Μικρή ονειρευόταν να γίνει Πλανητάρχης, σήμερα ισορροπεί μεταξύ ανασφάλειας και επιβεβαίωσης. Δηλώνει γκρούπι της Ιζαμπέλ Ιπέρ, αγωνιά για το πόσο καιρό ακόμα θα παίζει νεαρές βασανισμένες έφηβες, αγαπά πολύ τον Τενεσί Ουίλιαμς, τα δίνει όλα τους χειμώνες κι εξαφανίζεται τα καλοκαίρια στη Σαμοθράκη, μπορεί να ακούει Μάλερ και μετά χιπ-χοπ, μαγειρεύει καταπληκτικά και καμαρώνει για την κις λορέν της, μια φορά την εβδομάδα τρώει με τον παππού της, μένει στο Παγκράτι και συχνά κυκλοφορεί στη γειτονιά με τις πιτζάμες κι έχει στα σκαριά διάφορες κινηματογραφικές συμμετοχές. Ανάμεσά τους και η νέα ταινία του Γιώργου Γεωργόπουλου με τίτλο Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό.
Η Σίσσυ Τουμάση έχει μια νεανική, άγουρη βραχνάδα στη φωνή, κατασταλαγμένη σκέψη, παρελθόν με αβάσταχτες μαύρες στιγμές, αλλά και μια σπάνια δύναμη να κοιτά μόνο μπροστά. Στα 28 της χρόνια, λεπτοκαμωμένη σαν κλαράκι, κούκλα όσο και ταλαντούχα, σφραγίζει κάθε βράδυ την Αγριόπαπια του Ίψεν με μια σπουδαία ερμηνεία και μπήκε ήδη στη λίστα των νέων ηθοποιών από τους οποίους έχουμε υψηλές απαιτήσεις. «Κι εγώ έτσι ανυπόμονη είμαι στη δουλειά κι όταν κάτι με φοβίζει, γίνομαι επιθετική χωρίς λόγο» λέει.
Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 2012 και πριν προλάβει να καταλάβει σε τι μεταφράζεται το πτυχίο της πρωταγωνίστησε στη Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά, όπου υποδύθηκε ένα από τα βασανισμένα παιδιά της νοσηρής οικογένειας.
Έχω βιώσει την απώλεια και πια αποζητώ ασφάλεια. Συγχρόνως, εκπαιδεύτηκα να πέφτω και να σηκώνομαι. Συνήθισα πια στις πρεμιέρες να έχουν όλοι τους συγγενείς κι εγώ κανέναν.
«Πέρασα με οντισιόν, την πρώτη της ζωής μου. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα με έπαιρνε αλλά πήγα γιατί πέθαινα να κάνω σινεμά. Την πρώτη αντίδραση του Αβρανά, όταν με είδε, πολύ θερμή δεν τη λες. Ήταν εξαιρετικά διστακτικός, με παρατηρούσε και ψέλλιζε: "Δεν μου κάνεις χρωματικά, είσαι πολύ μελαχρινή... Γενικά, δεν ξέρω αν μου κάνεις. Θες να πάμε να βάψεις τα μαλλιά σου για να αποφασίσω; Αλλά και πάλι σου λέω ότι μπορεί και να μη σε πάρω". Πήρα το ρίσκο, μπήκα στο πρώτο κομμωτήριο που βρήκα, έβαψα το μαλλί πορτοκαλί, έγινα το παιδί που θα μπορούσαν να είχαν δύο ξανθοί άνθρωποι και εμφανίστηκα ξανά μπροστά του. "Σε θέλω" μου είπε και ξεκίνησα γυρίσματα.
Για μένα η Miss Violenceήταν η πρώτη τάξη του σχολείου στην υποκριτική, αλλά όχι κάτι άγνωστο από πλευράς θεματολογίας. Είχα ιδέα του τι σημαίνει να μεγαλώνεις παρακολουθώντας βία. Δεν με σοκάρει, μου είναι οικεία. Ταράζομαι, αλλά τη θεωρώ μια κανονική περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης».
Η Σίσσυ μεγάλωσε με τη μητέρα της, που ήταν τραπεζικός και μανιώδης αναγνώστρια, αλλάζοντας διαρκώς σπίτια. «Ξεκινήσαμε και καταλήξαμε στο Παγκράτι, αφού πρώτα περιοδεύσαμε σε διάφορες περιοχές. Τα σχολικά χρόνια ήταν χάλια. Ήμουν αφόρητα αντιδραστική, τόσο απέναντι στην οικογένεια όσο και στους δασκάλους. Εγώ συνέχεια έφευγα, εκείνοι συνέχεια με έψαχναν. Θυμάμαι τη μητέρα μου να περιμένει ατελείωτες ώρες στο μπαλκόνι να γυρίσω. Απαντούσα σε όλα με αντίδραση. Διάβαζα πράγματα που δεν σχετίζονταν με το σχολείο, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να παπαγαλίσω ούτε μια σειρά από τη σχολική ύλη».
Αναζητώντας πώς θα πορευτεί στη ζωή της πέταξε στην κουβέντα, σαν βεγγαλικό, την υποκριτική. «Θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια της μητέρας μου. Ήταν η στιγμιαία ευτυχία ενός ανθρώπου που είχε βαθιές καλλιτεχνικές ανησυχίες, αλλά κατέληξε σε μια τράπεζα με ταγέρ και αριθμούς γιατί δεν τόλμησε να κυνηγήσει το όνειρό της. Ήταν σαν να μου έδινε την ευχή της».
Δυστυχώς, η μητέρα της δεν έμαθε καν ότι πέρασε στη δραματική σχολή, καθώς το καλοκαίρι πριν ξεκινήσει μαθήματα, σκοτώθηκε σε τροχαίο. «Το πρώτο έτος πέρασε χωρίς να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Από το δεύτερο είπα: "Εγώ δεν ήρθα εδώ να πετάω τα λεφτά μου. Τελειώσαμε με το πένθος. Δεν θέλω άλλο να είμαι το κοριτσάκι που κάνει θέατρο γιατί χάνεται στη θλίψη". Πήρα φόρα και ξεπέρασα τα πάντα μέσα από αυτή την τέχνη. Είναι ένα μεγάλο δώρο και μια πολύτιμη αγκαλιά».
Φέτος έχει κάνει το θεατρικό κοινό να παραμιλάει με την ερμηνεία της. Ο Δημήτρης Τάρλοου της ανέθεσε τον ρόλο της Χέντβιγκ στην Αγριόπαπια του Ίψεν που ανέβασε στο Πορεία. Έτσι, μέχρι να τελειώσει η σεζόν, η Σ. Τουμάση, ως αθώα, καλόκαρδη και ανασφαλής 14χρονη, θα πεθαίνει κάθε βράδυ, γιατί δεν διανοείται ότι θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της χωρίς την πατρική αγάπη.
«Δένομαι κι εγώ σαν τη Χέντβιγκ με τους ανθρώπους. Έχω βιώσει την απώλεια και πια αποζητώ ασφάλεια. Συγχρόνως, εκπαιδεύτηκα να πέφτω και να σηκώνομαι. Συνήθισα πια στις πρεμιέρες να έχουν όλοι τους συγγενείς κι εγώ κανέναν. Τουλάχιστον, φέτος ήρθε ο παππούς μου. Μου έφερε και σοκολάτες για να γλυκαθώ από τη στενοχώρια που παίρνω κάθε βράδυ εδώ μέσα. Πέρσι, στον Αύγουστο που κάναμε με τον Κ. Μαρκουλάκη, δεν τον κάλεσα για να μην ταραχτεί από τις βρισιές» λέει χαμογελώντας. «Μόνο σε ό,τι αφορά τη δουλειά δεν θέλω να έχω δεδομένα. Φέτος μπορεί να μου γράφουν ύμνους και του χρόνου να δουλεύω σε περίπτερο».
Σε λίγο καιρό από σήμερα θα υποδυθεί τη Μαρίνα Καραγάτση στο Ευχαριστημένο της ίδιας που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία (22/2).
Θα μπει έτσι στη δίνη των διπλών παραστάσεων. «Πρώτη φορά στη ζωή μου έχω δύο δουλειές, πανηγυρίζω. Είναι ολίγον τρομακτικό να υποδύεσαι έναν άνθρωπο που ζει. Νομίζω πως τη στιγμή που θα καταλάβω ότι η Μαρίνα Καραγάτση είναι μεταξύ των θεατών θα πάθω εγκεφαλικό. Ο Δημήτρης (Τάρλοου), προς το παρόν, αναζητά τα κοινά μας στοιχεία. Προς τιμήν του δεν θέλει να αποκρύψει τι συνέβαινε σε εκείνο το σπίτι, που τυχαίνει να είναι του παππού του, και κυρίως πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεγαλώνεις με σπουδαίους γονείς που σε κάνουν να νιώθεις "λίγος". Είναι φοβερό βάρος να αγαπάς εκείνον που σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν είσαι αρκετός».
«Εσύ γράφεις καθόλου;» τη ρωτάω, αφήνοντάς την στο καμαρίνι για να ντυθεί ξανά Χέντβιγκ. «Μόνο στα δύσκολα, αλλά αυτό αφορά εμένα. Προς Θεού, μη θεωρηθεί ότι η τέχνη είναι απόρροια πόνου και βασάνων. Είναι η πιο βαθιά χαρά».
Ιnfo:
Αυτή την περίοδο η Σίσσυ Τουμάση πρωταγωνιστεί στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. (Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3, πλατεία Βικτωρίας, 210 8210991, 210 8210082)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO