Η «Άννα Καρένινα» ανεβαίνει στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με την υπογραφή του Πέτρου Ζούλια και ο Γιάννης Αθητάκης υποδύεται έναν δεύτερο ρόλο, τον κόμη Καρνούσκι, όμως με το πληθωρικό παρουσιαστικό του γεμίζει τη σκηνή. Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Γιάννης είναι σεμνός, μετρημένος και μιλάει για τη ζωή του σαν να διηγείται τη ζωή κάποιου άλλου. Διατηρεί πάντα μια μικρή απόσταση από τα πράγματα, ίσως γιατί η φιλοσοφία του για τη ζωή είναι να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Δηλώνει ότι έχει μεγάλη αλλεργία στη σοβαροφάνεια και σε όσους παίρνουν τη ζωή τους υπερβολικά σοβαρά.
— Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης;
Την αίσθηση της ανεμελιάς και αυτήν τη γενναιοδωρία του χρόνου που κυλάει αργά στην παιδική ηλικία. Αργόσυρτα καλοκαίρια, μια ωραία αίσθηση ελευθερίας και από δίπλα η φύση, κυρίαρχη σχεδόν, να επιβάλλεται από παντού.
— Τι ονειρευόσουν να γίνεις όταν μεγαλώσεις;
Ήθελα πάντα τα ανέφικτα. Όλα τα παιδάκια έλεγαν «θα γίνω αστυνομικός, γιατρός», εγώ ήθελα να είμαι πειρατής, πολεμιστής. Στη Β' Λυκείου επισκέφτηκα την Επίδαυρο και κάτι μέσα μου σκίρτησε. Δεν ομολόγησα, όμως, ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός. Άφησα τη ζωή να με πάει.
Χρειάστηκε πολύ εσωτερική δουλεία για να σταματήσω να βλέπω τη μεγάλη εικόνα και τα σενάρια καταστροφής και να εστιάσω στο τώρα των πραγμάτων, στο παρόν, που έχει μια αφοπλιστική δύναμη. Κάθε φορά που πελαγώνω, πλέον, γυρίζω στο παρόν και στην αυτάρκεια του τώρα και όλα γίνονται πιο βολικά.
— Και πού σε πήγε, τελικά, η ζωή;
Σε λάθος επιλογές, που γνώριζα εξαρχής ότι είναι λάθος, αλλά τις ακολουθούσα κυρίως ενοχικά. Σπούδασα λογιστικά για να κάνω το χατίρι περισσότερο του πατέρα μου, που ήταν λογιστής. Άφησα να πέσει το μήλο κάτω από τη μηλιά, ως λογική συνέχεια. Έφτασα, όμως, να θυμίζω λιοντάρι σε κλουβί. Ο ίδιος ο πατέρας μου με λυπήθηκε και άνοιξε το πορτάκι.
— Και αφού τα παράτησες με τα λογιστικά, τι έκανες;
Κοίταξα να δραπετεύσω από την Κρήτη. Κάπως έφτασε στ' αυτιά μου ότι γινόταν ένας παγκόσμιος διαγωνισμός ομορφιάς και σκέφτηκα να πάω για την πλάκα. Δεν είναι ότι κοιταζόμουν στον καθρέφτη κι έλεγα «φτου σου, αγόρι μου», ωστόσο μου έλεγαν, κυρίως οι άλλοι, ότι είχα μια συμπαθητική εμφάνιση και σκέφτηκα «τι έχω να χάσω;». Πήγα για την εμπειρία, βγήκα τρίτος και τότε το είδα ως μια καλή ευκαιρία να έρθω στην Αθήνα, να ασχοληθώ με το μόντελινγκ και να ψαχτώ γι' αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω.
— Υπήρχε, όμως, μέσα σου κάποιος ναρκισσισμός, αλλιώς δεν γίνεται να ακολουθήσεις το μόντελινγκ.
Τίποτα δεν υπήρχε, απλώς ήταν ένας καλός τρόπος να βγάλω γρήγορα χρήματα. Με έπνιγε η ζωή μου στο νησί, ασφυκτιούσα, και το μόντελινγκ, ας πούμε, ήταν ο δρόμος προς τη δική μου ελευθερία. Δυο χρόνια, όμως, ήταν υπεραρκετά, είναι μια στιγμή που σου λέει το στομάχι σου «δεν πάει άλλο».
— Τι δεν σου άρεσε στο μόντελινγκ;
Δεν ήταν για μένα. Υπήρχε κάτι το στημένο, το ψεύτικο, δεν μπορούσα να δεχτώ, ας πούμε, τους κανόνες του παιχνιδιού.
— Από την Κρήτη γιατί ήθελες να δραπετεύσεις;
Δεν μου ταιριάζει η νοοτροπία, δεν μπορώ τα στερεότυπα, τον παρωπιδισμό. Είναι δύο ταχυτήτων η κοινωνία στην Κρήτη, ή ύποπτα φιλελεύθερη ή παραδοσιακή χωρίς αιτία. Υπάρχει ένα δηθενισμός, αλλού κάνουμε τα στραβά μάτια και αλλού η ανοχή είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
— Φαντάζομαι, όμως, ότι θα υπάρχουν και πράγματα που αγαπάς στην Κρήτη.
Αγαπώ τη φύση, τις μυρωδιές της, την ελευθερία που σου δίνει ο ορίζοντας, τη θάλασσα. Και υπάρχουν και κάποιοι πολύ αυθεντικοί, όμορφοι και φιλόξενοι άνθρωποι, και φυσικά εξαιρετικό φαγητό.
— Πότε ήρθες στην Αθήνα πρώτη φορά, τη θυμάσαι;
Ήρθα στη Γ' Δημοτικού, στα οκτώ μου, με τη μητέρα μου. Είχα αισθανθεί πολύ παράξενα με το καυσαέριο που είχε τότε, αλλά, παράλληλα, μαζί με την ασφυξία, υπήρχε το τεράστιο δέος που σου δημιουργεί η μεγάλη πόλη. Είχα, μάλιστα, προλάβει και το Μινιόν, που μου είχε φανεί κάτι σαν διαστημικός σταθμός. Βέβαια, είχα φάει τα μούτρα μου στις κυλιόμενες σκάλες, γιατί πήγα να τις ανέβω ανάποδα. Όπως και να 'χει όμως, σ' αυτό το παρθενικό ταξίδι ευχήθηκα στον εαυτό μου να ζήσω εδώ.
— Άρα, εισακούστηκαν οι προσευχές σου. Ποια άλλη ευχή σου έχει πραγματοποιηθεί;
Νομίζω πως καθετί που έχω ζητήσει με την ψυχή μου έχει πραγματοποιηθεί. Η αγνή πρόθεση της ψυχής, που είναι η προσευχή και η πίστη σε οτιδήποτε θέλει ο καθένας, απαλύνουν την υπαρξιακή αγωνία. Η δύναμη της πίστης δημιουργεί μικρά ή μεγάλα θαύματα.
— Ποια ήταν η πρώτη σου γειτονιά;
Το Παγκράτι. Το λάτρεψα. Δεν είχα μεταφορικό μέσο και περιπλανιόμουν στους δρόμους πεζός. Ένιωθα παρατηρητής των πραγμάτων. Όλα ήταν καινούργια, σαν να απλωνόταν στα πόδια μου ένας θαυμαστός, καινούργιος κόσμος. Και ήμουν για καιρό μαγεμένος. Τη λατρεύω την Αθήνα, με όλες τις αντιφάσεις της. Είναι μια πόλη που, ενώ μπορεί να ισχυρίζεσαι ότι την ξέρεις καλά, πάντα έχει κάτι καινούργιο να σου δώσει.
— Με το θέατρο πότε σκέφτηκες να ασχοληθείς σοβαρά;
Έκανα ως μοντέλο ένα πέρασμα guest στο σίριαλ «Στο Παρά Πέντε» και με γοήτευσαν τα γυρίσματα. Εκεί επάνω άρχισα να ψάχνω σοβαρά πώς θα μπορούσα να κάνω σπουδές στην υποκριτική. Έκλεινα τα είκοσι πέντε και την ημέρα των γενέθλιων μου τηλεφώνησα με λαχτάρα στο Εθνικό και μου είπαν ότι μόλις είχα περάσει το όριο της ηλικίας. Στενοχωρήθηκα, θυμάμαι, γιατί οι σχολές ήταν πολύ ακριβές και ζούσα μόνος μου, χωρίς βοήθεια, έτσι το Εθνικό φάνταζε ως η μόνη λύση. Όμως πείσμωσα και πήρα τη μεγάλη απόφαση. Την επόμενη χρονιά πήγα στο Θέατρο των Αλλαγών και αποφοίτησα στα τρία χρόνια κανονικά. Για να ζήσω αλλά και να πληρώνω τα δίδακτρα έκανα δύο δουλειές, ωστόσο το πείσμα και η επιμονή μπορεί να σε πάνε, τελικά, πολύ μακριά.
— Πιστεύεις ότι έχεις κερδίσει κάποιους ρόλους αποκλειστικά και μόνο με την εμφάνισή σου;
Τι να πω, όχι; Θα ήταν ψέμα. Φυσικά, είναι ένα έναυσμα, από κει και πέρα όμως νομίζω ότι αν δεν τα λες, δεν μπορείς να πας πολύ μακριά. Στην αρχή σκάλωνα και το σκεφτόμουν, τώρα πιστεύω περισσότερο σ' εμένα και χαίρομαι μ' αυτό το plus, γιατί μόνο έτσι το νιώθω, σαν ένα μικρό δώρο, με το οποίο δεν μπορείς και να εφησυχάσεις όμως.
— Ποια είναι η παθολογία του θεάτρου;
Το κύκλωμα, οι γνωριμιές. Δεν λειτουργούν τα πράγματα αξιοκρατικά. Και είναι λυπηρό να βλέπεις εξαιρετικούς ηθοποιούς να είναι στην απ' έξω και άλλους, που δεν αξίζουν τόσο, να έχουν συνέχεια δουλειά.
— Μπορείς να βιοποριστείς μόνο από το θέατρο;
Δυστυχώς όχι και συχνά χρειάζεται να κάνω διάφορες δουλειές του ποδαριού για να ζήσω. Και τώρα, όταν τελειώσει η δουλειά, αν δεν έρθει κάτι άλλο το καλοκαίρι, θα πρέπει να κατέβω στην Κρήτη και να κάνω εκεί ό,τι βρω.
— Αυτή την ανασφάλεια του επαγγέλματός σου πώς τη διαχειρίζεσαι;
Δεν τη διαχειρίζομαι. Μου σφίγγεται πάντα το στομάχι όταν μια δουλειά πλησιάζει στο τέλος της, αγχώνομαι και χάνω τον ύπνο μου, όσο και αν η ζωή, έστω και στο παρά πέντε, μου δίνει πάντα ευκαιρίες. Το ξεχνάω όμως και κάθε, μα κάθε φορά πελαγώνω, γιατί θέλω να είμαι εντάξει και να μπορώ να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου. Βλέπεις ότι το τούνελ δεν βγάζει πουθενά. Και αν σου πάρουν την ελπίδα, δεν μένει τίποτα. Σε μεγάλες αναδουλειές μου έχω πέσει και σε κατάθλιψη με κάπα κεφαλαίο. Άρχισα ψυχοθεραπεία για να συνέλθω. Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό. Δεν μπορούσα να δουλέψω, δεν μπορούσα να κάνω τα βασικά γιατί έβλεπα παντού το αδιέξοδο. Εν τω μεταξύ, και οι γύρω μου ήταν σε αντίστοιχη φάση και πέφταμε όλοι μαζί, σαν ντόμινο.
— Και πώς σώθηκες από την κατάθλιψη;
Χρειάστηκε πολύ εσωτερική δουλεία για να σταματήσω να βλέπω τη μεγάλη εικόνα και τα σενάρια καταστροφής και να εστιάσω στο τώρα των πραγμάτων, στο παρόν, που έχει μια αφοπλιστική δύναμη. Κάθε φορά που πελαγώνω, πλέον, γυρίζω στο παρόν και στην αυτάρκεια του τώρα και όλα γίνονται πιο βολικά. Δεν θα πω, όμως, ότι ήταν εύκολο. Θέλει πολύ μεγάλη προσπάθεια να σηκωθείς όταν έχεις πέσει και αφήσει όλο σου το βάρος.
— Τι σε κάνει χαρούμενο;
Πολλά πράγματα, κυρίως μικρά. Ο καφές που πίνουμε τώρα, που είμαστε έξω κι έχει ήλιο. Μου αρέσει να οδηγώ και να παρατηρώ, να βυθίζομαι στη δύναμη της σιωπής. Πάντα ψάχνω πράγματα που μου φτιάχνουν τη διάθεση. Τις προάλλες, είδα ένα ζευγαράκι νέων που φορούσαν τα ίδια t-shirts. Mου φάνηκε πολύ γλυκό κι εφηβικό και αμέσως χαμογέλασα γιατί θυμήθηκα την αίσθηση του τότε. Μεγάλο πράγμα η μνήμη, και ο έρωτας.
— Κι ο έρωτας, τι κάνει ο έρωτας στη ζωή σου;
Με βάζει να βουτάω ξανά και ξανά μέσα μου και να μαθαίνω συνέχεια πράγματα για μένα που ούτε καν τα φανταζόμουν. Μου συστήνει από την αρχή τον Γιάννη.
— Και όταν μένουμε μετεξεταστέοι στον έρωτα, τι γίνεται; Τι τον κάνεις τον ερωτικό πόνο;
Με έμαθε πολλά ο ερωτικός πόνος, αυτός ο σπαραγμός, η απουσία του αγαπημένου προσώπου, η απώλεια που περιέχει το κύτταρο του θανάτου. Με έβαλε σε πειθαρχία, με έκανε να αλλάξω − σχεδόν με υποχρέωσε να αλλάξω. Οπότε, εκ των υστέρων, τον ευλογώ τον ερωτικό πόνο, γιατί χάρη σ' αυτόν προχώρησα. Είναι αυτό που λένε ότι από τα χαστούκια μαθαίνουμε πιο πολύ και όχι από τα χάδια.
— Υπάρχουν πολλοί έρωτες στη ζωή μας ή ένας και μοναδικός;
Νομίζω ότι θα βρούμε αρκετούς ανθρώπους που μπορεί να μας ενθουσιάσουν, να μας θυμίσουν τον έναν και μοναδικό έρωτα, άλλα ο έρωτας, έτσι όπως τον εκφράζει ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιο», είναι ένας: αυτό το άλλο μισό που έρχεται και κολλάει σ' εκείνη την πλευρά που σου έλειπε και σε συμπληρώνει. Μπορεί να ακούγεται ρομαντικό ή απελπισμένο, αλλά νομίζω ότι είναι ένας.
— Ο έρωτας είναι κυρίαρχος στη ζωή σου;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, ακόμα ναι. Ό,τι θέλει με κάνει και ας χάνω συχνά από αυτή την κυριαρχία που μου ασκεί. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου χωρίς έρωτα. Δεν ζω χωρίς έρωτα. Είναι σαν να χάνει η ζωή το αλάτι της.
— Ποια αρχή τη ζωής σέβεσαι πιο πολύ;
Πιστεύω στον νόμο της ανταπόδοσης. Νομίζω ότι η ζωή έχει δικαιοσύνη, ακόμα και αν χρειαστεί να σε τσακίσει ή να σε ανταμείψει στους δικούς της χρόνους. Ό,τι έδωσες, αυτό θα πάρεις. Και, φυσικά, υπάρχει και ισορροπία: κάτι έχασες κάτι θα βρεις.
— Πώς βλέπεις τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια;
Λατρεύω τα παιδιά και εύχομαι να κάνω δική μου οικογένεια.
— Πώς είναι η συνεργασία σου με το Εθνικό και την «Άννα Καρένινα»;
Νιώθω τυχερός. Δεν θέλω να λέω αυτά τα κλισέ του τύπου «ευχαριστώ τον Πέτρο Ζούλια που με εμπιστεύτηκε», από την άλλη, όμως, είναι μεγάλη ευλογία όταν ο άνθρωπος με τον οποίο δουλεύεις για δεύτερη χρονιά σε βάζει να αναμετρηθείς με κάτι που θαύμαζες και αγαπάς! Το έργο αυτό του Τολστόι είναι πελώριο γιατί, παράλληλα με την ιστορία αυτής της γυναίκας, περνάει όλο το κοινωνικο-πολιτικό κομμάτι, ολόκληρη η Ρωσία με τις πολιτικές τις ζυμώσεις αλλά και με όλη την αγωνία της εποχής. Τεράστιο έργο!
— Την έχεις συμπονέσει μέσα από τις παραστάσεις την Άννα Καρένινα;
Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Τη θαυμάζω που με τέτοια τόλμη κυνήγησε το όνειρό της. Ήταν θαρραλέα, υπηρέτησε την επιθυμία της. Και παρέμεινε μέσα της για πάντα νέα, υπήρχε αυτό το ασίγαστο πάθος που περίμενε στωικά να ξεδιπλωθεί. Ο άντρας της ήταν λίγο σαν πατέρας της. Εκείνη επιθυμούσε να βρει τα μάτια που θα αγαπούσε. Ρίσκαρε και καταστράφηκε. Το ήξερε από την αρχή το τίμημα, κι όμως το πλήρωσε. Στον έρωτα οφείλεις να ρισκάρεις. Δεν μπορείς να μη βραχείς, ενώ ισχυρίζεσαι ότι θέλεις να περάσεις το ποτάμι. Δεν γίνεται να είσαι με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω. Ο πραγματικός έρωτας είναι μεγαλύτερος από εμάς τους ίδιους. Πρέπει να έχουμε την τόλμη να βουτάμε και όπου βγει.
— Η Άννα, όμως, πέφτει στις ράγες.
Το τρένο πάντα περνάει. Η Άννα έφτασε σε δικά της προσωπικά αδιέξοδα, έχοντας κόψει όλες τις γέφυρες πιο πριν. Η αυτοκτονία για μένα, όμως, είναι μια πράξη μεγάλου εσωτερικού θυμού. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει πρόβλημα χωρίς τη λύση του. Της θυμώνω που έπεσε στο τρένο γιατί έμοιαζε πιο θαρραλέα απ' ό,τι αποδείχτηκε τελικά. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι γλίστρησε.
— Τι εύχεσαι στον εαυτό σου;
Να εξελίσσομαι, να βρίσκω λύσεις, να αλλάζω και να μην αντιστέκομαι στην αλλαγή.