Συναντάω τη Μαρία Σκουλά και τη Λένα Κιτσοπούλου στο περιθώριο των προβών της Λυσιστράτης στο φουαγέ του Εθνικού. Έχω μεγάλη περιέργεια να μάθω σε ποιον βαθμό η παράσταση έργου του Αριστοφάνη με τη σκηνοθετική υπογραφή του Μιχαήλ Μαρμαρινού θα θυμίζει σε κάτι την παράδοση που έχουν δημιουργήσει άλλες παραστάσεις του σπουδαίου ποιητή. Ο μεταφραστής της Δημήτρης Δημητριάδης επιμένει στην πιστότητα στο πρωτότυπο που θα αναδείξει τη σημασία του, καθώς η επιζητούμενη λαϊκότητα πολλές φορές έχει αλλοιώσει την ουσία των έργων αυτών. Άραγε, θα παιχτούν οι ρόλοι ως έχουν ή ο σκηνοθέτης έχει σκεφτεί έναν άλλο τρόπο να το παρουσιάσει; Πρόβες δεν μου επιτράπηκε να δω, οπότε το μυστήριο είναι ακόμα μεγαλύτερο από εκείνο για τους Όρνιθες του Καραθάνου.
Η Σκουλά είναι μία από τις 15 γυναίκες του θιάσου. Απομονωθήκαμε σε μια πλευρά του μπαρ εν μέσω τσιρίδων μικρών παιδιών, μέχρι να κάνει η Λυσιστράτη ένα τσιγάρο, και μεταξύ αστείου και σοβαρού ρωτάω την ηθοποιό αν υπάρχει η Μυρρίνη ως ρόλος. «Α, αυτό είναι έκπληξη!» μου λέει. «Για την ώρα, δύο είναι τα πρόσωπα που υπάρχουν σταθερά. Η Λυσιστράτη, που την κάνει η Λένα, και ο Κινησίας, που τον κάνει ο Αιμίλιος Χειλάκης. Αλλά ο Κινησίας, ως δείγμα άντρα, είναι ο μόνος που...». Πλησιάζει η Κιτσοπούλου, τη βλέπει η συνάδελφός της και την καλεί για βοήθεια. «Θα μας τα πει και η Λένα. Έλα εδώ, ρε Λένα! Έλα εδώ, εσύ που τα λες ωραία. Υπάρχεις εσύ, που είσαι η Λυσιστράτη, και ο Χειλάκης, που είναι το αντρικό φύλο. Είναι οι τέσσερις γέροντες και οι υπόλοιπες γυναίκες που ακολουθούμε την αφήγηση. Με ρωτάει αν υπάρχει η Μυρρίνη. Ναι, η Μυρρίνη υπάρχει ως σημαντικό πρόσωπο, ως χαρακτήρας. Εγώ είμαι μέρος της αφήγησης, ακόμα και η Λένα είναι μέρος της αφήγησης.
Όλοι μαζί φέρουμε την ιστορία, η ιστορία υπάρχει. Υπάρχει μέσα από την ομαδική αφήγηση, όλα τα πρόσωπα θα τα δούμε. Στην ουσία, προσπαθούμε να αφηγηθούμε τι ακριβώς συνέβη τότε. Υπάρχει ένα "τότε", το 411 π.Χ., και ένας πόλεμος. Το πολύ σημαντικό είναι ότι εκείνη την εποχή, τότε που παρουσιάστηκε αυτό το έργο, γινόταν πόλεμος πραγματικός. Το λέω γιατί είναι πολύ σημαντικό στην παράστασή μας αυτό. Προσπαθούμε να μην ξεχνάμε ποτέ ότι αυτό το έργο και αυτή η ιστορία είναι η προσπάθεια της Λυσιστράτης να σταματήσει αυτό τον πόλεμο».
«Δηλαδή, αφηγείστε το έργο ως πραγματικό γεγονός;». «Η σχέση με το πραγματικό είναι πολύ έντονη. Δεν είναι μόνο ότι αφηγούμαστε μια παράσταση, τι συνέβη, και παίζουμε τους ρόλους. Υπάρχει συνεχώς μια σύνδεση με το τώρα. Το βασικό δεν είναι η αντιπαράθεση αντρών-γυναικών αλλά ο πόλεμος και η ειρήνη. Στόχος είναι η ειρήνη. Η αντιπαράθεση αντρών-γυναικών είναι πιο βαθιά όμως. Γιατί πρέπει να επέλθει ειρήνη και συμφιλίωση, είναι αναγκαία συνθήκη για να συνυπάρχουν οι άνθρωποι, να επιστρέψουν σε μια αρχική κατάσταση, ώστε να δουν το σπίτι και την πόλη με άλλα μάτια» εξηγεί με τη δική της οπτική η Σκουλά. Παρεμβαίνει η Λένα Κιτσοπούλου: «Να ξαναδούμε τη σχέση των δύο φύλων, τη συνύπαρξη, δηλαδή την υγεία, την εξυγίανση του οίκου». «Ακριβώς! Γιατί η πόλη αποτελείται από πολλούς οίκους» συμπληρώνει η Σκουλά. Της υπενθυμίζω ότι πρόκειται για μια εποχή κατά την οποία η γυναίκα δεν ήταν ισότιμη με τον άντρα και μου απαντάει: «Ό,τι κάνει αυτή η γυναίκα, όμως, για πρώτη φορά μέσα από τη Λυσιστράτη, είναι για να δείξει ότι δεν έχει λόγο να φοβάται και ότι μπορεί να μιλήσει, ότι δεν φοβάται να πιστέψει στη δύναμή της. Έτσι καταφέρνει να πείσει τις γυναίκες να ακολουθήσουν το σχέδιό της, πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Δεν είναι εύκολο να τις βγάλει από το σπίτι, όπου έχουν συνηθίσει να ζουν με έναν τρόπο και να φοβούνται τον άντρα, και να τις βοηθήσει να πιστέψουν ότι έχουν τη δύναμη να αντισταθούν και να αναγκάσουν τους άντρες να επιστρέψουν στο σπίτι, να αφήσουν τον πόλεμο. Να γιατί είναι σημαντική η σχέση με την Ιστορία στην παράστασή μας. Το πιο βασικό σε αυτήν τη συνθήκη του έργου είναι ότι ο πόλεμος δεν είναι πολύ μακριά και αυτό πρέπει να ειπωθεί επί σκηνής».
Η Κιτσοπούλου ίσως αποδειχτεί η ιδανική Λυσιστράτη της εποχής μας. Τόσο η γραφή της όσο και οι σκηνοθεσίες της έχουν όλες τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Καθώς η Μαρία Σκουλά πρέπει να φύγει για πρόβα, μένω με τη Λένα Κιτσοπούλου. Η συγγραφέας, σκηνοθέτις και ηθοποιός θα έλεγες ότι με έναν τρόπο έχει τη στόφα μιας σύγχρονης Λυσιστράτης, αν και ο Μαρμαρινός δήλωσε στη LiFO, όταν ρωτήθηκε από τη Ματίνα Καλτάκη για την επιλογή του: «Αυτό που με ελκύει πολύ στη Λένα είναι η αισχύνη της, η ντροπαλότητά της». Έχει δίκιο. Η Λένα στη ζωή της είναι το αντίθετο από το αγρίμι που δείχνει να είναι προς τα έξω.
«Σε ενδιέφερε ποτέ αυτός ο ρόλος;» τη ρωτάω. «Γενικά, δεν σκέφτομαι ρόλους, επειδή η δική μου στάση μέσα στα πράγματα και ο τρόπος που δουλεύω δεν είναι αυτός ενός κατεξοχήν ηθοποιού. Δεν λειτουργώ έτσι. Δεν σκέφτομαι ως ηθοποιός, πιο πολύ σκέφτομαι έργα, γραψίματα, συνολικά πράγματα». «Δηλαδή, δεν σε είχε απασχολήσει ποτέ η Λυσιστράτη;» επιμένω. «Ο ρόλος όχι ιδιαίτερα, ο Αριστοφάνης, όμως, ναι. Έκανα σκέψεις για το πώς θα μπορούσαν να γίνουν κάποια άλλα έργα του σε κλειστό χώρο, για το πώς θα μπορούσα να καταπιαστώ με αυτά. Όταν μου το πρότεινε ο Μιχαήλ, ένιωσα ότι ίσως ήταν κάτι που μπορούσα να κάνω. Κατάλαβα ότι για να μου το ζητάει ο Μαρμαρινός ήθελε κάτι από αυτό που είμαι. Δεν είμαστε φίλοι, αλλά ξέρει τι κάνω, πώς είμαι. Ήταν σημαντικό το ότι κατάλαβα πως με ήθελε για κάτι ειδικό, έχοντας δει αυτά που κάνω, ότι ήθελε να τα χρησιμοποιήσει. Σκέφτηκα ότι θα μου έδινε την ελευθερία να κάνω κι άλλα πράγματα. Πράγματι, ο Μαρμαρινός αφήνει μια ελευθερία. Εγώ δεν μπορώ να το παίξω "πάμε όλοι μαζί για την ειρήνη". Με χαρακτηρίζει μια έλλειψη πίστης, ένας κυνισμός και λίγο αποτραβιέμαι, κινούμαι λίγο σαν μόνη μου μέσα εκεί. Παρατηρώ και τους μεν και τους δε – έτσι νομίζω ότι είναι και αυτές οι φιγούρες. Δεν είμαι εγκεφαλική, δεν μπορώ να κάτσω σπίτι μου και να πω αυτός ο ρόλος είναι έτσι. Είμαι της δράσης. Και όλο αυτό το γυναικομάνι που τρέχει με κάνει να θέλω να απέχω καμιά φορά – με μια απέχθεια προς τις γυναίκες, ώρες-ώρες. Γιατί είμαι και μέσα στον ρόλο έτσι, ως Λυσιστράτη. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι μια φεμινίστρια που λέει ότι εμείς οι γυναίκες είμαστε οι καλύτερες.
Ήδη, από την αρχήτις βρίζω: «Πανσκατομουνιασμένο, άθλιο γυναικείο φύλο, από εμάς γεννιούνται οι τραγωδίες». Πιστεύω πως η γυναίκα μπαίνει σε έναν ρόλο που της φοράνε, κάθεται σε αυτόν και βολεύεται. Κι εμένα μου τη δίνει αυτό ώρες-ώρες. Λέω και δικά μου πολλές φορές. Κοίτα... από τον Χίτλερ μέχρι τους Μπιτλς είναι γυναίκες από κάτω που κλαίνε. Ουρλιάζουν για το είδωλο. Οι άντρες έχουν άλλα αντίστοιχα. Δεν τους θεωρώ καλύτερους. Επίσης, θεωρώ ότι υπάρχει μια μελαγχολία σε αυτό το πράγμα και όχι πολλή ελπίδα. Γι' αυτό και ο Αριστοφάνης, βάζοντας γυναίκες να πάρουν την εξουσία και να μπουν στην Ακρόπολη, ξεκινάει ήδη με μια ουτοπία, όπως στους Όρνιθες, που λένε "θα ανέβουμε στον Ουρανό να κάνουμε πόλη". Ξεκινάει με μια πλάκα, ένα πράγμα που δεν γίνεται τότε. Οπότε, είναι λίγο σαν να μην υπάρχει ελπίδα. Η Λυσιστράτη κουβαλάει στοιχεία που δεν ανήκουν σε κανένα φύλο. Κάπως έτσι κινούμαι κι εγώ εκεί μέσα, σαν να μη θέλω κανένα από τα δύο. Τουλάχιστον, αυτό νομίζω ότι ταιριάζει σε μια τέτοια φυσιογνωμία, που καταρχάς είναι ηγετική. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν έναν ναρκισσισμό, μια μοναξιά, μια δική τους σκέψη, δεν τους καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι. Η Λυσιστράτη έχει κάποιες εξάρσεις, κάποιες δικές της φιλοσοφίες περί αντρών και γυναικών και μια φοβερή μοναξιά, δεν θέλει να ανήκει πουθενά».
Μου περιγράφει πώς γίνονται οι πρόβες, με πολλούς αυτοσχεδιασμούς και ελευθερία, πώς ο κάθε ηθοποιός μπορεί να πει ό,τι θέλει μέχρι να γίνει κάποια στιγμή ένα ξεσκαρτάρισμα από τον σκηνοθέτη. «Τα πράγματα φτάνουν και στα άκρα, αλλά μου αρέσει αυτό. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει κάθε πρόβα. Θέλω να πω αυτό που σκέφτομαι, πάνω στην ιστορία βέβαια, ακολουθώντας μια γραμμή. Με τον Μιχαήλ υπάρχει πλήρης σύμπνοια, "κολυμπάω" ως ηθοποιός του. Έχω τη θέση μου εκεί μέσα, δεν κάνω κάτι άλλο. Σίγουρα είναι μια παράσταση συνόλου, όλοι μας αφηγούμαστε αυτή την ιστορία». «Εν τέλει, είναι θεμιτό να προσθέτει ο καθένας τα δικά του λόγια σε ένα κλασικό έργο;». «Αυτό, όπως ξέρεις, το θεωρώ και απαραίτητο. Δεν λέω να κυριαρχεί αυτό και να παίξεις άλλο έργο. Αλλά αν αυτό ενισχύει και βοηθάει στην κατανόηση του έργου, θεωρώ πως ναι, είναι θεμιτό. Ειδικά ο Αριστοφάνης έβγαινε κι έβριζε ανθρώπους της εποχής του, και τους έκανε ζημιά κιόλας. Από την άλλη, έχει και μια ποίηση, αλλά αυτό το στοιχείο δεν μπορείς να το παίξεις περιχαρακωμένο και να πεις δεν το πειράζω. Θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε την ελευθερία να προσθέτουμε δικά μας πράγματα, γιατί κάποια έργα αναφέρονται σε τόσο συγκεκριμένα πράγματα, που πλέον δεν λένε τίποτα, και αν κάποιος μπορεί να "μεταφράσει" κάτι στο σήμερα με έναν τρόπο ωραίο και ευφυή, όχι χυδαίο, νομίζω πως είναι για καλό».
Η Κιτσοπούλου ίσως αποδειχτεί η ιδανική Λυσιστράτη της εποχής μας. Τόσο η γραφή της όσο και οι σκηνοθεσίες της έχουν όλες τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Πριν χωρίσουμε, μου λέει: «Έπειτα από χρόνια βρέθηκα σε μια συνθήκη που δεν είμαι ούτε με τους κολλητούς μου ούτε με τη δική μου ομάδα. Εκτέθηκα, φοβήθηκα, πέρασα από όλα τα στάδια, ξεπερνάω εμπόδια. Είναι πιο μεγάλα τα βήματα που πρέπει να κάνω, αλλά αυτό με χαροποιεί πολύ». Και συνεχίζει: «Ψάχνουμε κάθε μέρα. Σίγουρα ο Μαρμαρινός έχει κάτι στο μυαλό του, αλλά μας ανοίγει δρόμους και τους αφήνει να συμβαίνουν. Μπαίνει και το προσωπικό στοιχείο και η προσωπική σκέψη του καθένα. Προς το παρόν, μαθαίνει στις πρόβες από εμάς, καθώς αφηγείται, λέει και τις δικές του σκέψεις. Δεν ξέρω τι θα επιλέξει από όλα αυτά».
Info:
Μιχαήλ Μαρμαρινός
Λυσιστράτη, του Αριστοφάνη
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
5-6 Αυγούστου 2016
21:00
Ταυτότητα Παράστασης
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Γιώργος Σαπουντζής
Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη
Φωτισμοί: Thomas Walgrave
Κίνηση: Χρήστος Παπαδόπουλος
Καλλιτεχνική συνεργάτις: Έφη Θεοδώρου
Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Γιάννης Βογιατζής, Αθηνά Δημητρακοπούλου Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Άννα Κλάδη, Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Ειρήνη Μαρκή, Αθηνά Μαξίμου, Γιώργος Μπινιάρης, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου Θέμης Πάνου, Αγλαΐα Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρίνα Σάττι, Μαρία Σκουλά, Έλενα Τοπαλίδου, Χάρης Τσιτσάκης Αιμίλιος Χειλάκης.
Πιάνο: Λενιώ Λιάτσου