«Η κοινωνία βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο και ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία»: με πάθος και πολύ μελάνι υπερασπίστηκε ο Μίλερ την αντίληψη αυτή στη ζωή και στο έργο του. Δεν είμαστε αυτάρκεις, ούτε ζούμε απομονωμένοι, και είναι λάθος να διαχωρίζουμε τη μεταφυσική ή την υπαρξιακή διάσταση από την κοινωνική, πίστευε ο συγγραφέας. Μπορεί οι σκέψεις, οι ελπίδες και οι φόβοι μας να ανήκουν αποκλειστικά σ' εμάς τους ίδιους, οι πράξεις μας όμως εκπέμπουν δονήσεις στην οικουμένη. Ό,τι κάνουμε, αλλά και ό,τι δεν κάνουμε, είτε το κίνητρό μας είναι η προσωπική φιλοδοξία είτε ο αλτρουισμός, η πίστη ή ο κυνισμός, αυτό επηρεάζει τους γύρω μας. Πότε ελάχιστα, ποτέ αμυδρά, πότε ευεργετικά ή ολέθρια.
«Δεν υπάρχει δράση χωρίς συνέπεια και καμία συνέπεια δεν μπορεί να περιοριστεί στο εγώ, εφόσον το εγώ δεν υφίσταται χωρίς την ευρύτερη κοινότητα, η οποία του παρέχει όχι μόνο το πλαίσιο αλλά και το νόημά του», παρατηρεί ο οξύνους μελετητής του αμερικανικού θεάτρου C.W.E. Bigsby, γράφοντας για τον Μίλερ στο Modern American Drama, 1945-1990. Είναι όμως πλέον πολύ αργά, όταν λαμβάνει αυτό το κρίσιμο μάθημα ο Τζο Κέλερ, κεντρικός ήρωας του Ήταν όλοι τους παιδιά μου. Την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο βιομήχανος Κέλερ πούλησε στην αμερικανική αεροπορία ελαττωματικά ανταλλακτικά, προκαλώντας έτσι τον θάνατο είκοσι ενός πιλότων. Αποσιωπώντας την εμπλοκή του, αφήνει τον συνέταιρό του να μπει στη φυλακή ως μόνος υπαίτιος.
Τώρα, τρία χρόνια αργότερα, έρχεται η ώρα των αποκαλύψεων. Καταλύτης, η επίσκεψη της Ανν, κόρης του φυλακισμένου συνεταίρου και μνηστή του γιου των Κέλερ, του Λάρι, που θεωρείται αγνοούμενος πολέμου και είναι, κατά πάσα βεβαιότητα, νεκρός. Το ματωμένο μυστικό του Κέλερ βγαίνει στο φως, παρά τις αντιστάσεις του. Ό,τι έκανε, το έκανε για την οικογένειά του, υποστηρίζει. Για να σώσει την επιχείρηση που θα αφήσει στον άλλο γιο του, τον Κρις. «Είμαι ο πατέρας του και είναι ο γιος μου, και αν υπάρχει κάτι σπουδαιότερο απ' αυτό, εγώ θα φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι μου», φωνάζει στη σύζυγό του, που ξέρει την αλήθεια. Για τον Κρις, όμως, υπάρχει κάτι σπουδαιότερο από αυτό: η υποχρέωση του ατόμου απέναντι στο σύνολο. Και ο πατέρας του φέρει ευθύνη για τους 21 νεκρούς, τόσο απόλυτη, σαν να τους σκότωσε με το χέρι του.
Το αποτέλεσμα μπορεί να υστερεί σε περιπετειώδη διάθεση ή σε φρεσκάδα, σίγουρα όμως πατάει στέρεα στα πόδια του και δεν καμώνεται κάτι που δεν είναι. Μπορεί να μην εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία του, συγκινεί όμως με την ειλικρίνειά του.
«Ο θάνατος του κάθε ανθρώπου με λιγοστεύει, γιατί ανήκω στην ανθρωπότητα», έγραφε ο Τζον Ντον στο περίφημο ποίημά του και αυτό ακριβώς προσπαθεί να καταστήσει κατανοητό ο Κρις. Ότι δεν ήταν μόνο ο Λάρι που χάθηκε εξαιτίας των δόλιων πράξεων του Τζο (όπως αποδεικνύεται στην πορεία) αλλά και όλοι οι νέοι που έπεσαν στο κενό. «Ναι, βέβαια, ο Λάρι ήταν γιος μου. Αλλά [...] στα δικά του μάτια ήταν όλοι τους παιδιά μου. Και νομίζω πως πράγματι ήταν, νομίζω πως πράγματι ήταν» ομολογεί ο ήρωας συντετριμμένος, σε μια στιγμή τρομακτικής επίγνωσης που θυμίζει αρχαία τραγωδία.
Δεν υπάρχουν εδώ νικητές και ηττημένοι· μόνο μια φοβερή διαπίστωση ότι οι ζωές όλων μας προχωρούν αξεδιάλυτα δεμένες μεταξύ τους. Αν το καταλάβουμε αυτό, υπάρχει ελπίδα. Το τίμημα όμως φαντάζει συνήθως δυσβάσταχτο. Οι άνθρωποι, για δεκάδες σημαντικούς και ασήμαντους λόγους, επιλέγουν τον συμβιβασμό ή το ψέμα. Ακόμη και η στάση του ιδεολόγου Κρις, που για χρόνια εθελοτυφλούσε και καρπωνόταν τα αγαθά της οικογενειακής επιχείρησης, τίθεται υπό αμφισβήτηση. «Ο Κρις αποτυγχάνει και αυτός» σημειώνει ο Bigsby. «Η ενοχή του πατέρα του μπλέκεται με τη λαχτάρα να διακηρύξει τη δική του αθωότητα, και όπως έχει πει ο Μίλερ στην αυτοβιογραφία του, η αθωότητα σκοτώνει [...]. Το ιδανικό αποκαλύπτεται νοθευμένο, τα κίνητρα ύποπτα και η κοινωνική δικαιοσύνη εκτεθειμένη στις ιδιωτικές επιθυμίες».
Απαλλαγμένη από κάθε διάθεση επίδειξης, η σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου αφήνει τα δραματουργικά δεδομένα να ξεδιπλωθούν αβίαστα. Κινείται με σύνεση, αίσθηση του μέτρου και συνέπεια. Ουδέποτε υποκύπτει σε διδακτισμό ή μελοδραματικές εξάρσεις. Οι συγκρούσεις αναδύονται χωρίς να εκβιάζονται: προκύπτουν οργανικά ως φυσικές συνέπειες των χαρακτήρων και των διλημμάτων τους και ως τέτοιες διατηρούν θερμό το ενδιαφέρον μας μέχρι τέλους.
Ας ξαναθυμηθούμε τα βασικά –πώς να λέμε πειστικά μια ιστορία– και από εκεί βλέπουμε, μοιάζει να λέει ο σκηνοθέτης. Το αποτέλεσμα μπορεί να υστερεί σε περιπετειώδη διάθεση ή σε φρεσκάδα, σίγουρα όμως πατάει στέρεα στα πόδια του και δεν καμώνεται κάτι που δεν είναι. Μπορεί να μην εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία του, συγκινεί όμως με την ειλικρίνειά του. Όσον αφορά τη σκηνογραφία, η επιθυμία να νικήσουμε τον ρεαλισμό δεν αρκεί, όταν αντικαθίσταται από μια ψευτομοντέρνα εκδοχή αφαίρεσης που ξενίζει δυσάρεστα τον θεατή και τον εμποδίζει να συνδεθεί με τη δράση. Ένα σκηνικό γκρίζο, αυστηρό, με κίονες και σκάλες που θα ταίριαζε ίσως σε άλλο έργο, στον Άμλετ ή στον Ιούλιο Καίσαρα, σε μια τραγωδία εξουσίας και ανακτόρων, όπου οι ήρωες κρύβονται και κρυφακούν τους αντιπάλους τους, και όχι σε ένα κοινωνικό δράμα στην καρδιά μιας μικρής πόλης. Εδώ τα «παράθυρα» χρησιμοποιούνται μόνο μία ή δύο φορές, σχεδόν με το ζόρι, ίσα-ίσα για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους.
Ευτυχώς, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, η πιο θαυμαστή αρετή της παράστασης, αποδεικνύεται το έμψυχο δυναμικό της. Νοιαζόμαστε για τους ήρωες, από τον «πρώτο» ως τον «τελευταίο»: και αυτή η ανθρωπιά, τόσο σε επίπεδο σκηνοθεσίας όσο και υποκριτικής, είναι το πιο συγκινητικό στοιχείο. Σπάνια συναντάει κανείς τόσο αρμονική δουλειά συνόλου, όπου όλοι οι ηθοποιοί προσφέρουν ζωτικό κομμάτι του εαυτού τους, ερμηνείες που έχουν νόημα: να τις επεξεργαστείς, να τις αφουγκραστείς, να τις εισπράξεις.
Ο Δημήτρης Καταλειφός ως Τζο Κέλερ συνδυάζει τη νοητική αγαρμποσύνη ενός αμόρφωτου ανθρώπου (έτσι τον περιγράφει ο συγγραφέας) με το τυφλό πείσμα του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία αλλά και την αδυναμία του καλού πατέρα που διψά για την αγάπη των παιδιών του. Σπαρακτική η βωβή κραυγή του τέλους, όταν ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει επιστροφή και ότι η ζωή διαγράφεται πλέον ανέφικτη.
Με έμφυτη κομψότητα και τρομερό μέτρο στην έκφραση του πόνου της, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου ως Μητέρα αιφνιδιάζει ευχάριστα μέσα από απρόσμενες υποκριτικές αποχρώσεις και μεταπτώσεις που αρνούνται την πεπατημένη.
Στιβαρός και γήινος, ο Γιώργος Βουρδαμής αποφεύγει όλες τις παγίδες του «κατηγόρου» Κρις. Εξαιρετική η Δανάη Επιθυμιάδη ως Ανν, ευάλωτη και «καθαρή», προσηλωμένη στον στόχο. Μια βόμβα ενέργειας και συναισθημάτων, εξίσου εξαιρετικός, ο πληγωμένος και άρτι αφυπνισμένος αδελφός της Κώστας Βασαρδάνης. Δυναμική και κοφτερή η παρουσία της Ευγενίας Αποστόλου, εκτελεί άψογα τη σύντομη αποστολή της, ενώ, στον αντίποδα, ο γιατρός σύζυγός της Δημήτρης Καραμπέτσης αποπνέει μοναδική ζεστασιά ως συμβιβασμένος, αλλά καθόλου πικραμένος οικογενειάρχης. Συμπαθέστατο, τέλος, το ζεύγος χαρωπών Αμερικανών του Γιώργου Τζαβάρα και της Ιωάννας Πιατά.
Ιnfo:
Ήταν όλοι τους παιδιά μου
Άρθουρ Μίλερ
Σκην.: Γ. Μόσχος
Ερμηνεύουν: Δ. Καταλειφός, Αλ. Σακελλαροπούλου, Γ. Βουρδαμής
Θέατρο Εμπορικόν
Σαρρή 11, Ψυρρή, 210 3211750
Απογ.: Σάβ. 18:00
Βραδ.: Τετ.-Κυρ. 20:00, Πέμ.-Σάβ. 21:00
Εισ.: €15-25