Στην αλληλογραφία της γλύπτριας Καμίγ Κλοντέλ με τον έρωτα της ζωής της Αύγουστο Ροντέν και τον αδερφό της, διπλωμάτη Πολ Κλοντέλ, έχει βασιστεί η παράσταση Καμίγ Κλοντέλ: Το κύμα της τρέλας, που παρουσιάζεται έως τις 13/4 στο θέατρο Μεταξουργείο. Η παραγνωρισμένη καλλιτέχνις που αναστάτωσε και προκάλεσε τη συντηρητική, ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής της στις αρχές του 20ού αιώνα κατέληξε μάλλον άδικα στο άσυλο για 30 ολόκληρα χρόνια. Στην παράσταση πρωταγωνιστεί η πολύ καλή Λυδία Φωτοπούλου, που στέκει μόνη στη σκηνή, καλύπτοντας 30 ολόκληρα χρόνια της ζωής της ηρωίδας κατά τη διάρκεια ενός εξαντλητικού μονόλογου. Η σκηνοθεσία είναι του Στέλιου Κρασανάκη (που, εκτός από σκηνοθέτης, είναι και ψυχίατρος), η παράσταση τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και εντάσσεται στην έκθεση «Αιτία θανάτου: Ευθανασία. Έργα από τη συλλογή Prinzhorn», που είδαμε στο Μουσείο Μπενάκη.
Στο έργο ερμηνεύετε την Καμίγ Κλοντέλ, καλύπτοντας μια περίοδο 30 ετών. Πώς είναι να ερμηνεύει κανείς μια ηρωίδα από την πολύ νεανική μέχρι την πολύ ώριμη ηλικία;
Ξέρετε, στόχος της συγκεκριμένης προσπάθειας δεν ήταν να ερμηνεύσω την ίδια την Καμίγ Κλοντέλ - πώς θα μπορούσα, άλλωστε, να αποφασίσω ότι είναι έτσι και όχι αλλιώς, χωρίς να προδώσω την πολυπλοκότητα ενός αληθινού προσώπου; Ο στόχος ήταν η συγκινησιακή ερμηνεία των ίδιων των επιστολών της και, μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία της παράστασης, η γνωριμία του κοινού με ένα μέρος του ψυχισμού της, της ζωής και του έργου της. Έτσι, αυτή η μεγάλη περίοδος από το 1893, που χρονολογείται το πρώτο γράμμα που έχουμε, μέχρι το τελευταίο, το 1939, περνάει καθαρά μέσα από την ίδια την ενέργεια των επιστολών.
Το έργο είναι μονόλογος. Εχετε ξαναδοκιμαστεί σε κάτι παρόμοιο;
Ναι. Η πρώτη φορά ήταν με τον μονόλογο του Άκη Δήμου ... και Ιουλιέτα σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζηβανού το 1996, και η δεύτερη στην Πολιτιστική Ολυμπιάδα του 2004 με το «Φύλλα της» του Αντρέα Φλουράκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου.
Ποιες είναι οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος;
Η διαδικασία της προετοιμασίας ενός μονόλογου είναι ιδιαίτερα επώδυνη αλλά και ευτυχής, συγχρόνως. Η απουσία συμπαίκτη στη σκηνή, η δημιουργία της σωστής απεύθυνσης, η εσωτερική γύμνια που νιώθει κάποιες φορές ο ηθοποιός μόνος στη σκηνή, είναι κάποιες από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζεις σε εναν μονολογο.
Πώς διαχειρίζεται κανείς ένα υλικό που δεν είναι έργο αλλά επιστολές, πόσο μάλλον σε έναν μονόλογο; Τι μπορείτε να δείτε μέσα από τις επιστολές της; Υπήρξε κάτι που να σας συγκίνησε;
Όταν ο Στέλιος Κρασανάκης μού πρότεινε να δουλέψουμε με αυτό το υλικό, γοητεύθηκα αλλά και τρομοκρατήθηκα! Δουλέψαμε, όμως, σε δύο στάδια κι αυτό με βοήθησε πολύ. Το πρώτο στάδιο ήταν η ανάγνωση αυτών των επιστολών σε μορφή θεατρικού αναλόγιου στο Μουσείο Μπενάκη, στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων για την έκθεση της συλλογής Prinzhorn. Έτσι, ξεκινήσαμε πρώτα με μια φωνητική, θα έλεγα, συνάντηση με την αλληλογραφία της Καμίγ, όπου ο στόχος ήταν οι καταστάσεις και τα γεγονότα που περιγράφονται να περάσουν μέσα από τον ρυθμό και τον ήχο και ελάχιστα από το σώμα. Στο δεύτερο στάδιο καταλάβαμε ότι η σωματικοποίηση είναι απαραίτητη, όχι μόνο γιατί προσδίδει θεατρικότητα στο όλο εγχείρημα αλλά και γιατί μέσω αυτής θα μπορούσα να αφηγηθώ καλύτερα τη συγκίνηση που προκαλεί η ζωή της και η τέχνη της. Έτσι, δουλέψαμε υπέροχα με την Αμάλια Μπένετ, προσπαθώντας να δώσουμε σώμα στις επιστολές της. Μέσα σ’ αυτές βλέπεις το πάθος της για ζωή, τον έρωτά της για την τέχνη της, τον έρωτα και το μίσος για τον Ροντέν, την κατάρρευσή της, την αγωνία της, το ελεύθερο πνεύμα της και το φυλακισμένο σε ένα άσυλο ψυχασθενών σώμα της. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα που να μη σε συγκινεί! Το βίντεο του Χρήστου Δήμα, που φωτίζει την ίδια την Κλοντέλ, το έργο της, την εποχή της και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, που δίνει φωνή στον Πολ Κλοντέλ, συμπληρώνουν τα χρονικά κενά της αλληλογραφίας. Όλοι οι συντελεστές της παράστασης δούλεψαν ώστε οι επιστολές της να γίνουν το υλικό μιας θεατρικής πράξης. Το σκηνικό της Ντόρας Λελούδα, με πρώτο υλικό το χαρτί, είναι, κατά κάποιον τρόπο, ο πολύτιμος συμπαίκτης μου, όπως και τα φώτα του Γιάννη Δρακουλαράκου, που μερικές φορές πραγματικά μετατρέπουν το χαρτί σε μάρμαρο.
Η Κλοντέλ θεωρείται από πολλούς ιδιαίτερα αδικημένη με την πάροδο των χρόνων. Θεωρείτε ότι κατά κάποιον τρόπο αποτίνετε φόρο τιμής σε αυτή την παραγνωρισμένη γυναίκα;
Το έργο της Καμίγ Κλοντέλ μπορεί να χρειάστηκε έναν αιώνα για να αναγνωρισθεί, αλλά στο τέλος δικαιώθηκε. Πολλοί σήμερα τη θεωρούν ανώτερη ακόμα και από τον Ροντέν. Και όπως και να ’χει, μέσα από τα υπέροχα γλυπτά της θα κοιτάζει πάντα τον κόσμο κατάματα! Η ζωή της όμως... Μια φράση σε ένα γράμμα της από το ψυχιατρείο όπου την έχουν κλείσει λέει «Θα ήθελα να γυρίσω σπίτι μου και να κλείσω τη πόρτα πίσω μου». Εύχεται, δηλαδή, κάτι που όλοι κάνουμε κάθε μέρα και μας φαίνεται πολύ φυσικό. Κι έτσι αρχίζεις νά σκέφτεσαι πόσοι ακόμα, μέχρι και σήμερα, γύρω σου έχουν την ίδια φυσική επιθυμία και δεν μπορούν να την πραγματοποιήσουν. Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο σαν να σκύβεις λίγο, σαν να γονατίζεις δίπλα στη ζωή κάποιου και να κερδίζεις το δώρο της συναίσθησης. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως, αν δίπλα στην επίσημη ιστορία που μας μαθαίνουν στο σχολείο, υπήρχε και μια ιστορία που θα μας μάθαινε τις ζωές των συνανθρώπων μας, ο κόσμος μας σιγά-σιγά μπορεί να γινόταν καλυτερος
σχόλια