Η ιστορική γνώση και μόνο εμποδίζει την, αυτοφυή στη ράτσα μας, διάθεση λυρισμού και ωραιοποίησης ακόμη και ζοφερών περιόδων της σχετικά πρόσφατης Ιστορίας. Οι καταστάσεις που αποτυπώνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στην Αυλή των Θαυμάτων (1957) πριν από μια δεκαετία έμοιαζαν οριστικά περασμένες. Κι όμως, ειρωνική κατακλείδα στην «ανάπτυξη» και τον «εκσυγχρονισμό» της τελευταίας 30ετίας, καλούμαστε να ζήσουμε ανάλογες εκ νέου.
Απ’ όσα έχουν γραφτεί έως τώρα για την παράσταση της Αυλής των Θαυμάτων του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, διαπιστώνω μια διάθεση διαφυγής σε ερμηνείες που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας της δεκαετίας του ’50. Όλα κουκουλώνονται κάτω από μια εξωπραγματική νοσταλγία (να φταίνε οι παλιές καλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου;) που αλλοιώνει καίρια την παλιά συνθήκη, καθιστώντας αδύνατη την κατανόηση της σημερινής.
Γιατί, όπως και τώρα, έτσι και τότε υπήρχουν πολιτικά αίτια και πολιτικοί υπεύθυνοι για την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων (εκπρόσωποι των οποίων είναι οι ήρωες στο έργο του Καμπανέλλη). Μετά το τέλος του Εμφυλίου, η κατάσταση της οικονομίας του κράτους ήταν άθλια κι όλοι βασίζονταν στο Σχέδιο Μάρσαλ για την ανασυγκρότησή του. Χωρίς, εννοείται, κάποιο σχέδιο μακροπρόθεσμο, χωρίς πρόβλεψη και προγραμματισμό που να επιτρέπει να μπουν γερά θεσμικά θεμέλια. Ο Κ. Δοξιάδης σημείωνε ήδη το 1950: «Η παραποίηση της οικονομικής πραγματικότητας και οι εξιδανικευτικές προοπτικές έχουν καταντήσει το μόνο όπλο “επιστημονικής” διαπαιδαγώγησης του κοινού με σκοπό τη διαφήμιση του Σχεδίου Μάρσαλ και την αυτοδιαφήμιση μερικών “εγκεφάλων” υποτακτικών, των “γιες μεν”, όπως τους λένε, της αμερικανικής αποστολής. Επικεφαλής ο γνωστός “συντονιστής” του γνωστού “προγράμματος ανασυγκρότησης”, άλλοτε “τετραετούς”, άλλοτε προσωρινού”, άλλοτε “μακροπρόθεσμου αναθερωρημένου” κ.λπ.». Ο Δοξιάδης, που πίστευε στη χωροταξική πολιτική βάσει προγράμματος και σε μακροπρόθεσμη προοπτική, καταδικάζει την ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού. Η αντιπαροχή, που σε διάφορα σημερινά κείμενα αποκτά υπόσταση μεταφυσικού φαινομένου, ήταν στην πραγματικότητα επιλογή των κυβερνήσεων της εποχής για οικοδόμηση πολυώροφων κτιρίων από ιδιώτες, που θα κάλυπταν το έντονο πρόβλημα στέγασης και θα προσανατόλιζε την ανάπτυξη στην οικοδομή πέρα από κάθε κρατικό έλεγχο. Σας θυμίζει κάτι;
Και πού να μείνουν όλοι αυτοί που άφηναν κατά δεκάδες τα χωριά τους, συχνά για να γλιτώσουν από τη ρετσινιά του κομμουνιστή και να μπορέσουν να ζήσουν αφανείς στο χωνευτήρι της μεγαλούπολης; Και πώς να αξιοποιήσουν τα κεφάλαια που συσσώρευσαν τις μαύρες μέρες της δεκαετίας του ’40 οι γνωστοί άγνωστοι μαυραγορίτες; Και γιατί η τότε αστική τάξη, χωρίς δεύτερη σκέψη, έδωσε τις νεοκλασικές οικίες της για ν’ ανεγερθούν τα τσιμεντένια κτίρια; Καμιά νοσταλγία, λοιπόν.
Ένα άλλο στοιχείο που αναπαράγεται χωρίς φειδώ είναι ότι το έργο μεταφέρει ένα κοινώς αποδεκτό αξίωμα (αντιγράφω από κείμενο του προγράμματος της παράστασης): «Οι λαϊκές τάξεις είναι κατά βάσιν αγνές… πολύ πιο αγνές όταν τις κοιτάξει κανείς από κοντά απ’ ό,τι όλες οι άλλες τάξεις». Να τη πάλι η νοσταλγία του μεταγενέστερου σχολιαστή. Αλλά ο Καμπανέλλης έγραψε για μια συνθήκη πραγματική, για την πόλη όπου ζούσε και για ανθρώπους γύρω του - δεν νοσταλγεί. Κι αν, γράφοντας, είχε στο μυαλό του κάποιο ξένο έργο, αυτό δεν πρέπει να ήταν τόσο ο Βυσσινόκηπος του Τσέχωφ όσο Ο Βυθός του Γκόρκι. Η ανεργία, η φτώχια, η έλλειψη των βασικών, κάνουν τους ανθρώπους άγρια θηρία - δεν προκαλούν τη συμπόνοια και την ευσπλαχνία προς τους συμπάσχοντες.
Εννοείται ότι δεν είναι από τη φύση τους κακοί οι άνθρωποι της Αυλής των Θαυμάτων. Οι συνθήκες έχουν μεταμορφώσει τον Στέλιο σ’ ένα παράσιτο, που δανείζεται για να παίξει στον ιππόδρομο. Κι ο Στράτος, ο υδραυλικός, μόνο τίμιος δεν είναι, αφού του δανείζει συστηματικά για να βγαίνει με τη γυναίκα του. Η Αννετώ είναι μια φαντασιόπληκτη, κουτσομπόλα, μνησίκακη γριά ρουφιάνα. Η όμορφη Ντόρα εξελίσσεται σε «κοκοτίδιον». Ο υποαπασχολούμενος Μπάμπης, όταν δεν έχει λεφτά, δέρνει τη γυναίκα του μέχρι λιποθυμίας και το παίζει ηθικολόγος, αποδίδοντας την αυτοκτονία του Στέλιου στη γυναίκα του που τον απάτησε! Μόνο η Αστά, ο Ιορδάνης και ο γιος τους, ο Γιάννης, ξεχωρίζουν, ίσως επειδή έρχονται από αλλού - κι ας έχουν ενταχθεί ισότιμα στο ελληνικό λούμπεν.
Καμιά νοσταλγία, λοιπόν. Μόνο διάθεση κατανόησης - που προϋποθέτει τις αναγκαίες, επώδυνες συνδέσεις. Το έργο του Καμπανέλλη γι’ αυτό έγραψε ιστορία και γι’ αυτό συγκινεί -πολύ- τους σημερινούς θεατές. Δεν αποκρύβει, αλλά κατανοεί.
Η παράσταση του Γιάννη Κακλέα προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τον δραματικό χρόνο και τόπο του έργου, κάτι απολύτως θεμιτό, δεδομένης της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας που ζούμε. Μόνο που ο Μανώλης Παντελιδάκης δεν είχε και μεγάλη έμπνευση και το σκηνικό δεν υποστήριξε καλά την αναγκαστική συνύπαρξη των ηρώων. Η Ελένη Μανωλοπούλου έντυσε με δυασανάλογα καλό γούστο τις φτωχές, λαϊκές γυναίκες της ιστορίας - δεν είναι ότι μια σημερινή γυναίκα δεν μπορεί να ντυθεί κομψά στα Zara, αλλά συνήθως δεν έχει αναπτυγμένη την αισθητική που θα της το επιτρέψει.
Αλλά κανένα από τα παράπανω σχόλια δεν μπορούν να επισκιάσουν τις ερμηνείες του συνόλου των ηθοποιών. Εξαιρετικοί ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, η Μίνα Αδαμάκη, η Θεοδώρα Τζήμου, η Αλεξάνδρα Αηδίνη, η Λένα Παπαληγούρα, ο Θοδωρής Κατσαφάδος, ο Νίκος Ψαρράς, η Εύα Σαουλίδου, ο Νίκος Κουρής. Αυτοί, με το ταλέντο τους, εξαφανίζουν τις αδυναμίες της παράστασης (π.χ. την αμήχανη τελική σκηνή με τους μηχανικούς και τους αστυνόμους). Αυτοί είναι η Αυλή των Θαυμάτων και τους οφείλουμε.
σχόλια