜακΦέρσον, ο ρόλος που υποδύομαι, ο Θείος Μόρις, σε ένα ξέσπασμα προς τον ανιψιό του, λέει:
"Και να κοιτάζεις κι αυτές τις ειδήσεις τα βράδια, προς τι; Για να δω το κοριτσάκι που του 'φαγε η βόμβα το μισό πρόσωπο σε κάποια αραβική χώρα; Και να κάνω τι εγώ; Αλλά αισθάνεσαι κι ενοχές, αν δεν γίνεις μάρτυρας σε όλα αυτά τα σκατά. Τι μπορώ να κάνω όμως εγώ;". Αυτή τη φράση νομίζω την κουβαλάμε λίγο-πολύ όλοι μας».
Ο Ερρίκος Λίτσης δείχνει να απέχει χιλιόμετρα από τους γκρίζους χαρακτήρες που υποδύεται. Είναι γλυκύτατος και όταν γελάει φωτίζεται. Καθώς η συζήτηση επανέρχεται ξανά στις ταινίες του Οικονομίδη, προσπαθεί να με επαναφέρει στο σήμερα.
«Όταν παίζω έναν χαρακτήρα, είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία, απλώς το ευχαριστιέμαι πολύ. Αφήνομαι να με πάρει.
»Νιώθω ότι έχω ένα δίχτυ ασφαλείας δίπλα μου, τον σκηνοθέτη, την κατάσταση, την κατασκευή, και αφήνομαι σε αυτό. Σαν να μην ξέρω μπάνιο, να μου δώσουν μια σπρωξιά σε μια βαθιά πισίνα αλλά να γνωρίζω ότι έχω πέντε ναυαγοσώστες δίπλα μου. Οπότε σπρώξε με.
»Ως ηθοποιός, χαίρομαι όταν μου δίνεται η ευκαιρία μέσα από κάποιο ρόλο να ανακαλύψω πράγματα που τα κουβαλάμε όλοι μας, απλά δεν τα έχουμε αναδείξει. Ως Τζο Κάμποτ, μου δίνεται η ευκαιρία να αναδείξω τον πιστολά Ερρίκο Λίτση. Αλλού τον φωνακλά, τον καημένο, τον ταλαίπωρο που τις τρώει».
Και πώς αποσυμπιέζεται μετά από απαιτητικά γυρίσματα ή πρόβες; «Το πιο δύσκολο είναι οι πρόβες όπου κατασκευάζεις τον χαρακτήρα. Μετά ξεκουράζομαι στο σπίτι με ό,τι πιο απλό μπορώ να ακούσω, με ραδιόφωνο που μπορεί να παίζει τα αθλητικά του Γιώργου Γεωργίου, ή με μια "ανάλαφρη" ταινία, τον Άνθρωπο-Αράχνη, κάτι που δεν θα κουράσει το μυαλό μου, μουσικούλα λιγάκι, μια παρτίδα σκάκι με έναν καλό φίλο.
»Στον κινηματογράφο είναι αλλιώς τα πράγματα. Όσο διαρκούν τα γυρίσματα πρέπει να είσαι αυτό που έχεις χτίσει, αν μιλάμε για ολοκληρωμένο ρόλο. Το κουβαλάω στο σπίτι μου, το έχω στο μαξιλάρι μου από κάτω».
«Δεν είναι λίγο επικίνδυνο αυτό», αναφέρω, «να κουβαλάς τέτοιους ρόλους στο σπίτι, δεν επιβαρύνει την ψυχολογία», για να λάβω το αποστομωτικό: «Επικίνδυνο γιατί; Δεν νιώθω κανέναν κίνδυνο, θα ήταν τρελό να μιλήσω για κίνδυνο.
»Αυτός που πάει στο φεγγάρι τι θα πρέπει να νιώθει, αν εγώ νιώθω κίνδυνο που παριστάνω αυτόν που πάει στο φεγγάρι; Ένας καρδιοχειρούργος που ανοίγει μια καρδιά τι θα πρέπει να νιώθει; Μπορεί να έχει ήδη αλλοιωθεί ο χαρακτήρας μου και να μην το έχω καταλάβει! Είμαι καλά πάντως μέσα σε αυτό που ζω τώρα».
Ή ενδεχομένως να παίζει ρόλο ότι η επαγγελματική του ενασχόληση με την υποκριτική ξεκίνησε σε εποχή ωριμότητας για εκείνον, σκέφτομαι, και συμφωνεί. «Τώρα θέλω να προκύψει ένας καλός ρόλος σε μια κινηματογραφική ταινία, έχω να παίξω μεγάλο ρόλο από το φθινόπωρο του ’16. Θέλω κάτι που να με κουράσει.
»Καλά πάνε τα πράγματα γενικά. Παλεύουμε. Δεν μπορώ να το πω διαφορετικά. Άλλος το κάνει με μεγαλύτερη επιτυχία, άλλος με μικρότερη. Δεν μπορώ να παραγνωρίσω ότι όλοι κάτι θέλουν να πούνε. ΟΚ, αυτοί είμαστε. Προσπαθούμε.
»Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος σκηνοθετών, ηθοποιών που προσπαθούν να κάνουν κάτι συνέχεια, ένα βιβλίο που διάβασαν να το κάνουν έργο, από ένα ποίημα να γίνει μια θεατρική πράξη, να γυριστεί μια ταινία μικρού μήκους.
»Μ΄αρέσει να βλέπω νεότερους ανθρώπους –δεν λέω "νεολαία", γιατί αισθάνομαι κομμάτι της, παρόλο που έχω μια άλλη ηλικία–, να μπαίνουν στον χώρο. Είναι αμοιβαίο, μ’ αγαπάει η νεολαία».
Info
Reservoir Dogs, του Κουεντίν Ταραντίνο
Σκηνοθεσία-Διασκευή: Τριαντάφυλλος Δελής
Σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Παυλίδης
Παίζουν: Ερρίκος Λίτσης, Δημήτρης Αλεξανδρής, Αντώνης Κρόμπας, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κίμωνας Κουρής , Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου, Βλάσης Πασιούδης.
Φωνή Ραδιοφωνικού Παραγωγού: Κωνσταντίνος Τζούμας
Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι, 210 3464380)
Δευ.-Τρ. 21:00
Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας, του Κόνορ ΜακΦέρσον
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Παίζουν: Δημήτρης Αλεξανδρής, Ερρίκος Λίτσης, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Κατερίνα Μαούτσου, Αργύρης Σαζακλής
Θέατρο Επί Κολωνώ (Ναυπλίου 12, 210 5138067)
22/2 - 1/4, Πεμ.-Σαβ. 21:15, Κυρ. 18:00