Ένα από τα όνειρα που βασάνιζαν κατ’ επανάληψη τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος όσο ήταν αιχμάλωτοι –και το αφηγούνταν αργότερα σε προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες τους– εκτυλισσόταν ως εξής: έβλεπαν ότι, αφού κατάφερναν να επιστρέψουν σπίτι τους, άρχιζαν να διηγούνται με λαχτάρα και αγαλλίαση τα παθήματά τους στα αγαπημένα πρόσωπα, αλλά δεν γίνονταν πιστευτοί ή, μάλλον, ούτε καν τους άκουγαν. Μάλιστα, στην πιο συνηθισμένη και βάναυση, κατά τον Πρίμο Λέβι, παραλλαγή, ο συνομιλητής τους γύριζε την πλάτη και απομακρυνόταν σιωπηλά.
Ο φόβος που εξέφραζαν εκείνα τα όνειρα δεν ήταν καθόλου παράλογος, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων. Το μέγεθος της φρικωδίας που είχε συντελεστεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεπερνούσε κατά πολύ τις αντιληπτικές δυνατότητες του ανθρώπου. «Εμείς που επιστρέψαμε, υπήρξαμε ικανοί να κατανοήσουμε και να κάνουμε κατανοητή στους άλλους την εμπειρία μας;» αναρωτιέται ο Λέβι και συνεχίζει πικρά: «ό,τι κοινώς εννοούμε ως “κατανοώ” συμπίπτει με το “απλοποιώ”».¹
O Οδυσσέας του Κριστόφ Βαρλικόφσκι είναι κι αυτός ένας επιζών που επιστρέφει σε δύσπιστες αγκαλιές, πασχίζοντας με πάθος να μεταδώσει την ακρότητα της εμπειρίας του στην οικογένειά του, που βρίσκεται αμήχανα συγκεντρωμένη γύρω από το τραπέζι του δείπνου. «Θα σας δείξω σημάδια και θα πειστείτε», τους υπόσχεται έτσι ώστε να τον δεχτούν εκ νέου στην τάξη των κανονικών ανθρώπων.
O Οδυσσέας του Κριστόφ Βαρλικόφσκι είναι κι αυτός ένας επιζών που επιστρέφει σε δύσπιστες αγκαλιές, πασχίζοντας με πάθος να μεταδώσει την ακρότητα της εμπειρίας του στην οικογένειά του, που βρίσκεται αμήχανα συγκεντρωμένη γύρω από το τραπέζι του δείπνου. «Θα σας δείξω σημάδια και θα πειστείτε», τους υπόσχεται έτσι ώστε να τον δεχτούν εκ νέου στην τάξη των κανονικών ανθρώπων.
Τα εμπόδια, όμως, είναι πολλά, ίσως ανυπέρβλητα. Ποιος να πιστέψει το απίστευτο; Πού να χωρέσει αυτό το «τερατώδες» σώμα που γύρισε από τη χώρα του εξευτελισμού και του θανάτου; «Αυτός που βασανίστηκε παραμένει βασανισμένος [...] Όποιος υπέστη βασανιστήρια δεν θα μπορεί πλέον να προσαρμοστεί στον κόσμο» γράφει ο Ζαν Αμερί, Αυστριακός φιλόσοφος που εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς ως Εβραίος.
Αυτό που ήταν κάποτε ορατό έχει γίνει πια σήμερα σχεδόν αόρατο. Σβήνουν οι επιζώντες, ξεθωριάζουν τα τεκμήρια – ακόμη χειρότερο, γίνονται οικεία. Κούραση τυλίγει τις συνειδήσεις... «Φοβάμαι ότι το μόνο που θα απομείνει από τη γερμανική φιλοσοφία είναι μερικές φωτογραφίες» αναφωνεί σκεπτική η Χάνα Άρεντ, μια εκ των ηρωίδων της παράστασης, ποζάροντας μαζί με τον Χάιντεγκερ μπροστά στον φακό ενός βουδιστή μοναχού.
Η ίδια αγωνία μοιάζει να κατατρώει και τον Βαρλικόφσκι αναφορικά με το Ολοκαύτωμα. Τι θα απομείνει; Και πώς να το προσεγγίσουμε; Γέρασε η Ιζόλδη και το μόνο που επιθυμεί πια είναι να γίνει η ιστορία της ταινία, έτσι ώστε να θυμούνται για πάντα οι άνθρωποι τα μαρτύριά της στα χέρια των Ναζί. Ποιο είδος αφήγησης, όμως, μπορεί να δικαιώσει την εμπειρία της;
«Όλες οι ταινίες για το Ολοκαύτωμα ίδιες είναι» αναφωνεί περιφρονητικά ο χολιγουντιανός παραγωγός, όταν του προτείνουν να χρηματοδοτήσει την εν λόγω ταινία. «Do you mind if I have a look at your Auschwitz tattoo?» ρωτάει γαργαλιστικά η Ελίζαμπεθ Τέιλορ την Ιζόλδη στην ίδια συνάντηση, σε κάποιο στούντιο όπου παρίστανται όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Τα πάντα εκφυλίζονται, ακόμη και τα πιο σοβαρά, τα πιο σπουδαία: ο ωκεανός οδύνης που έπνιξε προ δεκαετιών την Ευρώπη συρρικνώνεται τώρα σ’ ένα «τατουάζ» προς τέρψη των περίεργων. Πώς να κρατήσεις τον πόνο ζωντανό, τους νεκρούς δικαιωμένους, την οργή γόνιμη; Το ξέσπασμα της διερμηνέως («αυτά τα πράγματα δεν θα ’πρεπε να συμβαίνουν, κι αν συμβαίνουν δεν θα ’πρεπε να τα δείχνουμε!») αντιμετωπίζεται από την ομήγυρη ως υστερική γραφικότητα.
Τελικά, θα ’πρεπε ή δεν θα ’πρεπε να δείχνουμε «αυτά τα πράγματα»; Ο Βαρλικόφσκι εκθέτει θαρραλέα τα στάδια της δικής του εξελικτικής πορείας. Κι αν ξεκινάει «αναπαριστώντας» τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς της νεαρής Ιζόλδης, γρήγορα εγκαταλείπει αυτό το μονοπάτι που τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Σταματάει. Έτσι, απροειδοποίητα. Συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να «μιλάει» άλλο έτσι. Με τους παραδοσιακούς κώδικες αφήγησης. Δεν είναι αρκετός ο ρεαλισμός, μα ούτε και η σάτιρα: πρέπει να επινοηθεί μια νέα γλώσσα. Αλλού πρέπει να πάει ο δημιουργός, κι ας καραδοκεί στις στροφές ο Κύκλωπας πιο πεινασμένος από ποτέ.
Έτσι, αφαιρεί το χαλινάρι και αρχίζει μια διαδρομή απρόβλεπτη, συναρπαστική, εντελώς ιδιοσυγκρασιακή και ανυπότακτη, που αποδομεί τις προκατασκευασμένες σχέσεις, υιοθετεί παιγνιώδεις σημειωτικές και αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ρευστά. Διεκδικεί το νόημα μέσα από τον ίλιγγο των συνειρμών και των παράδοξων ενώσεων, που διακόπτουν τη συνηθισμένη λειτουργία των νοητικών ικανοτήτων –της ενθύμησης, της αντίληψης, της φαντασίας– επιτρέποντας στη μία να ξεσηκώσει την άλλη, πηδώντας από το ένα όριο στο άλλο.
Υπάρχει πάντοτε μία Καλυψώ, ημίγυμνη και θελκτική, που έρχεται στον ύπνο μας για να προσφέρει «αυτό που όλοι ονειρεύονται»∙ αλλά ο ενενηντάχρονος, πλέον, Οδυσσέας δεν έχει όρεξη για έρωτες κι αθανασίες.
Υπάρχει πάντοτε ένας αγαπημένος Γερμανός φιλόσοφος με επονείδιστο παρελθόν που αρνείται να το αποκηρύξει, όσο κι αν εσύ, η Εβραία διανοούμενη ερωμένη του, ελπίζεις σ’ ένα θαύμα καπνίζοντας το εικοστό τσιγάρο σου, εκείνο το παγωμένο πρωινό που πήγες να τον επισκεφθείς στο καλύβι του στον Μέλανα Δρυμό.
Υπάρχει πάντοτε μια ανόητη δημοσιογράφος που γνωρίζει την τέχνη μετατροπής του πόνου σε θέαμα και σε κουτσομπολιό, όπως υπάρχουν πάντοτε αυτοί που θα συνεργάζονται μαζί της προς την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου.
Και υπάρχει πάντοτε ένας αθώος περαστικός που θα συλλαμβάνει ενστικτωδώς αυτό που εσύ προσπαθείς να κρύψεις, την ανείπωτη ενοχή σου, τη λέξη που αρνείσαι να πεις και που θα είχε τόση σημασία, αν την έλεγες...
Εν τέλει, μέσα απ’ όλα αυτά, μέσα από την υψηλή φιλοσοφία και τη δημοφιλή τέχνη, μέσα από τον πόνο και το γέλιο, μέσα από τη φρίκη και την κωμωδία, μέσα από την αλλόκοτη συνύπαρξη του Μύθου και της Ιστορίας, του Πραγματικού και του Συμβολικού, θα υπάρχει πάντοτε κάποιο πρόσωπο που αναγκάζει τον χρόνο να σταματά επάνω στις ρυτίδες του και στην αγωνιώδη αυθεντικότητα του δισταγμού του: είναι το πρόσωπο που βλέπουμε να συσπάται ενθυμούμενο τη φρίκη των στρατοπέδων, έτσι όπως το συνέλαβε μοναδικά η κάμερα του Κλοντ Λανζμάν στο εμβληματικό ντοκιμαντέρ του 1985 με τίτλο «Shoah». Είναι το πρόσωπο του Αβραάμ Μπόμπα, του Εβραίου κουρέα που είχε εξαναγκαστεί από τους Ναζί να κόβει τα μαλλιά των γυναικών (πολλές εκ των οποίων ήταν φίλες του), προτού εισέλθουν στον θάλαμο αερίων στην Τρεμπλίνκα.
Ο Βαρλικόφσκι υφαίνει έναν ιστό από σημαίνοντα έργα, μορφές και σύμβολα του δυτικού πολιτισμού (από τον Όμηρο ως τη Χάνα Κραλ, από τον Νίτσε και τον Βάγκνερ ως τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τους αδελφούς Κοέν) και πάνω του ακουμπάει όλο το βάρος του ανείπωτου και του μη αναπαραστάσιμου – του ανεπανόρθωτου. Πόσο ανθεκτικός είναι ο ιστός αυτός; Έχει ακόμη κάποιο νόημα; Μπορεί να νικήσει τους αμνήμονες και τους διαστρεβλωτές της μνήμης; Μπορεί να τυλίξει τους επιζώντες, τους περιπλανώμενους και τους απάτριδες;
«Είμαι ειδική στην επιβίωση» λέει η Ιζόλδη, όμως πέφτει κι εκείνη θύμα της απατηλής γοητείας των κυρίαρχων αναπαραστάσεων επιδιώκοντας μια θέση στη λαμπερή βιβλιοθήκη του Χόλιγουντ. Ενάντια σε αυτήν ακριβώς την κυριαρχία (την οποία ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει με τρόπο εξόχως ειρωνικό σε όλες τις σκηνές όπου εμπλέκεται η απολαυστικότατη Ελίζαμπεθ Τέιλορ της Μαγκνταλένα Τσιελέσκα) διαμαρτύρεται ο Βαρλικόφκσι, προτείνοντας έναν άλλο τρόπο σκέψης, μια ζωογόνα, εκρηκτική, απρόβλεπτη και πολυπρισματική δραματουργία που δημιουργεί πολλαπλότητες, «έμφορτες στιγμές»² κι απρόσμενες συνδέσεις.
Αν δεν έχουν γλώσσα σήμερα οι άνθρωποι για να κάνουν λόγο τα τραύματά τους, αν οι επιθυμίες τους μένουν εγκλωβισμένες στις μαζικές και πανίσχυρες αναπαραστάσεις, αν «όλες οι ταινίες για το Ολοκαύτωμα είναι ίδιες», αν η Ιζόλδη πρέπει να προσλάβει έναν ghost writer για να μιλήσει εκ μέρους της, τότε ας διεκδικήσουμε την ουσία με έναν τρόπο άρρητο∙ ας πάμε πίσω από την οικεία, διαδεδομένη εικόνα, ας παραμερίσουμε το Ίδιο και το Όμοιο, ας αυξήσουμε το ρίσκο, ας πυκνώσουμε τις εντάσεις, ας παραγάγουμε καινούργια εκφωνήματα, ας αφήσουμε τη Διαφορά να αναδυθεί σε όλο το παράδοξο μεγαλείο της.
«Είναι δυνατόν να γράψει κανείς ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα;» αναρωτιόταν ο Αντόρνο. Ο τρόπος που είναι φτιαγμένη η παράσταση του Βαρλικόφσκι –με την πολύτιμη συνδρομή των εξαίρετων ηθοποιών του– μαρτυρά μια βαθιά αίσθηση ελευθερίας του πνεύματος και των αισθήσεων, μία κίνηση προς ένα σύστημα άκεντρο, ανοιχτό, ατέρμονο, ένα πεδίο με πληθώρα εισόδων και εξόδων, μια συμφωνία σημείων, που αρχίζει πάντα από τη μέση και προχωρά, όπως λέει ένας από τους ήρωες, σαν «ένα τρένο που συνεχίζει δίχως τέλος, γιατί το Ολοκαύτωμα δεν έχει τέλος».
Γράφει ο Ντελέζ: «Κάτι μέσα στον κόσμο μας ωθεί να σκεφτούμε. Αυτό το “κάτι” δεν είναι αντικείμενο αναγνώρισης αλλά μια θεμελιώδης συνάντηση». Και μια τέτοια συνάντηση είχαμε φέτος με τον Κριστόφ Βαρλικόφσκι, τον σκηνοθέτη που μας χάρισε τη σημαντικότερη παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών.
1. Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μετάφραση Χαρά Σαρλικιώτη, εκδόσεις Άγρα
2. Όρος του Λέσσινγκ που αναφέρεται από τον Μπαρτ
«Οδύσσεια. Μια ιστορία για το Χόλιγουντ»
Ένα κείμενο των Κριστόφ Βαρλικόφσκι και Πιοτρ Γκρουσίνσκι
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Βαρλικόφσκι
Μια συμπαραγωγή του Nowy Teatr με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και άλλους φορείς
Παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260