Την πρώτη φορά που είδα παράσταση της Γιολάντας Μαρκοπούλου, ένα έργο για τα βασανιστήρια στη Χιλή του Πινοσέτ, ήταν χειμώνας του 2007 και μας μοίρασαν κουβέρτες για ν’ αντέξουμε το κρύο. Η ίδια έμοιαζε με μαθήτρια λυκείου. Ένα όμορφο κορίτσι 26 χρονών. Κι όμως είχε πάρει ένα συνεργείο αυτοκινήτων στον Κεραμεικό, το είχε μετατρέψει σε θέατρο, παρέα με μια εξίσου παθιασμένη ομάδα συνεργατών, και ξεκινούσε την πορεία της. Σήμερα, παράσταση την παράσταση , η ομάδα του «Συνεργείου» και η Γιολάντα Μαρκοπούλου δεν χρειάζονται συστάσεις. Πάντα, άλλωστε, κάτι σε τραβάει στη δουλειά τους, κι ας διαλέγουν άγνωστους συγγραφείς, κατά προτίμηση ισπανόφωνους. Αυτήν τη φορά τον Χοσέ Ραμόν Φερνάντεζ και το Χώμα του, γραμμένο το 1998. Ομολογώ, όμως, ότι η επιλογή του χώρου τράβηξε, κατ’ αρχάς, το ενδιαφέρον μου. Μια αυλή στο Μεταξουργείο, στην πλατεία Αυδή.
«Κάνοντας βόλτα στο Remap 3, είδα αυτό το παλιό, ερειπωμένο σπίτι, με την αυλή μπροστά του, και είπα αμέσως “εδώ πρέπει ν’ ανέβει το Χώμα”. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου εκτυλίσσεται στην αυλή μιας οικογένειας στην Ανδαλουσία. Με οδηγούσε σε παράσταση ανοιχτού χώρου. Κι αυτό το εγκαταλελειμμένο σπίτι, ένα κανονικό, καθόλου νεοκλασικό σπίτι, μοιάζει με φυσικό ντεκόρ. Νιώθεις ότι έχει μια δική του ιστορία, ότι κάποια οικογένεια έζησε εδώ, παιδιά μεγάλωσαν κι έπαιξαν στην αυλή του. Σαν να σού λέει “δώσε μου ζωή”. Αυτό θα κάνουμε κι εμείς, έστω και προσωρινά. Το ξέρω ότι το Μεταξουργείο έχει άσχημη φήμη, λόγω εγκληματικότητας. Όσο, όμως, εμείς φοβόμαστε, τόσο το κέντρο της Αθήνας θα ερημώνει. Πρέπει να το στηρίξουμε, να δείξουμε ότι η πλατεία Αυδή κι αυτό το παλιό σπίτι με την αυλή του θα μπορούσαν να ξαναγίνουν η Αθήνα του σήμερα». Έχει και το Χώμα άμεση σχέση με τα δικά μας. «Είναι η ιστορία ενός εγκλήματος που ζητά κάθαρση και δικαιοσύνη», εξηγεί η Γιολάντα. Μια ομάδα νέων δολοφονούν έναν ξένο που έχει ξεμείνει στο χωριό τους μετά τον τρύγο. Οι κάτοικοι καλύπτουν το φονικό, το θάβουν, σαν να μην έγινε ποτέ. Εννιά χρόνια μετά, ένας από αυτούς που είχαν εμπλακεί στο έγκλημα όχι μόνο παραδέχεται την ενοχή του αλλά και παραδίνεται μόνος του στην αστυνομία. Σηκώνει ηρωικά στους ώμους του το τεράστιο βάρος της μικρής κοινωνίας. «Κάπως έτσι νιώθω ότι είναι και η Ελλάδα σήμερα», λέει η σκηνοθέτις. «Ο κόσμος νιώθει ότι κανείς δεν τιμωρείται για τίποτα. Γι’ αυτό και υπάρχει αναταραχή, τα πράγματα αφήνονται ανεξέλεγκτα και χαοτικά. Κανείς δεν ξέρει σε ποιον και σε τι να πιστέψει, αναζητά κάποιον να μας πάει παρακάτω, να έρθει επιτέλους μια κάθαρση και μια ισορροπία».
Η ίδια βρήκε τον τρόπο ζωής της στο θέατρο, κι ας έχει κάνει υψηλού επιπέδου κινηματογραφικές σπουδές στην Αμερική. «Πρώτα, όμως, έκανα μεταπτυχιακό πάνω στο θέατρο, δουλεύοντας για χρόνια δίπλα στον Κακογιάννη και τον Λιβαθινό», λέει γελώντας. Την ενδιαφέρουν παραστάσεις που «μπορούν να επηρεάσουν τον άλλο, να του δώσουν κουράγιο και ενέργεια, να τον βγάλουν λίγο από τη σκληρή πραγματικότητα». Το «Συνεργείο», ως χώρος και ομάδα, είναι γι’ αυτήν «μια ανοιχτή πόρτα σε όλους». Δεν είναι τυχαία, για παράδειγμα, τα δωρεάν μαθήματα θεάτρου και φωτογραφίας που δίνει σε μετανάστες και πρόσφυγες. «Τρεις από τους μαθητές μας βρέθηκαν να παίζουν στην παράσταση Πατρίδες του Εθνικού», μας θυμίζει περήφανη. Ένα προνομιούχο κορίτσι της αστικής τάξης, με καλές σπουδές στο εξωτερικό, βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα στα συνεργεία, τις αυλές και τους κυνηγημένους της Αθήνας; «Στο σπίτι μου κυριαρχούσε η τέχνη, η μητέρα μου ήταν ζωγράφος. Ποτέ δεν ένιωσα διαφορετική από τους άλλους. Το αντίθετο. Πάντα αισθανόμουν ότι ήθελα ν’ ανήκω παντού, να βλέπω και να κρίνω τον καθένα χωριστά, ως άνθρωπο. Όταν μετά τα μαθήματα στο “Συνεργείο” μιλάω με τους νεαρούς πρόσφυγες, κυρίως Αφγανούς, που έρχονται και μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας, αυτά που νιώθουμε είναι κοινά. Το θέατρο διδάσκει την ανεκτικότητα και τη συνύπαρξη».
Πώς ζει η ίδια την κρίση; Φοβάται; Ελπίζει; «Στενοχωριέμαι πολύ γι’ αυτούς που βρέθηκαν στον δρόμο, που δεν μπορούν να ζήσουν την οικογένειά τους. Αυτό είναι για μένα το πιο σκληρό κομμάτι της κρίσης. Από κει και πέρα, ήταν ίσως αναμενόμενο. Δεν νομίζω ότι ο τρόπος ζωής μας είχε σχέση με το επίπεδο της παραγωγής. Κρίμα που αφεθήκαμε να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, με τη βοήθεια, φυσικά, αυτών που μας κυβερνούσαν τόσα χρόνια. Ελπίζω ότι τώρα ίσως να έχουμε μια ευκαιρία να κάνουμε μια μεγάλη στροφή, ν’ αναπτυχθούμε πραγματικά ως χώρα».
Για τη Γιολάντα ο πολιτισμός είναι μια εξαιρετική πρόταση για την ανάπτυξη. «Πρέπει να επενδύσουμε πολύ σοβαρά στην σύγχρονη ελληνική τέχνη και στον τουρισμό», λέει. «Χρειαζόμαστε μια νέα, ισχυρή καλλιτεχνική ταυτότητα, που δεν θα αντιγράφει και δεν θα δανείζεται στοιχεία από το εξωτερικό. Αυτή την εποχή όλος ο κόσμος είναι στραμμένος στην Ελλάδα, θέλει να μάθει, να καταλάβει τι μας συμβαίνει. Δείτε πώς τα κατάφερε το ελληνικό σινεμά».
σχόλια