Το σκηνικό στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» που ετοιμάζει ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο θέατρο Πόρτα είναι ένας κεκλιμένος, χαλασμένος δρόμος που στη στροφή μπορεί να σε πατήσει κανένας, μια δυνατή εικόνα ερημιάς και ερήμωσης του εικαστικού και σκηνογράφου Βασίλη Παπατσαρούχα. Ενώ οι ηθοποιοί του ετοιμάζονται για την πρόβα, σκέφτομαι τα έργα που έχει σκηνοθετήσει πριν από αυτό.
— Έκανες την «Προξενήτρα», ένα παλιό έργο, την «Πομόνα», ένα πολύ σύγχρονο έργο, τον «Νώε» και το «νησί των Θησαυρών» στο παιδικό τα προηγούμενα δύο χρόνια, εντελώς διαφορετικά έργα. Αναρωτιέμαι πώς αποφάσισες να κάνεις τον Γκοντό.
Ήταν ένα έργο που λάτρευα πάντα και αισθανόμουν ότι κάτι δεν έχει ολοκληρωθεί μέσα μου και έπρεπε να το βρω. Διάβασα τον «Οδυσσέα» του Τζόις και όλα μπήκαν στη θέση τους, συμπλήρωσα τα κενά που είχα από τον Γκοντό. Ήταν και η δική μου σχέση με την αναμονή, με τον χρόνο.
— Αυτό συνέβη εξαιτίας της ασθένειάς σου;
Ναι.
— Θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό;
Πέρασα, μαζί με τον κορωνοϊό, μια περίοδο που δεν ήξερα τι είχα και περίμενα να μάθω. Στα τέλη του 2019 είχα έναν πόνο στη μέση και άρχισα να τον ψάχνω με ορθοπεδικούς και φυσικοθεραπείες και νευροχειρουργούς που μου λέγανε ότι ήταν δισκοπάθεια – αλλά δεν πέρναγε. Και ενώ υπήρχε μια μικρή βελτίωση, ο πόνος ήταν αφόρητος, χτυπούσε και τη μέση και το πόδι και το χέρι, η δυσκινησία γινόταν πολύ έντονη. Δεν έβγαινα σχεδόν καθόλου έξω γιατί υπέφερα. Μετά από καιρό, βγήκα για να πάω στην παρουσίαση του προγράμματος του Εθνικού, πέρσι…
Είμαι σαν ένας μαέστρος που έχει να σκηνοθετήσει μια παρτιτούρα και αφήνεται στην ασφάλεια του έργου, δεν το τραβάει στη μεριά του. Μιλάμε για μεγάλο θέατρο, σπουδαίο, οπότε αυτό δεν μου προκαλεί φόβο και δέος αλλά εμπιστοσύνη. Με λίγα έργα έχω νιώσει να σε παρασύρει κάποιος σε ένα ολοκληρωμένο όραμα, να ανακαλύπτεις εκεί μέσα τον εαυτό σου, να μη θες να τον φορέσεις στο έργο.
— Τη θυμάμαι αυτήν τη μέρα, έπαθα σοκ όταν σε είδα…
Όχι μόνο εσύ. Εκεί με είδε η Ευδοκία Ρουμελιώτη, που της έχω μεγάλη εμπιστοσύνη –είναι ένα πολύ καθαρό πλάσμα– και μου είπε «θα έρθεις στον γιατρό μου». Και πήγαμε στον ρευματολόγο της που με έστειλε αμέσως σε νευρολόγο. Ήταν σπονδυλοαρθρίτιδα και Πάρκινσον που χτυπούσαν στα ίδια σημεία. Ήμουν τυχερός που εντοπίσαμε και τα δύο. Είναι χρόνιες καταστάσεις, εκφυλιστικές, και το μόνο που κάνεις είναι να συντηρείς και να επιβραδύνεις την εξέλιξή τους. Όμως, με τη διάγνωση, και με τα αποτελέσματα που είχα χάρη στην αγωγή, όλο το βάρος που κουβαλούσα και με είχε οδηγήσει σε πολύ κλειστή φάση εξαφανίστηκε ως διά μαγείας.
— Φοβήθηκες ότι θα πεθάνεις;
Όχι. Την ανημπόρια πιο πολύ φοβήθηκα, την έλλειψη αυτονομίας. Ας πούμε, πήγαινα στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη και ήταν ένα μαρτύριο: στηριζόμουν στη βαλίτσα, σε πεζούλια. Τουλάχιστον έφυγαν αυτά, δεν χοροπηδάω, αλλά είμαι πιο αυτόνομος. Γειώθηκα σε πάρα πολλά επίπεδα, για φόβους που ήταν εκεί, πραγματικοί, όσον αφορά τη φθορά του σώματος για παράδειγμα. Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα. Πηγαίνω στην πρόβα και νιώθω ευτυχής.
— Έτσι, έφτασε και η ώρα για τον Γκοντό;
Ναι, γιατί διαχειρίζεται τα θέματα του ψυχικού πόνου, του κενού, της αναμονής, του νοήματος, του μη νοήματος, και μου έφυγε και η κόμπλα. Δεν θα κάνω τον καλύτερο ή τον χειρότερο Γκοντό του κόσμου, αλλά θα είναι ο δικός μου Γκοντό.
— Με απασχολεί το ότι αυτό το έργο το συζητάμε πάντα με ένα πέπλο σοβαροφάνειας, με τρομάζει καμιά φορά το ότι, για παράδειγμα, δεν το καταλαβαίνω.
Να το σεβαστείς χρειάζεται, κάτι που έχει κατοχυρώσει και από μόνος του ο ίδιος ο συγγραφέας.
— Με ποιον τρόπο;
Με τις οδηγίες του. Γι’ αυτό υπογράφουμε έναν σκασμό χαρτιά ότι θα τις ακολουθήσουμε πιστά. Όχι μουσική, όχι άλλα εφέ, η κινησιολογία είναι παρτιτούρα. Εγώ επέλεξα να παίξω με αυτούς του κανόνες ακριβώς και είχα να μάθω από αυτό. Συνειδητοποίησα την ιδιοφυΐα στη θεατρική σύνθεση που σου δίνει όλες τις λύσεις αν ακολουθήσεις πιστά αυτό που ζητάει. Τώρα, με τι ύφος θα προσεγγίσεις το έργο και αν αυτοσαρκάζεσαι έχει να κάνει με μια σπουδή στην αμφιθυμία, στο νόημα που υπάρχει ή δεν υπάρχει.
— Εσένα, ας πούμε, ποιο είναι το πιο απελευθερωτικό κομμάτι, ενώ σκηνοθετείς αυτό το έργο;
Είμαι σαν ένας μαέστρος που έχει να σκηνοθετήσει μια παρτιτούρα και αφήνεται στην ασφάλεια του έργου, δεν το τραβάει στη μεριά του. Μιλάμε για μεγάλο θέατρο, σπουδαίο, οπότε αυτό δεν μου προκαλεί φόβο και δέος αλλά εμπιστοσύνη. Με λίγα έργα έχω νιώσει να σε παρασύρει κάποιος σε ένα ολοκληρωμένο όραμα, να ανακαλύπτεις εκεί μέσα τον εαυτό σου, να μη θες να τον φορέσεις στο έργο.
— Επίσης, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε αυτό το έργο με μεγάλους ηθοποιούς, σαν να σηματοδοτεί κάτι η ηλικία – εσύ το κάνεις με νέους.
Εμένα μου αρέσει να κάνω τα έργα που διαλέγω με νέους ηθοποιούς. Μιλώντας γι’ αυτό, είναι ένα έργο που παίζει με την ηλικία. Επειδή έρχομαι σε επαφή με πολλούς νέους ανθρώπους, έβλεπα μια περίεργη αίσθηση πρόωρης γήρανσης, έναν νεοσυντηρητισμό, μια απογοήτευση πριν ακόμα ξεκινήσουν. Το θεωρείς φυσιολογικό σε έναν άνθρωπο 70 χρονών, αλλά σου φαίνεται πολύ περίεργο σε έναν εικοσάχρονο να υπάρχει μια ματαίωση τόσο νωρίς. Αυτά που λέγονται στο έργο δεν τους είναι τόσο μακρινά. Επίσης, με τους νέους έχεις πάντα την αίσθηση ότι είναι πιο έτοιμοι να ρισκάρουν από τους παλιότερους που, καλώς ή κακώς έχουν τις βεβαιότητές τους.
— Μια και συζητάμε για ηλικίες, όλα τα θέατρα θέλουν να έχουν νεανικό κοινό, αυτό κυνηγάνε, μια διανομή με νέους ηθοποιούς. Είναι πιο ελκυστική;
Εγώ, λοιπόν, θα δοκιμάσω να κατεβάσω πιο πολύ την ηλικία. Όχι για να κερδίσω κοινό αλλά για να δω πώς αντιδρά. Το έκανε πρώτος ο Πίτερ Μπρουκ. Όταν ανέβαζε Μπέκετ έφερνε και παιδιά του δημοτικού για να βλέπουν το πολύ πρωτογενές θεατρικό υλικό, την κλοουνερί – το έκλεψα και είπα να το κάνουμε κι εδώ. Έχω οργανώσει ανοιχτές πρόβες για γυμνάσια και λύκεια, θέλω να δω την επίδραση του έργου σε έναν άνθρωπο 15-17 χρονών. Κατά τα άλλα, το νεανικό κοινό είναι ένα κλισέ πάρα πολύ περίεργο. Σίγουρα, κάποια πράγματα, αν δεν έχεις πατήσει μια ηλικία, δεν σου λένε απαραίτητα κάτι, είτε είσαι ερμηνευτής είτε παραλήπτης. Ας πούμε, τη σαρκαστική κωμωδία, τον ευγενή σαρκασμό που υφέρπει στον Γκοντό οι μεγαλύτεροι έχουμε την τάση να τον αποκρύπτουμε ή να τον παραγκωνίζουμε, φοβόμαστε να τον δείξουμε για να μην πουν ότι δεν είμαστε σοβαροί σκηνοθέτες.
Δεν εμβαθύνω πολύ, εμβαθύνω στη μη εμβάθυνση, έχω την περιέργεια του παιδιού που θα αφήσει σε λίγο το παιχνίδι αυτό και θα πάει παρακάτω. Βαριέμαι πολύ εύκολα. Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός βαριέμαι λιγότερο, γιατί δεν ενθουσιάζομαι πια.
— Υπάρχει μια αγωνία με τη σοβαρότητα, να πούμε κάτι σοβαρό, να γεμίσουμε το κενό, να επικοινωνήσουμε με «σοβαρά» λόγια. Αυτό εννοείς;
Αυτό νομίζω το έκανα για πολύ μεγάλο διάστημα στη ζωή μου. Η αγωνία μας για επικοινωνία μάς οδηγεί σε μια εκπόρνευση της επικοινωνίας. Η σύνδεση με κάποιον δεν χρειάζεται πάντα λόγια. Η νεύρωση να μιλάμε για να μη βυθιστούμε στις σκέψεις μας –γιατί οι σκέψεις μας είναι τρομακτικές– σ’ εμένα έχει αρχίσει, ευτυχώς, να υποχωρεί. Με στενοχωρεί όταν το βλέπω σε μεγάλους ανθρώπους, μια ακατάσχετη φλυαρία, την αγωνία να ειπωθεί κάτι. Το βλέπεις στα σόσιαλ, γράφουν, γράφουν. Στην κούπα το χρήσιμο μέρος είναι το άδειο, το κενό. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν το διάβασα.
— Ωστόσο, επειδή γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, ξέρω πόσο ενθουσιάζεσαι με κάτι νέο, με κάτι που ανακαλύπτεις στα διαβάσματά σου, στη μουσική. Παθιάζεσαι, το υιοθετείς.
Δεν το υιοθετώ, κολυμπάω για λίγο και αφήνομαι να επηρεαστώ. Και στο θέατρο αυτό μου αρέσει, επειδή έχω μια διαρκή διάσπαση στον εγκέφαλό μου, έναν πλουραλισμό, ένα ενοχλητικό σχεδόν μπίρι-μπίρι, βρήκα έδαφος που είναι χρήσιμο. Δεν εμβαθύνω πολύ, εμβαθύνω στη μη εμβάθυνση, έχω την περιέργεια του παιδιού που θα αφήσει σε λίγο το παιχνίδι αυτό και θα πάει παρακάτω. Βαριέμαι πολύ εύκολα. Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός βαριέμαι λιγότερο, γιατί δεν ενθουσιάζομαι πια.
— Είχα μια άλλη εικόνα. Από το 1995 μέχρι το 2008 που δουλεύαμε μαζί νόμιζα ότι υπήρχε πάντα κάτι που σε ενθουσίαζε, που παθιαζόσουν μαζί του διαρκώς.
Αυτοτροφοδοσία λέγεται αυτό, αυτοντοπάρισμα. Σε ενθουσιάζουν οι άλλοι και μετά τη συντηρείς εσύ τη φλόγα, αλλιώς θα σβήσει.
— Μια και γυρίζουμε σ’ εκείνη την εποχή, λίγες ομάδες –κι εσύ έζησες πολύ με ομάδες– κράτησαν και σήμερα δεν λένε «να μαζευτούμε πέντε να κάνουμε κάτι», μόνο οι πολύ νέοι το κάνουν.
Πιστεύω πια ότι είναι μοναρχικό το πολίτευμα, αλλά μπορεί να έχεις μια κοινοβουλευτική μοναρχία και δημοκρατικούς τρόπους. Το πιο ενοχλητικό είναι να παριστάνεις τον δημοκράτη και να είσαι μονάρχης. Εγώ νόμιζα για μεγάλο διάστημα πώς ό,τι συμβαίνει είναι αποτέλεσμα της συλλογικής δουλειάς. Αυτό πίστευα για μένα. Και όταν βρέθηκα στον Καναδά και σε μια εβδομάδα είχα φτιάξει μια καινούργια ομάδα με πρόσωπα και «εγώ» που δεν ήξερα ήταν η πρώτη φορά που είπα «κάτι κάνω κι εγώ». Και κατάλαβα ότι δεν είναι η συνάντηση και η σύμπτωση που φέρνει τους ανθρώπους μαζί, είναι και πώς το δουλεύεις αυτό.
— Η αποκοπή από αυτό το ας το πούμε «ζωτικό ψεύδος» της συλλογικότητας σε απογοήτευσε;
Περισσότερο με ξάφνιασε.
— Μήπως ψάχνουμε σε μια ομάδα την αποδοχή, την οικογένεια;
Εγώ δεν έψαχνα την αποδοχή, την είχα από το σπίτι μου, αλλά ήθελα να είμαι μπαμπάς. Μάλιστα, μέχρι μια ηλικία ήθελα παιδί, μετά η ψυχοθεραπεία με βοήθησε να καταλάβω ότι μπορείς να μεταθέσεις την παιδικότητά σου σε κάτι άλλο, να μη φορτώσεις ένα δύσμοιρο πλάσμα ή έναν συνεργάτη σου με πράγματα που ο ίδιος δεν θέλει. Ήταν μεγάλο λάθος, έβλεπα τους άλλους ως προέκταση του εαυτού μου, δεν έβλεπα το δίκιο του άλλου, και κάπως με βόλευε και πρακτικά να μην το κάνω.
— Βγήκες ποτέ από αυτό το σενάριο, να αντιμετωπίσεις κατάματα τι συμβαίνει;
Πολλές φορές. Αλλά υπήρξε κάτι που σφράγισε αυτή την περίοδο, όταν κάναμε το «Μιστέρο Μπούφο». Ήταν μια κορύφωση της ομαδικής δουλειάς, οι ηθοποιοί δούλεψαν πολύ μόνοι τους με κατευθύνσεις πολύ απλές από τη μεριά μου – ήταν ομάδα και αυτό δεν είναι ψέμα. Ταυτόχρονα, αυτό που με τρόμαξε ήταν ότι το χειροκρότημα γεννούσε ερωτηματικά: «γιατί γέλασαν με το δικό του κομμάτι περισσότερο και όχι με το δικό μου;», όπως γινόταν στην παλιά επιθεώρηση. Το γέλιο είναι μεγάλη παγίδα, τη συγκίνηση δεν μπορείς να την καταγράψεις εκείνη τη στιγμή. Έβλεπα, λοιπόν, ένα περίεργο σαράκι να τρώει το οικοδόμημα της ενότητας σε μια τόσο μεγάλη επιτυχία. Και μετά από αυτό συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν πολλά έργα που θέλω να κάνω και δεν τα κάνω επειδή δεν ταιριάζουν με τους ανθρώπους της ομάδας. Και εκεί που ξόδευα χρήματα για να αγοράζω βιβλία και χρόνο για να ψάχνω, και το άγχος με χτύπησε στο στομάχι, κάποια στιγμή τους μάζεψα και είπα «δεν αντέχω να το κάνω αυτό, αν θέλετε να είμαστε μαζί, βρείτε έργα, κάντε κάτι κι εσείς».
— Και έψαξαν;
Κανένας, μερικοί μού θύμωσαν κιόλας.
— Ας πούμε, «επαναπαυθήκατε» όλοι στους ρόλους σας;
Είναι ένα κακό που το γνωρίζεις, αλλά έχεις μάθει σε αυτό και δεν θες να πας σε άλλου τύπου ασχολίες. Όταν βρέθηκα στο Εθνικό, που παλιότερα το θεωρούσα ταλαιπωρία, στην «Κυρία του Μαξίμ», δεν είχα την ευθύνη ενός θιάσου με ενότητα, αλλά μπορούσαμε να συνεννοηθούμε – δεν χρειάζεται να έχουμε περάσει 400 χρόνια οθωμανικού ζυγού για να μπορέσουμε να ενωθούμε. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω ότι η υπερβολική επένδυση στο συναίσθημα έχει κάτι πλαστό.
— Κι εσύ, ως νέος, πέρασες περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια σε ένα περιβάλλον-κουκούλι. Υπήρχε ο Χουβαρδάς, η «πλάτη», εκεί ανατράφηκες.
Και το είχα και δίπορτο, με την Ξένια, το θέατρο Πόρτα. Γι’ αυτό λέω ότι το πρώτο ταρακούνημα ήταν οι δουλειές στο εξωτερικό, εκεί είχα αναγνώριση ως μονάδα και όχι ως σύστημα. Δεν ήμουν προστατευμένος και απέκτησα μια καθησυχαστική αυτοπεποίθηση.
— Το άλλο που μου κάνει εντύπωση είναι το εξής: αν ήθελες, το Αμόρε θα είχε συνεχίσει και μετά την αποχώρηση του Χουβαρδά, σου το είχε προτείνει. Δεν επέλεξες να το κάνεις, αλλά αργότερα βρέθηκες με ένα θέατρο στα χέρια σου, το Πόρτα.
Δεν αισθανόμουν καθόλου ώριμος να κάνω το μάνατζμεντ του Αμόρε, δεν είμαι καλός σε αυτό, ο Χουβαρδάς το έκανε άριστα. Επίσης, θα έμπαινα σε έναν ανταγωνισμό μαζί του γιατί εκείνη την εποχή το Εθνικό χτίστηκε με ανθρώπους από την ίδια δεξαμενή, και δεν είχα να προτείνω ένα μοντέλο. Η Ξένια με ρώτησε πολύ νωρίς αν θα αναλάμβανα το Πόρτα. Ο κόσμος, για να λύσουμε και τις παρεξηγήσεις, πιστεύει ότι μου ανήκει το κτίριο. Μπορώ να χρησιμοποιώ το θέατρο, κάτι που είναι ωραίο, αλλά έχει και μια τεράστια ευθύνη οικονομικά το να το κρατήσω όρθιο. Έχω ακούσει πολλά, ότι θα φάω τα λεφτά της Ξένιας ή ότι βολεύτηκα. Έλα να βολευτείς εδώ, να μην υπάρχει έσοδο από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Έχεις χαρά, έχεις και ευθύνη, ακόμα και για να αλλάξεις την ταυτότητά του, ότι, εκτός από παιδικές, ανεβαίνουν παραστάσεις με ενδιαφέρον ευρύτερο. Ο χαρακτήρας του Πόρτα διαμορφώθηκε μέσα στα χρόνια, έρχεται κόσμος ξανά και ξανά, πλέον υπάρχει ένας πυρήνας θεατών που κάθε θέατρο έχει ανάγκη.
— Σου αρέσει αυτή η σταθερότητα; Να είσαι σε ένα θέατρο;
Η σταθερότητα δεν με τρομάζει, αλλά θέλω και φυγές. Θα φύγω φέτος, θα πάω στην Κύπρο, μετά στη Θεσσαλονίκη να σκηνοθετήσω, να μην είμαι μόνο εδώ, στο Πόρτα, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει. Και έχω και το πανεπιστήμιο, φέτος δουλεύω πάνω στην Μποβαρί: η έννοια της δραματουργίας σε κάτι μη δραματοποιημένο στη βάση του. Έχουμε παθιαστεί και οι φοιτητές και εγώ με τα κείμενα του Φλομπέρ. Νομίζω ότι έτσι φτιάχνεις τον κόσμο του θεάτρου, βγαίνοντας από το όριό σου, από την άνεση, για να δεις την ομορφιά, τη συγκίνηση, το μαράζι, τη δουλειά του άλλου, αυτό είναι το ντοπάρισμα.
Μα τον διερμηνέα δεν κάνω σε όλη μου τη ζωή; Παίρνω ένα έργο και προσπαθώ να μεταφράσω τη μια γλώσσα σε μια άλλη, για να συνεννοηθούμε. Αυτή είναι η δουλειά μου.
— Τι σε συγκινεί περισσότερο στο θέατρο;
Ήρθε μια μαθήτριά μου που δουλεύει σε καφέ να μου πει πως ένας θαμώνας, όταν έμαθε ότι με είχε καθηγητή, της είπε ότι μετά τις «Μεταμορφώσεις» άρχισε να βλέπει θέατρο – κατουρήθηκα. Υπάρχει ματαιοδοξία, δεν λέω, αλλά ξέρεις γιατί συγκινούμαι με αυτά; Γιατί κι εγώ με τη σειρά μου θυμάμαι την κυρία Τοπαλούδη, τη φιλόλογό μου, που με έβγαλε από την εφηβική κατάθλιψη στα 13 μου. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα κι εκείνη μου έδωσε ως κίνητρο τη μετάφραση ενός ποιήματος του Γιεσένιν, επειδή ήξερα ρωσικά. Και άρχισε να μου δίνει ψήγματα προσοχής που δεν είχα από ηλίθιους δασκάλους. Εκείνη με αναγέννησε. Αυτό εννοώ. Είναι σαν την ατάκα στον Γκοντό που ρωτάει το αγόρι: «Τι να του πω του κυρίου Γκοντό; - Ότι μας είδες». Δεν ξέρω αν είναι ένα ψέμα που λέω στον εαυτό μου, δεν χρειάζομαι την έξωθεν καλή μαρτυρία, να με ξέρουν, με συγκινεί αυτή η ευαλωτότητα, αυτό που περνάει από χέρι σε χέρι, σαν να βρίσκεις ένα κρικάκι σε μια αλυσίδα.
— Αυτά τα κρικάκια της αλυσίδας γίνονται μέσα στο εφήμερο του θεάτρου.
Με αυτό δουλεύεις, το εφήμερο. Φτιάχνεις χάρτινα πραγματάκια που καίγονται. Αυτό το συνειδητοποίησα πολύ νωρίς. Έχει πάρει πια ξεκάθαρη μορφή και μπορώ να μιλήσω τώρα γι’ αυτό, αλλά ήταν κάτι που υπήρχε ως αίσθηση από τα παιδικά μου χρόνια. Όλα είναι εφήμερα, και οι σχέσεις, αλλά δεν μπορείς να του κόψεις κάποιου τα φτερά επειδή κάποτε θα πέσουν. Το θέμα είναι να μην πέσουν πιο νωρίς απ’ όσο πρέπει. Αν πιστεύω πολύ σε κάτι είναι η φροντίδα, δεν έχεις άλλο τρόπο να δείξεις ότι συναισθηματικά είσαι παρών.
— Στο εξωτερικό ήθελες να δουλεύεις;
Με ενδιέφερε, δεν το κυνήγησα, μου ήρθε, είδαν τη δουλειά μου και είπαν «έλα». Ήταν τιμητικό. Αλλά δεν μπορώ να φύγω από το σπίτι μου. Όποιος το κάνει, πρέπει να έχει μια αγωνία, να μπορεί να κάψει τις γέφυρες. Μου αρέσει να ταξιδεύω, αλλά θέλω να ξέρω πού είναι το σπίτι μου. Εκπατρίστηκα πολύ μικρός από την πατρίδα μου, την Μπίτολα, ήρθαμε να μείνουμε στη Θεσσαλονίκη, όταν ήμουν 2 ετών, πάνω που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τον κόσμο, βρέθηκα με μια άλλη οικογένεια, με μια άλλη γλώσσα, οπότε ο αποχωρισμός είναι πάντα κάτι πολύ οδυνηρό και βίαιο. Οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι, είχαν γνωριστεί από τα 13-14, summer lovers θα τους λέγαμε, και στην ουσία ενηλικιώθηκαν κάνοντας οικογένεια, εμένα. Και κανένας δεν μπορούσε να φύγει από αυτήν τη συνθήκη γιατί ήταν χούντα και τα σύνορα κλειστά. Ο ένας μιλούσε ελληνικά, ο άλλος σλαβομακεδονικά κι εγώ ήμουν αυτός που μιλούσε και τις δύο γλώσσες και έφερνα το σύστημα σε συνεννόηση.
— Έκανες τον διερμηνέα, αυτό μου λες;
Ναι. Μα τον διερμηνέα δεν κάνω σε όλη μου τη ζωή; Παίρνω ένα έργο και προσπαθώ να μεταφράσω τη μια γλώσσα σε μια άλλη, για να συνεννοηθούμε. Αυτή είναι η δουλειά μου.