Πριν από 20 χρόνια άφησε τη Θεσσαλονίκη με το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής υπό μάλης και στόχο να σπουδάσει σκηνογραφία στο Λονδίνο. Ένα βραβείο καλύτερου πρωτεμφανιζόμενου σκηνογράφου του εξασφάλισε την πρώτη του δουλειά και έκτοτε σεργιανίζει στις όπερες του κόσμου, δίνοντας εικόνα στο όραμα σημαντικών σκηνοθετών, με αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Ένα πάντρεμα της ποπ αρτ με την αφαιρετική αφήγηση, ευφάνταστος μοντερνισμός μαζί με ακαδημαϊκή γνώση − όλα τα εφόδια και οι αρετές του ελληνικού θεάτρου που τόσο αγάπησε ως παιδί και πήρε μαζί του στις βαλίτσες του, φεύγοντας από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, υπογράφει τα σκηνικά στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, που είναι και ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που τον κάλεσε στη γενέθλια πόλη του (και στη χώρα).
— Ήταν επιθυμία σου να δουλέψεις στο ελληνικό θέατρο; Ήταν συναισθηματικοί οι λόγοι ή καλλιτεχνικοί;
Καταρχάς, το ελληνικό θέατρο ήταν αυτό που μου γέννησε την επιθυμία να γίνω σκηνογράφος και όσα χρόνια βρίσκομαι στο Λονδίνο πάντα το νοσταλγούσα, τον πειραματισμό του, την τρέλα του, το βάθος του, την περιπέτεια που πάντα ένιωθα ότι είχε. Ήταν σαν μια θαμμένη επιθυμία. Δεν ήταν ποτέ προτεραιότητά μου να γυρίσω στην Ελλάδα. Όταν, όμως, ο Γιάννης Καλαβριανός μου έκανε την πρόταση, είπα «γιατί όχι, βεβαίως!».
— Οπότε, δεν ήταν συναισθηματικοί οι λόγοι;
Όχι συνειδητά πάντως. Προχθές περνούσα με το λεωφορείο μπροστά από το Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και θυμήθηκα πως 25-30 χρόνια πριν, κάθε φορά που έκανα την ίδια διαδρομή, είχα αγωνία να δω στη μαρκίζα ποιες θα ήταν οι παραστάσεις της σεζόν. Μου φαίνεται σχεδόν σουρεαλιστικό που σε λίγες εβδομάδες θα παίζεται εκεί μια παράσταση στην οποία συμμετέχω κι εγώ. Τόσα χρόνια που λείπω πια αυτό δεν περνούσε από το μυαλό μου ούτε ως πιθανότητα. Μου φαίνεται σαν όνειρο το ότι δουλεύω στο θέατρο που θαύμαζα από παλιά.
Βλέπω πόσες παραστάσεις γίνονται στην Ελλάδα, πόσο ο κόσμος διψάει γι' αυτές, πόσο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ασχοληθούν με το θέατρο, ως επί το πλείστον χωρίς πολλά χρήματα, με το τίποτα. Πολλές φορές δεν χρειάζεται και τίποτα. Βλέπεις μια παράσταση με καρέκλες σε έναν χώρο. Συχνά δεν χρειάζεσαι περισσότερα για να αφηγηθείς δυνατά μια ιστορία.
— Όνειρο ήταν και η επιλογή σου να γίνεις σκηνογράφος στο Λονδίνο, και τελικά έγινες. Είναι τα πράγματα όπως τα περίμενες;
Είναι ποτέ όπως τα περιμένεις; Πάντα μας εκπλήσσουν, αφού έχουν διάφορες παραμέτρους. Καταρχάς, μαθαίνουμε συνέχεια, από κάθε μικρό ή μεγάλο πρότζεκτ που σου ανοίγει έναν καινούργιο ορίζοντα, ένα καινούργιο παράθυρο...
— Όταν είμαστε παιδιά, έχουμε μια ονειρική άποψη για το πώς είναι ο καλλιτεχνικός χώρος, περισσότερο δε όσοι θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες. Πόσο μακριά είναι η πραγματικότητα από το όνειρο; Είναι ενδιαφέρουσα η πραγματικότητα, ακόμα κι αν είναι σκληρή;
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα! Πρέπει να πω ότι δεν τη διάλεξα εγώ αυτή την πραγματικότητα, εκείνη με διάλεξε. Μπαίνεις σε έναν δρόμο χωρίς να το πολυκαταλάβεις. Μου πήρε χρόνια να μπορέσω να απαντήσω στο ερώτημα «τι δουλειά κάνεις;», «είμαι σκηνογράφος» − απερίφραστα. Έλεγα: «Νομίζω ότι ασχολούμαι με τη σκηνογραφία». Οπότε, η πραγματικότητα όντως πολύ συχνά αγγίζει το όνειρο. Συχνά, βέβαια, αγγίζει και τον εφιάλτη, όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσεις δύσκολες καταστάσεις.
— Πώς είναι το θέατρο στο Λονδίνο; Προχωράει ή βρίσκεται σε μια στασιμότητα όλα αυτά τα χρόνια που ζεις και εργάζεσαι εκεί;
Προχωράει βέβαια, νομίζω κυρίως μέσα από τη δουλειά μεμονωμένων ανθρώπων. Το θέατρο στο Λονδίνο είναι μια πολύ εξελιγμένη βιομηχανία, πολύ οργανωμένη, και συχνά καταλήγει να είναι κάπως «στεγνό». Χάνεται η τρέλα, χάνεται η δημιουργικότητα, αλλά μέσα από τη στήριξη αυτού του θεατρικού συστήματος μπορούν να ανθήσουν ιδιαίτερες φωνές, άνθρωποι που έχουν το προσωπικό τους όραμα. Φαντάζομαι ότι το ίδιο συμβαίνει παντού. Σε κάθε αγορά υπάρχει ένα στυλ που διέπει το μεγαλύτερο κομμάτι παραστάσεων, αλλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ξεχωρίζουν. Το ίδιο συμβαίνει και στο Λονδίνο.
— Κάποτε είχες χαρακτηρίσει το αγγλικό θέατρο βαρετό, συγκρίνοντάς το με το ελληνικό.
Το αγγλικό θέατρο είναι, ως επί το πλείστον, λογοκεντρικό. Η καθαρότητα του λόγου έχει την πρωτοκαθεδρία. Οι πειραματισμοί με τη φόρμα, την εικόνα και τη δράση είναι στις παρυφές. Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τη δουλειά του Ivo Van Hove (Άιβο βαν Χοβ) που ενώ προέρχεται από άλλο κόσμο, έχει κάνει κάποιες παραστάσεις στο Λονδίνο, έχει καταφέρει να περάσει από την αβανγκάρντ και να αφορά ένα μεγάλο κομμάτι του θεατρικού κοινού του Λονδίνου, με μια πολύ αφαιρετική και γενναία οπτική.
— Τι νομίζεις ότι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο;
Βλέπω, από μακριά κυρίως, πόσο μεγάλη ενέργεια διοχετεύεται στη διαδικασία της θεατρικής αφήγησης. Βλέπω πόσες παραστάσεις γίνονται, πόσο ο κόσμος διψάει γι' αυτές, πόσο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ασχοληθούν με το θέατρο, ως επί το πλείστον χωρίς πολλά χρήματα, με το τίποτα. Πολλές φορές δεν χρειάζεται και τίποτα. Βλέπεις μια παράσταση με καρέκλες σε έναν χώρο. Συχνά δεν χρειάζεσαι περισσότερα για να αφηγηθείς δυνατά μια ιστορία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια παράσταση του Πίτερ Μπρουκ που είχα δει στο Παρίσι, πριν καν φανταστώ ότι θα γίνω σκηνογράφος. Ένα πάτωμα, δύο καρέκλες, μία τηλεόραση, ένα συγκλονιστικό θεατρικό έργο και δύο υπέροχοι ηθοποιοί. Είχα πει στον φίλο μου τον Βασίλη: «Τι να το κάνεις το σκηνικό όταν έχεις όλη αυτή την άυλη μαγεία!». Αυτό που κατάλαβα αργότερα ήταν ότι μέρος της μαγείας ήταν και όλη η δουλειά που είχε κάνει ο Μπρουκ μαζί με τη Χλόη Ομπολένσκι στον χώρο που μας περιέβαλλε, ο οποίος ήταν από μόνος του μια εξαιρετική σκηνογραφία.
— Το Λονδίνο έχει αναδείξει δύο σπουδαίους Έλληνες σκηνογράφους, τον Νικόλα Γεωργιάδη και τον Στέφανο Λαζαρίδη. Ένιωσες ποτέ το βρετανικό θέατρο να βάζει φραγμούς στην εξέλιξή σου μέσα σε αυτό;
Όχι, ποτέ. Το Λονδίνο, όπως και η υπόλοιπη χώρα, μου φάνηκε απόλυτα ανοικτό, χωρίς κανενός είδους ή εθνικής προέλευσης στεγανά. Μπορεί να συμβαίνει και να μην το έχω καταλάβει, αλλά δεν αισθάνθηκα την κατηγοριοποίηση των εθνικών σχολών. Τον Λαζαρίδη τον γνώρισα όταν ξεκινούσα. Είχα δει την περίφημη «Ρουζάλκα» που είχε κάνει στην Εθνική Όπερα, μια παράσταση-σταθμό, με θεατρικές εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς. Στη συνάντησή μας είχε υπάρξει πάρα πολύ αυστηρός, αλλά συγχρόνως δίκαιος. Μου έδωσε συμβουλές που δεν έχω ξεχάσει.
— Τι συμβουλές;
Πρώτον, να μην έχω άγχος να δείξω τα πάντα μονομιάς. Μου είχε πει: «Διάλεξε μία ιδέα, δεν είναι ανάγκη να τις δείξεις όλες με τη μία. Και παρουσίασέ την όσο πιο καθαρά μπορείς, μην έχεις το άγχος να βομβαρδίσεις τον θεατή ή κάποιον που του δείχνεις το πορτφόλιό σου με ό,τι ιδέα έχεις, από την αγωνία σου να τις μοιραστείς όλες». Κι αυτό το κρατάω. Το άλλο που μου είχε πει, και με κάνει πάντα να γελάω, ήταν να μην είμαι ποτέ ο πρώτος άνθρωπος που θα επισημάνει ένα πρόβλημα, γιατί πάντα θα με συνδέουν με αυτό το πρόβλημα.
— Το ακολουθείς;
Αυτό με βοήθησε, από μια άποψη, να κρατάω την ψυχραιμία μου, αλλά ποτέ δεν μπορώ να το τηρήσω ακριβώς. Αν ανακαλύψω ένα πρόβλημα, θέλω αμέσως να το μοιραστώ, ώστε να αντιμετωπιστεί εγκαίρως – έτσι είμαι εκ φύσεως.
— Είσαι αφιερωμένος στην όπερα. Αυτό σημαίνει ότι στη Βρετανία ένας καλλιτέχνης τυποποιείται σε ένα είδος και είναι αδύνατον να περάσει σε κάτι άλλο;
Είναι πολύ εύκολο να τυποποιηθείς. Ναι, σε βάζουν σε ένα κουτάκι, και αν σε θεωρούν της όπερας, δεν θα σε πάρουν λ.χ. για μια κωμωδία. Πάρα πολλοί έχουν καταφέρει να τα κάνουν όλα. Εξαρτάται από τους συνεργάτες που θα σου τύχουν, από το αν η πόρτα που θα ανοίξεις θα συνεχίσει να σου δίνει ευκαιρίες. Εγώ δεν θεωρώ ότι η ουσία και η πράξη της σκηνογραφίας αλλάζει ανάλογα με το θεατρικό είδος.
— Η όπερα θα έχει μεγαλύτερα μπάτζετ...
Όχι αναγκαστικά. Τελικά, δεν υπάρχει διαφορά στον τρόπο που σκηνογραφεί κάποιος όπερα ή οποιοδήποτε άλλο είδος. Απλώς, έχω παρατηρήσει ότι συχνά οι παραγωγοί επιλέγουν συνεργάτες με κάπως προβλέψιμο τρόπο. Έχω συχνά προτάσεις με βάση το στυλ ή την εποχή κάποιας προηγούμενης παραγωγής μου.
— Αυτός δεν είναι και ο λόγος που σε επέλεξε ο Γιάννης Καλαβριανός; Εννοώ ότι για ένα κλασικό έργο όπως τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» πήρε εσένα, που ζεις τόσα χρόνια στην Αγγλία.
Φαντάζομαι ότι έχει κάποια σχέση με το ότι ζω χρόνια εκεί. Ίσως να σκέφτηκε ότι έχω απορροφήσει τους αγγλικούς τρόπους, τις εικόνες, ότι έχω αναπόφευκτα κάποια άμεση βιωματική σχέση με το ύφος και το ιδίωμα.
— Φοβήθηκες με το θέμα του μπάτζετ;
Ομολογώ πως αυτό που με έκανε να ανησυχήσω είναι ότι δεν είχα δουλέψει ποτέ στην Ελλάδα κι έτσι δεν είχα καμία αίσθηση του πόσο εύκολα ή δύσκολα στήνονται τα πράγματα εδώ. Δεν ήξερα το κόστος των υλικών, των αντικειμένων και της κατασκευής. Το άλλο που με ανησυχούσε ήταν ο τρόπος οργάνωσης. Το θέατρο στην Αγγλία είναι από τα πιο οργανωμένα στον κόσμο, μια καλολαδωμένη μηχανή που έχει σκοπό να διευκολύνει τη διαδικασία της θεατρικής πράξης. Πολύ συχνά, όταν δουλεύω εκτός Αγγλίας, έρχομαι αντιμέτωπος με μια μορφή χάους, το οποίο φυσικά μπορεί να χαλιναγωγηθεί, αλλά με μεγαλύτερη δυσκολία. Αυτός ήταν ο φόβος μου, ερχόμενος στην Ελλάδα. Αλλά για όλα υπάρχει πάντα μια πρώτη φορά.
— Τελικά;
Είμαι ενθουσιασμένος με όλους όσους συνεργάζομαι εδώ. Υπάρχει πολύ ταλέντο, διάθεση και μεράκι για τη δουλειά. Αυτή η τελευταία λέξη δύσκολα μεταφράζεται στα αγγλικά...
— Ποια είναι η ιδέα στην οποία βασίσατε τη σκηνογραφία σας;
Ο Καλαβριανός έχει κάνει μια υπέροχη διασκευή, πάρα πολύ φρέσκια, αλλά κρατώντας απόλυτα αυτή την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που έχει το βιβλίο. Αν δεν το έχει διαβάσει κανείς, δεν είναι αυτό που περιμένει έχοντας στον νου τη ρομαντική μυθολογία που το συνοδεύει. Είναι μια αδυσώπητη ιστορία. Τη διάβαζα και αναρωτιόμουν μέχρι πού θα φτάσει η σκληρότητα. Ακόμα και αφού το τελειώσεις, δεν σε αφήνει, το σκέφτεσαι, σε ακολουθεί. Ένα βασικό στοιχείο της πλοκής είναι η σχέση ανάμεσα στα δύο σπίτια, το Thrushcross Grange και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, που έχουν εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα το ένα από το άλλο. Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι ένα αγροτόσπιτο, σκοτεινό και παλιό, του 16ου αι., και το Thrushcross Grange είναι ένα αρχοντικό του 18ου αι., οπότε και διαδραματίζεται το έργο, πλούσιο και μοδάτο, που αντανακλά την εποχή του. Το θέμα ήταν πώς θα ξεκαθαρίζαμε τη διαφορά μεταξύ των δύο και πως θα αποδίδαμε τις γρήγορες μεταβάσεις από το ένα στο άλλο. Ξεκινήσαμε με φλούδες νατουραλισμού, τις οποίες τελικά πετάξαμε. Κρατήσαμε κάποια πολύ βασικά στοιχεία, κυρίως έπιπλα, που εικονοποιούν αυτό το δίπολο. Σαν να συγκρούστηκαν τα δυο σπίτια κι εμείς βλέπουμε το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, αλλά πολλά χρόνια μετά, έτσι ώστε να περνάμε φυσικά από το ένα σπίτι στο άλλο, χωρίς βαρύγδουπες αλλαγές. Η βασική μας επιθυμία είναι να παρουσιάσουμε τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» σε ένα κοινό που ίσως και να μην τα έχει διαβάσει ποτέ.
σχόλια