Ο Γιώργος Διαλεγμένος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO Facebook Twitter
Όταν κάνω κάποια δουλειά και διθυραμβολογούν όλοι, εγώ αδιαφορώ. Όταν κατέβει το έργο θα είναι μια φούσκα που ξεθύμανε. Το μόνο πράγμα που αξίζει να κάνεις είναι λεφτά, ώστε να πεις «έκανα λεφτά», και μετά τα πενήντα να τα κάνεις ό,τι θες. Φωτο: Σπύρος Στάβερης/LIFO

Γιώργος Διαλεγμένος: «Σε μια χώρα που δεν είναι τίποτα, δεν αξίζει να είσαι κάτι»

0

Έχω μια μανία με τα ωραία σπίτια, γιατί μέχρι τα επτά μου χρόνια, το 1947, ήμουν τρόφιμος του Βρεφοκομείου Αθηνών. Εκεί που είναι τώρα η Δημοτική Πινακοθήκη, απέναντι από το ΙΚΑ στην Κουμουνδούρου. Δεν το είχα δει ποτέ απ' έξω το κτίριο, γιατί ήμασταν πάντα μέσα.

Όταν με υιοθέτησε η Διαλεγμένου και το είδα, μου άρεσε πάρα πολύ ως κτίριο. Μερικές φορές που περνάω με τους φίλους μου τους το δείχνω, «κοιτάξτε που μεγάλωσα, σε νεοκλασικό». Και η Αθήνα σαν σκηνικό δεν είναι άσχημη, αλλά σαν πράξη είναι απαράδεκτη. Δεν έχει κατοίκους η Αθήνα για να είναι ωραία.

Αντί για επάγγελμα βάλε ό,τι είμαι γενικών καθηκόντων. Σε μια χώρα που δεν είναι τίποτα, δεν αξίζει να είσαι κάτι. Γι' αυτό δεν μ' ενδιέφεραν οι σπουδές, γι' αυτό δεν μ' ενδιέφερε να μάθω τίποτα. Όταν διαβάζω καμιά είδηση που λέει ότι πέθανε ο μεγάλος καθηγητής με τα χίλια δυο διπλώματα στα σαράντα τρία του χρόνια, «μπα, τον μαλάκα», λέω, «έφαγε τη ζωή του στην καρέκλα».

• Αντί για επάγγελμα βάλε ό,τι είμαι γενικών καθηκόντων. Σε μια χώρα που δεν είναι τίποτα, δεν αξίζει να είσαι κάτι. Είμαι και άνθρωπος που πάντα έβλεπε το μάταιο. Γι' αυτό δεν μ' ενδιέφεραν οι σπουδές, γι' αυτό δεν μ' ενδιέφερε να μάθω τίποτα. Όταν διαβάζω καμιά είδηση που λέει ότι πέθανε ο μεγάλος καθηγητής με τα χίλια δυο διπλώματα στα σαράντα τρία του χρόνια, «μπα, τον μαλάκα», λέω, «έφαγε τη ζωή του στην καρέκλα».

Όταν κάνω κάποια δουλειά και διθυραμβολογούν όλοι, εγώ αδιαφορώ. Όταν κατέβει το έργο θα είναι μια φούσκα που ξεθύμανε. Το μόνο πράγμα που αξίζει να κάνεις είναι λεφτά, ώστε να πεις «έκανα λεφτά», και μετά τα πενήντα να τα κάνεις ό,τι θες. Δεν έχει νόημα να μαζεύεις λεφτά για να πεθάνεις πλούσιος. Δεν θα ήθελα να είμαι ο πιο πλούσιος του νεκροταφείου.

• Ήμουν μαθητής του Κουν και είδα ότι έφαγε όλη του τη ζωή από το σπίτι του στο Υπόγειο. Τώρα που μεγάλωσα, το βλέπω σαν μια κανονική αρρώστια. Δεν μπορεί να είναι φιλοδοξία. Με τη φιλοδοξία φτάνεις σε ένα σημείο και λες εντάξει. Έχει πολλά ωραία πράγματα να κάνεις εκτός απ' θέατρο. Ποτέ δεν ένιωσα ανάγκη για τίποτα. Δεν δεσμεύτηκα και δεν παγιδεύτηκα για τίποτα. Δεν έκανα επιλογές ποτέ. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Αυτό δεν είναι από απαισιοδοξία.

• Όλους η φύση τους έχει προικίσει με κάτι. Αν δεν τον βγάλανε στην επιφάνεια είναι γιατί δεν τους δόθηκε η ευκαιρία. Εγώ θα ήθελα να μην κάνω τίποτα στη ζωή μου, γιατί δεν έχω ταλέντο πουθενά. Το μόνο που πήγε μπροστά είναι το γράψιμο. Βέβαια, δεν διάβαζα ούτε έγραψα ποτέ. Όλο μου το σχολείο το πέρασα χωρίς να γράψω μια λέξη.

Επειδή ήμουν υιοθετημένος και ορφανός, δεν θέλανε να με αφήσουν στην ίδια τάξη. Αν ήμουν πολύ άγριος, πήγαινε η Κατίνα Διαλεγμένου και κλαιγόταν και της έλεγαν: «Κοιτάχτε, επειδή είναι πάρα πολύ άτακτο παιδί αυτός, ή παίρνει πέντε και πάει σε άλλο σχολείο ή του δίνουμε τέσσερα και μένει στην ίδια τάξη». Με αυτό τον τρόπο έβγαλα δώδεκα σχολεία. Δεν έμεινα ποτέ στην ίδια τάξη, αλλά δεν έμεινα ποτέ και στο ίδιο σχολείο.

Το απολυτήριο του Γυμνασίου το πήρα καθαρά από τύχη. Την ημέρα των εξετάσεων μπήκα σ' έναν αλήτικο κινηματογράφο, το «Ελλάς», στην Πατησίων. Εκεί έμπαιναν κωλομπαράδες, λούστροι, η «αφρόκρεμα» των Αθηνών - αφού είχε μια ταμπέλα έξω από τον κινηματογράφο, που παρακαλούσε ν' αφήνουν το κασελάκι. Με το που μπήκα μέσα κάθισα στον τοίχο, και όπως ήταν σκοτεινά, κάποιος μου έπιασε τ' αρχίδια. Ανάβουν αυτόματα τα φώτα και ήταν ο καθηγητής μου.

«Τι κάνεις εδώ πέρα, Γιώργο;», μου λέει. «Ε, τι να πάω να δώσω, αφού δεν έχω διαβάσει τίποτα». «Θα πας να δώσεις όλα τα μαθήματα», μου είπε κι έπιασε έναν έναν τους καθηγητές και τους είπε να με περάσουν. Μάλιστα, μου έδωσαν ακόμα και ποια λάθη ν' αντιγράψω. Μετά, όλοι οι συμμαθητές μου απορούσαν πώς πήρα το απολυτήριο. Το όνομα του καθηγητή δεν το έχω αποκαλύψει, αν και συχωρεμένος πολλά χρόνια τώρα.

• Μετά, έδωσα στο Θέατρο Τέχνης και μπήκα στη σχολή μαζί με τον Γεωργίτση, την Αγγελική Ελευθερίου, την Μπέτυ Αρβανίτη και τον Καρακατσάνη. Ο Κουν τότε ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε στη χώρα. Ήταν σαν να βρίσκεις δουλειά σήμερα στον Βογιατζή. Μόλις τους έλεγες ότι είσαι απ' τον Κουν σε βούταγαν αμέσως. Αλλά ποιος να σε βουτήξει; Ο Χατζηχρήστος ή ο Γκιωνάκης; Στην αρχή έπαιξα στον Αλεξανδράκη, μετά έκανα μια ταινία με τον Παπατάκη.

Έπαιζα από εδώ κι από εκεί, αλλά ποτέ δεν ήθελα να κάνω μαλακίες. Αυτό που μ' ενδιέφερε ήταν να κάνω καλά πράγματα. Είχα έναν θείο που με υποστήριζε οικονομικά, πληρώνοντας το φαγητό μου στην ταβέρνα, και μου έλεγε «ας σε δω με τον Βουτσά κι ας πεθάνω». Πέθανε και δεν με είδε. Άκου τώρα, εγώ να παίζω στη σχολή Τσέχωφ και Άμλετ και να πηγαίνω μετά να παίζω με τον Βουτσά. Πήγαινα να δω παραστάσεις και μια φορά άκουσα τον Γκιωνάκη να κλάνει πάνω στη σκηνή και από κάτω να γελάνε. Και εγώ να έχω βγει από τον Κουν.

• Πρώτη φορά έγραψα 35 ετών. Έλεγα κάτι ανέκδοτα στη Σοφία, τη γυναίκα μου, και μου είπε «γιατί δεν τα γράφεις;». Το Χάσαμε τη θεία, στοπ, το ανέβασε ο Παπαγεωργίου μετά από τέσσερα χρόνια. Ποτέ δεν τον ενόχλησα. Το έδωσα, τελείωσε. Είμαι ακραία εγωιστής. Ποτέ δεν πήρα τηλέφωνα να ρωτήσω αν το διαβάσανε. Το έκανα περισσότερο για να μη λέει η Σοφία ότι το έγραψα και το πέταξα.

Όταν ανέβηκε, γεμίσαμε όλη την Αθήνα με γκράφιτι που έλεγαν, «χάσαμε τη θεία, στοπ». Πολλοί νόμιζαν ότι ξανάρχεται η χούντα. Με είδαν κάτι γριούλες πάνω από έναν τοίχο και μου είπαν «αχ, αγόρι μου, έπρεπε να το έγραφαν όλες οι μάντρες αυτό». «Γιατί, ρε γιαγιά, τι διαβάζεις;» τη ρωτάω. «Χάσαμε τα Θεία, στοπ», μου απαντάει.

Αυτά που γράφω δεν τα σκηνοθετώ, ώστε να μπορώ να είμαι από κάτω και να τα ελέγχω. Και όταν κάτι πάει στραβά, να το λέω. Ποτέ δεν αδικώ τον σκηνοθέτη αν δω ότι κάνει κάτι ωραίο. Αν, όμως, δω ότι κάνει παρασπονδία στο έργο, αμέσως αρχίζει ο πόλεμος.

• Μετά έκανα το δεύτερο έργο, το Μάνα, μητέρα, μαμά, το οποίο το διάβασα στον Κουν και του είπα πως θα τον περιμένω να μου απαντήσει. Εγώ δεν τον έλεγα «δάσκαλο», όπως όλοι, άλλα κύριο Κουν. Και με παίρνει μια μέρα και μου λέει ότι θέλει να το ανεβάσει. Εν τω μεταξύ, από χαρακτήρα του λέω, «πότε θα το ανεβάσετε, κύριε Κουν;», μου απαντά πως δεν ξέρει και του απαντώ «όχι, κύριε Κουν, θα μου πείτε πότε». Έπεσε από τα σύννεφα όταν το άκουσε αυτό από το μαθητή του. «Αυτά δεν μου τα έχει κάνει ούτε ο Καμπανέλλης», μου λέει.

Συνεχίζω εγώ: «Θέλω να ξέρω πότε θα το ανεβάσετε και ποιοι θα παίξουν. Δεν θέλω να παίξει ο Λαζάνης, ο Μόρτζος, ο Κουγιουμτζής, ο Δεγαΐτης, ο Μπουσδούκος, ή ο Αρμένης». Και μου λέει «μα, εσύ δεν θέλεις ν' ανέβει το έργο σου». Αυτός είχε την ομάδα του κι εγώ δεν γούσταρα κανέναν από αυτούς να μου υποστηρίξει το έργο, γιατί ήμουν εκεί μέσα και ξέρω τι παιζόταν. Και να ζούσε ο Κουν, δεν θα του έδινα έργο μου, τώρα που υπάρχει ο Βογιατζής. Αν και ο Κουν άκουγε τον συγγραφέα, προτιμώ να σκοτωθώ με τον Βογιατζή. Για δεύτερη φορά το δίνω και στον Ψάλτη, αρκεί να μου δώσει τα λεφτά.

• Ο Βογιατζής είναι ο ανώτατος. Γι' αυτό του δίνω τα έργα μου. Ας βρεθεί ένας άλλος να μ' ελευθερώσει, που σε κάθε έργο σκοτωνόμαστε. Δεν μπορώ, όμως, να μπερδέψω τον σκοτωμό μου με την ποιότητα. Αν καθυστερώ ακόμα και δεν τελειώνω το έργο είναι για να μην έρθω σ' επαφή με το Βογιατζή ή με τον Αντύπα. Και είναι αλήθεια και το ξέρουν. Δεν θέλω να έρθω σε επαφή με τους ανθρώπους αυτούς που θα πρέπει να τους λέω «έτσι πρέπει και όχι αλλιώς». Γιατί εγώ το έχω γράψει. Πάντα τους λέω ότι εσείς δεν είστε δημιουργοί, αλλά καλοί διεκπεραιωταί. Ο δημιουργός είναι αυτός που το φαντάζεται και σ' το δίνει ζωντανό.

• Αυτά που γράφω δεν τα σκηνοθετώ, ώστε να μπορώ να είμαι από κάτω και να τα ελέγχω. Και όταν κάτι πάει στραβά, να το λέω. Ποτέ δεν αδικώ τον σκηνοθέτη αν δω ότι κάνει κάτι ωραίο. Αν, όμως, δω ότι κάνει παρασπονδία στο έργο, αμέσως αρχίζει ο πόλεμος. Στην αρχή μού έλεγαν να μην πηγαίνω στις πρόβες. Εγώ πάω όποτε θέλω, αν και κανείς δεν με θέλει. Αυτοί θέλουν νεκρούς ή ασήμαντους συγγραφείς.

Θα είχαμε πολύ καλή δραματουργία, αν οι Έλληνες συγγραφείς πήγαιναν στις πρόβες. Αντίθετα, πιστεύουν πως αυτός που τους παίρνει το έργο, τους κάνει μεγάλη χάρη. Είμαι πενήντα χρόνια στο θέατρο και δεν έχω πιει έναν καφέ με κάποιον του σιναφιού. Δεν μπορώ να συνυπάρχω με αυτή την κάστα. Οι σχέσεις μου θέλω να σταματάνε μέσα στη σκηνή. Και με τον Βογιατζή δεν υπάρχει φιλία, παρά μόνο η απόλυτη συνεργασία. Και από τον καιρό που έχει κατέβει το έργο, δεν τον έχω πάρει τηλέφωνο. Τι να τον κάνω; Ή αυτός, τι να με κάνει;

• Όσο μεγαλώνω, τρελαίνομαι και περισσότερο. Γιατί δεν θέλω τίποτα και όσο δεν θέλω τίποτα τόσο περισσότερο αγριεύω. Έτσι αλλάζουν πράγματα. Από αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα. Αυτοί που δεν περιμένουν τίποτα αισθάνονται ελεύθεροι και δίκαιοι. Εμείς έχουμε πιάσει σχεδόν πάτο και νομίζω ότι το χρειαζόμασταν αυτό. Είχαν ξεκωλιαστεί όλοι. Ζούσαμε ζωή χαρισάμενη. Αυτά φωνάζει η Μέρκελ. Δουλεύει, λέει, ο δικός μου από τις 6, έχει τρεις γιορτές τον χρόνο κι εδώ πέρα, μόλις έχουμε μια γιορτή, την κάνουμε πενθήμερο. Από τις 365 μέρες, τις εκατό καθόμαστε.Αναγκαστικά θα σταματήσουν αυτά.

• Εάν οι υπουργοί και οι βουλευτές θέλουν γιαούρτωμα, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Δεν θα πήγαινα ποτέ στο Σύνταγμα να κάνω αυτό που κάνουν όλοι. Αυτοί φταίνε που τους ψηφίζουν. Εντάξει, μπορεί να κάνεις και λάθος μια φορά. Εδώ μιλάμε για χρόνια. Ή στον έναν ή στον άλλον.

Βρε αρχίδια, θέλω να τους πω με την ντουντούκα, εσείς δεν τους φέρνετε στην εξουσία; Τι θέλετε τώρα και φωνάζετε; Αν ήταν χούντα, θα κατέβαινα κι εγώ μαζί τους. Αλλά να πάω να διαμαρτυρηθώ, γιατί; Για κάτι που ψηφίζω; Έχω μια φίλη που, όταν βγήκε ο Καραμανλής, ο χοντρός, γλένταγε τρεις μέρες. Γλένταγε γι' αυτόν που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Επειδή είναι φανατική. Το εκλογικό σώμα είναι ένα άλλο είδος χούλιγκαν.

• Αυτή η χώρα δεν έπρεπε να έχει αυτούς τους κατοίκους. Δεν τους αξίζει. Από τα έντεκα εκτομμύρια, αυτοί που σκέφτονται είναι περίπου τριακόσιοι χιλιάδες. Όλοι οι άλλοι είναι για τα μπάζα. Επειδή κυκλοφορώ με ποδήλατο, ξέρω ποιος είναι ο Έλληνας. Είναι αυτός που τρώει το σουβλάκι, ακουμπάει στην κολόνα με τον τενεκέ και ρίχνει τα σκουπίδια κάτω. Στο είπα, τριακόσιοι χιλιάδες σκέφτονται και οι άλλοι είναι για τα μπάζα.

Τώρα πάει η Νέα Δημοκρατία μπροστά από το ΠΑΣΟΚ. Ο Σαμαράς θέλει να γίνει με το ζόρι πρωθυπουργός και δεν συνεννοείται με τον Γιωργάκη για να καταρρεύσει όλη η χώρα. Η Ντόρα από φαντάρος που ήταν θέλει να τη φωνάζουν «πρόεδρο». Δεν είναι πανηλίθιο ένας που έχει βγει με δέκα μονάδες διαφορά να φωνάζει την Ντόρα και τον Καρατζαφέρη που είναι το 2 και το 3% για να συνομιλήσουν αντί να τους πει «άντε και γαμηθείτε, κυβέρνηση είμαι εγώ».

Είναι δυνατόν να φωνάζεις την Παπαρήγα που εμποδίζει να έρθουν τα πλοία και δεν αφήνει τον κοσμάκη που ζει από τον τουρισμό να δουλέψει; Όλοι αυτοί θέλουν την εξουσία και δεν αγαπάει τη χώρα κανείς τους. Πρέπει να βγει ένας και να βάλει γκιλοτίνα στο Σύνταγμα. Να πάρει κεφάλια, όπως έκαναν το 1922. Αλλιώς δεν καθαρίζει η χώρα. Ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου είναι καλά παιδιά, αλλά κάνουν μόνο για έφοροι προσκόπων. Δεν μπορούν να κυβερνήσουν.

Η χώρα θέλει ηγέτη. Μπροστά στον γέρο Καραμανλή δεν τολμούσε να βήξει κανείς και δεν τον ψηφίζαμε γιατί είχε, λέει, αστυνομικό κράτος. Ο Έλληνας θέλει ξύλο, αλλιώς δεν στρώνει. Είναι η φυλή τέτοια. Κάθε οικογένεια έχει τόσα αυτοκίνητα όσα είναι τα μέλη της. Είμαστε μια φτωχή χώρα με πλούσιους κατοίκους. Και δεν ψηφίζει τώρα ο Σαμαράς τα μέτρα για να βγει πρωθυπουργός και δεν υπάρχει ένας να του κόψει το κεφάλι. Τώρα βρήκε να κάνει τον τσαμπουκά, που έχουμε πέσει στο γκρεμό;

Εάν οι υπουργοί και οι βουλευτές θέλουν γιαούρτωμα, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Δεν θα πήγαινα ποτέ στο Σύνταγμα να κάνω αυτό που κάνουν όλοι. Αυτοί φταίνε που τους ψηφίζουν. Εντάξει, μπορεί να κάνεις και λάθος μια φορά. Εδώ μιλάμε για χρόνια. Ή στον έναν ή στον άλλον.

• Κλέβανε και κλέβουνε όλοι. Όπως είσαι εσύ έξω, είναι και ο Τσοχατζόπουλος. Αν ο Στρος-Καν είχε κάνει τα ίδια στην Ελλάδα, θα είχαν κλείσει μέσα την καμαριέρα. Είμαστε χωμένοι μέσα στη διαφθορά. Αυτό ξεκίνησε από τη στιγμή που ήρθε στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δες τι γίνεται με τις θεατρικές επιχορηγήσεις.

Οι καλλιτέχνες κοιμόντουσαν χρόνια και τώρα βλέπω μια συνάδελφο με ντουντούκα επειδή δεν πήραν τις επιχορηγήσεις. Εδώ γίνεται κοινωνικός χαμός κι αυτή τώρα ξύπνησε και βγήκε με την ντουντούκα. Η πιο αστεία φωτογραφία της ζωής μου, αυτή και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Όλη η πνευματική ηγεσία πάντοτε ενδιαφερόταν μόνο για τις επιχορηγήσεις.

• Ο Θεοδωράκης έχει τέτοιο ανάστημα που ό,τι και να κάνει του συγχωρείται. Δεν μπορεί να κρίνουμε τα ιερά και τα όσια. Είναι μερικές μορφές που δεν πρέπει να τις αγγίζουμε: Θεοδωράκης, Ελύτης, Σεφέρης. Πάω στην πλατεία της δημαρχίας και βλέπω ένα άγαλμα-τερατούργημα, ενώ αυτοί που έχουν φέρει δύο Νόμπελ στην Ελλάδα δεν είναι πουθενά. Στο εξωτερικό έχουν αγάλματα για κάθε ποιητή.

Εδώ, ο Αβραμόπουλους έπιασε όλους τους ήρωες του 1821 κι έβαλε κάτω από το όνομα του Κολοκοτρώνη το δικό του. Λες και τα έδωσε αυτός τα λεφτά. Κάτσε, ρε φίλε, βάζεις κάτω απ' τον Κολοκοτρώνη τ' όνομά σου και χρεώνεις τον λογαριασμό σε μένα; Με ρώτησαν μια μέρα «ποιος είναι ο Αβραμόπουλος;» και τους έδειξα τον Κολοκοτρώνη και τους είπα πως είναι αυτός. Έχει γεμίσει η πόλη με τ' όνομα «Αβραμόπουλος». Τον είχα ψηφίσει, αλλά δεν ήξερα τότε.

• Πρέπει να βρεθεί ένας με αρχίδια να πει «γαμώ και την ΕΟΚ και την ΟΝΕ και ξεκινάμε από την αρχή μόνοι μας». Αλλά δεν υπάρχει. Εγώ πληρώνω αυτήν τη στιγμή πρωθυπουργική σύνταξη στη Λιάνη. Πληρώνω και το φρουρό της. Της άφησε τη βίλα που την πούλησε, παίρνει και τα λεφτά και έχει και τον φρουρό. Το καλύτερο σύστημα για την Ελλάδα είναι αυτό της Τουρκίας. Στρατιωτικό για τα εσωτερικά και δημοκρατικό για τα εξωτερικά.

Όποιος κλέβει να περνάει στρατοδικείο. Οι χουντικοί δεν έκλεψαν γιατί ήταν ιδεολόγοι. Βασανίσανε, σκότωσαν -με κυνήγησαν κι εμένα που είχαν πάει στο Παρίσι κι έλεγα διάφορα-, αλλά δεν έκλεψαν. Το λίκνο της δημοκρατίας λένε ότι είναι η Βουλή. Οι υπουργοί και οι βουλευτές, αν μπουν στο βόθρο, θα λερώσουν τα σκατά. Δεν υπάρχει καλός βουλευτής ή υπουργός. Όποιος ψηφίζει συμμετέχει στην κομπίνα. Ο καλός βουλευτής σηκώνεται και φεύγει. Όχι, όπως ο Λιάνης που δεν παραιτήθηκε για να παίρνει τα λεφτά.

Θέατρο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Το "δημοφιλής" είναι ό,τι πιο προσβλητικό έχουν πει για μένα»

Portraits 2025 / Η Ελένη Ράντου κάνει το πάρτυ της ζωής της. Και στο τέλος ξεσπά σε λυγμούς.

Με την παράσταση-φαινόμενο «Το πάρτυ της ζωής μου» η Ελένη Ράντου ξετυλίγει με χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια πενήντα χρόνια «τραυμάτων» με φόντο τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και αναζητά τους λόγους που αξίζει να ζεις.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Portraits 2025 / Η Νεφέλη Θεοδότου είναι ο λόγος που όλο το ελληνικό TikTok χόρευε Φουρέιρα το 2024

Η χορογράφος και στενή συνεργάτιδα της Ελένης Φουρέιρα, αφού έφτιαξε την πιο viral χορογραφία της χρονιάς για το «Αριστούργημα», αποφάσισε να δοκιμαστεί και στη συναυλία της Άννας Βίσση στο Καλλιμάρμαρο. Και ναι, πήγε καλά αυτό.
ΒΑΝΑ ΚΡΑΒΑΡΗ
Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ