Κάθε πρωί λερώνει τα σεντόνια της. Δεν μπορεί να κρατηθεί. Ένα είδος υποδοχής της μέρας το χαρακτηρίζει η κυρία που τη φροντίζει. Το ένα χέρι της είναι άχρηστο. Δε θέλει όμως να το κόψει. Το κρατάει δεμένο με ένα κομμάτι ύφασμα. Η μνήμη της πατάει σε κινούμενη άμμο: ποιο από τα δύο μάτια του μακαρίτη του άντρα της ήταν γυάλινο, το δεξί ή το αριστερό; Δεν θυμάται. Έχουνε περάσει τόσα χρόνια από τότε που εκείνος πέθανε. Κι αυτή έμεινε μόνη. Άρρωστη και μόνη. Ο γιος της τη μισεί. Η περιουσία της εξανεμίζεται. Ακόμη και το ύψος της υφίσταται μείωση από μέρα σε μέρα. «Έχω συρρικνωθεί, έχω ελαττωθεί! Δεν είμαι ψηλή! Και ήμουνα κάποτε τόσο ψηλή! Γιατί μάζεψα;», αναρωτιέται.
Η ζωή τής Άλφα (έτσι την αποκαλεί ο συγγραφέας) αναδύεται σταδιακά, μέσα από θραύσματα: οι αυστηροί, αλλά δίκαιοι γονείς, η μάνα που ήθελε να κάνει την Άλφα και την αδελφή της «άψογες δεσποινίδες», η άφιξη στη μεγάλη πόλη, το μικρό διαμέρισμα, η δουλειά ως μανεκέν, οι βραδινές έξοδοι με ερωτύλους νεαρούς, τα ποτά, τα χάδια, το σεξ της πρώτης φοράς, ο γάμος με τον αστείο κοντοστούπη με τα πολλά λεφτά, τα πάρτι, τα λαμπερά κοσμήματα, η ιππασία, η απιστία, η παρακμή, η μοναξιά, το άγγιγμα του θανάτου. «Είναι τόσο πολλά: να επαγρυπνείς· να δίνεις μάχη για το καθετί (...). Νομίζω πως όλοι με μισούσαν, επειδή ήμουνα δυνατή, επειδή έπρεπε να είμαι δυνατή», λέει η ίδια κοιτώντας πίσω.
Ιστορίες παλιές, αναμνήσεις θολές, ο χορός των χαμένων προσώπων, η επίγευση των σχέσεων, η γλώσσα του γήρατος. Πόσους συμβιβασμούς έκανε η Άλφα για να φτάσει ως εδώ, υπέργηρη, ημιπαράλυτη, ημίπλουτη, με μια νοσοκόμα να την πηγαίνει στην τουαλέτα και μια βοηθό δικηγόρου να την επιπλήττει για χαρτιά που αμέλησε να υπογράψει;
Οι Τρεις ψηλές γυναίκες μπορεί να μη διαθέτουν τη συγκλονιστική δύναμη του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;, διαγράφονται πιο μαλακές, ενίοτε υπερ-επεξηγηματικές, αλλά σίγουρα αξιαγάπητες και συγκινητικές.
Η αυλαία σε λίγο θα πέσει οριστικά. Τα φαντάσματα ξυπνούν και η τελευταία παράσταση ανεβαίνει στο θέατρο του κουρασμένου μυαλού της. Η Άλφα, όμως, δεν μπορεί να ξεψυχήσει συντροφιά με μια νοσοκόμα και μια βοηθό. Όχι, οι μόνες άξιες να σταθούν δίπλα της σε αυτό το φινάλε είναι οι νεότερες εκδοχές του εαυτού της. Στη δεύτερη πράξη, ενώ το σώμα της κείτεται ακίνητο μετά το εγκεφαλικό, τρεις ψηλές γυναίκες αναδύονται από το κρανίο της και καταλαμβάνουν τη σκηνή, κουβεντιάζοντας με πάθος: η Άλφα, η Βήτα και η Γάμα. Η πρώτη ενενήντα δύο, η δεύτερη πενήντα δύο και η τρίτη είκοσι έξι. Η τρίτη, γεμάτη αυταπάτες, νομίζει πως ο κόσμος τής ανήκει. «Ποτέ δεν θα γίνω σαν εσάς!», φωνάζει στις άλλες δύο που προσπαθούν να την προσγειώσουν. Η Βήτα έχει ζήσει, έχει καταλάβει, ξέρει πια τι να περιμένει: «Ηρέμησε· προσαρμόσου· συμβιβάσου», λέει στη νεαρή Γάμα. Όσο για την Άλφα, αυτή μπορεί πλέον να υπερηφανεύεται πως επιβίωσε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα κατάφερε. Τίποτα πια δεν μπορεί να την αγγίξει: «Ναι. Λοιπόν. Αυτή είναι. Εσείς, άλλωστε, ρωτήσατε. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή. Όλα έχουν τελειώσει. Όταν σταματάμε. Όταν μπορούμε να σταματήσουμε».
Τι απογίνονται οι νεότεροι εαυτοί μας όταν γεράσουμε; Πού μπορούμε να τους συναντήσουμε; Ο Άλμπι σκηνοθετεί μια τέτοια πρωτότυπη συνάντηση στο κείμενο αυτό του 1991, επιστρέφοντας σε θέματα όπως ο διαβρωτικός ρόλος των ψευδαισθήσεων και η ανάγκη διάλυσής τους – όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα, αν πρόκειται να διεκδικήσει κανείς μια ειλικρινή ύπαρξη. Η περίφημη σωκρατική ρήση «ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω» μοιάζει να βρίσκεται στην καρδιά κάθε προσπάθειας των ηρωίδων του Άλμπι να εξετάσουν τα κίνητρα και τις επιθυμίες, τα ψέματα και τους συμβιβασμούς τους. Ως γνωστόν, το πρότυπο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η Άλφα υπήρξε στην πραγματικότητα βαθιά αρνητικό: η θετή μητέρα του συγγραφέα δεν αποδέχτηκε ποτέ τον ομοφυλόφιλο γιο της, ο οποίος με τη σειρά του την απαρνήθηκε στα δεκαοχτώ του, συντηρώντας μόνο μια τυπική σχέση μαζί της σε μεγαλύτερη ηλικία.
Οι Τρεις ψηλές γυναίκες μπορεί να μη διαθέτουν τη συγκλονιστική δύναμη του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;, διαγράφονται πιο μαλακές, ενίοτε υπερ-επεξηγηματικές, αλλά σίγουρα αξιαγάπητες και συγκινητικές.
Καθισμένη σε μια ξύλινη πολυθρόνα, με το κεφάλι να γέρνει στο πλάι, ακουμπισμένο στην παλάμη του «καλού» χεριού, η Μπέττυ Αρβανίτη υποδέχεται το κοινό στην κρεβατοκάμαρα της Άλφα. Ένας χείμαρρος από γαλάζιο τούλι την καλύπτει – είναι η ρόμπα της. Περνάμε ξυστά δίπλα της, παίρνουμε λίγο από τις σκέψεις της και κατευθυνόμαστε προς τις θέσεις μας.
Το λευκό κρεβάτι με τη μεγάλη καπιτονέ πλάτη δεσπόζει επί σκηνής. Οι ημιδιάφανες κουρτίνες πίσω του έχουν το χρώμα του οινοπνεύματος (σκηνικά Ελένη Μανωλοπούλου). Γύρω μας τρέχουν τα αρχετυπικά αλογάκια του Eadweard Muybridge – καλπασμοί ακινητοποιημένοι στον χρόνο. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου γεμίζουν τον χώρο με μια θελκτική γλυκύτητα, τοποθετώντας μας κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, στα άδυτα ενός μεγαλοαστικού παραμυθιού.
Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει εδώ ο σκηνοθέτης –πέρα από την καθοδήγηση των ηθοποιών του– είναι η αρμονική τοποθέτηση τριών σωμάτων σε ένα δωμάτιο. Να διατηρήσει από τη μια τον νατουραλισμό τους (η Άλφα δεν συνομιλεί με πνεύματα!), αλλά ταυτόχρονα να τον υπερβεί: να μεταδώσει την αίσθηση τριών διαφορετικών χρονικών διαστάσεων, τριών συγκρουόμενων οπτικών πεδίων, σαν να επρόκειτο για ένα κυβιστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που την κοιτάμε από διαφορετικές γωνίες, μέθοδος που δεν απέχει πολύ από αυτήν που εφάρμοσε ο Άλμπι γράφοντας το κείμενό του και μελετώντας αυτή την «ψηλή» γυναίκα σε τρεις καθοριστικές ηλικίες, σε τρία στάδια.
Η σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη δεν μπαίνει στη διαδικασία αναζήτησης χωροχρονικών φωτοσκιάσεων. Δεν αναδεικνύει τους αντικατοπτρισμούς. Με άλλα λόγια, δεν εκμαιεύει από το έργο τον πλούτο των δυνατοτήτων του. Παρά τη γοητευτική, καθαρή όψη της, η παράσταση διακρίνεται από ένα συμβατικό, αμήχανο «στήσιμο» των ηθοποιών, αποτέλεσμα της τυποποιημένης λογικής που θέλει να αξιοποιούνται διαδοχικά όλες οι όμορφες «γωνιές» του σκηνικού, έτσι ώστε να δημιουργείται η ψευδαίσθηση εναλλαγών και «ποικιλίας». Οι εναλλαγές, όμως, δεν κερδίζονται απλώς επειδή περνάμε διαδοχικά από όλα τα καθίσματα: χρειάζεται ένα λίγο πιο σοφιστικέ σχέδιο, προκειμένου ο θεατής να εισέλθει στη βαθύτερη γεωμετρία του έργου. Ειδαλλιώς, μένει απομαγνητισμένος, να παρακολουθεί την ιστορία σε ένα πρώτο επίπεδο κατανόησης και εμπλοκής, απορώντας, όπως εδώ, γιατί οι ηθοποιοί δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να σχηματίσουν αληθινό σύνολο. Χαριτωμένη ως spoiled grande dame η Μπέττυ Αρβανίτη, αποδεικνύεται απολαυστική όποτε εκπέμπει ολούθε ακτίνες αλαζονικής αυταρέσκειας ή όποτε εκτοξεύει τα σαρκαστικά βέλη της. Απουσιάζει όμως μια ρωγμή σε αυτό το οικοδόμημα, μια ρωγμή που θα μας επιτρέψει να δούμε πιο καθαρά στο εσωτερικό αυτής της γυναίκας – και τα δραματικά ξεσπάσματα, λυπάμαι, δεν μας εξασφαλίζουν αυτό το προνόμιο...
Έξοχη η Μαρία Κεχαγιόγλου στον ρόλο της ώριμης Βήτα: διαπεραστικά ακριβής στον κυνισμό της, με απόλυτη αίσθηση του μέτρου και μια σκοτεινή απλότητα στον λόγο και τις εκφράσεις της, ενσαρκώνει την πίκρα που μετατράπηκε σε γενναίο ρεαλισμό, τα ψέματα που κατατροπώθηκαν κι έγιναν αληθινή συνείδηση.
Η Γάμα της Νεφέλης Κουρή δεν έχει βρει ακόμη, νομίζω, τους ρυθμούς της: πολύ πιο άγουρη απ' όσο ζητά ο ρόλος, θυμίζει περισσότερο έφηβη που τσαλαβουτάει παρά εικοσιεξάχρονη γυναίκα που αρχίζει να κολυμπάει.
Info:
Τρεις Ψηλές Γυναίκες
Έντουαρντ Άλμπι
Σκηνοθεσία: Άρης Τρουπάκης
Πρωταγωνιστούν: Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Νεφέλη Κουρή
Mετάφραση: Eρρίκος Μπελιές
Σκηνικά-κοστούμια: Eλένη Μανολωπούλου
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Σκηνή Α'
Κεφαλληνίας 16, Κυψέλη 210 8838727
Τετ. & Κυρ. 20:00
Πέμ., Παρ. & Σάβ. 21:00
σχόλια