Ο Κρίστιαν Λούπα φημίζεται για την ικανότητά του να δημιουργεί ολοκληρωμένους κόσμους επί σκηνής. Ταξίδια στο εσωτερικό ενός μυαλού, ψυχές που αγωνιούν, σώματα που πλήττονται από τη φθορά του χρόνου και του ανέφικτου.
Ανήσυχος, τολμηρός, επίμονος, αγάπησε τα δύσκολα, σκοτεινά κείμενα –κυρίως Πολωνών, Ρώσων και Αυστριακών συγγραφέων– και μίλησε κατ' επανάληψη για το αλλόκοτο της ύπαρξης, την ασχήμια και τη γελοιότητά μας, την ανάγκη μας για επικοινωνία, τους παράλογους μηχανισμούς που επιστρατεύουμε για να ξεγελάσουμε τεχνηέντως τη λήθη και τον θάνατο, την απεγνωσμένη αναζήτηση ταυτότητας σε εποχές πολιτιστικής συρρίκνωσης.
«Η πνευματική υπηκοότητα του Λούπα είναι ευρωπαϊκή», έγραψε κάποιος κριτικός με αφορμή τους «Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ που ανέβασε ο Λούπα το 1995. «Τα έργα του αντανακλούν την εξάντληση της Γηραιάς Ηπείρου και όλες τις καθόδους της στην παρακμή».
Ο Πολωνός σκηνοθέτης διακρίνεται για τη μοναδική ικανότητά του να δημιουργεί οργανικές και συμπαγείς σκηνικές πραγματικότητες. Συχνά μεταφράζει και διασκευάζει ο ίδιος τα κείμενα που ανεβάζει, σχεδιάζει το σκηνικό και σκηνοθετεί. Ενίοτε εμφανίζεται επί σκηνής ως αφηγητής.
Οι πρώτες επιρροές
Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του τον πήγαινε στην όπερα. Ο Κρίστιαν θαμπωνόταν. Επιστρέφοντας στο σπίτι, εξορμούσε ασυγκράτητος στον κήπο κι επινοούσε πάσης φύσεως ιστορίες, ήρωες που συγκρούονταν, ερωτεύονταν και πέθαιναν ηρωικά.
Τραγουδούσε δυνατά, ούρλιαζε για την ακρίβεια, «λες και με γδέρναν ζωντανό». Τα άλλα παιδάκια στη γειτονιά νόμιζαν πως είχε τρελαθεί και τον κορόιδευαν.
Γεννημένος το 1943 στη Σιλεσία, μια μικρή πόλη στα νότια της Πολωνίας, ο Λούπα είχε από νωρίς καλλιτεχνική κλίση και το πρώτο του πτυχίο ήταν στη γραφιστική. Στη συνέχεια σπούδασε σκηνοθεσία στη Łódź FilmSchool.
Ερωτεύτηκε το γαλλικό Νέο Κύμα, κυρίως τον Γκοντάρ, αλλά δυσκολευόταν τότε ακόμη να βρει τη δική του φωνή, κι έτσι, ως φοιτητής, υιοθέτησε μια επιτηδευμένη πόζα «πρωτοπορίας».
Ο ίδιος θα έλεγε για τον εαυτό του εκείνης της περιόδου: «ήμουν ο Νάρκισσος γοητευμένος από τα δικά του τερτίπια». Ένιωθε χαμένος. Αποβλήθηκε και δεν ήξερε πού να πάει.
Το 1973 έγινε δεκτός στην Ανώτερη Κρατική Σχολή Θεάτρου της Κρακοβίας. Εκεί βρήκε τους μέντορές του: τον δάσκαλό του, Κόνραντ Σβινάρσκι, στον «Άμλετ» του οποίου εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη, και που του δίδαξε πώς ν' αναλύει το νόημα των επιμέρους σκηνών και πώς να δουλεύει με τους ηθοποιούς.
Αλλά και τον Ταντέουζ Καντόρ, οι παραστάσεις του οποίου τον εντυπωσίαζαν ιδιαιτέρως: «Η δουλειά του Σβινάρκσι και του Καντόρ συνιστούσε κάθε φορά για μένα ένα ψυχολογικό γεγονός», θα έλεγε αργότερα.¹
Ταυτόχρονα, τον επηρέασε βαθύτατα ο Γιουνγκ: «Αν μπορώ να πω πως έχω έναν μέντορα, θα έλεγα σίγουρα πως αυτός είναι ο Γιουνγκ. Από όλους τους στοχαστές που συνάντησα στη ζωή μου, εκείνος μου έχει δώσει τις περισσότερες εξηγήσεις. Είναι ψυχολόγος, ψυχίατρος, φιλόσοφος αλλά και ο μεγαλύτερος Γνωστικός του 20ού αιώνα», σημείωνε ο Λούπα το 1993.
Ο Γκροτόφσκι, το κορυφαίο όνομα της πολωνικής σκηνής εκείνης της εποχής, τον άφηνε ασυγκίνητο. Ο Λούπα τον αποκαλούσε ψευδοπροφήτη και θεωρούσε πως η μέθοδός του έμοιαζε με πλύση εγκεφάλου, η οποία μετέτρεπε τους ηθοποιούς «σ' ένα κοπάδι από πρόβατα».
Τα πρώτα βήματα
Ο Λούπα έκανε το επαγγελματικό σκηνοθετικό ντεμπούτο του το 1976, στην Κρακοβία, με το «Σφαγείο» του Πολωνού θεατρικού συγγραφέα Σλάβομιρ Μρόζεκ. Στο επίκεντρο του έργου βρισκόταν ο ρόλος της σύγχρονης τέχνης και η θέση του καλλιτέχνη.
Πηγή έμπνευσης του συγγραφέα ήταν πιθανότατα τα «χάπενινγκς» εκείνης της εποχής, στο πλαίσιο των οποίων τα εντόσθια και το αίμα των σφαγμένων ζωντανών παρουσιάζονταν ως «πρωτοποριακή» τέχνη στις γκαλερί της Ευρώπης.
Ο Λούπα μίλησε για τον φόνο του πολιτισμού σε μια σκηνή μοναδικής έντασης, όπου το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε Λα Μείζονα του Μπετόβεν πνιγόταν από τις κραυγές των σφαγιαζόμενων ζώων.
Όταν αποφοίτησε από τη σχολή, του δόθηκε μια θέση στο Teatr im C.K. Norwida, στη Γελένια Γκόρα, μια μικρή πόλη στη δυτική Πολωνία· εκεί αισθάνθηκε πως βρήκε την ελευθερία που αναζητούσε.
Δημιούργησε συνθήκες εργαστηρίου και ανέπτυξε τη μέθοδό του («το θέατρο πρέπει να είναι μια γέφυρα στη χώρα της πνευματικότητας», έλεγε ο ηθοποιός Piotr Skiba, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με τον Λούπα) προσελκύοντας μια ομάδα αφοσιωμένων ηθοποιών. Μαζί έπλασαν μια «κοινότητα» επί σκηνής αλλά και μια «συμμορία» στη ζωή.
Ο Λούπα δεν στράφηκε στους αυτονόητους συγγραφείς, τους μεγάλους κλασικούς. Προτιμούσε κείμενα δύσκολα, δυσνόητα, άγρια. Ανέβασε κατ' επανάληψη έργα του Στανισλάβ Βίτκιεβιτς, αντιμετωπίζοντας το γκροτέσκο «περισσότερο ως γνώρισμα του πραγματικού παρά της τέχνης».²
Αυτό που ενδιέφερε τον νεαρό σκηνοθέτη σε αυτά τα έργα ήταν η ανθρωπολογική και όχι η πολιτική τους διάσταση. «Ο Βίτκιεβιτς αντιπροσώπευε επίσης το μοντέλο του καλλιτέχνη περισσότερο αγαπητού στον Λούπα: εκείνου δηλαδή που επιδιώκει να εκφραστεί μέσα από διάφορες μορφές τέχνης (θέατρο, μυθιστόρημα, ζωγραφική, σχέδιο), ενώ αντιμετωπίζει την καλλιτεχνική έκφραση ως μια ολοκληρωμένη πράξη που εμπλέκει το υποσυνείδητο και τις προσωπικές εμπειρίες του δημιουργού της».³
Οι πειραματισμοί της ομάδας τροφοδότησαν εννέα εκρηκτικές σεζόν, με κείμενα των Αντρέγιεφ, Μρόζεκ, Γκομπρόβιτς κ.ά.
Εκείνη την εποχή, οι κριτικοί παρατηρούσαν ότι αυτό που ενδιέφερε περισσότερο τον Λούπα ήταν οι διαπροσωπικές σχέσεις, τις οποίες παρουσίαζε στο θέατρο μέσα από λεπτεπίλεπτα ψυχολογικά παιχνίδια, δίνοντας έμφαση στα πολυσύνθετα κίνητρα των ηρώων.
Θαύμαζαν επίσης την ακρίβεια στη σύνθεση των σκηνών και τη μοναδική του ικανότητα να ερμηνεύει τη σιωπή. Είχε την τάση να επαναλαμβάνει ορισμένες αλληλουχίες, να επιβραδύνει το τέμπο της δράσης και γενικότερα να πειραματίζεται με τον θεατρικό χρόνο.⁴
Ανέβασε τότε και μερικές πρωτότυπες παραγωγές, στις οποίες υπέγραψε ο ίδιος το κείμενο: «Το διάφανο δωμάτιο» (1979) και «Το δείπνο» (1980).
«Και οι δύο αυτές παραστάσεις ήταν καλλιτεχνικά μανιφέστα και περιείχαν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Εδώ το θέατρο του Λούπα εμφανίστηκε στην πιο καθαρή μορφή του: μη αφηγηματικό θέατρο για τις ανθρώπινες σχέσεις και υπνωτιστικές ψυχολογικές καταστάσεις».⁵
Όταν ο Λούπα έφυγε από τη Γελένια Γκόρα, η ομάδα διαλύθηκε. Τότε, το 1980, άρχισε η σχέση του με το Stary Teatr της Κρακοβίας: εκεί ο σκηνοθέτης δημιούργησε μερικές από τις εμβληματικότερες δουλειές του.
Εξερευνώντας με πάθος την αυστριακή λογοτεχνία, επέλεξε πρώτα τον Άλφρεντ Κούμπιν, διασκευάζοντας το μυθιστόρημά του «Η άλλη πλευρά» (1985).
Η μεγάλη τομή, όμως, έγινε το 1988 με τους «Ονειροπόλους» του Ρόμπερτ Μούζιλ. Η παράσταση αυτή έφερε μεγάλη αναγνώριση στον Λούπα. Όλοι μιλούσαν για κάτι σημαντικό και καινούριο που είχε γεννηθεί, κάτι που θα άλλαζε τον τρόπο που σκεφτόμασταν για το θέατρο.
«Εδώ ο άνθρωπος είναι μια παράξενη και αδιαπέραστη οντότητα. Του συμβαίνουν ακατανόητα πράγματα. Οι προθέσεις και οι πράξεις του, τα αισθήματα και οι σκέψεις του, στιγμές ανάτασης και φόβου, παραμένουν ρευστά».⁶
Δύο χρόνια αργότερα, ο Λούπα επέστρεψε στον Μούζιλ, διασκευάζοντας το φιλοσοφικό μυθιστόρημα του δεύτερου «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες».
Ερωτευμένος με τον Μπέρνχαρντ
Το 1992, κι ενώ όλοι νόμιζαν πως ο Λούπα είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της καριέρας του, εκείνος στόχευσε ακόμη πιο ψηλά. Ανέβασε το «Ασβεστοκάμινο» του Τόμας Μπέρνχαρντ, έναν συγγραφέα που έμελλε ν' αγαπήσει σφόδρα.
«Η πραγματικότητά μας διαμορφώνεται από όσα αμελούμε να κάνουμε, όχι από όσα τελικά κάνουμε...»: ένας άνδρας αναζητά το νόημα της ύπαρξης παλεύοντας με τη ματαίωση.
Το «Ασβεστοκάμινο» ήταν μια σκηνική πρόταση για το μεγάλο ανολοκλήρωτο. Κέρδισε τη φήμη μιας σπουδαίας μεταφυσικής διατριβής, ενώ το εξαιρετικό παίξιμο των ηθοποιών έπλασε μια τρομακτική εικόνα σωματικού και πνευματικού μαρτυρίου – «ένα συγκινητικό σχόλιο επάνω στην καταστρεπτική έλξη της αδράνειας ή μια κατάδυση στην ίδια την αδράνεια», τη χαρακτήρισαν οι New York Times.
Εκείνη η τετράωρη, κλειστοφοβική παράσταση δυσκόλεψε πολύ το κοινό. Πολλοί θεατές έφευγαν στο διάλειμμα. Ο πρωταγωνιστής της Andrzej Hudziak ερμήνευσε μοναδικά τον κεντρικό ήρωα, έναν άνδρα «η ψυχή του οποίου φαγώθηκε από τα χρόνια της σύγχυσης».
Ο Μπέρνχαρντ δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του Λούπα. «Ανάμεσα στον Πολωνό καλλιτέχνη και τον Αυστριακό συγγραφέα υπάρχει μια βαθιά αδελφότητα, μια μοναδική κατανόηση» έγραφε η Armelle Heliot στη «Figaro».
Στο Teatr Polski o Λούπα ανέβασε τον «Ιμάνουελ Καντ» του Μπέρνχαρντ, την πιο στατική ίσως παράστασή του, τοποθετημένη σε έναν παλιό σιδηροδρομικό σταθμό.
Η επόμενη μεγάλη επιτυχία του, όμως, ήταν «Τα αδέλφια» (1996), βασισμένα στο περίφημο «Ρίτερ, Ντένε, Φος» του Μπέρνχαρντ, με θέμα τη ζωή του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν.
Ο Λούπα παρουσιάζει τρεις εκπροσώπους της παλαιάς αστικής τάξης στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης.
Κι ενώ πρόκειται για μια φαινομενικά απλή παράσταση, βασισμένη σε τρεις δυνατές ερμηνείες, ο Λούπα επεξεργάζεται τόσο αριστοτεχνικά τις δονήσεις του λόγου, ώστε το κοινό παραμένει καθηλωμένο στις θέσεις του, ακόμη κι όταν παρακολουθεί κάτι τόσο φαινομενικά βαρετό όπως ένα δείπνο.
«Σε κάθε λέξη διακυβευόταν το παν. Ένα πιάτο που έσπαγε τυχαία γινόταν μια δυσοίωνη προαναγγελία για το τέλος του κόσμου. Οι λέξεις που πλέκονταν σε φράσεις έμοιαζαν ν' ανήκουν σ' ένα άλλο πεδίο, και το νόημά τους δεν συμβάδιζε με τη σκηνική πραγματικότητα».⁷ Η παράσταση παιζόταν για είκοσι χρόνια, ως τον Ιανουάριο του 2017.
Στη συνέχεια πήρε σειρά ο «Αφανισμός», το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημα του Αυστριακού συγγραφέα. Εξακόσιες σελίδες χωρίς δράση, χωρίς πλοκή.
«Ένα προκλητικά ανήμπορο βιβλίο» έγραφε ο Λούπα στις σημειώσεις του. «Προσπαθώ ν' αποκωδικοποιήσω τι λέει. Δεν το καταλαβαίνω εντελώς. Αλλά συνεχίζω μέσα σ' αυτή την έλλειψη κατανόησης. Κι ανεβάζω την παράσταση χωρίς να καταλαβαίνω το βιβλίο πλήρως».
«Το θέατρο του Λούπα είναι ένα θέατρο ψυχολογικών άκρων [...] Μέσα σ' αυτόν τον αυστηρά δομημένο σκηνικό κόσμο, κάθε άτομο είναι γεμάτο αντιφάσεις. Χτίζει παλάτια στην άμμο και βυθίζεται στην τρέλα, επειδή δεν βρίσκει καμία απάντηση στο ερώτημα της ταυτότητάς του».⁸
Από Ρώσους συγγραφείς, ο Λούπα επέλεξε τον Ντοστογιέφκσι («Αδελφοί Καραμαζώφ»), τον Τσέχωφ («Πλατόνοφ», 1996 και «Τρεις αδελφές», 2001), τον Μπουλγκάκωφ («Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα», 2002), και τον Γκόρκι («Ο βυθός», 2003).
«Αόρατες» ερμηνείες
Ο Πολωνός σκηνοθέτης διακρίνεται για τη μοναδική ικανότητά του να δημιουργεί οργανικές και συμπαγείς σκηνικές πραγματικότητες. Συχνά μεταφράζει και διασκευάζει ο ίδιος τα κείμενα που ανεβάζει, σχεδιάζει το σκηνικό και σκηνοθετεί. Ενίοτε εμφανίζεται επί σκηνής ως αφηγητής.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών θεωρούνται βασικό συστατικό της υψηλής ποιότητας των παραστάσεών του: πολλές φορές η υποκριτική τους χαρακτηρίζεται «αόρατη» ή «διαφανής», επειδή ενώνονται πλήρως με τους ρόλους που ενσαρκώνουν.⁹
Ο Λούπα επισκέπτεται για πρώτη φορά την Αθήνα το 2004, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με μια διασκευή της φιλοσοφικής νουβέλας του Nίτσε, «Ζαρατούστρα».
Παρότι έχει φτάσει τα 75 του χρόνια, εξακολουθεί να υπογράφει σημαντικές παραστάσεις, με πιο πρόσφατες την «Ξύλευση» (2014), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ καθώς και την «Πλατεία Ηρώων», το τελευταίο θεατρικό έργο του κορυφαίου Αυστριακού, που παρουσιάστηκε το 2015 στο Βίλνιους, στο Εθνικό Θέατρο της Λιθουανίας.
«Η Δίκη» του Κάφκα έκανε πρεμιέρα το 2018 στο NowyTeatr του Κριστόφ Βαρλικόφσκι, στη Βαρσοβία. Διαδραματίζεται στη σημερινή Πολωνία.
Ο Κρίστιαν Λούπα –θύμα των πρακτικών λογοκρισίας που έπληξαν το ιστορικό Teatr Polski του Βρότσλαβ– καταφεύγει στην προφητική δυστοπία που απηχεί τον παράλογο κόσμο μας.
«Εμείς είμαστε οι συλληφθέντες»: η κραυγή του Πολωνού σκηνοθέτη για τα φαινόμενα λογοκρισίας που πληθαίνουν στην πατρίδα του κορυφώνεται σε μια πεντάωρη παράσταση, που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.
Μαύρες ταινίες σφραγίζουν τα στόματα των δεκαεπτά πρωταγωνιστών του, που καταγγέλλουν την καταπάτηση της ελευθερίας έκφρασης, την κρατική διαφθορά, τη συντριβή του πολίτη σε μια καφκική χώρα.
Ο εφιάλτης του Γιόζεφ Κ., που συλλαμβάνεται από τις καθεστωτικές υπηρεσίες, γίνεται ο εφιάλτης του Teatr Polski, του Κρίστιαν Λούπα, της Πολωνίας, ολόκληρης της Ευρώπης.
Info
H Δίκη
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
6 – 10 Μαρτίου 2019
Κεντρική Σκηνή
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή 19:00
Διάρκεια παράστασης: 5 ώρες (με 2 διαλείμματα)
Σκηνοθεσία, Διασκευή, Σκηνογραφία & Σχεδιασμός Φωτισμών: Krystian Lupa
Κοστούμια: Piotr Skiba
Μουσική: Bogumił Misala
Βίντεο & Συνεργάτης Φωτισμών: Bartosz Nalazek
Animations: Kamil Polak
Μακιγιάζ & Κομμώσεις: Joanna Chudyk, Monika Kaleta
Παίζουν: Bożena Baranowska, Bartosz Bielenia / Maciej Charyton, Małgorzata Gorol, Anna Ilczuk, Mikołaj Jodliński, Andrzej Kłak, Dariusz Maj, Michał Opaliński, Marcin Pempuś, Halina Rasiakówna, Piotr Skiba, Ewa Skibińska, Adam Szczyszczaj, Andrzej Szeremeta, Wojciech Ziemiański, Marta Zięba, Ewelina Żak
1 . «Teatr»/ «Theatre monthly», 1979
2 & 3 & 5. «Sobowtór i utopia : teatr Krystiana Lupy» του Grzegorz Niziołek, 1997
4 & 7. «Polish Theatre after the Fall of Communism» της Olga Śmiechowicz
6. Życie Literackie/ Literary Life, 1988, no. 15
8. Notatnik Teatralny, 1999, no. 18-19
9. Krystian Lupa, culture.pl
σχόλια